Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς μετά τη συνάντησή τους σήμερα στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την ολοκλήρωση της επίσκεψης εργασίας, ο κ. Σολτς αναχώρησε απόψε από την Τουρκία.
Για τα ελληνοτουρκικά ο Όλαφ Σολτς δήλωσε χαρούμενος που οι σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας κινούνται προς «μια πιο θετική κατεύθυνση» και εξέφρασε την ελπίδα ότι «αυτή η πορεία θα οδηγήσει σε μόνιμες φιλικές σχέσεις».
Στις από κοινού δηλώσεις τους οι δύο ηγέτες δεν ανακοίνωσαν συγκεκριμένες αποφάσεις για τα εξοπλιστικά προγράμματα που βρίσκονται σε εξέλιξη μεταξύ Τουρκίας και Γερμανίας, ωστόσο ερωτηθείς σχετικά με το αίτημα της Τουρκίας για αγορά ευρωπαϊκών μαχητικών Eurofighter και τις αντιρρήσεις του Βερολίνου, ο Γερμανός καγκελάριος απάντησε ότι υπάρχει ένα σχέδιο σε πρώιμο στάδιο το οποίο συντονίζει η Βρετανία. Συγκεκριμένα είπε: «Βέβαια υπάρχουν σχέδια που βρίσκονται σε αρχικό στάδιο, για παράδειγμα, υπάρχουν διαπραγματεύσεις που διεξάγονται από τη βρετανική κυβέρνηση και φυσικά θα υπάρχουν εξελίξεις στο θέμα αυτό». Για το ίδιο θέμα ο Ταγίπ Ερντογάν απάντησε: «Στις προμήθειες των προϊόντων της αμυντικής βιομηχανίας, επιθυμούμε να αφήσουμε πίσω μας ορισμένα από τα προβλήματα του παρελθόντος και να αναπτύξουμε τη συνεργασία μας. Θέλω να εκφράσω σήμερα για μία ακόμη φορά ότι εκτιμώ τις προσπάθειες στο θέμα αυτό του αγαπητού μου φίλου Σολτς». Εκτός από τη Γερμανία, τα υπόλοιπα μέλη της κοινοπραξίας Eurofighter, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία και η Ισπανία εγκρίνουν την πώληση μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter Typhoon στην Τουρκία, αλλά η πώληση αυτή «κολλάει» στην άρνηση της Γερμανίας. Η Τουρκία ενδιαφέρεται για την αγορά σε πρώτη φάση τουλάχιστον 20 μαχητικών Eurofighter, αξίας 5,6 δισ. δολαρίων, αλλά συνολικά σχεδιάζει να προμηθευτεί 40 ευρωπαϊκά μαχητικά 5ης γενιάς.
Στις δηλώσεις των δύο ηγετών φάνηκε πολύ έντονα η διαφωνία τους για τις εξελίξεις για τη Μέση Ανατολή. Ο καγκελάριος αναγνώρισε ότι το Βερολίνο και η ‘Αγκυρα έχουν διαφορετικές απόψεις για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ, αλλά υπογράμμισε ότι μοιράζονται παρόμοιες ανησυχίες σχετικά με τον πόνο των πολιτών και την ανάγκη κατάπαυσης του πυρός. Τόνισε ότι οι επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς ήταν ένα φρικτό έγκλημα και είπε ότι το Ισραήλ έχει το δικαίωμα στην αυτοάμυνα και πρέπει να τηρεί το διεθνές δίκαιο, το οποίο αποτελεί την εξωτερική πολιτική της Γερμανίας εδώ και πολλά χρόνια. «Καταβάλλουμε πάντα προσπάθειες για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό» είπε και προσέθεσε ότι τώρα πρέπει να εργαστούμε για μια λύση δύο κρατών, για την κατάπαυση του πυρός και την απελευθέρωση των ομήρων. «Πρέπει να υπάρξει λύση δύο κρατών. Καταβάλλουμε προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, τόσο για τους Παλαιστίνιους όσο και για την ύπαρξη του Ισραήλ» σημείωσε.
Ο καγκελάριος Σολτς δήλωσε επίσης ότι η κυβέρνησή του φέρει ιδιαίτερη ευθύνη για την ασφάλεια του Ισραήλ λόγω του ναζιστικού παρελθόντος της χώρας και των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν κατά των Εβραίων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Από την πλευρά του, ο Ταγίπ Ερντογάν είπε ότι πρέπει να πούμε «στοπ» στο Ισραήλ, «αν δεν το σταματήσουμε η περιοχή δεν πρόκειται να βρει ηρεμία». Περισσότεροι από 50 χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν σε μια σφαγή. Η δολοφονία 50 χιλιάδων ανθρώπων μάλλον δεν μας αφήνει να λέμε «καλά τους κάνατε με τα F-35», πρέπει να πούμε «πού το πάτε;».
Παράλληλα, στράφηκε κατά της Δύσης για τη στάση της στη Μέση Ανατολή: «Αυτοί χαίρονται (στο Ισραήλ) για τον μαρτυρικό θάνατο πολλών ηγετών. Η Δύση το διασκεδάζει. Η προσέγγιση της Αμερικής δεν είναι καθόλου διαφορετική σε όλη αυτή τη διαδικασία. Δεν είναι δύσκολο για το Ισραήλ να προμηθεύεται όπλα, πυρομαχικά, εργαλεία και εξοπλισμό. Αυτά τους τα δίνουν συνεχώς και το Ισραήλ συνεχίζει τη σφαγή του».
Στο μεταναστευτικό επίσης εκφράστηκαν διαφορετικές προσεγγίσεις από τους κ.κ. Ερντογάν και Σολτς.
Ο Τούρκος πρόεδρος είπε ότι «η πόρτα μας ήταν πάντα ανοιχτή για τους πρόσφυγες που έρχονται στη χώρα μας από τη Συρία και είναι ανοιχτή και τώρα. Σε μια τέτοια περίοδο πολέμου, αν υπάρχουν κάποιοι που μπορούν να έρθουν στην Τουρκία από τη Συρία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων από τον Λίβανο, έχουμε κρατήσει την πόρτα μας ανοιχτή και για αυτούς». Έκανε μάλιστα ιδιαίτερη αναφορά ότι μεταξύ των προσφύγων υπάρχουν και τουρκογενείς Τουρκομάνοι.
Ακόμη, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έκανε λόγο για ισλαμοφοβία στην Ευρώπη, ενώ ο Όλαφ Σολτς αναφέρθηκε στο θέμα από διαφορετική προσέγγιση λέγοντας πως είναι ενάντια σε κάθε εχθρική στάση έναντι θρησκευτικών πεποιθήσεων, συμπεριλαμβάνοντας ρητά σε αυτό και τον αντισημιτισμό και διαχώρισε τους ακραίους ισλαμιστές.
«Δυστυχώς, η ισλαμοφοβία εξακολουθεί να είναι ευρέως διαδεδομένη στην Ευρώπη. Δυστυχώς, λυπάμαι που το λέω, αλλά ενώ η ισλαμοφοβία είναι ευρέως διαδεδομένη στη Γερμανία, το PKK, η FETO και αυτές οι οργανώσεις βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Σήμερα, ο αγαπητός μου φίλος και καγκελάριος και εγώ αποφασίσαμε ότι θα συνεχίσουμε τον κοινό μας αγώνα κατά αυτών των τρομοκρατικών οργανώσεων υιοθετώντας μια κοινή στάση. Τόσο ο υπουργός Εξωτερικών μου όσο και η υπηρεσία πληροφοριών μας θα συνεργάζονται με τους ομολόγους τους και ελπίζουμε ότι θα συνεχίσουν αυτόν τον αγώνα με αλληλεγγύη» δήλωσε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Για το θέμα των θεωρήσεων εισόδου στις χώρες της ζώνης Σένγκεν προς τους Τούρκους πολίτες, ο Γερμανός καγκελάριος χαρακτήρισε δικαιολογημένα τα παράπονα της τουρκικής πλευράς. Σημείωσε ότι οι βίζες είναι πολύ σημαντικές για τους επιχειρηματίες, τους φοιτητές και τους ανθρώπους που συμμετέχουν σε εκθέσεις. Αντέτεινε ωστόσο ότι τα γερμανικά προξενεία ανά τον κόσμο είναι εκείνα που χορηγούν τις περισσότερες βίζες και ότι γνωρίζει από όσους εργάζονται στις πρεσβείες και τα προξενεία ότι το θέμα αυτό αποτελεί προτεραιότητα. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, υπήρχαν περίπου 16.000 Τούρκοι πολίτες στη Γερμανία που έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα επειδή δεν είχαν άδεια παραμονής. Οι Τούρκοι κατέχουν την τρίτη θέση στις αιτήσεις ασύλου μετά τους Σύρους και τους Αφγανούς.
Για το διμερές εμπόριο, που βρίσκεται σε ιδιαίτερα ανεπτυγμένο επίπεδο, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπενθύμισε ότι ο όγκος εμπορικών συναλλαγών ετησίως είναι 50 δισ. ευρώ ετησίως και έθεσε στόχο το ποσό αυτό να φτάσει τα 60 δισ. ευρώ.