Το γεωγραφικό και στρατηγικό μειονέκτημα των ελληνικών νησιών του Αιγαίου: τι είναι, πως προκύπτει και πως μπορεί αυτό να περιοριστεί ή ακόμα και να μεταβληθεί σε πλεονέκτημα, με την ανάπτυξη των κατάλληλων οπλικών συστημάτων επιθετικού χαρακτήρα επί των νησιών.
Κοιτώντας τη γεωγραφία των ελληνικών νησιών του Αιγαίου, μπορεί εύκολα να εντοπίσει ο καθένας, ότι τα ακριτικά νησιά του Αιγαίου, διαθέτουν ένα εμφανέστατο γεωγραφικό και κατ’ επέκταση στρατηγικό μειονέκτημα, το οποίο δυσκολεύει κατά πολύ την υπεράσπιση τους από την απειλή που βρίσκεται στα ανατολικά τους.
Το γεωγραφικό και στρατηγικό αυτό μειονέκτημα, είναι αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων:
– Της εγγύτητας των ακριτικών νησιών με την εκτεταμένη μικρασιατική ακτή, όπου σε ορισμένα σημεία οι αποστάσεις είναι εξαιρετικά μικρές. Αυτό θέτει τα νησιά αυτά, μερικώς ή ολικώς, εντός του βεληνεκούς του εχθρικού Πυροβολικού και των υπολοίπων κατευθυνόμενων όπλων του ΤΣ, ενώ επιτρέπει στα μαχητικά αεροσκάφη της ΤΑ να εκτοξεύσουν πολλά από τα κατευθυνόμενα βλήματα που διαθέτουν, πετώντας πάνω από την ασφάλεια του τουρκικού εδάφους. Παράλληλα, η εγγύτητα αυτή επιτρέπει σε τουρκικά επιθετικά και μεταφορικά ελικόπτερα και μη επανδρωμένα οπλισμένα αεροσκάφη να επιχειρήσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα πάνω από τα ελληνικά ακριτικά νησιά, δημιουργώντας μια συνεχή και άμεση απειλή για τις ελληνικές δυνάμεις που εδρεύουν πάνω σε αυτά. Σε αυτά μπορεί να προστεθεί και η άμεση απειλή από ταχύπλοες και αποβατικές δυνάμεις προερχόμενες από την κοντινή ακτή.
– Της απόστασης των ελληνικών ακριτικών νησιών από την ηπειρωτική Ελλάδα και τις κύριες στρατιωτικές βάσεις της. Στην περίπτωση ειδικά του συμπλέγματος της Μεγίστης, έχουμε την μέγιστη απόσταση από τον ηπειρωτικό κορμό και για τον λόγο αυτό, η περιοχή του Καστελόριζου θεωρείται το πιο αδύναμο σημείο της ελληνικής αμυντικής διάταξης στο Αιγαίο. Η απόσταση από την ηπειρωτική Ελλάδα, δημιουργεί καθυστέρηση στην άμεση αποστολή βοήθειας και σε σημαντικούς αριθμούς, σε υλικό και προσωπικό, ενώ αυξάνει τον κίνδυνο μέρος αυτών των ενισχύσεων να εξουδετερωθεί λόγω των εχθρικών ενεργειών, πριν αυτές φτάσουν στον προορισμό τους. Επομένως, έχουμε αύξηση του χρόνου άφιξης και του ρίσκου των αποστολών ενισχύσεων.
– Της έλλειψης στρατηγικού βάθους στα περισσότερα ελληνικά ακριτικά νησιά πλην των μεγάλων νήσων όπως πχ Λέσβος και Χίος. Η έλλειψη επαρκούς έκτασης στα περισσότερα νησιά, δεν επιτρέπει την μόνιμη εγκατάσταση μεγάλων αριθμών στρατιωτικού προσωπικού και υλικού και δεν επιτρέπει μεγάλη διασπορά δυνάμεων εντός του κάθε νησιού ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες από τα εχθρικά πυρά προερχόμενα από την μικρασιατική ακτή. Αναπόφευκτα και ειδικά στα μικρότερα νησιά, είναι συγκεκριμένες οι θέσεις όπου μπορούν να οχυρωθούν οι ελληνικές δυνάμεις και να τοποθετηθούν συγκεκριμένα όπλα όπως αυτά του Πυροβολικού. Σε ορισμένα δε νησιά, η ακραία γεωμορφολογία του εδάφους με εκτεταμένες βραχώδεις περιοχές, δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο την γεωγραφική τοποθέτηση των ελληνικών δυνάμεων.
Το πολυεπίπεδο μειονέκτημα που περιγράφεται παραπάνω, είναι αναμφισβήτητο. Παρόλα αυτά, το μειονέκτημα αυτό θα μπορούσε να είχε περιοριστεί κατά πολύ και μάλιστα θα μπορούσε κατά την άποψη του γράφοντος να μετατραπεί ακόμα και σε γεωγραφικό και στρατηγικό πλεονέκτημα, στην περίπτωση που αποφασιζόταν η εγκατάσταση σύγχρονων οπλικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς, μεγάλης ισχύος πυρός και καταστρεπτικής ικανότητας και με έντονες αποτρεπτικές ιδιότητες. Υπό αυτήν την οπτική, ένα μέρος του στρατηγικού μειονεκτήματος των ελληνικών νησιών μπορεί να αποδοθεί στην υποεπάνδρωση και τον υποεξοπλισμό τους, τα οποία ασφαλώς υφίστανται εδώ και πολλές δεκαετίες.
Αρκεί να δει κάποιος τον κατάλογο των οπλικών συστημάτων που υπηρετούν στα όρια ευθύνης της ΑΣΔΕΝ για να αντιληφθεί την στρατιωτική υποβάθμιση και εγκατάλειψη των στρατιωτικών δυνάμεων της. Κατά βάση, συστήματα της εποχής του Βιετνάμ και του Ψυχρού Πολέμου, με ελάχιστη αποτρεπτική επιρροή στο μυαλό και το σχεδιασμό της αντίπαλης ηγεσίας. Επιπλέον, πρόκειται για συστήματα που είναι αποκλειστικά περιορισμένου βεληνεκούς και προορισμένα κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, χωρίς την εμβέλεια, την ακρίβεια, την καταστρεπτικότητα και τον επιθετικό χαρακτήρα για να προκαλέσουν ισχυρά πλήγματα στην απέναντι ακτή.
Η αποτρεπτική ικανότητα των μονάδων της ΑΣΔΕΝ και η ικανότητα επιτυχούς άμυνας σε περίπτωση εχθρικής προσβολής, θα αυξάνονταν κατακόρυφα σε περίπτωση που τοποθετούνταν στα νησιά της πρώτης γραμμής και σε επιλεγμένα νησιά της δεύτερης γραμμής, συγκεκριμένα οπλικά συστήματα επιθετικού και στρατηγικού χαρακτήρα, με μεγάλη εμβέλεια και με μεγάλη ακρίβεια και καταστρεπτικότητα. Μια τέτοια ισχύ πυρός συγκεντρωμένη στα ελληνικά νησιά και στρεφόμενη προς τα μικρασιατικά παράλια και τα ενδότερα της Μικράς Ασίας, θα βάραινε πολύ στη σκέψη και τις αποφάσεις της τουρκικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας και σε περίπτωση πολέμου θα εξασφάλιζε την άμεση και αποτελεσματική ανταπόδοση των εχθρικών πυρών προερχόμενων από την απέναντι ακτή.
Ας μην ξεχνάμε ότι στην απέναντι ακτή και κατά μήκος αυτής, βρίσκονται πέρα από τις βασικές εγκαταστάσεις της 4ης Στρατιάς Αιγαίου και ένα μεγάλο μέρος της τουρκικής οικονομικής δραστηριότητας και της βιομηχανικής παραγωγής, συμπεριλαμβανομένης και της αμυντικής βιομηχανίας: από τις ανατολικές ακτές της Θάλασσας του Μαρμαρά έως τις ακτές απέναντι από την Ρόδο. Εάν τεθεί αυτή η περιοχή κάτω από το βεληνεκές όπλων μακρού πλήγματος τοποθετημένων στα ελληνικά νησιά, το μειονέκτημα περιορίζεται και θα μπορούσε να μετατραπεί ακόμα και σε πλεονέκτημα:
– Οι δυνάμεις της ΑΣΔΕΝ με την βοήθεια της αυξημένης επάνδρωσης και των νέων όπλων, αποκτούν μεγαλύτερη στρατιωτική αυτάρκεια και επάρκεια και μπορούν να αντέξουν για περισσότερο χρόνο και πιο αποδοτικά τις εχθρικές επιθέσεις, χωρίς ενίσχυση από την ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτό επιτρέπει περισσότερο χρόνο και καλύτερη οργάνωση της αποστολής των ενισχύσεων. Επομένως, στην περίπτωση αυτή έχουμε περιορισμό, σε έναν βαθμό, των στρατηγικών συνεπειών από την εγγύτητα των ακριτικών νησιών με την απέναντι ακτή και της απόστασης με την ηπειρωτική Ελλάδα.
– Οι δυνάμεις της ΑΣΔΕΝ με την βοήθεια των όπλων μακρού βεληνεκούς αποκτούν την δυνατότητα να απαντήσουν στα εχθρικά πυρά προερχόμενα από τη μικρασιατική ακτή και πολύ πέραν αυτής, καθώς και τη δυνατότητα καταστροφής στρατηγικών στόχων σε μεγάλο βάθος. Τα εχθρικά πυρά πλέον δεν μένουν αναπάντητα και αυξάνεται παράλληλα και η επιβιωσιμότητα των μονάδων εφόσον μέρος των απέναντι δυνάμεων καταστρέφονται στους χώρους συγκέντρωσης τους πριν γίνουν απειλητικές για τις ελληνικές δυνάμεις. Υπό αυτήν την οπτική, το στρατηγικό βάθος το προσφέρουν τα νησιά της δεύτερης γραμμής που βρίσκονται σε ασφαλή σχετικά απόσταση και που θα διαθέτουν όπλα πολύ μεγάλου βεληνεκούς για την προσβολή των εχθρικών δυνάμεων. Περιορίζονται έτσι σε έναν βαθμό και οι στρατηγικές συνέπειες από την έλλειψη στρατηγικού βάθους των ακριτικών νησιών.
Ας δούμε όμως συνοπτικά, ποια είναι αυτά τα οπλικά συστήματα που θα μπορούσαν να αλλάξουν τη στρατηγική κατάσταση στα νησιά του Αιγαίου και να δημιουργήσουν πλεονέκτημα για τις ελληνικές δυνάμεις;
– Επάκτιες συστοιχίες βλημάτων κατά πλοίων σε επιλεγμένα νησιά της δεύτερης γραμμής, κατανεμημένων σε ολόκληρο το μήκος του Αιγαίου (πχ MM-40 Block 3C, NSM).
– Συστοιχίες βλημάτων SPIKE NLOS, στα ακριτικά νησιά Αιγαίου. Χρειάζεται ασφαλώς μεγαλύτερος αριθμός συστοιχιών SPIKE NLOS από τον ήδη παραγγελθέντα αριθμό.
– Εκτοξευτές περιφερόμενων πυρομαχικών, μικρού και μεσαίου βεληνεκούς στα ακριτικά νησιά και μεγάλου βεληνεκούς σε νησιά της δεύτερης γραμμής.
– Μη επανδρωμένα αεροσκάφη UAV/UCAV τακτικής χρήσης, στα ακριτικά νησιά και στρατηγικής χρήσης σε νησιά της δεύτερης γραμμής. Επίσης μη επανδρωμένα σκάφη USV, τόσο σε αποστολές αυτοκτονίας, όσο και ως φορείς κατευθυνόμενων όπλων προσβολής παράκτιων στόχων (πχ. SPIKE NAVAL, ρουκέτες laser).
– Αναβάθμιση RM-70 στην έκδοση Vampir, σε συνδυασμό με σερβικές ρουκέτες των 40km ή εάν υπάρχουν πολιτικές ανησυχίες, σε συνδυασμό με ισραηλινές κατευθυνόμενες ρουκέτες Accular.
– Τροχοφόρα Α/Κ οβιδοβόλα (πχ Archer, CAESAR, ATMOS), με αυτόματο σύστημα γέμισης, μεγάλο βεληνεκές και δυνατότητα γρήγορης αλλαγής θέσης. Θα πρέπει να συνοδεύονται και από τα ανάλογα σύγχρονα πυρομαχικά αυξημένου και πολύ αυξημένου βεληνεκούς, με δυνατότητα εγχώριας παραγωγής.
– Βαρέα τροχοφόρα ρουκετοβόλα (πχ HIMARS, EuroPULS) σε νησιά της δεύτερης γραμμής, με ρουκέτες πολύ μεγάλου βεληνεκούς και δυνατότητα εξαπόλυσης βαλλιστικών βλημάτων ή βλημάτων πλεύσης. Συμπληρωματικά ή εναλλακτικά όσον αφορά τα τελευταία, αυτόνομοι εκτοξευτές βαλλιστικών βλημάτων και βλημάτων πλεύσης (πχ LORA ή/και JSF-M).
– Αντιαεροπορικά συστήματα της τάξης των 40-50km (πχ IRIS-T SLM, Land MICA NG, SPYDER MR) στα ακριτικά νησιά, συνοδευόμενα από κινητά ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης και συστήματα Α/Κ πυροβόλων όπως τα Skyranger 30 ή 35. Αντιαεροπορικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς όπως SAMP/T NG σε νησιά δεύτερης γραμμής, τα οποία θα προσφέρουν μια ευρύτερη ΑΑ και αντιπυραυλική ομπρέλα στις ελληνικές δυνάμεις,
– Α/Κ όλμοι των 120mm με αυτόματο σύστημα γέμισης με αυξημένη ταχυβολία, γρήγορη αλλαγή θέσης και με την χρήση έξυπνων κατευθυνόμενων πυρομαχικών.
Ασφαλώς, για να μπορέσουν τα παραπάνω συστήματα να λειτουργήσουν αποτελεσματικά, απαιτείται η παράλληλη ανάπτυξη ενός πλήρους δικτύου εντοπισμού στόχων και μετάδοσης των δεδομένων τους στις φίλιες δυνάμεις. Απαιτούνται πολλά και διαφορετικά μέσα εντοπισμού σε τακτικό επίπεδο: ναυτικά ραντάρ, ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης, ραντάρ αντιπυροβολικού, ΕΟ/ΙR συστήματα, UAV παρατήρησης διαφόρων επιδόσεων, συστήματα ESM/ELINT/SIGINT. Και όλα διασυνδεδεμένα μέσω των απαραίτητων links με τα νέα όπλα για την γρήγορη εμπλοκή στόχων.
Σε στρατηγικό επίπεδο, η συμμετοχή σε δορυφορικά συστήματα επιτήρησης τόσο οπτικής όσο και ηλεκτρονικής αναγνώρισης και ίσως στο μέλλον και η επιλογή αγοράς εθνικού δορυφορικού συστήματος επιτήρησης. Τέλος, η παροχή πληροφοριών από τις εθνικές και στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών, μέσω αυτόνομης δράσης ή μέσω συνεργασίας με αντίστοιχες υπηρεσίες άλλων χωρών.
Από όλα τα παραπάνω που σχετίζονται με όπλα και αισθητήρες, εάν βλέπαμε ένα μόνο μέρος να πραγματοποιούνταν, η στρατιωτική κατάσταση και ικανότητα των νησιών να αποτρέψουν ή να αποκρούσουν μια εχθρική επίθεση, θα είχε αυξηθεί κατακόρυφα. Με οπλικά συστήματα όπως αυτά του παραπάνω καταλόγου, τα νησιά θα μπορούσαν να καταστούν πραγματικά οχυρά, αλληλοϋποστηριζόμενα και ικανά να αντέξουν τις εχθρικές επιθέσεις αποτελεσματικά και μάλιστα να ανταποδώσουν βαθιά μέσα στο έδαφος του αντιπάλου.
Το σίγουρο είναι ότι η κατάσταση υποεπάνδρωσης, υποεξοπλισμού και απουσίας επιθετικών, στρατηγικών και αποτρεπτικών όπλων που ισχύει τώρα, διατηρεί το γεωγραφικό και στρατηγικό μειονέκτημα των νησιών και τα καθιστά ομήρους της επιθετικότητας της Τουρκίας. Μόνο εάν τα ελληνικά νησιά αποκτήσουν πλήρεις δυνατότητες αυτοάμυνας και προβολής πυραυλικής ισχύος στην απέναντι ακτή, θα μπορέσουν να ανατρέψουν αυτό το μειονέκτημα.
Κύριο εμπόδιο στο τελευταίο, είναι ο παραδοσιακός φόβος των ελληνικών ηγεσιών για τον εξοπλισμό των ελληνικών νησιών και για τις πιθανές πολιτικές και στρατιωτικές αντιδράσεις της Τουρκίας αλλά και των Συμμάχων που θα προκαλέσει αυτός, για λόγους που σχετίζονται με τις διατάξεις αποστρατικοποίησης των νησιών που προβλέπονται στις συνθήκες της Λωζάννης και των Παρισίων. Ένας φόβος που παραλύει οποιαδήποτε σκέψη και ενέργεια ώστε να καταστούν τα νησιά του Αιγαίου πραγματικά φρούρια και φορείς στρατηγικού πλέον πλεονεκτήματος.
Η έλλειψη πολιτικής θέλησης και πολιτικού θάρρους πηγαίνει αντίθετα στο στρατιωτικό και γεωστρατηγικό συμφέρον της χώρας. Είναι καιρός οι Έλληνες αξιωματούχοι να αποβάλλουν αυτούς τους παράλογους φόβους και να κάνουν το εθνικά σωστό, που είναι ο πλήρης εξοπλισμός των νησιών με σύγχρονο υλικό, τόσο αμυντικής όσο και επιθετικής φύσης. Γιατί δεν πρέπει να έχουμε καμία ψευδαίσθηση: ο κύριος στόχος της πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας της Τουρκίας είναι και θα είναι πάντοτε το Αιγαίο και τα πολυάριθμα νησιά του και αυτό επιβάλλει το στρατιωτικό επίπεδο της ΑΣΔΕΝ να ανέλθει στο επίπεδο της άμεσης απειλής που αντιμετωπίζει από την απέναντι πλευρά.