Οι τέσσερις βασικοί πυλώνες ενός κράτους είναι η οικονομία, η άμυνα, η υγεία και η παιδεία η οποία περιλαμβάνει την ιστορία και τον πολιτισμό. Η οικονομία και η άμυνα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους γιατί πολύ απλά χωρίς ένα σταθερό επενδυτικό περιβάλλον δεν μπορεί να αναπτυχθεί η οικονομία και αντίστοιχα χωρίς ισχυρή οικονομία δεν μπορούν να υπάρχουν ισχυρές σύγχρονες ένοπλες δυνάμεις. Η ανάπτυξη της οικονομίας βέβαια δεν εξαρτάται μόνο από την εξασφάλιση ενός ειρηνικού περιβάλλοντος από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά επηρεάζεται από πολλές παραμέτρους. Παραμέτρους όπως το τοπικό και το παγκόσμιο οικονομικό κλίμα, λόγω της παγκοσμιοποίησης, την τιμή της ενέργειας, την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, το κόστος δανεισμού, τη φορολογική σταθερότητα και κατά πόσον αυτή είναι φιλική στις επενδύσεις και τέλος το εμπορικό ισοζύγιο, ήτοι εισροή ξένου χρήματος/συναλλάγματος. Επομένως, ένα κράτος για να μπορέσει να ισχυροποιήσει την οικονομία του θα πρέπει να δημιουργήσει ένα σταθερό εσωτερικό εργασιακό και επενδυτικό περιβάλλον για τους εργαζόμενους και τους επενδυτές, να κάνει επενδύσεις σε υποδομές όπως δρόμοι, σιδηρόδρομος, λιμάνια και αεροδρόμια για την ταχεία και ασφαλή μεταφορά των αγαθών, να υποβοηθήσει την έρευνα και την τεχνολογία έτσι ώστε να δημιουργηθούν νέα προϊόντα που θα βοηθήσουν στις εξαγωγές και το εμπορικό ισοζύγιο και τέλος να διαθέτει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις ώστε να μπορεί να προστατεύει την εδαφική ακεραιότητα και τον πλούτο της χώρας και να διαφυλάττει την ειρήνη και τα συμφέροντά της. Ως εκ τούτου, οι αμυντικές επενδύσεις είναι ένας ακρογωνιαίος λίθος στην επίτευξη σταθερότητας και η ειρήνη που προσφέρουν το υπέρτατο αγαθό για μια χώρα και τους ανθρώπους της.
Οι επενδύσεις στην άμυνα είναι διαφορετικές για κάθε χώρα και γίνονται συναρτήσει των εξωτερικών κινδύνων που διατρέχει η κάθε μία αλλά και του μεγέθους αυτών. Επομένως κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και δεν πρέπει να γίνονται απευθείας συγκρίσεις μεταξύ χωρών. Παραδείγματος χάριν, Ελλάδα και Πορτογαλία είναι δύο συγκρήσιμες χώρες ως προς, το ΑΕΠ, τον πληθυσμό και τα γενικά οικονομικά μεγέθη. Παρ’ όλ’ αυτά το γεωπολιτικό περιβάλλον είναι τελείως διαφορετικό και οι εξωτερικές απειλές που αντιμετωπίζει η Πορτογαλία είναι μηδαμινές σε σύγκρηση με τη χώρα μας όπου εκτός των διαφορών με την Τουρκία, η οικονομία επηρεάζεται άμεσα από τα τεκτενόμενα στην Μέση Ανατολή, την ασφαλή ναυσιπλοϊα στην ερυθρά θάλασσα αλλά και τη σύγκρουση μεταξύ Δύσης-Ρωσίας στις πεδιάδες της Ουκρανίας.
Στον παραπάνω πίνακα παρατηρούμε τη διακύμανση του ΑΕΠ της Ελλάδας καθώς και τις επενδύσεις στην άμυνα μεταξύ των ετών 2001-2023, δηλαδή το χρονικό διάστημα από την είσοδο της χώρας στο ευρώ μέχρι σήμερα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιβράδυνση της ελληνικής οικονομίας ήδη από το 2009 ένα έτος πριν την οικονομική κρίση αλλά και το 2020 που ξεπέρασε και ακόμη και το 2011 με μείον 9% ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας επιβράδυνσης της οικονομίας λόγω του κορονοϊού. Επίσης οι ετήσιες πιστώσεις του ΥΠΕΘΑ είναι μεσοσταθμικά στο 2% περίπου με μια αύξηση στο 2,4-2,6% μεταξύ των ετών 2005-2009 και άνω του 2,5% από το 2020 και εντέθευν και πιο συγκεκριμένα 2,9% το 2021, 3,1% το 2022 και 2,5% το 2023 κυρίως λόγω των εξοπλιστικών προγραμμάτων που υπογράφτηκαν από το 2020 και έπειτα αλλά και των εμπροσθοβαρών πληρωμών των δύο τριών μεγάλων προγραμμάτων. Επίσης παρατηρούμε ότι μεγάλο μέρος των πιστώσεων του ΥΠΕΘΑ πάει στην αποπληρωμή της μισθοδοσίας και των συντάξεων το οποίο είναι της τάξης του 40-60% ανάλογα με το ύψος των πιστώσεων με αποκορύφωμα το 2018 όπου το κόστος μισθοδοσίας και συντάξεων κατανάλωσε το 75% των ετήσιων πιστώσεων του υπουργείου. Παράλληλα για τα έτη 2011-2020, δηλαδή μια ολόκληρη δεκαετία οι ετήσιες πιστώσεις για την κάλυψη των εξοπλιστικών αναγκών κυμαινόταν στα 500 εκατ ευρώ περίπου κατ’ έτος στα οποία συνυπολογιζόταν και το κόστος των ανταλλακτικών. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η στήλη που αποτυπώνει την πραγματικότητα ως προς το ποσοστό των εξοπλιστικών προγραμμάτων στο ΑΕΠ της χώρας το οποίο μεσοσταθμικά από το 2001 έως σήμερα είναι μόλις 0,6% και όχι 2-2,5% που λανθασμένα αναφέρεται συχνά πυκνά.
Πολύ ενδιαφέρον και άμεση σύγκριση πρέπει να γίνεται με τα αντίστοιχα οικονομικά δεδομένα της «συμμάχου» Τουρκίας που αποτυπώνει με τον πλέον γλαφυρό τρόπο την μεγάλη απόσταση που έχει δημιουργηθεί ως προς τις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας των δύο χωρών και τον αντίκτυπο στις ένοπλες δυνάμεις ο οποίος πολλαπλάσιάζεται εκθετικά για την Τουρκία λόγω της δυνατότητάς της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας να εξυπηρετεί άνω του 70% των εγχώριων αναγκών αλλά και να συμβάλει στο ΑΕΠ με πωλήσεις αμυντικού υλικού άνω του ενός Δις στο ΑΕΠ της χώρας. Για να το κάνουμε πιο χειροπιαστό. Η Ελλάδα το 2023 ξόδεψε το 1,1% του ΑΕΠ σε εξοπλισμούς, δηλαδή 2,4 δις δολάρια στα 224 δις του ΑΕΠ. Αντίστοιχα για την Τουρκία το 2023 το 1,1% αντιστοιχεί σε 12,2 δις δολάρια. Οπότε γίνεται άμεσα αντιληπτό η χαώδης διαφορά μεταξύ των δυνατοτήτων των δύο χωρών.
Το 2023 το ΑΕΠ της Ελλάδας ανήλθε στα 224,4 δις ευρώ ενώ φέτος εφόσον διατηρηθεί η καλή πορεία της οικονομίας που έχει αποτυπωθεί στα πρώτα τρία τρίμηνα του 2024, το ΑΕΠ εικάζουμε ότι θα ξεπεράσει τα 235 δις. Δηλαδή θα φτάσει στα επίπεδα του 2008-2009 που ήταν το υψηλότερο όλων των εποχών. Βγάζοντας από την εξίσωση, για την οικονομία της συζήτησης το ελληνικό χρέος και την ανάγκη αποπληρωμής των δανείων που συνήφθησαν με τους δανειστές την περίοδο της κρίσης, έχουν τα δύο νούμερα την ίδια οικονομική ισχύ; Η απάντηση είναι όχι. Τα 235 δις ευρώ του 2009 είναι περισσότερα χρήματα από τα 235 δις ευρώ του 2024. Αυτό γιατί η αξία του ευρώ έχει πέσει μέσα στη διάρκεια των ετών. Ενδεικτικά η αξία του ευρώ έχει συρρικνωθεί κατά 65% από το 2001 έως σήμερα και αντίστοιχα το δολάριο έχει συρρικνωθεί η αξία του κατά 78%. Δηλαδή, κάτι που είχε αξία ένα ευρώ το 2001, σήμερα η αξία του είναι 1,65 ευρώ και αντίστοιχα στο δολάριο κάτι που είχε αξία ένα δολάριο το 2001, σήμερα έχει αξία 1,78 δολάρια. Σε αυτό σήμερα πρέπει να προσθέσουμε και την άνοδο του κόστους των πρώτων υλών και της ενέργειας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Παραδείγματος χάριν, το 1999 το ΥΠΕΘΑ υπέγραψε ένα συμβόλαιο ύψους 1,13 δις δολάρια για την αγορά έξι πυροβολαρχιών MIM-104 patriot, ήτοι κάτω από 200 εκατ. ανά πυροβολαρχία. Σήμερα το κόστος του συγκεκριμένου συστήματος στην πιο πρόσφατη έκδοση με τα αντίστοιχα βληματα κοστίζει πάνω από ένα δις δολάρια, από συμφωνίες που έχουν γίνει γνωστές. Αν και δεν μπορεί να γίνει άμεση σύγκριση μεταξύ των συμβολαίων γιατί υπάρχουν κρυφές πτυχές οι οποίες δεν γίνονται ποτέ γνωστές, παρ’ όλ’ αυτά η αύξηση της τιμής είναι εμφανής. Αντίστοιχα τα ελληνικά Leopard 2A6Gr στοίχισαν περίπου 9-9,5 εκατομύρια ευρώ ανά άρμα ενώ σήμερα η τιμή του Leopard 2A8 αποτιμάται στα 18-20 εκατομύρια. Αντίστοιχα στο πολεμικό ναυτικό η τιμή μιας σύγχρονης αντιαεροπορικής φρεγάτας επιπέδου LCF, F-124, FDI πρίν από περίπου 20 χρόνια κυμαινόταν στα 600-700 εκατ ευρώ ενώ σήμερα στα 1-1,2 δις. Ενδεικτικά το κόστος μιας πλήρως εξοπλισμένης FDI σήμερα μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία αποτιμάται τουλάχιστον στα 1,2 δις τη στιγμή που το ελληνικό πολεμικό ναυτικό το 2020 πλήρωσε 1 δις ανά πλοίο. Επομένως έχουμε μια αύξηση της τιμής 20% λόγω της αύξησης των πρώτων υλών που υπό άλλες συνθήκες δεν θα δικαιολογιόταν. Εν κατακλείδι, για τον εκσυγχρονισμό των ΕΕΔ η Ελλάδα βγαίνοντας από την πολυετή οικονομική κρίση έχει να αντιπαλέψει πρώτον την πολυετή εγκατάληψη των συστημάτων, δεύτερον την αύξηση του κόστους των νέων οπλικών συστημάτων, τρίτον την αναντίστοιχη αύξηση του ΑΕΠ και τέταρτον τις μεγάλες ανάγκες που επιβαρύνονται από το διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον. Λόγω των τεράστιων αναγκών, αν θέλουμε να μιλάμε για εκσυγχρονισμό των ΕΕΔ, είναι αναγκαίο για τα επόμενα δέκα χρόνια η διατήρηση των εξοπλιστικών πιστώσεων στα επίπεδα των 3 δις κατ’ έτος το οποίο με συνεχή αύξηση του ΑΕΠ θα είναι πιο προσιτό να διατηρηθεί τα επόμενα χρόνια. Επίσης χρειάζεται να γίνει επένδυση σε νέες τεχνολογίες, στα πανεπιστήμια και στην ελληνική αμυντική βιομηχανία ώστε να περιοριστεί το κόστος και παράλληλα να δημιουργηθούν προϊόντα που θα αποφέρουν έσοδα και θα συμβάλουν στην αύξηση του ΑΕΠ. Και τέλος να αποκτηθούν πολλαπλασιαστές ισχύος που θα συμβάλουν στην αμυντική αποτροπή.