Τον Φεβρουάριο του 2023 είχαμε δημοσιεύσει την είδηση ότι η Νορβηγία αναζητά νέα ταχύπλοα σκάφη αμφίβιων επιχειρήσεων («Νορβηγία: Οι αμφίβιες επιχειρήσεις και η παράκτια άμυνα στο επίκεντρο, αναζητά νέα ταχύπλοα σκάφη για τις Αμφίβιες Δυνάμεις Παράκτιας Άμυνας», δείτε ΕΔΩ). Στο κείμενο είχαμε καταγράψει τα βασικά χαρακτηριστικά που θα πρέπει να έχουν, σύμφωνα με τις νορβηγικές απαιτήσεις. Ωστόσο, το Αίτημα για Πληροφορίες (RFI : Request for Information) που εκδόθηκε και έχουμε στη διάθεση μας έχει πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις τεχνικές και επιχειρησιακές προδιάγραφες που θα πρέπει να έχουν να νέα σκάφη, τα οποία προορίζονται για την KJK (Kystjegerkommandoen). Στο σύνολο του το πρόγραμμα περιλαμβάνει την προμήθεια αισθητήρων, συστημάτων διοίκησης και ελέγχου, ταχύπλοων σκαφών, UAV (Unmanned Aerial Vehicle), βάρους έως 150 κιλών, και UGV (Unmanned Ground Vehicle), τα οποία θα πρέπει να επιχειρούν από τα νέα σκάφη. Όλα τα συστήματα θα πρέπει να μπορούν να ανταποκριθούν στην περιοχή επιχειρήσεων των Νορβηγικών Ενόπλων Δυνάμεων, η οποία χαρακτηρίζεται από δύσκολες καιρικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων των χαμηλών θερμοκρασιών, των ανέμων, των βροχοπτώσεων και της περιορισμένης ορατότητας τόσο στη θάλασσα όσο και στην ξηρά.
Το πρόγραμμα αφορά στην προμήθεια πέντε (5) σκαφών, μέγιστου μήκους 24 μέτρων, ικανών να επιχειρούν τόσο σε παράκτιο θαλάσσιο χώρο, όσο και σε ανοιχτή θάλασσα. Το σύνολο των πέντε (5) σκαφών θα πρέπει να παραδοθεί την περίοδο 2026-2028. Τα σκάφη θα πρέπει να ενσωματώνουν αισθητήρες και συστήματα έτσι ώστε παράγουν αυτόνομα εικόνα και επίγνωση της τακτικής κατάστασης. Επίσης, θα πρέπει να μπορούν να ελέγχουν επιχειρησιακά τα UAV και τα UGV. Συνολικά, τα σκάφη θα πρέπει να ενσωματώνουν τέσσερις (4) σταθμούς εργασίας, για τον έλεγχο όπλων και αισθητήρων, και δύο (2) σταθμούς εργασίας, για πλοήγηση. Τα σκάφη θα πρέπει να μπορούν να διαβιβάζουν και να δέχονται πληροφορίες και δεδομένα σε πραγματικό χρόνο, δηλαδή να ενσωματώνουν σύστημα ζεύξης δεδομένων. Ως προς τη μεταφορική τους ικανότητα θα πρέπει να φιλοξενούν Ομάδα Αμφίβιων Δυνάμεων, πλήρως εξοπλισμένη, ενώ τα ίδια τα σκάφη θα πρέπει να μπορούν να παραμένουν σε αποστολή για επτά (7) ημέρες συνεχόμενα, χωρίς την ανάγκη ανεφοδιασμού. Ως προς τον οπλισμό τους θα πρέπει να ενσωματώνουν άνω τους ενός (1) τηλεχειριζόμενου σταθμού οπλισμού με όπλα (πολυβόλα, πυραύλους) για την προσβολή ελικοπτέρων, UAV, θαλάσσιων και χερσαίων στόχων.
Το RFI αναφέρει και δύο (2) χαρακτηριστικά επιχειρησιακά σενάρια, τα οποία θα επηρεάσουν την τελική επιλογή. Το πρώτο σενάριο αφορά στις αποστολές επιτήρησης και στοχοποίησης, ενώ το δεύτερο σενάριο σε αποστολές μεταφοράς στρατευμάτων, ταχείας απόβασης σε ακτή και διακομιδής τραυματιών. Στο πρώτο σενάριο το σκάφος είναι αγκυροβολημένο σε όρμο και καλά καμουφλαρισμένο. Για επίγνωση της κατάστασης χρησιμοποιεί ανυψωμένο αισθητήρας με δυνατότητα παρατήρησης 360ο ή έχει αναπτύξει το UAV. Έτσι το σκάφος μπορεί να παρατηρήσει τη δραστηριότητα του εχθρού από απόσταση και να περιορίσει τον κίνδυνο εντοπισμού. Οι πληροφορίες που συλλέγονται διαβιβάζονται σε άλλα φίλια μέσα και στο Αρχηγείο. Στο συγκεκριμένο σενάριο, το σκάφος παρατηρεί και έχει επίγνωση της κατάσταση σε ακτίνα περίπου 135 χιλιομέτρων. Όταν εντοπιστεί εχθρικό σκάφος, τα δεδομένα του στόχου μοιράζονται στις φίλιες δυνάμεις και λαμβάνεται η απόφαση εμπλοκής, δηλαδή πιο μέσο είναι κατάλληλο να προσβάλει το στόχο (για παράδειγμα ένας πύραυλος παράκτιας άμυνας). Στη συνέχεια το σκάφος μπορεί να διαταχθεί να αποπλεύσει προς μια άλλη περιοχή και να επαναλάβει την ίδια διαδικασία επιτήρησης και στοχοποίησης.
Στο δεύτερο σενάριο το σκάφος θα πρέπει να μεταφέρει Ομάδα Αμφίβιων Δυνάμεων σε απόσταση 350 ναυτικών μιλίων (648 χιλιόμετρα) από τη βάση του. Η περιοχή αποβίβασης στην ακτή έχει ήδη αναγνωριστεί διεξοδικά, ενώ η θαλάσσια περιοχή πριν την ακτή απόβασης αποτελείται από πολλά μικρά νησάκια και υφάλους, κάτι που δίνει στο σκάφος την ευκαιρία για κάλυψη και απόκρυψη σε περίπτωση ενέδρας. Παρόλο που τα σκάφη θα είναι πλήρως φορτωμένα, το πλήρωμα έχει σχεδιάσει να εκτελέσει την κίνηση με ταχύτητα πλεύσης τους 40 κόμβους (74 χιλιόμετρα την ώρα). Η πρόγνωση του καιρού αναφέρει μικρή θύελλα και λόγω των χειμερινών συνθηκών ενδέχεται να υπάρχει πάγος κοντά στην ακτή. Η περιοχή όπου σχεδιάζεται η απόβαση είναι ένας ανοιχτός σχηματισμός βράχου χωρίς προκυμαία ή άλλη υποδομή. Το πλήρωμα σχεδιάζει τις λεπτομέρειες της πλεύσης αυτόνομα στο σύστημα πλοήγησης και τους σταθμούς εργασίας του σκάφους. Ο εξοπλισμός της Ομάδας Αμφίβιων Δυνάμεων αποτελείται από μεγάλα σακίδια με οπλισμό, πυρομαχικά, εφόδια, χιονοπέδιλα και έλκηθρα που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν κατά τη διάρκεια της αποστολής της. Τα σκάφη έχουν υποδομή και χώρους ασφαλούς αποθήκευσης του εξοπλισμού, αλλά και του προσωπικού.
Στη διάρκεια της πορείας, οι αισθητήρες παρατήρησης του σκάφους εντοπίζουν πιθανή απειλή. Το σκάφος σταματά την πορεία του και προσεγγίζει το εγγύτερο νησί για κάλυψη. Ανυψώνει αισθητήρα παρατήρησης ή αναπτύσσει το UAV για να αναγνωρίσει την πιθανή απειλή. Εφόσον διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει απειλή, το σκάφος συνεχίζει την πορεία του. Πριν την προσέγγιση στην ακτή ενδιαφέροντος η Ομάδα Αμφίβιων Δυνάμεων προετοιμάζεται για την απόβαση, η οποία και πραγματοποιείται. Αμέσως μετά, το σκάφος λαμβάνει μήνυμα ότι άλλη Ομάδα Αμφίβιων Δυνάμεων, σε αποστολή περιπολίας, έχει δεχτεί ενέδρα και βρίσκεται ακόμα σε επαφή με τον εχθρό (μάχη). Το σκάφος αποπλέει και επιταχύνει στους 45 κόμβους (83 χιλιόμετρα την ώρα). Όσο διαρκεί η πορεία, το πλήρωμα αξιοποιεί το σύστημα πλοήγησης του σκάφους για να βρει κατάλληλο μέρος, απ’ όπου θα παραλάβει την Ομάδα Αμφίβιων Δυνάμεων που έπεσε σε ενέδρα. Το σημείο εντοπίζεται και βρίσκεται σε απόσταση 60 ναυτικών μιλίων (111 χιλιόμετρα). Η Ομάδα Αμφίβιων Δυνάμεων που απαγκιστρώθηκε έχει δύο (2) τραυματίες, στους οποίους προσφέρονται οι πρώτες βοήθειες. Μετά την απαγκίστρωση το σκάφος επιστρέφει στη βάση του, όπου θα ανεφοδιαστεί, θα ελεγχθεί τεχνικά και θα παραμείνει σε ετοιμότητα για την επόμενη αποστολή του.
Οι σκανδιναβικές χώρες, όπως η Νορβηγία, έχουν μακρά παράδοση στον τομέα της παράκτιας άμυνας και έχουν αναπτύξει και διαθέτουν ισχυρές δυνάμεις παράκτιας άμυνας. Η μορφολογία της σκανδιναβικής χερσονήσου, με τα πολλά μικρά νησιά και τη μεγάλη έκταση των ακτών, επιβάλει την παράκτια άμυνα, όπως την επιβάλει στην Ελλάδα και η μορφολογία του Αιγαίου. Η επιλογή των σκανδιναβικών χωρών δεν είναι η παθητική, αλλά η ενεργητική άμυνα, δηλαδή η χρήση αμφίβιων δυνάμεων, μικρών και ευέλικτων, σε αποστολές αναγνώρισης, προσβολής και αλληλενίσχυσης νησιών. Η Νορβηγία, μετά τον Β’ ΠΠ, επένδυσε στα παράκτια οχυρωματικά έργα, κυρίως στατικές οχυρώσεις παράκτιου πυροβολικού. Ωστόσο, η εξέλιξη της τεχνολογίας και η εμφάνιση των κατευθυνόμενων βομβών και πυραύλων, εκ των πραγμάτων έθεσε την έννοια της στατικής άμυνας εκτός ισορροπίας. Πλέον οι στατικές οχυρώσεις παράκτιας άμυνας ήταν ευάλωτες σε προσβολές ακριβείας και μάλιστα από απόσταση. Έτσι προέκυψε η εξέλιξη των δυνάμεων παράκτιας άμυνας της Νορβηγίας σε δυνάμεις ευέλικτης παράκτιας άμυνας. Τέλος, να πούμε ότι σήμερα το κύριο μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιούν οι αμφίβιες δυνάμεις της Νορβηγίας είναι τα ταχύπλοα σκάφη CB-90, γνωστά και στην Ελλάδα.