Έντονο καταγράφεται το ενδιαφέρον του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ) για απόκτηση νέων πυραυλικών συστημάτων κατηγορίας cruise. Ειδικότερα, η επιλογή του Πολεμικού Ναυτικού εστιάζεται στην απόκτηση πυραύλων cruise τόσο για τις φρεγάτες FDI HN όσο και για τη προοπτική απόκτησης των νέας γενιάς αμερικανικών φρεγατών της κλάσης Constellation. Σύμφωνα με πληροφορίες, το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού ζητά ως βασική προϋπόθεση για το πρόγραμμα νέων υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού την ικανότητα να φέρουν και να βάλουν πυραύλους cruise.
BGM-109 Tomahawk vs Scalp Naval: Οι πύραυλοι κρουζ μεγάλης εμβέλειας της Δύσης
Ο BGM-109 Tomahawk Land Attack Missile (TLAM) είναι ένας αεριωθούμενος, υποηχητικός πύραυλος κρουζ μεγάλου βεληνεκούς, παντός καιρού, που χρησιμοποιείται κυρίως από το Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών και το Βασιλικό Ναυτικό για προβολή ισχύος βαθιά στην εχθρική ενδοχώρα από θαλάσσιες και υποβρύχιες πλατφόρμες κατά κύριο λόγω, εξοπλίζοντας τα αμερικάνικα αντιτορπιλικά, καταδρομικά και επιθετικά υποβρύχια του USN καθώς και των βρετανικών υποβρυχίων. Το 2024 το αυστραλιανό ναυτικό προχώρησε επίσης στην παραγγελία πυραύλων Tomahawk για να εξοπλίσει τα αντιτορπιλικά κλάσης Hobart, ενώ Ολλανδία και Ιαπωνία βρίσκονται έχουν λάβει το πράσινο φως για την απόκτηση του.
Ο Tomahawk αναπτύχθηκε στο Εργαστήριο Εφαρμοσμένης Φυσικής του Πανεπιστημίου Johns Hopkins και εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1970 ως ένας αρθρωτός πύραυλος κρουζ που κατασκευάστηκε για πρώτη φορά από την General Dynamics. Ο Tomahawk είχε ως στόχο να εκπληρώσει την ανάγκη για έναν πύραυλο μεσαίου – μεγάλου βεληνεκούς, χαμηλού υψόμετρου με ποικίλες δυνατότητες. Ο αρθρωτός σχεδιασμός του επιτρέπει τη συμβατότητα με μια σειρά από κεφαλές, συμπεριλαμβανομένων των υψηλής εκρηκτικότητας, μεταφοράς υπο-πυρομαχικών και bunker-busters. Το Tomahawk μπορεί να χρησιμοποιήσει μια ποικιλία συστημάτων καθοδήγησης, όπως GPS, αδρανειακή πλοήγηση και αντιστοίχιση περιγράμματος εδάφους (TERCOM – Terrain Contour Matching). Πάνω από δώδεκα παραλλαγές και αναβαθμισμένες εκδόσεις έχουν αναπτυχθεί από την αρχική σχεδίαση, συμπεριλαμβανομένων των διαμορφώσεων εκτόξευσης από αέρα, επιφανείας και υποβρυχίως με συμβατική ή πυρηνική κεφαλή. Είναι κυλινδρικής διατομής με διάμετρο 0,52 μέτρα, μήκος 5,56 μέτρα (χωρίς τον πυραυλοκινητήρα επιτάχυνσης) και βάρος 1300 κιλά εκ των οποίων τα 450 κιλά είναι το βάρος της πολεμικής κεφαλής. Το εκπέτασμα των πτερύγων που αναπτύσσονται κατά την πτήση είναι 2,67 μέτρα. Ο κινητήρας του πυραύλου είναι ο F107-WR-402 τύπου turbofan ο οποίος του προσδίδει υποηχητική ταχύτητα 0,74 μαχ και εμβέλεια από 460-2.500 χλμ ανάλογα με την έκδοση. Το προφίλ πτήσης του πυραύλου είναι σε χαμηλό υψόμετρο 30-50 μέτρα ακολουθώντας το ανάγλυφο. Στα πλοία επιφανείας ο Tomahawk εκτοξεύεται από τον κάθετο εκτοξευτή Mk41 Strike Length.
Ο πρώτος BGM-109A έφερε την θερμοπυρηνική κεφαλή 5-150 ΚΤ W80 η οποία αποσύρθηκε στις αρχές του 2010. H επόμενη έκδοση ήταν ο RGM/UGM-109B με κύριο ρόλο την προσβολή στόχων επιφανείας ο οποίος επίσης αποσύρθηκε στα μέσα του 1990. Οι επόμενες εκδόσεις είναι ο BGM-109C και BGM-109D TLAM (Tactical Land Attack Missile) Block II που εισήλθε σε υπηρεσία το 1984 και αργότερα ο Block III, οποίος εισήλθε σε υπηρεσία το 1993. Η συμβατική παραλλαγή Tomahawk Block III (TLAM-C) περιέχει μια ενιαία κεφαλή εκρηκτική/θραυσματική κατηγορίας 1.000 lb (450 κιλά), ενώ η παραλλαγή Submunition (TLAM-D) περιλαμβάνει ένα διανομέα υποπυρομαχικών. Ο TLAM-D περιέχει 166 υποπυρομαχικά σε 24 κάνιστρα: 22 κάνιστρα των επτά υποπυρομαχικών το καθένα και δύο κάνιστρα των έξι για να προσαρμόζονται στις διαστάσεις του πλαισίου του πυραύλου. Τα υποπυρομαχικά είναι του ίδιου τύπου βομβών (Combined Effects Munition) που χρησιμοποιούνται σε μεγάλες ποσότητες από την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ από το CBU-87 Combined Effects Munition. Τα δοχεία υποπυρομαχικών διανέμονται δύο κάθε φορά, ένα ανά πλευρά. Ο πύραυλος μπορεί να εκτελέσει έως και πέντε ξεχωριστά αφέσεις κατά στόχων που του επιτρέπουν να επιτίθεται σε πολλαπλούς στόχους. Ωστόσο, για να επιτευχθεί επαρκής πυκνότητα κάλυψης τυπικά και τα 24 δοχεία διανέμονται διαδοχικά από πίσω προς τα εμπρός
Το Tomahawk Block IV (Tactical Tomahawk, TLAM-E), συμβατική παραλλαγή, που εισήλθε σε υπηρεσία το 2004, πρόσθεσε τη δυνατότητα επαναπρογραμματισμού του πυραύλου κατά τη διάρκεια της πτήσης μέσω αμφίδρομων δορυφορικών επικοινωνιών για να χτυπήσει οποιονδήποτε από 15 προ-προγραμματισμένους εναλλακτικούς στόχους ή να ανακατευθύνει τον πύραυλο σε οποιεσδήποτε συντεταγμένες στόχου του Παγκόσμιου Συστήματος Εντοπισμού (GPS). Ο πύραυλος Block IV είναι ικανός να περιπλανηθεί πάνω από μια περιοχή και να ανταποκριθεί σε αναδυόμενους στόχους ή, με την ενσωματωμένη κάμερα του, να παρέχει πληροφορίες για ζημιές μάχης στους διοικητές των πολεμικών μαχών. Το Tomahawk Block IV βρίσκεται επί του παρόντος σε πλήρη παραγωγή (FRP). Η πιο πρόσφατη παραλλαγή, οι πύραυλοι Block V Tomahawk, διαθέτουν αναβάθμιση NAV/COMMs που διατηρεί την ικανότητα για ενημερώσεις στόχου κατά την πτήση και βελτιωμένη πλοήγηση. Οι μελλοντικές δυνατότητες Block V θα προστεθούν στην αναβάθμιση NAV/COMM και θα περιλαμβάνουν την παραλλαγή Maritime Strike Tomahawk (MST), που ορίζεται ως Block Va. και το Σύστημα Πολεμικής Κεφαλής Πολλαπλών Επιπτώσεων (JMEWS), που ορίζεται ως Block Vb.
Ο πύραυλος MDCN Scalp Naval προέρχεται από τον γνωστό αγγλο-γαλλικό αεροεκτοξευόμενο πύραυλο κρουζ Scalp EG/Storm Shadow. Ήταν η απαίτηση του γαλλικού ναυτικού για έναν πύραυλο κρουζ με δυνατότητα deep strike αντίστοιχο με τον αμερικάνικο BGM-109 Tomahawk. Η ανάπτυξη διήρκησε από το 2006 έως το 2010 και ο νέος πύραυλος έγινε επιχειρησιακός με τις γαλλικές φρεγάτες FREMM κλάσης Aquitaine το 2017 και τα επιθετικά υποβρύχια πυρηνικής πρόωσης κλάσης Suffren το 2022. Το 2017 υπήρξε η πρώτη επιχειρησιακή χρήση από φρεγάτα όπου πύραυλοι εβλήθησαν κατά στόχων βαθιά μέσα στην ενδοχώρα της Συρίας από τον συμμαχικό στόλο που έπλεε στην ανατολική Μεσόγειο, με στόχο την αποδυνάμωση του καθεστώτος Άσαντ.
Σε αντίθεση με το αεροεκτοξευόμενο έκδοχο όπου ο κορμός του όπλου είναι τετράγωνης διατομής, η ναυτική έκδοση έχει κυλινδρική διατομή. Έχει μήκος 6,5 μέτρα και βάρος 1400 κιλά από τα οποία τα 300 κιλά είναι το βάρος της κεφαλής υψηλής εκρηκτικότητας πολλαπλών χρήσεων. Αντίστοιχα η αεροεκτοξευόμενη έκδοση έχει μήκος 5,1 μέτρα και βάρος 1300 κιλά από τα οποία τα 450 κιλά είναι το βάρος της κεφαλής τύπου BROACH. Η αεροεκτοξευόμενη έκδοση επιτυγχάνει μεγαλύτερη ταχύτητα πλεύσης 0,95 μαχ όμως έχει μικρότερη εμβέλεια 550 χλμ. Αντίστοιχα ο Scalp Naval έχει μικρότερη ταχύτητα πλεύσης 0,85 μαχ όμως επιτυγχάνει διπλάσια έως τριπλάσια εμβέλεια ανάλογα με την πλατφόρμα εκτόξευσης. Ρόλο σ’ αυτό παίζει ο διαφορετικός κινητήρας μεταξύ των δύο βλημάτων. Ο Scalp Naval φοράει τον κινητήρα TR50 turbojet απλής ροής που προσδίδει υψηλή αντοχή ένα στοιχείο απαραίτητο για την επίτευξη πολύ μεγάλου βεληνεκούς. Ένας πύραυλος που εκτοξεύεται από μια μονάδα επιφανείας όπως η φρεγάτες FREMM και στο άμεσο μέλλον και οι φρεγάτες FDI HN επιτυγχάνει μέγιστη εμβέλεια 1400 χιλιομέτρων ενώ αντίστοιχα ένας πύραυλος που εκτοξεύεται από υποβρύχιο όπως τα Barracuda ή τα Scorpene επιτυγχάνει 1000 χιλιόμετρα εμβέλεια. Από μονάδες επιφανείας ο πύραυλος εκτοξεύεται από το κάθετο εκτοξευτή A70 Sylver. Στην υποβρυχίως εκτοξευόμενη έκδοση ο πύραυλος εσωκλείεται σε ειδική κάψουλα για να μπορεί να βληθεί από τους τορπιλοσωλήνες του υποβρυχίου και στη συνέχεια να φτάσει μέχρι την επιφάνεια χωρίς ο κύριος πύραυλος να έρθει σε επαφή με το υγρό στοιχείο. Ένα μεγάλο μειονέκτημα του γαλλικού πυραύλου είναι το γεγονός ότι ο εκτοξευτής Α70 προς το παρόν δεν έχει πιστοποιηθεί να βάλει άλλα βλήματα πλην των Scalp Naval, σε αντίθεση με τον αμερικάνικο Mk41 ο οποίος διατηρεί την ικανότητα να βάλει την πλήρη γκάμα πυραύλων. Ο πύραυλος χρησιμοποιεί αδρανειακή καθοδήγηση (INS) και GPS μαζί με TERCOM/TERPROM ενώ κατά την τελική φάση προσέγγισης χρησιμοποιεί σύστημα υπερύθρων. Το CEP αναφέρεται ότι είναι της τάξης του ενός μέτρου. Τέλος, η στοχοποίηση σε τέτοιες αποστάσεις, γίνεται αξιοποιώντας τα δορυφορικά δεδομένα από δορυφορικά συστήματα παρατήρησης όπως το δορυφορικό σύστημα HELIOS 2B.