Ο πύραυλος νέας γενιάς κατηγορίας cruise τύπου JFS-M αναμένεται να ενταχθεί σε υπηρεσία εντός των επόμενων ετών. Εκτιμάται μέχρι το τέλος του 2025 δηλαδή. Πρόκειται για εντελώς νέο οπλικό σύστημα στο οποίο το DefenceReview.gr είχε αναφερθεί επιγραμματικά (https://defencereview.gr/ila-2022-i-mbda-paroysiazei-to-koryfaio-vlima-e/ ) . Παρακάτω θα αναφερθούμε συνολικά στις δυνατότητες του όπλου και τις επιχειρησιακές του προοπτικές. Όπως πολύ ορθά τέθηκε μέσα από το σχολιασμό σε αφιέρωμα του DefenceReview.gr σχετικά με τη δημιουργία επαρκούς αντιβαλλιστικής άμυνας από την πλευρά της Ελλάδας, το κόστος είναι πραγματικά τεράστιο. Σε αντίθεση λοιπόν με τις ΗΠΑ όπου τελεί υπό ανάπτυξη ο βαλλιστικός PrSM (Precision Strike Missile), στην Ευρώπη υιοθετήθηκε η λύση πυραύλου cruise για την απόδοση ικανότητας πληγμάτων ακριβείας σε μεγάλες αποστάσεις από τα εκσυγχρονισμένα συστήματα M-270 MLRS του Γερμανικού και του Γαλλικού Στρατού σε πρώτη φάση. Με όσα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα συνεπάγεται αυτή η επιλογή. Τα σύγχρονα πυρομαχικά που μπορεί να αξιοποιήσει το εκσυγχρονισμένο πυραυλικό σύστημα MARS II του Γερμανικού Στρατού, όπως και το αμερικανικής διαμόρφωσης M-270A1, είναι η κατευθυνόμενη ρουκέτα GMLRS με ακτίνα 84 χιλιομέτρων, η ρουκέτα GMLRS-ER ακτίνας 120 τουλάχιστον χιλιομέτρων και ο MGM-168 Block 4A ATACMS, βεληνεκούς 300 τουλάχιστον χιλιομέτρων. Το JFS-M (Joint Fire Support Missile) είναι ένας πύραυλος εδάφους – εδάφους που βάλλεται από πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων και προορίζεται για την προσβολή στόχων υψηλής αξίας. Διαθέτει ενιαία πολεμική κεφαλή 80 κιλών (ενδεικτικά ο SCALP EG διαθέτει πολεμική κεφαλή 120 κιλών) και μέγιστο βεληνεκές 499 χιλιομέτρων.
Η σημαντικότερη διαφοροποίηση λοιπόν, σε σχέση με τους Αμερικανούς, πέρα από τον εκσυγχρονισμό του ίδιου του συστήματος MLRS, εντοπίζεται στα όπλα μακρού πλήγματος. O PrSM θα αποκτήσει IOC, αρχική επιχειρησιακή ικανότητα δηλαδή, εντός του 2023. Η μεγαλύτερη των 500 χιλιομέτρων ακτίνα του, η μεγαλύτερη σε σχέση με αυτή του JFS-M πολεμική κεφαλή και η τροχιά σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη ταχύτητα μετάβασης στο στόχο, είναι τα σημαντικότερα πλεονεκτήματά του. Το υψηλότερο κόστος του ανά μονάδα, σε συνδυασμό με το ότι θα μπορεί να φέρεται σε μικρότερους αριθμούς (δύο αντί τεσσάρων για τον JFS-M) από τους εκτοξευτές του συστήματος MLRS, είναι τα σημαντικότερα μειονεκτήματά του. Η ομάδα των γερμανικών εταιρειών που εμπλέκονται στην ανάπτυξη του JFS-M και της οποίας ηγείται η MBDA Γερμανίας, περιλαμβάνει τις KMW και ESG. H τελευταία έχει αναλάβει την ενσωμάτωση του όπλου στο σύστημα ADLER III του Γερμανικού Στρατού που χρησιμοποιείται για τη διαχείριση πληροφοριών και τη στοχοποίηση Πυροβολικού (C4I).
Προκειμένου να μειωθεί το κόστος ανάπτυξης του νέου πυραύλου cruise, αποφασίστηκε εξαρχής η αξιοποίηση συστημάτων και απαρτίων από άλλους πυραύλους της MBDA. Για παράδειγμα η αεροδυναμική διαμόρφωση του JFS-M είναι αυτή που έχει παγιωθεί για το αερομεταφερόμενο SmartGlider. Το μήκος του όπλου είναι 2,6 μέτρα και η μέγιστη διάμετρός του 29 εκατοστά. Το πτερυγικό εκπέτασμα φτάνει τα 1,5 μέτρα, ενώ τα τέσσερα ουραία πτερύγια έχουν διάταξη Χ.
Ο κινητήρας όπως σε όλα σχεδόν τα όπλα του είδους αυτού, είναι ένας μικρός στροβιλοκινητήρας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αναπτύσσεται από εταιρεία με έδρα το ανατολικό τμήμα της Γερμανίας, η οποία δεν έχει κατονομαστεί προς το παρόν. Κατά την εκτόξευση η αρχική επιτάχυνση του όπλου, μέχρι την ανάπτυξη ταχύτητας πλεύσης επαρκούς για την ασφαλή λειτουργία του στροβιλοκινητήρα, θα εξασφαλίζεται από επιταχυντή (booster). H MBDA έχει αναλάβει την ανάπτυξή του σε συνεργασία με τη Bayern-Chemie, που είναι και ο κατασκευαστής των περισσότερων επιταχυντών που χρησιμοποιούνται στα πυραυλικά συστήματα της MBDA. H ταχύτητα πλεύσης του JFS-M θα κυμαίνεται μεταξύ Mach 0,5 και Mach 0,9. Ήτοι μεταξύ 600 και 1000 χιλιομέτρων ανά ώρα.
Δεν έχει διευκρινιστεί μέχρι στιγμής αν η ώση του κινητήρα του όπλου θα είναι μεταβαλλόμενη (throttable) από το ίδιο το σύστημα ελέγχου πτήσης του όπλου, ή από το έδαφος, προκειμένου να επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή απόσταση κρούσης που λόγω της συνθήκης INF τοποθετείται κάτω από τα 500 χιλιόμετρα. Με τη μέγιστη ταχύτητα πλεύσης των 1000 χιλιομέτρων ανά ώρα, το JFS-M θα μπορεί να πλήττει στόχους σε απόσταση 499 χιλιομέτρων εντός 30 λεπτών. To βάρος του όπλου κατά την εκτόξευση του, θα ανέρχεται σε 250 έως 300 κιλά. Το σύστημα καθοδήγησής τους θα είναι συνδυασμός GNSS (ευρωπαϊκό δορυφορικό σύστημα ναυτιλίας) και INS, ενώ παράλληλα θα αξιοποιηθεί και σύστημα σύγκρισης-παραβολής απεικονίσεων (ψηφιακών φωτογραφιών) της ευρύτερης περιοχής του στόχου.
Οι απεικονίσεις αυτές που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το σύστημα σχεδίασης αποστολής του JFS-M για τη σύνθεση μίας τρισδιάστατης απεικόνισης της περιοχής του στόχου, αλλά και του εδαφικού ανάγλυφου της διαδρομής του όπλου προς το στόχο ή τους στόχους που έχουν επιλεγεί, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Αυτή η ολοκληρωμένη τρισδιάστατη απεικόνιση θα μπορεί να εισαχθεί στο σύστημα ναυτιλίας του JFS-M (Image Based Navigation) για την καθοδήγησή του μέχρι το στόχο.
To ίδιο σύστημα θα χρησιμοποιείται για την σχεδίαση διαδρομών οι οποίες θα τροφοδοτούν τα συστήματα καθοδήγησης πολλών JFS-M τα οποία θα κατευθύνονται στον ίδιο στόχο (Multiple Missile Simultaneous Impact – MMSI), που είναι αντίστοιχο του MRSI – Multiple Round Simultaneous Impact). Σκοπός είναι ο κορεσμός της εχθρικής αεράμυνας μέσω της επίθεσης από πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις, ενώ μέσω του συστήματος σχεδίασης αποστολής μπορούν να αποφευχθούν και περιοχές στις οποίες είναι γνωστό ότι υπάρχει πυκνό αντιαεροπορικό/αντιπυραυλικό δίκτυο.
Ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε την ενσωμάτωση τριών JFS-M σε κάθε έναν από τους δύο εκτοξευτές του MARS II. Σύνολο τέσσερα όπλα, αντί δύο PrSM ή ενός ATACMS. Πρόβλεψη υπάρχει ήδη για την ανάπτυξη εκτοξευτών JFS-M από μονάδες επιφανείας, αλλά και για την ανάπτυξη αερομεταφερόμενης έκδοσης η οποία φυσικά δεν θα διαθέτει επιταχυντή (booster). To JFS-M θα αξιοποιεί συνδυασμό σχεδιαστικών χαρακτηριστικών VLO και προφίλ πτήσης σε μικρό ύψος, προκειμένου να είναι δύσκολα εντοπίσιμο και ανασχέσιμο. Η φιλοσοφία Man-In-the-Loop θα είναι και εδώ σε ισχύ, οπότε θα υπάρχει η δυνατότητα παρέμβασης εν πτήσει προς αλλαγή του στόχου.
Η ανθρώπινη παρέμβαση θα διασφαλίζεται μέσω αμφίδρομης ζεύξης δεδομένων και εντολών ελέγχου. Πέρα από τη δυνατότητα αυτόματης και ταχείας σύγκρισης απεικονίσεων για την ακριβή ναυτιλία και ταυτοποίηση του στόχου, το JFS-M θα μπει σε παραγωγή σε αρκετές διαφορετικές εκδόσεις εξοπλισμένο είτε με ηλεκτροοπτικούς αισθητήρες (τηλεοπτικό ΕΟ ημέρας και υπέρυθρο IR), είτε ακόμα και με παθητικό ηλεκτρομαγνητικό και με μικρότερη πολεμική κεφαλή για την καταστροφή ραντάρ του αντιπάλου.
Το όπλο δηλαδή θα μπορεί αυτόνομα να αναζητά πηγές ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας και να τις πλήττει. Όλοι αυτοί οι αισθητήρες φυσικά δεν θα είναι ενσωματωμένοι σε ένα όπλο αλλά σε διαφορετικές εκδόσεις του που θα είναι κατάλληλες για την καταστροφή στόχων διαφορετικού είδους. Θωρακισμένων και μη, κινητών και σταθερών. Καταλήγοντας, πρέπει να επισημανθεί ότι το κόστος του θα είναι πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο των προηγούμενης γενιάς και μεγαλύτερων αερομεταφερόμενων SCALP-EG και TAURUS KEPD 350, με ότι αυτό σημαίνει. Η χαμηλότερη τιμή του αποδίδεται στην εκμετάλλευση ήδη διαθέσιμων τεχνολογιών και συστημάτων από άλλα πυραυλικά συστήματα της MBDA. Για την Ελλάδα και το Πυροβολικό της, οι επιχειρησιακές προοπτικές που φέρνει είναι πάρα πολύ σημαντικές για να αγνοηθούν.