Το Ελεγκτικό Γραφείο της Κυβέρνησης (GAO : Government Accountability Office) δημοσίευσε έκθεση (στις 17 Δεκεμβρίου), σύμφωνα με την οποία το Αμερικανικό Ναυτικό σπατάλησε, χωρίς λόγο και ουσία, δισεκατομμύρια δολάρια, στο πρόγραμμα αναβάθμισης των καταδρομικών κλάσης «Ticonderoga». Σύμφωνα με το GAO, σημειώθηκε σοβαρή σπατάλη δαπανών, λόγω ανεπαρκούς σχεδιασμού και διαχείρισης της διαδικασία εκσυγχρονισμού των «Ticonderoga». Περίπου τα μισά από τα $ 3,7 δισεκατομμύρια, που διατέθηκαν για το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, σπαταλήθηκαν χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα και επιχειρησιακό όφελος για το Αμερικανικό Ναυτικό. Η ιστορία ξεκινά το 2015, όταν υπό την πίεση του Κογκρέσου, το Αμερικανικό Ναυτικό αποφάσισε να αναβαθμίσει τα «Ticonderoga» προκειμένου να παραμείνουν σε υπηρεσία για πέντε ακόμη χρόνια τουλάχιστον. Ωστόσο, το πρόγραμμα απέτυχε λόγω σοβαρών ελλείψεων στο σχεδιασμό και των ασυνεπειών που σημειώθηκαν στη διαχείριση του. Σύμφωνα με την έκθεση του GAO, το Αμερικανικό Ναυτικό δεν προχώρησε σε ορθό σχεδιασμού, ούτε έκανε μελέτες διαχείρισης κινδύνου και εκτίμησης κόστους. Επιπλέον, η διοίκηση NAVSEA (Naval Sea Systems Command) δεν χρησιμοποίησε αποτελεσματικά τους διαθέσιμους μηχανισμούς διασφάλισης της ποιότητας, λόγω της ανησυχίας της για τη διατήρηση θετικών εργασιακών σχέσεων μεταξύ των κέντρων συντήρησης της περιοχής και των εργολάβων. Ένα άλλο ζήτημα ήταν και οι εκατοντάδες αλλαγές των συμβάσεων. Συγκεκριμένα, σημειώθηκαν περισσότερες από 9.000 αλλαγές στις συμβάσεις, που οδήγησαν σε αύξηση του κόστους και σε καθυστερήσεις. Αρχικά, το πρόγραμμα προέβλεπε την αναβάθμιση 11 πλοίων, αλλά το 2017 το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού περιορίστηκε σε επτά πλοία. Τέσσερα από τα επτά πλοία (USS «Hue City», USS «Anzio», USS «Cowpens», USS «Vicksburg») εκσυγχρονίστηκαν με κόστος $ 1,84 δισεκατομμύρια, αλλά αποσύρθηκαν, το 2022-2024, αμέσως μετά τον εκσυγχρονισμό τους. Ο εκσυγχρονισμός των τριών πλοίων που είναι σήμερα υπηρεσία κόστισε $ 1,9 δισεκατομμύρια, αλλά τα πλοία (USS «Gettysburg», USS «Chosin», USS «Cape St George») θα αποσυρθούν το 2026 και το 2027, νωρίτερα του προβλεπόμενου.