Ένα από τα πολλά προγράμματα, τα οποία είχαν συμπεριληφθεί στα εξοπλιστικά προγράμματα της περιόδου 1996-2010, αλλά ποτέ δεν υλοποιήθηκε, ήταν και αυτό της προμήθεια 45 αεροσκαφών προχωρημένης και επιχειρησιακής εκπαίδευσης.
Ο λόγος, πίσω από την ανάγκη υλοποίησης του συγκεκριμένου προγράμματος, ήταν και παραμένει η γήρανση των αεροσκαφών T-2C/E Buckeye, που χρησιμοποιούνται σήμερα για την εκπαίδευση των Ελλήνων Ικάρων.
Το T-2C/E Buckeye είναι ένα εκπαιδευτικό αεροσκάφος το οποίο έχει προσφέρει πολλά, αλλά είναι σχεδίασης και τεχνολογίας των μέσων της δεκαετίας του 1950 και πλέον όχι μόνο δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις, αλλά, συν τω χρόνω, γίνεται ολοένα και πιο ακατάλληλο.
Από το T-33 Shooting Star στο T-2 Buckeye
Το T-33A Shooting Star αναπτύχθηκε από την Lockheed Martin και πέταξε για πρώτη φορά στις 22 Μαρτίου 1948. H παραγωγή του διήρκεσε έως το 1959 και, συνολικά, παρήχθησαν 6.557 μονάδες, εκ των οποίων 5.691 κατασκεύασε η Lockheed Martin, 656 η Canadair και 210 η Kawasaki.
Σχεδιαστικά προέρχεται από το αεροσκάφος Ρ-80 ή F-80 Shooting Star (επιμήκυνση της ατράκτου κατά ένα μέτρο, προσθήκη δεύτερου cockpit κ.α.). Για το λόγο αυτό, κωδικοποιήθηκε ως TP-80C ή TF-80C Shooting Star, αλλά αργότερα έλαβε την ονομασία T-33A Shooting Star.
Συνολικά 39 κράτη, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα και η Τουρκία, χρησιμοποίησαν το T-33A Shooting Star ως εκπαιδευτικό. Η Ελλάδα παρέλαβε τα πρώτα αεροσκάφη το 1951, τα οποία και ενέταξε στην 361 Εκπαιδευτική Μοίρα Αεροσκαφών της 112 Πτέρυγας Μάχης. Το 1976 αυτά αντικαταστάθηκαν από αεροσκάφη T-2E Buckeye.
To Τ-2 Buckeye αναπτύχθηκε από την North American και εντάχθηκε σε υπηρεσία στη δεκαετία του 1950, ως ενδιάμεσο σκαλοπάτι μεταξύ του αεροσκάφους βασικής εκπαίδευσης T-37 Tweety Bird και του αεροσκάφους TA-4 Skyhawk, το οποίο εκτελούσε χρέη εκπαιδευτικού προχωρημένης εκπαίδευσης.
Στο αμερικανικό οπλοστάσιο αντικαταστάθηκε από τα αεροσκάφη T-45 Goshawk στη δεκαετία του 1980. Η πρώτη έκδοση του αεροσκάφους (T-2J-1 Buckeye ή T-2A Buckeye, από το 1962 και μετά) εντάχθηκε σε υπηρεσία στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Στην έκδοση T-2B Buckeye το αεροσκάφος επανασχεδιάστηκε ώστε να καταστεί δικινητήριο με κινητήρες J60-P-6 της Pratt & Whitney, ενώ η έκδοση T-2C Buckeye έφερε τους κινητήρες J85-GE-4 της General Electric μέγιστης ώσης 2 x 2.950 λιβρών.
Οι εκδόσεις T-2D Buckeye και T-2E Buckeye συνιστούν τις παρτίδες αεροσκαφών που αγοράστηκαν από τη Βενεζουέλα και την Ελλάδα αντίστοιχα. Συνολικά κατασκευάστηκαν 273 αεροσκάφη για λογαριασμό των ΗΠΑ, του Μαρόκου, της Βενεζουέλας και της Ελλάδας. Για εκπαιδευτικούς λόγους, το αεροσκάφος μπορεί να μεταφέρει βόμβες ελεύθερης πτώσης και ατρακτίδια πολυβόλων και ρουκετών.
Τα T-2E Buckeye έφτασαν στην Ελλάδα το 1976-1977 για να αντικαταστήσουν τα T-33A Shooting Star της 361 Εκπαιδευτικής Μοίρας Αεροσκαφών (από τον Μάρτιο του 2006 έχει μετονομαστεί σε 362 Μοίρας Εκπαίδευσης Αέρος) και τα F-84F ThunderStreak της 363 Μοίρα Επιχειρησιακής Εκπαίδευσης (από τον Μάρτιο του 2006 έχει μετονομαστεί σε 363 Μοίρα Εκπαίδευσης Αέρος).
H ανάγκη για νέα εκπαιδευτικά αεροσκάφη
Στη διεθνή στρατιωτική ορολογία χρησιμοποιούνται τρεις όροι για να χαρακτηρίσουν την ποιότητα εκπαίδευσης που λαμβάνει ένας υποψήφιος πιλότος. Πρόκειται για τις ορολογίες «Φτωχή Εκπαίδευση» («Poor Training»), «Αρνητική Εκπαίδευση» («Negative Training») και «Ποιοτική Εκπαίδευση» («Quality Training»).
Κατά την «Ελλιπή Εκπαίδευση», ο εκπαιδευόμενος εκπαιδεύεται με αεροσκάφη παλαιότερης γενιάς τόσο στο βασικό και αρχικό, όσο και στο προχωρημένο και επιχειρησιακό στάδιο της εκπαίδευσης.
Κατά την «Αρνητική Εκπαίδευση», ο εκπαιδευόμενος εκπαιδεύεται με σύγχρονα αεροσκάφη στο στάδιο της βασικής και αρχικής εκπαίδευσης ή στο στάδιο της προχωρημένης και επιχειρησιακής και με παλαιά αεροσκάφη στο στάδιο της προχωρημένης και επιχειρησιακής εκπαίδευσης ή στο στάδιο της αρχικής και βασικής αντίστοιχα. Στην περίπτωση αυτή υπάγεται η Ελλάδα καθώς οι ιπτάμενοι της ΠΑ εκπαιδεύονται στο στάδιο της αρχικής και βασικής εκπαίδευσης με τα σύγχρονα T-6A Texan II και ολοκληρώνουν την πτητική τους εκπαίδευση με τα παλαιά T-2C/E Buckeye.
Τέλος, κατά την «Ποιοτική Εκπαίδευση» ο εκπαιδευόμενος εκπαιδεύεται, σε όλα τα στάδια, με σύγχρονα αεροσκάφη (νέας γενιάς ή παλαιότερης αλλά εκσυγχρονισμένα), προσομοιωτές, αλλά και σύγχρονα εκπαιδευτικά βοηθήματα, όπως είναι τα ατρακτίδια AΑCMI (Autonomous Air Combat Maneuvering Instrumentation).
Η εκπαίδευση των Ικάρων έχει ως σκοπό την ομαλή μεταπήδηση των πιλότων από το αεροσκάφος προχωρημένης και επιχειρησιακής εκπαίδευσης στα μαχητικά αεροσκάφη 3ης γενιάς. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει τη διάθεση ενός αεροσκάφους προχωρημένης και επιχειρησιακής εκπαίδευσης, το οποίο θα γειτνιάζει τεχνολογικά με το μαχητικό.
Η προμήθεια των 45 αεροσκαφών αρχικής και βασικής εκπαίδευσης T-6A Texan II συνετέλεσε στην ποιοτική αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αλλά η προσπάθεια αυτή δεν συνδυάστηκε με την αγορά ενός νέου αεροσκάφους προχωρημένης και επιχειρησιακής εκπαίδευσης.
Ουσιαστικά, οι Ίκαροι λαμβάνουν την προχωρημένη και επιχειρησιακή τους εκπαίδευση στις μάχιμες Μοίρες. Σύμφωνα με ιπτάμενους αξιωματικούς της ΠΑ, ο χρόνος εξοικείωσης ενός Ίκαρου σε ένα F-16 Fighting Falcon ή σε ένα Mirage-2000 είναι έξι μήνες τουλάχιστον. Ο χρόνος αυτός, θα μπορούσε να μειωθεί εάν από τα T-6A Texan II οι Ίκαροι μεταπηδούσαν σε ένα σύγχρονο αεροσκάφος προχωρημένης και επιχειρησιακής εκπαίδευσης και από εκεί στα σύγχρονα μαχητικά 3ης γενιάς.
Η εκπαίδευση παραμένει ο σημαντικότερος ίσως παράγων και σε κάθε περίπτωση είναι ο συνδετικός κρίκος που συνδέει έναν πιλότο και ένα μαχητικό αεροσκάφος. Ομοίως, οι εκπαιδευτικές τακτικές δεν αποτελούν ανεξάρτητο τομέα δράσης. Αντίθετα, συνδέονται άμεσα με την επιχειρησιακή ικανότητα και ετοιμότητα της αεροπορικής ισχύος ως σύνολο.
Είναι προφανές ότι τα T-2C/E Buckeye δεν ανταποκρίνονται, εδώ και καιρό, στις σύγχρονες εκπαιδευτικές ανάγκες της ΠΑ. Επιπρόσθετα, το 2020 περίπου θα έχουν φτάσει στο όριο της επιχειρησιακής τους χρήσης. Σε καθαρά εκπαιδευτικά πλαίσια, η ΠΑ προσδοκά στην εξασφάλιση του απαιτούμενου πτητικού έργου για την εκπαίδευση 75 περίπου Ικάρων σε ετήσια βάση, απαίτηση η οποία μεταφράζεται σε 40-45 σύγχρονα αεροσκάφη προχωρημένης και επιχειρησιακής εκπαίδευσης (συνυπολογίζονται και οι πιθανές απώλειες).
Σε περίπτωση που υπάρξει κινητοποίηση, δηλαδή πρόγραμμα, αναμένεται να το διεκδικήσουν η βρετανική BAE Systems με το Hawk AJT (Advanced Jet Trainer), η ιταλική Leonardo με το M-346 και, η νοτιοκορεατική KAI (Korean Aerospace Industries) με το T-50 Golden Eagle.
Από τις παραπάνω προτάσεις το ιταλικό M-346, στην έκδοση εκπαιδευτικού/ελαφρού μαχητικού M-346FA Master συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες διότι το μεν Hawk AJT είναι αεροσκάφος, το οποίο έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες εξέλιξης του (οι πρώτες εκδόσεις του Hawk εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1976, ενώ το Hawk AJT το 2005). Το T-50 Golden Eagle σχεδιάστηκε ως ένα υποδεέστερο F-16, ενώ είναι ακριβότερο, τόσο από το Hawk AJT, όσο και από το M-346FA Master, που είναι το φθηνότερο από τα τρία, τόσο σε επίπεδο απόκτησης, όσο και σε επίπεδο κόστους ανά ώρα πτήσης. Θα πρέπει επίσης να υπενθυμίσουμε και το Μνημόνιο Κατανόησης, μεταξύ της Aermacchi (πλέον Leonardo) και της ΕΑΒ, στις 19 Ιανουαρίου 2006, για την κατασκευή του Μ-346 στην ΕΑΒ, σε περίπτωση επιλογής από την ΠΑ.
Μ-346FA (Fighter Attack): Ένα ελαφρύ μαχητικό αεροσκάφος
Το Μ-346FA Master είναι ένα νέο αεροσκάφος (το Μ-346 πραγματοποίησε την πρώτη του πτήση τον Ιούλιο του 2004, ενώ το M-346FA Master παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 2017), που σχεδιάστηκε ως ένα οικονομικό εκπαιδευτικό και μαχητικό αεροσκάφος πολλαπλού ρόλου, επικουρικό προς το ρόλο των κύριων μαχητικών αεροσκαφών.
Η σκέψη και η προσπάθεια, έχουν λογική: Συνδυασμός προκεχωρημένου/επιχειρησιακού εκπαιδευτικού και ελαφρού μαχητικού. Στη βάση αυτής της φιλοσοφίας άλλωστε έχουν τροποποιηθεί πάρα πολλά εκπαιδευτικά αεροπλάνα αυτής της κατηγορίας στο παρελθόν, από τη στιγμή που για πολλές αεροπορικές δυνάμεις το όφελος σε επιχειρησιακό επίπεδο είναι μεγάλο, χωρίς παράλληλη κατακόρυφη αύξηση του κόστους. Δεδομένου ότι οι ανάγκες εκπαίδευσης ιπταμένων έχουν περιοριστεί σημαντικά για την Πολεμική Αεροπορία, ποσοτικά όχι ποιοτικά, το Μ-346FA αποτελεί προφανώς μία πολύ καλή λύση παράλληλης κάλυψης πλειάδας επιχειρησιακών αναγκών. Πριν δούμε ποιες είναι αυτές, ας ρίξουμε όμως μία ματιά στο τι περιλαμβάνει ο εξοπλισμός αποστολής του FA και ποιο είναι το οπλικό φορτίο που μπορεί να μεταφέρει.
Κατ’ αρχήν το σύστημα ελέγχου πτήσεως παραμένει ως έχει στην καθαρά εκπαιδευτική έκδοση (τετρακάναλο Fly-By-Wire), καθώς κρίνεται από πλευράς αξιοπιστίας και αντοχής σε πλήγματα, απόλυτα επαρκές και για τη διενέργεια πολεμικών επιχειρήσεων. Η μεταφερόμενη ποσότητα καυσίμου παραμένει ίδια εσωτερικά και εξωτερικά (τρεις δεξαμενές χωρητικότητας 630 λίτρων έκαστη), ενώ οι φορείς ανάρτησης οπλισμού-φορτίων, είναι τρεις σε κάθε πτέρυγα. Πέραν του βασικού αισθητήρα, του ραντάρ Grifo-M που θα αντικατασταθεί από AESA, Grifo-E, το FA εξοπλίζεται με σύστημα ανταλλαγής δεδομένων Link-16, καθώς και ολοκληρωμένο σύστημα αυτοπροστασίας DASS (Defensive AIDS Sub-System). Που περιλαμβάνει δέκτη προειδοποίησης εγκλωβισμού από ραντάρ (RWR-Radar Warning Receiver), σύστημα προειδοποίησης επερχόμενων πυραύλων (MAWS-Missile Aproach Warning System), καθώς και εκτοξευτές θερμοβολίδων και αερόφυλλων. Στον εξοπλισμό αποστολής περιλαμβάνονται επίσης IFF Interogator, συστήματα ασφαλών επικοινωνιών, παρεμβολέας (Jammer) όχι ενσωματωμένος στο σκάφος αλλά σε μορφή ατρακτιδίου (ECM pod), ενώ υπάρχει και η δυνατότητα αξιοποίησης ατρακτιδίου στοχοποίησης LITENING στον κεντρικό αναρτήρα της ατράκτου, καθώς και ατρακτιδίου αναγνώρισης (Recce Pod).
Σε ότι αφορά στο οπλικό φορτίο, μπορούν να μεταφερθούν βόμβες GBU-12 και GBU-16 Paveway II των 500 και 1000 λιβρών αντίστοιχα. Επίσης βόμβες καθοδήγησης λέιζερ Lizard 2 των 500 λιβρών, GBU-38 και GBU-32 JDAM των 500 και 1000 λιβρών αντίστοιχα, καθώς και βόμβες καθοδήγησης συνδυασμού λέιζερ και GPS GBU-49 και Lizard 4 των 500 λιβρών. Τέλος, σε ότι αφορά πάντα στο οπλικό φορτίο αέρος-εδάφους, έχουν επίσης πιστοποιηθεί η SDB (Small Diameter Bomb), καθώς και οι μη κατευθυνόμενες Mk.82FF, Mk.82HD Snakeye των 500 λιβρών και η Mk.83 των 1000 λιβρών.
Σε ρόλους αέρος-αέρος οι δυνατότητες περιορίζονται σε εμπλοκές εντός του οπτικού ορίζοντα από τη στιγμή που έχουν πιστοποιηθεί ο αμερικανικός AIM-9L και ο ευρωπαϊκός δυνατοτήτων off boresight, IRIS-T. Το σημαντικό εδώ είναι ότι ο τελευταίος αξιοποιείται σε συνδυασμό με σκοπευτικό επί κάσκας (HMD-Helmet Mounted Display), αποδίδοντας έτσι στο μικρό εκπαιδευτικό ικανότητες προσβολής ιπτάμενων στόχων, ακόμη και 180ο εκτός της γραμμής σκόπευσης.
Τεράστιο επιχειρησιακό όφελος με εξαιρετικά χαμηλό κόστος
Με αυτό τον εξοπλισμό αποστολής και το οπλικό φορτίο, το M-346FA μπορεί ασφαλώς να λειτουργήσει ως μία εξαιρετικά ικανή πλατφόρμα Εγγύς Αεροπορικής Υποστήριξης (CAS-Close Air Support). Αποστολή που μέχρι τις αρχές της δεκαετίας που διανύουμε, είχε το Α-7Ε. Το -FA δεν έχει βέβαια τη δυνατότητα να πλήξει στόχους σε τόσο μεγάλες αποστάσεις, από τη στιγμή που η αυτονομία του με εσωτερικό καύσιμο μόνο ανέρχεται σε δύο ώρες και 40 λεπτά και σε τρεις ώρες και 25 λεπτά περίπου με δύο εξωτερικές δεξαμενές καυσίμου. Είναι όμως ιδανική παντός καιρού και καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου, πλατφόρμα προσβολής επίγειων στόχων όπως, συγκεντρώσεων εχθρικών δυνάμεων, αποβατικών σκαφών, μονάδων πυροβολικού και τεθωρακισμένων οχημάτων-αρμάτων μάχης, τόσο για τον νησιωτικό ελληνικό χώρο, όσο και για τα παράλια της Μικράς Ασίας. Με δεδομένα το εξαιρετικά χαμηλό θερμικό ίχνος των δύο F124-GA-200 της Honeywell (κάθε ένας αποδίδει ώση 6.250 λιβρών-2.840 κιλών), και τις θερμικές αντανακλάσεις του εδάφους, το FA αποτελεί έναν εξαιρετικά δύσκολο στόχο για τα εχθρικά μαχητικά αναχαίτισης όταν πετά χαμηλά. Παράλληλα έχει την ευελιξία (όριο φορτίσεων +8/-3G) και τον εξοπλισμό (DASS) που αυξάνουν την επιβιωσιμότητα του έναντι φορητών (MANPADS) ή μη αντιαεροπορικών πυραυλικών συστημάτων μικρής ακτίνας (SHORADS). To επιχειρησιακό όφελος από την αξιοποίηση του FA πολλαπλασιάζεται δε αν ληφθεί υπόψη ότι παρέχει την ευχέρεια αποδέσμευσης πολύτιμων μαχητικών, που με τη σειρά τους μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την προσβολή στόχων, τακτικών ή μη, βαθιά μέσα στην εχθρική ενδοχώρα, ή ως πλατφόρμες αέρος-αέρος.
Άλλος ένας σημαντικός ρόλος που μπορεί να κληθεί να καλύψει το FA είναι αυτός της αναζήτησης και καταστροφής εχθρικών επιθετικών ελικοπτέρων, αλλά και των μεταφορικών. Τα οποία οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις διατηρούν σε πολλαπλάσιο αριθμό σε σχέση με τις ελληνικές. Αυτή είναι άλλη μία δουλειά που είχε στο παρελθόνoν ο στόλος των ελληνικών A-7H/E. Οι εχθρικές αποβατικές δυνάμεις μπορούν επίσης να προσβληθούν και με ρουκέτες (φέρονται σε καλάθους), αλλά και με πυροβόλο που φέρεται σε ατρακτίδιο (Gun pod).
Πλήρης προετοιμασία ιπταμένων για ένταξη στις πολεμικές Μοίρες με το ένα τρίτο του σημερινού κόστους
Η απόκτηση δύο Μοιρών (40 μονάδων) M-346FA, ακόμα και υπό τα σημερινά δεδομένα για την Ελλάδα και την Πολεμική Αεροπορία, δεν θα πρέπει να θεωρείται ουτοπική ή εξωπραγματική και για ένα άλλο λόγο. Πέραν των επιχειρησιακών οφελών που προαναφέραμε. Η εξοικονόμηση κονδυλίων που θα επιφέρει η ένταξη του αεροσκάφους σε υπηρεσία θα είναι ΤΕΡΑΣΤΙΑ. Γιατί μέσω του εξοπλισμού αποστολής με τον οποίο έχει εξοπλιστεί, κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Αρκεί να φανταστεί κανείς ότι ότι οι εκπαιδευτικές έξοδοι ενός νεοεισερχόμενου σε πολεμική Μοίρα, ιπταμένου, με τα μαχητικά της, θα μειωθούν κατά 75% προκειμένου να καταστεί ετοιμοπόλεμος. Και αυτό γιατί θα έχει διδαχθεί τεχνικές και τακτικές εντοπισμού και εγκλωβισμού εχθρικών μαχητικών και ελικοπτέρων με τη χρήση ραντάρ και θα έχει εκπαιδευτεί σε τακτικές κλειστών εμπλοκών και μάλιστα με δυνατότητες πραγματικού off boresight. Με τη συνδυασμένη χρήση HMD και IRIS-T. Θα μπορεί επίσης να εκπαιδευτεί ρεαλιστικά σε διαδικασίες και τακτικές προσβολής κινούμενων και σταθερών επίγειων στόχων με την αξιοποίηση του Litening και βομβών LGB, που είναι βασική δουλειά όλων των Μοιρών με καθήκοντα κρούσης.
Με το κόστος της ώρας πτήσης του FA να ανέρχεται κατά προσέγγιση στο ένα τρίτο του κόστους της ώρας πτήσης ενός μαχητικού, το οικονομικό και φυσικά και το επιχειρησιακό όφελος θα είναι ανεκτίμητα για την Πολεμική Αεροπορία. Οι Ισραηλινοί έχουν ήδη εκμεταλλευτεί πολύ μεγάλο μέρος αυτών των δυνατοτήτων και αυτός άλλωστε είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους αρνήθηκαν συνεργασία με την Πολεμική Αεροπορία στο προκεχωρημένο-επιχειρησιακό στάδιο. Το εάν θα υιοθετήσουμε μία συνδυαστική λύση σαν αυτή που περιγράψαμε, είναι καθαρά θέμα πρωτοβουλίας και ορθολογικού σχεδιασμού. Για τα επόμενα 20-25 χρόνια τουλάχιστον.