Με το πρόγραμμα ναυπήγησης των ελληνικών φρεγατών FDI HN να μπαίνει στην τελική ευθεία μετά και την καθέλκυση της τρίτης και τελευταίας φρεγάτας, σε συνδυασμό με την προοπτική επέκτασης του προγράμματος κατά ένα πλοίο μέσα στο καλοκαίρι, είναι μια καλή ευκαιρία να κάνουμε μια συνολική αποτίμηση του προγράμματος. Για την ιστορία, η ελληνική ηγεσία επέλεξε την γαλλική πρόταση το 2022 μετά από μια συμφωνία με την Γαλλία η οποία είχε και γεωπολιτικές προεκτάσεις με την υπογραφή του αμυντικού συμφώνου αμοιβαίας υποστήριξης και συνδρομής μεταξύ των δύο χωρών. Βέβαια η γαλλική φρεγάτα ήταν από τα φαβορί διεκδίκησης του προγράμματος και είχε μπει στη τελική shortlist μαζί με την ολλανδική Sigma 11515HN, την βρετανική Type 31 και την αμερικάνικη MMCS HF2. Το συμβόλαιο ύψους 3,049 δισεκατομυρίων ευρώ υπογράφτηκε στις 24 Μαρτίου του 2022, μία μόλις ημέρα πριν την εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου επάνω στο θωρηκτό Αβέρωφ και πέρασε ως σχέδιο νόμου 4891 από τη Βουλή των Ελλήνων. Το κόστος του προγράμματος συμπεριλαμβάνει 2,214 δις ευρώ για την κατασκευή τριών πλοίων στα ναυπηγεία της Naval Group στο Λοριάν της δυτικής Γαλλίας, 696,9 εκατ. ευρώ για τους φόρτούς των πλοίων και ακόμη 138 εκατ. ευρώ για τριετή εν συνεχεία υποστήριξη των πλοίων αυτών σε ελληνική υπηρεσία.

Ήταν όμως τη δεδομένη χρονική στιγμή η βέλτιστη επιλογή για την ενίσχυση του πολεμικού ναυτικού  από μια νέα φρεγάτα για ενίσχυση και ανανέωση του στόλου των πλοίων κρούσης του; Θεωρούμε πως ναι και θα προσπαθήσουμε να το αναλύσουμε παρακάτω.

Με την κατάσταση στον στόλο των φρεγατών να βαίνει κάθε χρόνο προς το χειρότερο από τη στιγμή που η πλειονότητα των πλοίων ήταν μεγάλης ηλικίας και μικρής επιχειρησιακής ικανότητας, το ελληνικό πολεμικό ναυτικό ξεκίνησε ένα πρόγραμμα συνολικού ύψους 5,5 δις ευρώ με βάση τις δηλώσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Με προοπτική την ανανέωση του στόλου των φρεγατών μέσω της αγοράς τεσσάρων νέων φρεγατών πολλαπλών ρόλων, της απόκτησης φρεγατών ενδιάμεσης λύσης και της αναβάθμισης των τεσσάρων φρεγατών ΜΕΚΟ 200ΗΝ. Με αυτό το πρόγραμμα το πολεμικό ήλπιζε στη δημιουργία ενός στόλου 10-12 νέων και νεότερων αναβαθμισμένων φρεγατών για την αντικατάσταση των περισσότερων ολλανδικών φρεγατών τύπου “S” σε ελληνική υπηρεσία σε πρώτη φάση.

Σήμερα, τρία χρόνια μετά, φαίνεται ότι ο προγραμματισμός αυτός προχωράει με την απόκτηση τεσσάρων φρεγατών FDI HN, δύο έως τεσσάρων μεταχειρισμένων φρεγατών FREMM IT (μεταχειρισμένα πλοία πολύ υψηλότερων δυνατοτήτων σε σύγκριση με εκείνα που εμφανίζονταν ως λύσεις τρία χρόνια πριν) και την μερική αναβάθμιση των φρεγατών ΜΕΚΟ ΗΝ. Οι εταιρίες οι οποίες συμμετείχαν στο πρόγραμμα ήταν η Naval Group με την FDI HN, η Babcocko μετ την Type 31, η Lockheed με την MMCS HF2, Damen, η με την Sigma 11515HN, η Navantia με την F-110 και η TKMS με την MEKO Α200 & Α300. Όλες οι εταιρίες προσέφεραν πολύ ενδιαφέρουσες σχεδιάσεις με σύγχρονα ηλεκτρονικά και όπλα. Τελικά όπως γνωρίζουμε το πρόγραμμα κατέληξε στην γαλλική πρόταση η οποία προσέφερε πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα, πέραν της αμυντικής συμφωνίας μεταξύ των δύο κρατών.

Να προσθέσουμε εδώ ότι παρ’ ότι το πρόγραμμα αναφερόταν σε φρεγάτα πολλαπλών ρόλων το πολεμικό ναυτικό προσπαθούσε να συγκεράσει και την ανάγκη για φρεγάτα αντιαεροπορικού πολέμου με αυξημένο φόρτο αντιαεροπορικών βλημάτων μέσης-μεγάλης εμβέλειας, ήτοι βλήματα όπως ο αμερικάνικος SM-2 ή ο ευρωπαϊκός Aster 30. Ένα από τα πιο μεγάλα πλεονεκτήματα της γαλλικής πρότασης ήταν ο μικρός χρόνος παράδοσης που υποσχόταν η γαλλική πλευρά που αν και τελικά θα υπάρξει μια μικρή εξάμινη καθυστέρηση, αυτή είναι πολύ σύντομη και ουσιαστικά θα λειτουργήσει ως πλεονέκτημα από τη στιγμή που όλα τα πλοία θα παραδοθούν σε πλήρη διαμόρφωση. Ο μικρός χρόνος παράδοσης επετεύχθει λόγω, πρώτον της παραχώρησης των γαλλικών σλοτ στην παραγωγή και δεύτερον λόγω της πολύ καλής γραμμής παραγωγής των γαλλικών ναυπηγείων. Αντίστοιχους χρόνους ίσως μπορούσαν να δώσουν οι ολλανδοί και οι ιταλοί αλλά το γαλλικό πλοίο υπερτερούσε σε άλλους τομείς. Όσον αφορά τις υπόλοιπες σχεδιάσεις να επισημάνουμε ότι, οι σαουδαραβικές MMCS από το 2019 είναι ακόμη υπό κατασκευή, η πρώτη βρετανική Type 31 θα παραδοθεί το 2027, η πρώτη ισπανική F110 είναι να παραδοθεί μέσα στο 2025 αλλά ήταν εκτός συναγωνισμού και οι γερμανικές Α300 ήταν ακόμη στο σχεδιαστήριο.

FREMM GP – η F-590 Bergammini η οποία είναι υποψήφια να περάσει σε ελληνική υπηρεσία

ΟΠΛΙΣΜΟΣ

Όσον αφορά τον οπλισμό για επιχειρήσεις επιφανείας όλα τα προσφερόμενα πλοία με εξαίρεση την ιταλική FREMM και την ισπανική F-110, προσφέρονταν με πυροβόλο Compatto 76/62 μέ ή χωρίς σύστημα Strales. Βέβαια πλοία όπως η ιταλική FREMM και η ισπανική F-110 είχαν το πλεονέκτημα λόγω εκτοπίσματος και χώρου να φέρουν και μεγαλύτερο πυροβόλο των 127 χιλιοστών, με σοβαρό πλεονέκτημα βεληνεκούς και διαμετρήματος. Για τους πυραύλους επιφανείας-επιφανείας όλες οι σχεδιάσεις προσέφεραν σύγχρονους αντιπλοϊκούς πυραύλους όπως ο MM-40 Block3c, o NSM και ο TESEO MK2. Αντίστοιχα ήταν και για τις ελαφρές τορπίλες με διπλούς ή τριπλούς τορπιλοσωλήνες για ελαφρές τορπίλες νέας γενιάς όπως η MU-90. Όσον αφορά τα συστήματα CIWS, σχεδόν όλοι συμπεριέλαβαν τον εκτοξευτή RAM και κατά περίπτωση συμπληρωνόταν από σύστημα Strales. Εκεί όμως που υπάρχει μεγάλη διαφορά και η υπόθεση χρήζει περαιτέρω ανάλυσης είναι ο αντιαεροπορικός πόλεμος, δηλαδή τα μεταφερόμενα A/A βλήματα, ο τύπος αυτών και ο αριθμός των κάθετων εκτοξευτών.

Από τη μία έχουμε την FDI HN και την FREMM IT οι οποίες προσφέρονταν με τέσσερις οκταπλούς κάθετους εκτοξευτές Sylver Α50 με 32 Α/Α βλήματα μεσου-μεγάλου βεληνεκούς Aster 30 και οι υπόλοιπες οι οποίες προσφέρονταν με έναν (MMCS HF2), δύο ή τέσσερις (με επιπλέον κόστος) κάθετους οκταπλούς εκτοξευτές Mk41. Χαρακτηρηστική είναι η περίπτωση στην οποία οι αμερικανικές MMSC HF2 υστερούσαν δραματικά σε οπλισμό και ηλεκτρονικά έναντι των γαλλικών FDI HN. Όπως γνωρίζουμε ο Mk41 έχει το τακτικό πλεονέκτημα σε σύγκριση με τον Sylver γιατί μπορεί να δεχθεί μια πλειάδα όπλων (ESSM, CAMM, SM-2/3/6, ASROC,Tomahawk) τη στιγμή που ο Sylver 50 μπορεί να δεχθεί μόνο Aster 15/30 και ο Sylver 70 μόνο MdCN. Βέβαια το μειονέκτημα των ΜΚ41 είναι ο ρυθμός βολής των πυραύλων.

Επίσης ο Mk41 μπορεί να δεχθεί τους ESSM και CAMM σε τετράδες τετραπλασιάζοντας τον φόρτο του πλοίου φορέα. Επομένως μία φρεγάτα με έναν Mk41 μπορεί να φέρει έως 32 πυραύλους μικρού βεληνεκούς ESSM και CAMM, με δύο εκτοξευτές σύνολο 64 πυραύλους και ούτω καθ’ εξής. Όμως οι δύο κάθετοι εκτοξευτές έχουν διαφορετική αρχή λειτουργίας με τον Mk41 να διαθέτει κοινό οχετό απαγωγής καυσαερίων με αποτέλεσμα να επιτρέπεται εκτόξευση βλημάτων ανά 5 δευτερόλεπτα, ενώ ο Sylver μπορεί να πραγματοποιήσει πολλαπλές συνεχόμενες εκτοξεύσεις με μόνο περιορισμό τη δυνατότητα ελέγχου των πυραύλων από το ραντάρ του πλοίου, και επομένως δίνει στο πλοίο τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει επιθέσεις κορεσμού. Αυτό θα μπορούσε ίσως να επιτευχθεί με τον CAMM ο οποίος χρησιμοποιεί κρύα εκτόξευση αλλά ετούτο σημαίνει εισαγωγή ενός επιπλέον πυραύλου άμυνας σημείου σε υπηρεσία με μικρότερο βεληνεκές σε σύγκριση με τον ESSM Β2 ενώ το πολεμικό ναυτικό και η ελληνική αμυντική βιομηχανία έχουν επενδύσει στον ESSM.

Καλλιτεχνική απεικόνηση της βρετανικής Type 31

Επίσης οι SM-2 και Aster 30 είναι δύο πύραυλοι διαφορετικής αρχής λειτουργίας. Ο SM-2 είναι ένας πύραυλος ο οποίος αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 80’ και ο κύριος τρόπος εμπλοκής του στόχου χρησιμοποιεί αδρανειακή καθοδήγηση ενδιάμεσης πορείας και φωτισμό του στόχου από το ραντάρ καταύγασης του πλοίου κατά τη διάρκεια της τερματικής φάση καθοδήγησης. Το ραντάρ του πλοίου πρέπει να φωτίζει συνεχόμενα το στόχο ενώ η συνήθης πρακτική είναι η εκτόξευση δύο πυραύλων ανά στόχο το οποίο αυτομάτως μειώνει το πραγματικό απόθεμα πυραύλων στο μισό. Από την άλλη ο Aster 30 είναι ένας νέας γενιάς Α/Α πύραυλος που μπήκε σε υπηρεσία το 2000 και χρησιμοποιεί αδρανειακή καθοδήγηση για την ενδιάμεση πτήση προς τον στόχο που ανανεώνει τα στοιχεία από το ραντάρ του πλοίου μέσω μιας ζεύξης up-link και ενεργό ερευνητή μπάντας Ku για την τερματική φάση της αναχαίτησης. Με τον τρόπο αυτόν, το βλήμα θεωρείται fire and forget από τη στιγμή που δεν χρειάζεται συνεχή καταύγαση στόχου από αντίστοιχο ραντάρ του πλοίου φορέα. Επομένως, η συνήθης τακτική είναι να χρησιμοποιείται ένας πύραυλος ανά στόχο.

Μοντέλο της Sigma 11515HN κατά τη διάρκεια της έκθεσης DEFEA 2023

Τέλος να κάνουμε μια παρένθεση όσον αφορά όσα ακούγονται για την τοποθέτηση ενός Sylver A70 στις φρεγάτες FDI HN για τη μεταφορά στρατηγικών βλημάτων κρουζ τύπου Scalp Naval. Άποψη του γράφοντος είναι, ότι μια τέτοια κίνηση από τη στιγμή που ο συγκεκριμένος εκτοξευτής δεν μπορεί να φέρει και Α/Α βλήματα Aster 30, θα απομειωνόταν η αντιαεροπορική ικανότητα των πλοίων μιας και στα σύγχρονα πλοία φόρτος 32 Α/Α βλημάτων θεωρείται ο μίνιμουμ φόρτος, χωρίς ουσιαστική αποτροπή με μόλις 24 βλήματα κρουζ. Απεναντίας, η απόκτηση μόλις δύο γαλλικών υποβρυχίων Barracuda θα προσέδιδε και ναυτική αποτροπή και εκτεταμένη στρατηγική κρούση. Τα υποβρύχια αυτά μπορούν να φέρουν μέχρι 30 όπλα από τα οποία αν τα 12 είναι Scalp Naval οι υπόλοιπες 18 θέσεις είναι υπεραρκετές για μεταφορά τορπιλών και αντιπλοϊκών πυραύλων. Επίσης τα υποβρύχια έχουν τη δυνατότητα αθέατα να κάνουν βολή όπλων από οπουδήποτε επεκτείνοντας έτσι την εμβέλεια των όπλων τους.

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ

Όσον αφορά το σύστημα μάχης όλες οι σχεδιάσεις προτείνονταν με νέα σύγχρονα συστήματα όπως το TACTICOS II, SETIS, SADOC Mk3 κ.α. τα οποία πληρούσαν και με το παραπάνω τις προδιαγραφές. Επίσης, όλες οι σχεδιάσεις προσφέρονταν με πλήρες σύστημα Α/Υ πολεμού αποτελούμενο από σόναρ κύτους και συστοιχία μεταβλητού βάθους στο οποίο κυριαρχούσε ο συδυασμός CAPTAS 2/4 και Kingklip Mk2 ή BlueMaster της Thales, με μοναδική παραφωνία την πρόταση της Lockheed η οποία προωθούσε το πλοίο της μόνο με σόναρ μεταβλητού βάθους στην πρύμνη. Όλα τα πλοία προσφέρονταν με ολοκληρωμένο σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου καλύπτωντας δυνατότητα C-ESM, R-ESM και R-ECM πλην της γαλλικής πρότασης η οποία όμως τελικά προσέφερε ένα νέας γενιάς R-ECM το οποίο πρόκειται να εγκατασταθεί στις φρεγάτες με την υπογραφή και του τέταρτου πλοίου.

Το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα των FDI σε σύγκριση με τον ανταγωνισμό είναι όμως το νέας γενιάς ραντάρ SeaFire το οποίο προσέδωσε χαρακτηριστικά αντιαεροπορικής-αντιπυραυλικής φρεγάτας σε ένα πλοίο μόλις 4500 τόνων το οποίο μαζί με τους Aster-30 δίνει το τακτικό συγκριτικό πλεονέκτημα σε όλη την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Το SeaFire με τα τέσσερα πάνελ και με συνεχόμενη 360 κάλυψη υπερείχε των άλλων προτάσεων με περιστρεφόμενα TRS-4D, Kronos Grand Naval και SM-200 ενώ η ολλανδική πρόταση με NS 200 ή NS 400 και APAR Block 2 δεν ήταν ακόμη έτοιμη να μπει σε παραγωγή ώστε τα πλοία να προλάβουν τους μικρούς χρόνους παράδοσης που απαιτούσε το πολεμικό ναυτικό. Για τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά συστήματα και συστήματα επικοινωνιών, θεωρούμε ότι όλες οι σχεδιάσεις προσέφεραν πλήρεις προτάσεις που κάλυπταν τις προδιαγραφές του πολεμικού ναυτικού.

Εν κατακλείδι, με αμυντική συμφωνία ή χωρίς, με AUKUS ή χωρίς, η γαλλική πρόταση αποδείχθηκε ότι ήταν πολύ ισχυρή και δίκαια επιλέχθηκε από την ελληνική πολιτεία. Από τις πρώτες αντιδράσεις των ελλήνων στελεχών από το Λοριάν, που γίνονται γνωστές τα πλοία είναι εξαιρετικά και ως ναυτικές σχεδιάσεις και ως πολεμικές μηχανές. Με την προσδοκόμενη εντός καλοκαιριού επέκταση της ναυπήγησης κατά μίας ακόμη φρεγάτας αλλά και με την επιδιωκόμενη απόκτηση έως τεσσάρων φρεγατών FREMM IT το πολεμικό ναυτικό αναμένεται να διαθέτει μια πανίσχυρη ομάδα κρούσης μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας ικανή να προασπίσει τα ελληνικά συμφέροντα και δικαία στην ελληνική περιοχή δικαιοδοσίας. Επίσης να προσθέσουμε ότι οι συνεχιζόμενες δυσκολίες του προγράμματος φρεγατών Constellation και το αυξανόμενο κόστος τους, βγάζει εκτός ελληνικής πραγματικότητας τις αμερικάνικες φρεγάτες και δεν θα ήταν έκπληξη εάν τη θέση τους έπαιρνε ένα πρόγραμμα εγχώριας κατασκευής περισσότερων FDI HN ή μιας επικυμένης έκδοσης της με περισσότερες θέσεις εκτόξευσης πυραύλων.