Είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Τελευταίος κρίκος σε μία ήδη μακριά αλυσίδα είναι η απόφαση του προέδρου Τραμπ να αφαιρέσει από την Τουρκία το καθεστώς προνομιακής μεταχείρισης, το οποίο έδινε τη δυνατότητα σε τουρκικά προϊόντα να εισέρχονται στην αμερικανική αγορά αδασμολόγητα. Μπορεί η επίσημη δικαιολογία να είναι ότι η τουρκική οικονομία είναι πλέον επαρκώς αναπτυγμένη, αλλά είναι κοινό μυστικό πως αιτία είναι η γεωπολιτική διολίσθηση της Τουρκίας μακριά από τη Δύση με σημείο καμπής τους S-400.
Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ για το SL PRESS
Η Ουάσιγκτον έχει κάνει επανειλημμένες προσπάθειες να γεφυρώσει το χάσμα με την Άγκυρα, αλλά έχει αποτύχει. Ο Ερντογάν δεν επιστρέφει στο «μαντρί», ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016. Οι λόγοι είναι δύο:
Πρώτον, επειδή ο Ερντογάν δεν εμπιστεύεται την Ουάσιγκτον. Είναι πεπεισμένος πως επιδιώκουν να τον ανατρέψουν. Ο εναγκαλισμός του με τον Πούτιν μπορεί να τον αποξενώνει από τη Δύση, αλλά την θεωρεί κίνηση αυτοσυντήρησης.
Δεύτερον, επειδή τα συμφέροντα ΗΠΑ-Τουρκίας στη Μέση Ανατολή είναι σε μεγάλο βαθμό συγκρουόμενα. Ενώ για την Άγκυρα ο κουρδικός παράγοντας είναι ο απόλυτος εχθρός που πρέπει να εξαλειφθεί, για την Ουάσιγκτον, όπως επίσης και για το Ισραήλ, είναι ο φυσικός σύμμαχος. Έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, χωρίς τους Κούρδους ως τοπικό έρεισμα, οι Αμερικανοί θα βρεθούν ουσιαστικά απομονωμένοι, εάν όχι εκτοπισμένοι γεωπολιτικά από την καρδιά της Μέσης Ανατολής. Θα κυριαρχήσει εκεί το τρίγωνο Ρωσία-Ιράν-Τουρκία.
Υπενθυμίζουμε πως όταν σχεδόν προ διετίας οι ΗΠΑ είχαν ανακοινώσει τη συγκρότηση και τον εξοπλισμό δύναμης 30.000 (αποτελούμενη κυρίως από μαχητές του κουρδικού YPG) με αποστολή τη φύλαξη των συνόρων Συρίας-Τουρκίας, ο Ερντογάν είχε απαντήσει με την εισβολή στο Αφρίν. Παραλλήλως, μάλιστα, πίεζε τους Αμερικανούς να αποσυρθούν οι Κούρδοι από την πόλη Μανμπίτζ, την οποία είχαν απελευθερώσει με αίμα από τους τζιχαντιστές.
Όταν, μάλιστα, ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι οι Αμερικανοί θα αποχωρήσουν από τη βόρεια Συρία, φάνηκε ότι το όνειρο της Άγκυρας να συντρίψει το κουρδικό κρατικό μόρφωμα στη βορειοανατολική Συρία θα γινόταν πραγματικότητα. Όπως είναι γνωστό, όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Υπό το βάρος ισχυρών πιέσεων από το αμερικανικό βαθύ κράτος, ο Τραμπ υπαναχώρησε ευσχήμως, με αποτέλεσμα η αμερικανική ομπρέλα προστασίας των Κούρδων να παραμείνει.
Οι Μπράνσον και οι S-400
Η εξέλιξη αυτή επιδείνωσε περαιτέρω τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες με την απελευθέρωση του πάστορα Μπράνσον είχαν δείξει ότι εισέρχονταν σε τροχιά βελτίωσης. Τα γεγονότα αποδεικνύουν πως το αμερικανοτουρκικό ρήγμα δεν γεφυρώνεται. Ο Ερντογάν και υπουργοί του συνεχίζουν να απευθύνονται στην Ουάσιγκτον με επιθετική ρητορική που δεν έχει προηγούμενο.
Έτσι, παρά τις αμερικανικές εκκλήσεις, που εδώ και καιρό έχουν μετατραπεί σε ανοικτές απειλές, η Άγκυρα εμμένει στην εκτέλεση της συμφωνίας που έχει συνάψει με τη Ρωσία για την αγορά του υπερσύγχρονου αντιαεροπορικού συστήματος S-400. Δεν την έκαναν να υποχωρήσει ούτε η σαφής προειδοποίηση πως δεν θα της παραχωρηθούν τα μαχητικά F-35, ούτε η προσφορά να αγοράσει αντί για τους S-400 το αμερικανικό αντιαεροπορικό σύστημα Patriot.
Η σχετική ανοχή των Αμερικανών όλο το προηγούμενο πήγαζε -όπως προανέφερα- από το γεγονός ότι δεν θέλουν να χάσουν την Τουρκία. Στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, μάλιστα, αρχικά είχε εκδηλωθεί μία τάση, η οποία υποστήριζε ότι έπρεπε να γίνουν υποχωρήσεις στο Κουρδικό, προκειμένου ο Ερντογάν να μην πέσει οριστικά στην αγκαλιά του Πούτιν. Για να ενισχύσει, μάλιστα, την επιχειρηματολογία της, αυτή η τάση επικαλείτο το τραυματικό για τις ΗΠΑ προηγούμενο της απώλειας του Ιράν.
Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο σαφές πως όσο η Ουάσιγκτον ανεχόταν τον Ερντογάν τόσο έχανε.
Πρώτον, επειδή η ανοχή της ερμηνευόταν σαν πούλημα των συμμάχων Κούρδων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αξιοπιστία της.
Δεύτερον, επειδή εκλαμβανόταν διεθνώς σαν γεωπολιτική αδυναμία. Το γεγονός ότι ο Τούρκος πρόεδρος δεν δίσταζε να καταφέρεται εναντίον των Αμερικανών δημιουργούσε πολιτικό προηγούμενο, το οποίο αργά ή γρήγορα θα έβρισκε μιμητές.
Ο συνδυασμός πλαγιοκοπήσεων και αναμονής
Ο λόγος της Ουάσιγκτον δεν θα ήταν εφεξής ικανός από μόνος του να υποχρεώνει άλλα κράτη σε άμεση προσαρμογή. Το πλήγμα στο κύρος και στην αξιοπιστία της είναι σε τελευταία ανάλυση πολύ μεγαλύτερης εμβέλειας από το πως θα διαμορφωθούν τελικώς οι συσχετισμοί δυνάμεως και οι ισορροπίες στη Συρία. Εκτός αυτού, πλήθαιναν ολοένα και περισσότερο οι φωνές ότι η πολιτική ανοχής προς το καθεστώς Ερντογάν τροφοδοτεί όχι μόνο τη δική του αξιοπιστία, αλλά και τον τυχοδιωκτισμό του.
Είναι ακριβώς για όλους αυτούς τους λόγους που σταδιακά οι ΗΠΑ διαφοροποίησαν τη στάση τους και πέρασαν σε πλαγιοκοπήσεις. Κυριότερη εξ αυτών η υπονόμευση της τουρκικής λίρας, η οποία προκάλεσε ισχυρό πλήγμα συνολικά στην τουρκική οικονομία. Επειδή, όμως, οι Αμερικανοί δεν θέλουν να χάσουν τη γεωπολιτικά πολύτιμη Τουρκία, αποφεύγουν μία μετωπική ρήξη μαζί της.
Το γεγονός ότι η προσπάθειά τους να τα βρουν με τον Ερντογάν έχει πέσει επανειλημμένως στο κενό, τους έχει ωθήσει σε μία στάση, η οποία συνδυάζει τις πλαγιοκοπήσεις με την αναμονή, ελπίζοντας ότι στη μετά-Ερντογάν εποχή τα πράγματα θα αλλάξουν. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ναι μεν η αμερικανική ανοχή έχει ουσιαστικά λήξει, αλλά αυτό δεν σημαίνει και θεσμική απομόνωση της Τουρκίας από τους τις δυτικές δομές.
Η τακτική αυτή, ωστόσο, θα δοκιμασθεί όταν σε μερικούς μήνες -σύμφωνα με το υφιστάμενο χρονοδιάγραμμα- το ρωσικό σύστημα S-400 θα φθάσει και θα εγκατασταθεί στην Τουρκία. Για την ακρίβεια, θα είναι δύσκολο τότε για τους Αμερικανούς να το ανεχθούν, γιατί θα δημιουργήσει αρνητικό γι’ αυτούς προηγούμενο. Με άλλα λόγια, η σημερινή έστω και σε χαμηλό επίπεδο ισορροπία στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι από κάθε άποψη ασταθής.