Μεταξύ των ετών 1992 και 1997 το Καναδικό ναυτικό παρέλαβε δώδεκα νέες φρεγάτες πολλαπλών αποστολών (Multi-Purpose Frigates) της κλάσης City γνωστές και ως κλάση Halifax από το όνομα της πρώτης φρεγάτας της κλάσης. Η κλάση αυτή των φρεγατών ήταν η πρώτες φρεγάτες που σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν εξ ολοκλήρου στον Καναδά. Οι εννέα από αυτές κατασκευάστηκαν στα ναυπήγεια Saint john και οι άλλες τρεις στα ναυπηγεία Marine Industries Shipyards.

Οι γραμμές του σκάφους και της υπερκατασκευής είναι οι κλασικές που συναντάει κανείς σε όλες τις κλάσεις φρεγατών της δεκαετίας του 1990. Δηλαδή μια κλασική σχεδίαση με συντηρητική εφαρμογή σχεδιαστικών γραμμών για επίτευξη χαμηλής ηλεκτρομαγνητικής υπογραφής. Η υπερκατασκευή στο σημείο της γέφυρας και στο υπόστεγο του ελικοπτέρου είναι σε συνέχεια της γάστρας και με ελαφά κλίση προς τα μέσα. Αντίστοιχα και η τσιμινιέρα είναι και αυτή τετράγωνης διατομής και γενικά όπου είναι δυνατό η σχεδίαση δεν παρουσιάζει διαφορετικούς όγκους και εξάρσεις που είναι ένα από τους κύριους λόγους ενίσχυσης του Η/Μ αποτυπώματος του ενός πλοίου.

Το σκάφος έχει ολικό μήκος 134,1 μέτρα, μήκος ίσαλου γραμμής 124,5 μέτρα, πλάτος 16,4 μέτρα, κοίλο 11,1 μέτρα και μέσο βύθισμα στα 4,9 μέτρα. Το πλήρες εκτόπισμα του πλοίου είναι 4770 τόνοι. Η γάστρα χωρίζεται σε 12 υδατοστεγή διαμερίσματα και τρία καταστρώματα. Αντίστοιχα η υπεκατασκευή χωρίζεται σε δύο καταστρώματα, (το κύριο κατάστρωμα και τη γέφυρα). Το μέσο ύψος των καταστρωμάτων είναι στα 2,45 μέτρα. Επίσης, η γάστρα του πλοίου είναι ειδικά ενισχυμένη ώστε το πλοίο να μπορεί να πλέει σε αρκτικά ύδατα με ασφάλεια. Το πλήρωμα αποτελείται από 225 αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και ναύτες. Οι ενδιαιτήσεις στο πλοίο ήταν 236 αλλά κατά τη διάρκεια αναβάθμισης του πλοίου αυτές αυξήθηκαν κατά 19 ανεβάζοντας το αριθμό στις 255.

Τα διαμερίσματα των κύριων μηχανών και του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού του πλοίου βρίσκονται στο μέσο του σκάφους και καταλαμβάνουν μήκος ίσο με περίπου το ένα τρίτο του συνολικού μήκους του πλοίου. Από πλώρα προς πρύμνα τα διαμερίσματα αυτά είναι: 1) το πλωριό διαμέρισμα ηλεκτροπαραγωγών ζευγών, 2) το Νο1 Μηχανοστάσιο με τους κύριους αεροστρόβιλους, 3) το Νο2 μηχανοστάσιο με τις κύριες ντιζελομηχανές πλεύσης όπου περιλαμβάνει και τους μειωτήρες και 4) το πρυμναίο διαμέρισμα ηλεκτροπαραγωγών ζευγών. Το προωστήριο σκεύος του πλοίου είναι συνδυασμός ντιζελομηχανών ή αεροστροβίλων (CODOG, COmbined Diesel Or Gas) και αποτελείται μία τετράχρονη ναυτική μηχανή ντίζελ SEMT-Pielstick 20PA6 V280 με μέγιστη απόδοση 6,400 kW στις 1050 σ.α.λ. και δύο ναυτικούς αεροστροβίλους General Electric LM2500 με μέγιστη απόδοση υπό κανονικές συνθήκες 17700 kW στις 3600 σ.α.λ. η κύρια μηχανή και οι αεροστρόβιλοι δίνουν κίνηση μέσω μέσω δύο κύριων και ενός cross-connecting κιβωτίων μετάδοσης κίνησης της Royal de Schelde σε δύο άξονες που κινούν ισάριθμες πεντάφυλλες προπέλες μεταβλητού βήματος της Escher Wyss.

Η μέγιστη ταχύτητα της Halifax είναι 30 κόμβοι ένω με οικονομική ταχύτητα έχει εμβέλεια 4500 ν.μ. Η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος γίνεται από τέσσερις ηλεκτρογεννήτριες ντίζελ που αποτελούνται από τέσσερις ντιζελομηχανές Caterpillar C32 ACERT μέγιστης ισχύος 830 kW στις 1800 σ.α.λ. οι οποίες είναι συνδεδεμένες με εναλλάκτες της Hitzinger. Οι ηλεκτρογεννήτριες είναι τοποθετημένες ανά δύο μαζί με τον έναν κύριο πίνακα διανομής ενέργειας σε διαφορετικά διαμερίσματα. Κατά τη διάρκεια του προγράμματος αναβάθμισης μέσης ζωής εγκαταστάθηκε νέο σύστημα διαχείρισης συστημάτων και μηχανημάτων πάνως στο πλοίο, IPMS (Integrated Platform Management System) της L3 Harris.

Το σύνολο των πλοίων πέρασε από πρόγραμμα αναβάθμισης μέσης ζωής μεταξύ των ετών 2010-2017, με σκοπό να επεκταθεί η επιχειρησιακή ζωή των φρεγατών μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2030. Το συνολικό κόστος του προγράμματος HCM/FELEX (Halifax Class Modernization / Frigate Life Extension) ήταν 4,2 δισεκατομύρια Καναδικά δολάρια από τα οποία 2,8 δις δολάρια αποτελούσαν το κύριο πρόγραμμα, ακόμη 900 εκατομύρια κόστισαν μεμονωμένα υποπρογράμματα και άλλα 500 εκατομύρια πολυάριθμες δραστηριότητες συντήρησης και υποστήριξης εθνικών προμηθειών. Το πρόγραμμα ήταν ολιστικό και αφορούσε τη συντήρηση και αναβάθμιση συστημάτων του σκάφους, νέα ηλεκτρονικά και όπλα.

Οπλισμός

Το κύριο πυροβόλο που βρίσκεται στην πλώρη είναι το κύριο ναυτικό πυροβόλο Saab Bofors (τώρα BAE) των 57 χιλιοστών το οποίο κατά τη διάρκεια του προγράμματος μέσης ζωής αναβαθμίστηκε σε Mk3. Tο Mk3 προσφέρει ουσιαστικά καλύτερες δυνατότητες έναντι στόχων όπως ελικόπτερα, μικρά σκάφη και UAV, και μπορεί ακόμη και να χρησιμοποιηθεί και ως τελευταία γραμμή άμυνας έναντι αντιπλοϊκών πυραύλων. Στο μεσόστεγο αριστερά και δεξιά της τσιμινιέρας υπάρχουν εγκατεστημένοι 8 διπλοί εκτοξευτές πυραύλων Mk48 Mod.0. Οι συγκεκριμένοι εκτοξευτές αναβαθμίστηκαν έτσι ώστε να μπορούν να βάλουν τους νεότερους ESSM και ESSM Block 2. Ακριβώς πίσω τους υπάρχουν και οι δύο τετραπλοί εκτοξευτές Mk141 για αντιπλοϊκούς πυραύλους RGM-84 Harpoon.

Μετά το πρόγραμμα HCM/FELEX οι φρεγάτες φέρουν τους νεότερους και ικανότερους RGM-84 Block II με δυνατότητα προσβολής παράκτιων στόχων και στόχων στην ξηρά. Η φρεγάτα διαθέτει επίσης δύο τριπλούς τορπιλοσωλήνες για τη βολή ελαφρών ανθυποβρυχιακών τορπιλών Mk46 mod5 από τις οποίες φέρει απόθεμα 24 όπλων. Για τερματική άμυνα διαθέτει τοποθετημένο επάνω στο υπόστεγο του ελικοπτέρου ένα σύστημα CIWS Mk15 αναβαθμισμένο στην έκδοση Block 1B. Τέλος διαθέτη ελικοδρόμιο και υπόστεγο ελικοπτέρου ικανό για μεταφορά ενός Α/Υ ελικοπτέρου 10 τόνων όπως το CH-148 Cyclone μια έκδοση που αναπτύχθηκε με βάση το S-92 της Sikorsky για τις καναδικές ένοπλες δυνάμεις.

Ηλεκτρονικά

Ένας από τους κύριους τομείς του προγράμματος μέσης ζωής ήταν η αναβάθμιση των παροχειμένων ηλεκτρονικών του πλοίου. Οι δύο κύριοι ανάδοχοι ήταν η Lockheed Martin Canada και η SAAB ενώ η ισραηλινή Elbit πρόσφερε το νέο σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου. Το κύριο συστατικό ήταν η εγκατάσταση του νέου συστήματος διαχείρισης μάχης CS330 το οποίο βασίζεται στο CanACCS-9LV μια παραλλαγή του συστήματος 9LV της Saab. Σε συνέχεια το κύριο ραντάρ δύο διαστάσεων AN/SPS-49 αντικαταστάθηκε από το τριών διαστάσεων νεότερο και ικανότερο, SMART-S Mk2 της ολλανδικής Thales. Επίσης οι δύο καταυγαστήρες SPG-503 (STIR 1.8) αντικαταστάθηκαν από ισάριθμα συστήματα CEROS 200 της SAAB που συνεργάζονται πλήρως με το νέο σύστημα διαχείρισης μάχης. Το υπάρχον ραντάρ HC150 Sea Giraffe μεσαίου βεληνεκούς έρευνας αέρα και επιφανείας που λειτουργεί στις ζώνες G και H, παρέμεινε και αναβαθμίστηκε ενώ το παλιό ραντάρ ναυτιλίας Kelvin Hughes Type 1007 αντικαταστάθηκε από το Raytheon Anschutz’ NSC. Στο σύστημα ταυτοποίησης φίλου ή εχθρού IFF προστέθηκε mode 5/S.

Εικόνα όπου φαίνονται χαρακτηστιστικά το νέο ραντάρ SMART-S Mk2 στον πρώτο ιστό καθώς και το αναβαθισμένο Sea Giraffe και οι δύο επίπεδες κεραίες του νέου συστήματος ESM που καλύπτουν τόξο 360 μοιρών στον δεύτερο ιστό του πλοίου. Επίσης φαίνονται καθαρά και τα δύο συστήματα CEROS 200. Το πρώτο τοποθετημένο πάνω από τη γέφυρα του πλοίου και το δεύτερο στο μπροστά μέρος του υπόστεγου του ελικοπτέρου ανάμεσα στις δύο δορυφορικές κεραίες.

Όσον αφορά τον ηλεκτρονικό πόλεμο, οι φρεγάτες έφεραν πλήρες σύστημα ECM/ESM. Το σύστημα SLQ-501 CANEWS ESM/RWR και το σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου SLQ-503 RAMSES ECM. Το παλαιό σύστημα ESM SLQ-501 CANEWS αντικατστάθηκe από νέο της ισραηλινής Elbit. Στον ανθυποβρυχιακό πόλεμο τα πλοία κράτησαν τα υπάρχοντα συστήματα, δηλαδή το σόναρ κύτους AN/SQS-510 που βρίσκεται τοποθετημένο σε ειδικό θόλο πλώρα, το ρυμουλκούμενο σόναρ CANTASS και το σύστημα επεξεργασίας ηχοσημαντήρων AN/UYS-503. Όσον αφορά τα δολώματα, το πλοίο κράτησε το σύστημα ρυμουλκούμενων δολωμάτων κατά τορπιλών AN/SLQ-25 Nixie ενώ εγκαταστάθηκε το σύστημα MASS. Το MASS συνδέεται με τους αισθητήρες του πλοίου και προστατεύει το πλοίο από επιθέσεις προηγμένων πυραύλων που καθοδηγούνται από αισθητήρες εκτοξεύοντας δολώματα που λειτουργούν σε όλα τα σχετικά μήκη κύματος του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος: υπεριώδες, ηλεκτρο-οπτικό, λέιζερ, υπέρυθρο και ραντάρ.