Τον Σεπτέμβριο του 2023 το πρακτορίο Reuters ανέφερε ότι το ναυτικό των ΗΠΑ αποφάσισε την αναβίωση και αναβάθμιση του προγράμματος παρακολούθησης υποβρυχίων που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1950. Ο λόγος αυτής της απόφασης είναι η αυξανόμενη απειλή από τον συνεχώς αυξανόμενο ποιοτικώς και αριθμητικώς υποβρύχιο στόλο του κινεζικού ναυτικού PLAN (People’s Liberation Army Navy). Το πρόγραμμα αυτό αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1950 με τον όρο SOSUS (Sound Surveillance System) για την αντιμετώπιση των σοβιετικών υποβρυχίων. Το υποβρύχιο ως όπλο χρησιμοποιήθηκε εκτενώς κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους και είχε μεγάλο αντίκτυπο στις Συμμαχικές δυνάμεις και στις γραμμές ανεφοδιασμού τους.

Αυτή η πρότερη δυσάρεστη εμπειρία δημιούργησε την ανάγκη για την ύπαρξη ενός συστήματος που θα πραγματοποιούσε έγκαιρη ανίχνευση των υποθαλάσσιων απειλών και απέκτησε υψηλή προτεραιότητα στον ακήρυχτο Α/Υ πόλεμο των δυτικών απέναντυ στα σοβιετικά υποβρύχια. Πριν την πρόσφατη αναβίωση του προγράμματος το SOSUS και αργότερα το IUSS υπηρέτησαν το αμερικάνικο ναυτικό για περίπου πενήντα χρόνια μέχρι και το 1998. Μετά την κατάρρευση του συμφώνου της Βαρσοβίας η ανθυποβρυχιακή αεπιλή εξασθένησε με αποτέλεσμα οι περισσότερες βάσεις να κλείσουν και να γίνει μετάπτωση του συστήματος σε καθαρά ερευνητικού χαρακτήρα και εργαλείο για θαλάσσιους βιολόγους και γεωλόγους. Έχοντας όλα τα παραπάνω δεδομένα υπόψιν τόσο σε επίπεδο Γενικού Επιτελείου Ναυτικού όσο και σε επίπεδο Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, οι αρμόδιοι επιτελείς εξετάζουν κάθε πιθανή λύση προκειμένου στο Αιγαίο να εγκατασταθεί ένα σταθερό πλέγμα αισθητήρων εντοπισμού υποβρυχίων στα πρότυπα και με τις ανάλογες προσαρμογές για το Πολεμικό Ναυτικό.

Το Sound Surveillance System (SOSUS) είναι ένα δίκτυο συστοιχιών υδροφώνων αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων που είναι τοποθετημένα στον πυθμένα της θάλασσας σε όλο τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό ωκεανό. Το σύστημα SOSUS εκμεταλλεύεται το κανάλι ήχου που υπάρχει στον ωκεανό, το οποίο επιτρέπει στον ήχο χαμηλής συχνότητας να διανύει μεγάλες αποστάσεις. Αυτό το κανάλι ονομάζεται κανάλι Sound Fixing And Ranging ή SOFAR. Ο ήχος χαμηλής συχνότητας που παράγεται από υποβρύχια μπορεί να ανιχνευθεί σε μεγάλες αποστάσεις από συστοιχίες υδροφώνων που βρίσκονται τοποθετημένα στον πυθμένα της θάλασσας και συνδέονται με υποθαλάσσια καλώδια με εγκαταστάσεις στην ξηρά. Αυτές οι συστοιχίες υδροφώνων ακούν τον ωκεανό, καταγράφουν ήχους και μεταδίδουν τα δεδομένα πίσω στους σταθμούς της ξηράς για ανάλυση. Καθώς προχωρούσε η τεχνολογία της εποχής, αναγνωρίστηκε ότι οι σταθμοί παρακολούθησης στην ξηρά ήταν η απάντηση στο πρόβλημα, καθώς διατηρούσαν κάποια βασικά πλεονεκτήματα.

Ήταν πολύ δύσκολο να καταστραφούν, δεν επηρρεάζονταν από τις άσχημες καιρικές συνθήκες και δεν παρήγαγαν αυτοθόρυβο που παράγεται από ένα σκάφος φορέα. Από το 1950 το σύστημα έχει περάσει όλα τα στάδια εξέλιξης της τεχνολογίας καταγραφής και ανάλυσης των ακουστηκών σημάτων. Ενώ η τελευταία μεγάλη αναβάθμιση έγινε με την δημιουργία κοινής διαμόρφωσης όλων των σταθμών ακρόασης με την εγκατάσταση του τμήματος Επεξεργασίας Πληροφοριών Σήματος Ακτής (SSIPS, Shoe Signal Information Processing Segment) και του Συστήματος Κατεύθυνσης Επιτήρησης (SDS, Surveillance Direction System). Απ’ ότι έχει γίνει γνωστό μέσα στα χρόνια οι συστοιχίες των υδροφώνων τοποθετήθηκαν σε μυστικές τοποθεσίες για την κάλυψη και επιτήρηση των θαλάσσιων περιοχών πλησίον των ΗΠΑ σε Ειρηνικό και Ατλαντικό ωκεανό καθώς και στα στενά του Γιβλαρτάρ και των Γροιλανδίας-Ισλανδίας-Ηνωμένου Βασιλείου με κύριο σκοπό την έγκαιρη προειδοποίση για την έξοδο σοβιετικών υποβρυχίων στον Ατλαντικό ωκεανό, από τις βάσεις του σοβιετικού ναυτικού στη Βόρεια και στη Μαύρη θάλασσα.

Η τοποθέτηση των συστοιχιών και των καλωδίων έγινε κυρίως από τα πλοία πόντισης καλωδίων του USN. Την εποχή εκείνη το αμερικάνικο ναυτικό διέθετε έναν στολίσκο από οκτώ πλοία πόντισης καλωδίων τα οποία έγιναν γνωστά ως το Caesar Fleet. Τα πλοία αυτά είχαν τη δυνατότητα πόντισης υποβρύχιων καλωδίων μέχρι τα 1800 μέτρα βάθος και το σύστημα SOSUS στο μέγιστο της λειτουργίας του αποτελούνταν από 30.000 μίλια υποθαλάσιου καλώδιου και χιλίων υδρόφωνων. Με την ανάπτυξη πιο αθόρυβων υποβρυχίων και τακτικών για την αποφυγή του SOSUS, νεότερες τεχνολογίες έχουν εφαρμοστεί με την πάροδο των ετών για «να συμβαδίζουν με την απειλή».

Οι ταχύτεροι επεξεργαστές, οι συσκευές αποθήκευσης μεγαλύτερης χωρητικότητας και ο «καθαρότερος κώδικας» επέτρεψαν την πρόοδο της τέχνης του εντοπισμού υποθαλάσσιων απειλών. Επί του παρόντος, το Ολοκληρωμένο Σύστημα Υποθαλάσσιας Επιτήρησης (IUSS) χρησιμοποιεί όλες αυτές τις εξελίξεις στο Σταθερό Σύστημα Επιτήρησης (FSS), στο Σταθερό Κατανεμημένο Σύστημα (FDS) και στο Προηγμένο Αναπτυσσόμενο Σύστημα (ADS).

Ένα από τα αρχικά πλοία πόντισης καλωδίων του USN που χρησιμοποιήθηκαν για την τοποθέτηση του σταθερού δικτύου καλωδίων και υδορφώνων του συστήματος SOSUS τη δεκαετία του 1950.

Το 1985 το ναυτικό των ΗΠΑ αποφάσισε την συμπλήρωση του εξοπλισμού και των ικανοτήτων του SOSUS με την εισαγωγή των ρυμουλκούμενων διατάξεων υδροφώνων από πλοία τα οποία θα πλέουν σε συγκεκριμένες αποστολές των 60-90 ημερών. Στην αρχή 18 τέτοια πλοία όργωναν τους ωκεανούς υποβοηθώντας το έργο του υππάρχοντος συστήματος. Η νέα αυτή εξέλιξη οδήγησε και στην αλλαγή του ονόματος από SOSUS σε IUSS (Integrated Undersea Surveillance System) έτσι ώστε να καλύπτει καλύτερα τις νέες δυνατότητες του συστήματος. Τα πλοία αυτά φέρουν το σύστημα SURTASS (SURveillance Towed Array Sensor System) το οποίο αρχικά ήταν ένα παθητικό σύστημα μεγάλης εμβέλειας ανίχνευσης υποβρυχίων.

Η κάθε συστοιχία του SURTASS ρυμουλκείται σε σε πολύ μεγάλη απόσταση από το πλοίο φορέα. Καθώς τα παθητικά συστήματα αναπτύσσονταν, ένα ενεργό πρόσθετο γνωστό ως συστήματα SURTASS Low Frequency Active (LFA) σχεδιάστηκε για ανίχνευση μεγάλης εμβέλειας. Το ενεργό σύστημα χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το παθητικό σύστημα λήψης. Το ενεργό εξάρτημα μεταδίδει ένα ηχητικό σήμα μεταξύ 100 Hz και 500 Hz από μια συστοιχία που αιωρείται κάτω από το πλοίο, ενώ η παθητική συστοιχία SURTASS ρυμουλκείται μίλια πίσω για να λάβει το σήμα αφού αντανακλάται από το υποβρύχιο. Το ενεργό σύστημα LFA είναι μια ενημερωμένη έκδοση του σταθερού συστήματος επιτήρησης χαμηλών συχνοτήτων που είναι γνωστό ως Project Artemis.

T-AGOS 20 ένα από τα πλοία που φέρουν τη ρυμουλκούμενη διάταξη SURTASS

Όπως προαναφέραμε πριν περίπου δύο χρόνια υπήρξε επανενεργοποίηση του προγράμματος αυτού από το αμερικάνικο ναυτικό για την αντιμετώπιση της αναδυόμενης κινέζικης υποβρύχιας απειλής, κυρίως στον Ειρηνικό ωκεανό. Το έργο ανανέωσης του IUSS περιλαμβάνει τον εκσυγχρονισμό του υπάρχοντος δικτύου υποβρύχιων ακουστικών κατασκοπευτικών καλωδίων της Αμερικής και τον εκ των υστέρων εξοπλισμό ενός στόλου πλοίων επιτήρησης με αισθητήρες αιχμής και υποθαλάσσια μικρόφωνα, κινήσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της ικανότητας του ναυτικού να κατασκοπεύει τους εχθρούς του. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συμφώνησαν να πουλήσουν στην Αυστραλία παρόμοια τεχνολογία για να βοηθήσουν στην ενίσχυση της συμμαχικής άμυνας στην περιοχή του Ειρηνικού. Η πιο καινοτόμος αλλαγή στο σύστημα «αναγνώρισης ωκεανών» του Πολεμικού Ναυτικού είναι μια επένδυση σε νέες τεχνολογίες για τη μικρογραφία και την παγκοσμιοποίηση των παραδοσιακών εργαλείων θαλάσσιας επιτήρησης.

Το σχέδιο του Πολεμικού Ναυτικού περιλαμβάνει την ανάπτυξη ενός στόλου μη επανδρωμένων θαλάσσιων drones με αποστολή την αποκάλυψη εχθρικών σκαφών, την τοποθέτηση φορητών αισθητήρων «υποβρύχιου δορυφόρου» στον πυθμένα της θάλασσας για σάρωση υποβρυχίων, χρήση δορυφόρων για τον εντοπισμό πλοίων παρακολουθώντας τις ραδιοσυχνότητες τους και τη χρήση λογισμικού τεχνητής νοημοσύνης για την ανάλυση δεδομένων των θαλάσσιων συσκευών ανίχνευσης σε ένα κλάσμα του χρόνου που συνήθως χρειάζονταν οι ανθρώπινοι αναλυτές.