Πριν από περίπου δύο μήνες, ο διευθυντής της «Κ» Αλέξης Παπαχελάς με φώναξε μαζί με τον συνάδελφο Γιάννη Σουλιώτη στο γραφείο του. Είχε βρει όλες τις επικοινωνίες της Πυροσβεστικής την τραγική ημέρα της 23ης Ιουλίου και ήθελε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για το επιχειρησιακό σκέλος, για το «τι πραγματικά συνέβη» εκείνη την ημέρα στο Μάτι. Τις επόμενες ημέρες, ξεκινήσαμε να ακούμε τις ηχογραφημένες συνομιλίες. Υπήρχαν δεκάδες φάκελοι και κάθε ένας περιείχε εκατοντάδες αρχεία κλήσεων που είχαν γίνει από και προς τα διάφορα κέντρα της Πυροσβεστικής αλλά και τους ασυρμάτους στο πεδίο. Κάθε αρχείο είχε έναν εικοσαψήφιο αριθμό, ουσιαστικά την ταυτότητά του: Ημερομηνία και ώρα καταγραφής. Κάποιες κλήσεις διαρκούσαν μερικά δευτερόλεπτα, άλλες περισσότερο, συνήθως ένα με δύο λεπτά.
Ανοίγοντας κάθε νέο φάκελο ξεκινούσα να ακούω τις κλήσεις που είχαν γίνει μετά τις 16.35 εκείνο το μοιραίο απόγευμα. Λίγο πριν δηλαδή ενημερώσουν το κέντρο πως «έχουν δει καπνό στην Νταού Πεντέλης». Οι κλήσεις έφταναν μέχρι τα μεσάνυχτα όταν πλέον είχε φύγει ο πρωθυπουργός από το κέντρο της Πυροσβεστικής στο Χαλάνδρι. Στον επόμενο φάκελο ξεκινούσαν οι κλήσεις κάποιας άλλης τηλεφωνικής γραμμής πάλι από την αρχή. Ηταν τόσο μεγάλη η ένταση όσο περνούσαν οι ώρες, που ακούγοντας τα αρχεία αυτά ήταν σαν να βιώνεις εκείνη την ημέρα ξανά και ξανά.
«Ορατό συμβάν»
Η πρώτη κλήση από ασύρματο για τη φωτιά στην Ανατολική Αττική έγινε από τον Μάνο Τσαλιαγκό, επιχειρησιακό υπάλληλο Πολιτικής Προστασίας στη Ραφήνα και το Πικέρμι. «Υπάρχει ορατό συμβάν προς Αγιο Σπυρίδωνα ή Νταού Πεντέλης», λέει στο κέντρο. Καθυστερούν ένα λεπτό να του απαντήσουν, αλλά ξεκινάει άμεσα η κινητοποίηση. Από τα τηλεφωνήματα που ακολουθούν όμως προκύπτει πως στο συντονιστικό υπήρχε μια βασική, η πιο ουσιαστική δυσκολία: Δεν είχαν δυνάμεις να στείλουν. Σχεδόν όλα τα οχήματα βρίσκονταν στη φωτιά της Κινέτας. Κάποιοι μοιάζουν να το αντιμετωπίζουν χαλαρά: «Είμαστε γυμνοί, ντιπ ντιπ ξεβράκωτοι», λένε μεταξύ τους.
Την ίδια στιγμή όμως φαίνεται η αγωνία και η ένταση στα τηλεφωνήματα κάποιων άλλων: «Διώξτε, διώξτε ό,τι έχουμε, και τα εθελοντικά οχήματα, θα έχουμε θέμα», ακούγονται να φωνάζουν. Το μοναδικό εναέριο που θα επιχειρήσει στην περιοχή πλησιάζει αλλά «δεν βλέπει» τη φωτιά και δεν έχει λάβει ακόμα από το κέντρο τις συντεταγμένες. «Αυτό είναι ευχάριστο», αναθαρρεύει ο συντονιστής, όταν ακούει ότι ο πιλότος δεν ξέρει πού πρέπει να ρίξει, θεωρώντας προφανώς πως η φωτιά δεν έχει πάρει έκταση.
Δεν είναι η μοναδική φορά που στο κέντρο δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα. Είναι χαρακτηριστικό, ένα τηλεφώνημα που είχε γίνει πολύ νωρίτερα από κάτοικο της Κινέτας. Αγωνιά για το τι πρέπει να κάνει και ο συντονιστής του λέει: «Εγώ είμαι πίσω από ένα τηλέφωνο στο Χαλάνδρι, υπάρχει περίπτωση να έχω καλύτερη εικόνα από εσάς; Εάν δείτε φωτιά και πλησιάζει, καλό είναι να φύγετε». Ο κάτοικος καλείται να αξιολογήσει μόνος του την κατάσταση, να αποφασίσει ο ίδιος για την τύχη του, όπως άλλωστε έγινε αργότερα στο Μάτι.
Η φωτιά που ξεκινάει από την Νταού ξεφεύγει, εξαπλώνεται γρήγορα και από τον ασύρματο ακούγονται οι πυροσβέστες –πολλοί από αυτούς από εθελοντικά κλιμάκια– να δίνουν πραγματική μάχη για να μην περάσει τη λεωφόρο Μαραθώνος. Ζητούν με αγωνία εναέρια μέσα, αλλά δεν έρχονται ποτέ. Το ένα έχει βλάβη, τα άλλα δεν μπορούν να σηκωθούν λόγω ισχυρών ανέμων και στις έξι το απόγευμα το δεύτερο εναέριο που είναι έτοιμο να επιχειρήσει, παίρνει εντολή να κάνει μόνο μία ρίψη εκεί και μετά να πάει στην Κόρινθο όπου υπάρχει νέα εστία κοντά στα διυλιστήρια.
Από κάποιο σημείο και μετά είναι ξεκάθαρο από τις κλήσεις πως έχει χαθεί τελείως ο έλεγχος. Δεν υπάρχει κανένας σχεδιασμός, καμιά επικοινωνία με τις άλλες υπηρεσίες. Ούτε καν επικοινωνία των πυροσβεστών με τα εναέρια μέσα καθώς οι ασύρματοι δεν λειτουργούν. Και στο κέντρο, ενώ κάποιοι περνούν τα συμβάντα στο σύστημα engage, η πληροφορία δεν εμφανίζεται σε άλλους που προσπαθούν να συντονίσουν την επιχείρηση.
«Γίνεται χαμός. Δεν ξέρουμε το δεξί χέρι τι κάνει το αριστερό», λέει σε κάποιον συνάδελφό του ένας συντονιστής. Καταλαβαίνουν όμως πως πλέον κινδυνεύουν άνθρωποι και προσπαθούν να γίνει συντονισμός για να εκκενωθούν ιδρύματα και κατασκηνώσεις. Αναζητούν τον δήμαρχο Μαραθώνα Ηλία Ψινάκη, αλλά εκείνος δεν απαντάει. Ο κ. Ψινάκης όμως έχει εν τω μεταξύ βάλει τον αστυνομικό της ασφάλειάς του να πάρει και να ζητήσει να στείλουν πυροσβεστικό όχημα για να σωθεί το σπίτι του. Ο συντονιστής προσπαθεί να του εξηγήσει πως κινδυνεύει κόσμος: «Μην έρθουμε για δυο δέντρα και έναν κήπο», του λέει. Ο κ. Ψινάκης ακούγεται στη γραμμή να λέει πως και το σπίτι έχει καεί, όχι μόνο ο κήπος. Ο συντονιστής θα ζητήσει από ένα πυροσβεστικό όχημα να μεταβεί εκεί. «Αυτός με τα κανάλια τα ’χει καλά», θα πει στον διοικητή του.
Ελλειμμα επικοινωνίας
Τα τηλεφωνήματα των εγκλωβισμένων που σε απόγνωση καλούσαν την Πυροσβεστική για βοήθεια ήταν τα πιο σκληρά. Δεν ήταν πολλά όμως. Το τηλεφωνικό κέντρο είχε καταρρεύσει, για να πιάσει κάποιος γραμμή έπρεπε να δοκιμάσει αμέτρητες φορές. Οι εγκλωβισμένοι που έδιναν μάχη για τη ζωή τους δεν είχαν την πολυτέλεια να είναι πάνω από ένα τηλέφωνο. Τις περισσότερες φορές το κατάφερνε κάποιος συγγενής τους, επίσης σε απόγνωση για τον άνθρωπό τους που κινδύνευε.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το τηλεφώνημα της Ντέπης Αργυροπούλου που ήταν εγκλωβισμένη με τον σύζυγό της και τη 13χρονη κόρη της στο Κόκκινο Λιμανάκι. Η φωτιά είχε φτάσει κυριολεκτικά στην πόρτα τους και εκείνοι προσπαθούσαν να σώσουν το σπίτι και βεβαίως να σωθούν οι ίδιοι. Εστειλαν την κόρη στο υπόγειο και η κ. Αργυροπούλου κατάφερε να πιάσει γραμμή στην Πυροσβεστική. Κλαίγοντας, ζητούσε βοήθεια. «Γιατί μας έχετε ξεχάσει», φώναξε. Ο τηλεφωνητής μοιάζει να λυγίζει. «Κάντε κουράγιο», της λέει ξανά και ξανά.
Οταν με τη διεύθυνσή της στο χέρι πήγα να την αναζητήσω, είχα αγωνία για το τι θα βρω. Το σπίτι ήταν σε καλή κατάσταση. Η ίδια όμως και η οικογένειά της; Μήπως πάνω στον πανικό τους είχαν προσπαθήσει να διαφύγουν όπως τόσοι άλλοι; Ανακουφίστηκα όταν μου άνοιξε την πόρτα. Ολοι τους ήταν καλά, μου είπε. Οσο καλά μπορεί να είναι δηλαδή. Το κορίτσι της βλέπει ακόμα ψυχολόγο και η ίδια δεν έχει συνέλθει. Ολοι στην περιοχή ακόμα θρηνούν τους ανθρώπους που χάθηκαν. Αυτό που νιώθουν όσοι επέζησαν από το πύρινο κυνήγι είναι πως από τύχη σώθηκαν.
Πράγματι, στην ίδια γειτονιά συναντάς σπίτια εντελώς κατεστραμμένα και άλλα που τα προσπέρασε η φωτιά. Κάποιοι έμειναν μέσα και σώθηκαν, κάποιοι κάηκαν, άλλοι έφυγαν και κάηκαν στον δρόμο, ενώ το σπίτι τους δεν έπαθε τίποτα. Ο Αρης Χερουβείμ το επόμενο πρωί της αποφράδας μέρας έφτασε στο Μάτι αναζητώντας τους δικούς του. Τη μητέρα του, την αδερφή του και τις πεντάχρονες ανιψιές του – τους είχε μιλήσει το προηγούμενο απόγευμα και ήταν πανικοβλημένες. Οταν έφτασε στο σπίτι το βρήκε όπως ακριβώς το είχαν αφήσει, με τις μισοτελειωμένες ζωγραφιές των κοριτσιών στο τραπέζι, παιχνίδια διασκορπισμένα, το καναρίνι τους στον κήπο. Οι δικοί του όμως δεν τα είχαν καταφέρει. Τις βρήκε ο ίδιος, νεκρές, λίγα μέτρα από το σπίτι τους. Είχαν προσπαθήσει να τρέξουν προς τη θάλασσα.
Ιστορίες απόγνωσης
Πολύς κόσμος είχε φτάσει εκεί θεωρώντας πως θα είναι ασφαλείς. Οπως η οικογένεια της Ελένης, που εγκατέλειψε το σπίτι, και αργότερα το αυτοκίνητο, όταν κατάλαβε πως θα εγκλωβιζόταν στον δρόμο. Ετρεξαν και πρόλαβαν να μπουν στο νερό. Κολυμπούσαν για ώρα, αναγκαστικά όλο και πιο βαθιά, για να μπορούν να αναπνεύσουν καθαρό αέρα. Ο πατέρας της δεν άντεξε και πέθανε από ανακοπή, εκεί, μέσα στη θάλασσα. Για ώρες η Ελένη με τη μητέρα της κολυμπούσαν κρατώντας τον νεκρό τους… Στις δέκα το βράδυ τους μάζεψε ένα ψαράδικο στα ανοιχτά. Ο Μοχάμεντ, ο Αιγύπτιος ψαράς που τους βοήθησε να ανέβουν στη βάρκα, δεν είχε καταλάβει πως «αυτό» που επέπλεε ήταν ο πατέρας της οικογένειας. Οταν το κατάλαβε, πάγωσε. Βρήκε μια κουβέρτα για να τον σκεπάσει και μου είπε πως έκανε την προσευχή του εκεί, μεσοπέλαγα, πριν συνεχίσει να ψάχνει στο σκοτάδι για άλλους ανθρώπους.
Οι ιστορίες είναι αμέτρητες. Οσοι οι νεκροί (έφτασαν τους 102 την περασμένη εβδομάδα) και περισσότερες. Ιστορίες ανθρώπων που χάθηκαν τόσο άδικα και άλλων που σώθηκαν, αλλά εννέα μήνες μετά παλεύουν ακόμα με τα τραύματα εκείνης της τραγικής ημέρας.
Οι πρώτοι νεκροί και η σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό
Ακούγοντας τα ηχητικά είναι σαφές πως όλοι ήξεραν από νωρίς το εύρος της καταστροφής. Στις 19.50, ένας πυροσβέστης ενημερώνει πως έχει βρει στην άκρη ενός δρόμου στο Κόκκινο Λιμανάκι άτομο μέσης ηλικίας νεκρό. Στο συντονιστικό, όμως, «είναι σε άρνηση». «Μια επιφύλαξη, μήπως έχει απλά χάσει τις αισθήσεις; Δεν είναι και γιατρός ο συνάδελφος», λένε μεταξύ τους. Ομως, πυροσβέστες, άνθρωποι του ΕΚΑΒ, της Αστυνομίας, τηλεφωνούν πλέον συνεχώς και ενημερώνουν για τους νεκρούς που εντοπίζουν. Μέσα σε σπίτια, στον δρόμο, μέσα σε αυτοκίνητα, στην παραλία, παντού.
Ενόψει της σύσκεψης υπό τον πρωθυπουργό, ο αξιωματικός υπηρεσίας τηλεφωνεί στο ΕΚΑΒ για να μάθει τον αριθμό των νεκρών που έχουν ήδη παραλάβει. «Εχουμε παραλάβει έναν, αλλά υπάρχουν πολλά περιστατικά και το ξέρει και η Πολιτική Προστασία». Η εντολή που είχαν ήταν να περισυλλέγουν τους νεκρούς μόνο εάν ήταν στη μέση του δρόμου. Εάν ήταν μέσα στα σπίτια, δεν τους παραλάμβαναν. Είναι τουλάχιστον αφελές κάποιος να ισχυριστεί πως όσοι κάθισαν στο τραπέζι της σύσκεψης εκείνο το βράδυ δεν ήξεραν ακριβώς το τι είχε συμβεί. Παρ’ όλα αυτά, μπροστά στις κάμερες, ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί και η ηγεσία της Πυροσβεστικής επέλεξαν να συζητήσουν για το πόσα οχήματα βρίσκονταν στην περιοχή, τι καιρό θα έκανε την επομένη και την ώρα που θα πετούσαν τα πρώτα εναέρια μέσα το πρωί.
Οι συνομιλίες του επιχειρησιακού και συντονιστικού κέντρου φωτίζουν πολλές και διαφορετικές πτυχές των γεγονότων της 23ης Ιουλίου: τις δυσκολίες, την ένταση, την απόγνωση και τα μοιραία λάθη. Αλλά κυρίως λένε την ιστορία ενός κράτους που είχε πραγματικά καταρρεύσει. Αυτό είναι ξεκάθαρο στις περισσότερες κλήσεις στη διάρκεια αυτών των οκτώ κρίσιμων ωρών.
Το ξενοδοχείο
Φαίνεται έντονα και στα τηλεφωνήματα που έγιναν για το ξενοδοχείο Ραμάντα. Οι εργαζόμενοι του ξενοδοχείου έδιναν πραγματική μάχη για να σωθούν οι 400 άνθρωποι που είχαν βρει καταφύγιο εκεί. Ο διευθυντής έβρεχε με μάνικες τις δεξαμενές υγραερίου του ξενοδοχείου όταν οι φλόγες κυριολεκτικά είχαν φτάσει στην πόρτα και ο ιδιοκτήτης προσπαθούσε να έρθει από την Αθήνα για να βοηθήσει. Από τον δρόμο καλούσε συνεχώς την Πυροσβεστική και όπου αλλού μπορούσε, ζητώντας βοήθεια για να εκκενωθεί το ξενοδοχείο.
«Δεν μπορείτε εσείς με κάποιον τρόπο, με κάποια λεωφορεία ενδεχομένως, κάπως να το φροντίσετε;» τον ρωτούν από το κέντρο. «Εγώ μπορώ να κανονίσω τα λεωφορεία, αλλά δεν υπάρχει πρόσβαση. Εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να φτάσω», απαντάει εκείνος σαστισμένος. Κάποια στιγμή, ο εκπρόσωπος του τότε γενικού γραμματέα Πολιτικής Προστασίας τηλεφωνεί στην Πυροσβεστική για την υπόθεσή του: «Ρε συ, αυτός ξαναπήρε, και να ξέρεις, παίρνουν από ψηλά γι’ αυτόν, πολύ ψηλά. Μην λέμε τώρα ονόματα. Μου λέει έχω θέμα. Τετρακόσιες ψυχές, ξέρω γω τι μου ’λεγε εκεί πέρα. Ρε συ, κάνε έναν κόπο ξανά. Πάρε τουλάχιστον να του δείξεις… Μην καεί κανείς και μας πει αυτός τίποτα και μπλέξουμε».