Ένας από τους κύριους ρόλους του πυροβολικού είναι η καταστροφή του αντίπαλου πυροβολικού ώστε να αποτρέψει την καθήλωση και καταστροφή των φίλιων δυνάμεων και να επιτρέψει την επίθεση αυτών. Η αποκάλυψη του αντίπαλου πυροβολικού το οποίο λόγω του μεγάλου βεληνεκούς και της καμπύλης τροχιάς των βλημάτων πυροβολικού μπορέί να βάλει πίσω από εδαφικές εξάρσεις γίνεται με τη χρήση ραντάρ αντιπυροβολικού. Αυτά έχουν την ικανότητα να ανιχνεύουν τα εισερχόμενα βλήματα και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να κατηγοροποιούν τα εισερχόμενα βλήματα αυτά, αν είναι πυροβολικού, όλμων ή ρουκέτες και να υπολογίσουν τις συντεταγμένες απ’ όπου προήλθαν μεταβιβάζοντάς τες στο φίλιο πυροβολικό για να προβεί σε βολές αντιπυροβολικού.

Το ελληνικό πυροβολικό διαθέτει στις τάξεις του αριθμό ραντάρ αντι-πυροβολικού για την έγκαιρη αποκάλυψη και στοχοποίηση εχθρικών συστημάτων πυροβολικού. Τα συστήματα αυτά είναι ενταγμένα στις πυροβολαρχίες παρατήρησης της διοίκησης πυροβολικού των κύριων σχηματισμών του Ε.Σ. Τα συστήματα που διαθέτει είναι τα αμερικάνικης προέλευσης και κατασκευής AN/TPQ-36 v7 και AN/TPQ-37v3 της τότε Hughes που εξαγοράστηκε από την Raytheon καθώς και συστήματα ραντάρ Arthur Mod. B της σουηδικής SAAB.

 AN/TPQ-36 v7

Το AN/TPQ-36 v7 Firefinder είναι ένα σύστημα ραντάρ αντιπυροβολικού που εξελίχθηκε μέσω της συνεργασίας της γαλλικής Thales με την αμερικάνικη Hughes στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Το σύστημα αποτελείται από την κεραία ΟΥ-71, η οποία λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων «Χ», τη γεννήτρια ηλεκτρικής ισχύος ΜΕΡ112A και το κέντρο ελέγχου ΟΚ-398, το οποίο διαθέτει εξοπλισμό επεξεργασίας, τη μονάδα εντοπισμού όπλων και εξοπλισμό επικοινωνιών. Οι διαστάσεις της κεραίας είναι (μήκος x πλάτος x ύψος) 4,6 μέτρα x 2,1 μέτρα x 3,7 μέτρα (σε ανάπτυξη). Το βάρος της είναι 1.466 κιλά. Σύμφωνα με το φυλάδιο της εταιρίας το σύστημα χρειάζεται 15 λεπτά για να ακινητοποιηθεί και να μπει σε πλήρη λειτουργία και πέντε λεπτά για να ξανακινητοποιηθεί πλήρως και αυτό γίνεται από πλήρωμα πέντε ατόμων. Το κέντρο επιχειρησιακού ελέγχου μπορεί να βρίσκεται σε απόσταση μέχρι πενήντα μέτρα από τη μονάδα ραντάρ διασφαλίζοντας έτσι υψηλότερη επιβιωσημότητα για το πλήρωμα του συστήματος. Σε ελληνική υπηρεσία το σύστημα μπήκε το 1988 και υπηρετείται από επτά άτομα προσωπικό.

AN/TPQ-36

Η σταθερή κεραία του συστήματος εκπέμπει δέσμη ταχείας συχνότητας στον ορίζοντα σχηματίζοντας μια ηλεκτρονική ‘κουρτίνα’, καλύπτοντας γωνία εύρους 90ο. Κάθε επερχόμενο εχθρικό βλήμα, το οποίο περνά μέσα σε αυτό το εύρος έρευνας εντοπίζεται από το AN/TPQ-36, το οποίο ενεργοποιεί αυτόματα μία δέσμη εκπομπής προς επιβεβαίωση, ενώ ξεκινά αυτόματα και τη διαδικασία ανίχνευσης της απειλής. Ενώ το σύστημα ανιχνεύει μία απειλή, ταυτόχρονα συνεχίζει να εκτελεί τις διαδικασίες της σάρωσης, του εντοπισμού και της ανίχνευσης άλλης πιθανής απειλής. Από το κέντρο επιχειρησιακού ελέγχου, η ηλεκτροκίνητη κεραία μπορεί να γείρει ή να περιστραφεί σε οποιαδήποτε θέση αζιμουθίου. Το σύστημα προσφέρει επίσης μια λειτουργία 360°, στην οποία κάνει αναζήτηση σε έναν τομέα για σύντομο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια θα περιστραφεί αυτόματα με τη σειρά του στους άλλους τομείς. Το AN/TPQ-36 μπορεί να εντοπίσει και να καταγράψει τη θέση έως και 10 διαφορετικών μέσων πυροβολικού σε ελάχιστα δευτερόλεπτα και σε μέγιστη απόσταση έως και 24 χιλιόμετρα για πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών ή 18 χιλιόμετρα για βλήματα πυροβολικού, ενώ μπορεί να αποθηκεύσει δεδομένα για 99 στόχους.

AN/TPQ-37 v3

Το AN/TPQ-37 v3 Firefinder είναι ένα σύστημα ραντάρ αντιπυροβολικού που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με το έτερο AN/TPQ-36 v7 Firefinder προσφέροντας μεγαλύτερες αποστάσεις αποκάλυψης. Φτάνοντας τα 50 χιλιόμετρα για ρουκέτες και τα 30 χιλιόμετρα για βλήματα πυροβολικού και όλμων. Έχει ακριβώς τις ίδιες αρχές λειτουργίας με το μικρότερο αδερφάκι του. Το AN/TPQ-37, όπως και το AN/TPQ-36, μπορεί να εκτελέσει έρευνα σε τόξο 90ο ή σε όλο το τόξο των 360ο (το AN/TPQ-36 μπορεί να εκτελέσει και έρευνα σε τόξο 60ο για απειλές τακτικών βλημάτων εδάφους-εδάφους). Η κεραία του AN/TPQ-37 λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων «S» και μπορεί να ανιχνεύσει 10 όπλα ταυτόχρονα.

Το σύστημα σε ελληνική υπηρεσία αποτελείται από δύο οχήματα και ένα ρυμουλκούμενο που φέρει την κεραία του ραντάρ. Χρειάζονται 30 λεπτά για να ταχθεί το σύστημα σε πλήρη λειτουργία και υπηρετείται από 12 άτομα προσωπικό. Οι διαστάσεις της κεραίας του ραντάρ είναι (ύψος x πλάτος) 4,93μ x 2,39μ. Σε αμερικάνικη υπηρεσία τα δύο αυτά ραντάρ χρησιμοποιούνταν συμπληρωματικά με το AN/TPQ-36 τοποθετημένο εγγύτερα στην πρώτη γραμμή και το AN/TPQ-37 τοποθετημένο στα μετόπισθεν.

Το χρονικό σε ελληνική υπηρεσία

Το AN/TPQ-37 v3 Firefinder σε ελληνική υπηρεσία μπήκε με πολλά προβλήματα που είχε ως αποτέλεσμα την εξεταστική επιτροπή στη Βουλή το 2005. Το 1997 υπήρξε διακρατική σύμβαση για την προμήθεια δύο συστημάτων AN/TPQ-37 v3. Στις 10 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς το ΑΣΣ γνωμοδότησε για την αγορά άλλων έξι ίδιων συστημάτων. Στις 21/5/1999 ο τότε ΥΠΕΘΑ ενέκρινε την απόφαση αυτή και έναν χρόνο περίπου αργότερα, στις 29/2/2000 υπογράφτηκε η σύμβαση 016Α/00 ύψους 108,78 εκατ. δολαρίων με την Raytheon για την απόκτηση έξι επιπλέον συστημάτων. Τα προβλήματα άρχησαν όταν στις δοκιμές των δύο πρώτων συστημάτων υπήρξαν μεγάλες αποκλήσεις ως προς τα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά του συστήματος αλλά και τις επιπλέον ελληνικές απαιτήσεις που ήταν η πλήρης ενσωμάτωση του ΣΤΕΕΠ ΔΙΑΣ και η υποστήριξη των ψηφιακών χαρτών της ΓΥΣ. Είκοσι χρόνια μετά, ανεξάρτητα εάν η Raytheon κατάφερε να λύσει όλες τις παρατηρήσεις που προέβαλε η ελληνική πλευρά πριν την τελική παραλαβή, το σίγουρο είναι ότι και τα δύο συστήματα πρέπει να θεωρούνται παρωχημένα και ότι χρήζουν αντικατάστασης στο άμεσο μέλλον. Να υπενθυμήσουμε ότι την εποχή που αγοράστηκαν τα AN/TPQ-37, ουσιαστικά είχε κλήσει η γραμμή παραγωγής τους και ο αμερικάνικος στρατός παραλάμβανε τα νεότερα και κατά πολύ ικανότερα AN/TPQ-47 με διπλάσια εμβέλεια αποκάλυψης στόχων.

Arthur (ARTillery Hunting Radar) WLS

Τα ARTHUR Mod.B είναι τα πιο σύγχρονα ρανταρ αντιπυροβολικού σε υπηρεσία με τον ελληνικό στρατό και αγοράστηκαν το Φεβρουάριο του 2002 έναντι 54.901.475 δολαρίων. Τα δύο πρώτα παραλήφθησαν το Νοέμβριο του 2004, ενώ το τρίτο, το οποίο συναρμολογήθηκε στην Ελλάδα από την Intracom, παραδόθηκε το Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Το δικαίωμα προαίρεσης για έξι επιπλέον ραντάρ που προέβλεπε η αρχική σύμβαση δεν ενεργοποιήθηκε. Τα ραντάρ αποκτήθηκαν στο πλαίσιο των αντισταθμιστικών αγορών που ανέλαβε να εκπληρώσει η Ελλάδα έναντι της Κύπρου, μετά τη συμφωνία μετεγκατάστασης των S-300 PMU-1 από την Κύπρο στην Ελλάδα. Ωστόσο, αποφασίστηκε τα ραντάρ να παραμείνουν στην Ελλάδα.

Η πρώτη έκδοση του συστήματος Mod.Α είχε εμβέλεια εντοπισμού 20 χλμ για βλήματα μικρού διαμετρήματος και για όλμους των 120 χιλ. έφτανε τα 35 χλμ με πιθανότητα σφάλματος 0,45%. Στην έκδοση Mod.B, που χρησιμοποιεί και ο Ε.Σ. οι εμβέλειες αυτές έχουν αυξηθεί στα 25 χλμ και 40 χλμ αντίστοιχα με πιθανότητα σφάλματος 0,35%. Στην έκδοση Mod.C οι εμβέλειες εντοπισμού είναι στα 30 χλμ για βλήματα πυροβολικού και 60 χλμ για ρουκέτες και πυραύλους με πιθανότητα σφάλματος 0,1-0,2%. Στην τελευταία και νεότερη έκδοση Mod.D οι εμβέλειες έχουν αυξηθεί με τη μέγιστη εμβέλεια εντοπισμού να φτάνει τα 100 χλμ. Η ταχύτητα εντοπισμού του συστήματος είναι 100 στόχοι το λεπτό.

Το σύστημα αποτελείται από δύο ερπηστριοφόρα οχήματα αυξημένης κινητικότητας παντοδαπού εδάφους. To Bv208 της σουηδικής Hagglunds με το ρυμουλκούμενο κλωβό με τις θέσεις των δύο χειριστών του συσστήματος και φορέα της κεραίας του ραντάρ ARTHUR Mod.B. Η κεραία βάρους 2000 κιλών και ύψους τριών μέτρων περίπου είναι παθητικής διάταξης φάσης και λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων C. Η επιλογή παθητικής κεραίας είχε ως πλεονέκτημα το χαμηλό βάρος του συστήματος και το δύσκολο εντοπισμό του. Σύμφωνα με τη SAAB έχει χαμηλές υπέρυθρες (IR) και ηλεκτρονικές (EW) υπογραφές και εφόσον αναπτυχθεί σωστά είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστεί και να χτυπηθεί με όπλα αντιραντάρ και με κεφαλή αναζήτησης υπερύθρων. Επίσης εάν η κεραία χτυπηθεί μερικώς από πυρά μικρών όπλων ή θραύσματα, οι εναπομείναντες κυματοδηγοί θα παραμείνουν λειτουργικοί και το σύστημα θα συνεχίσει να λειτουργεί με την αντίστοιχη υποβάθμιση των δυνατοτήτων του. Τέλος δύο από τα πλεονεκτήματα του συστήματος είναι η χαμηλή επάνδρωση τριών ατόμων λόγω της υψηλής αυτοματοποίησης και ο πολύ μικρός χρόνος ανάπτυξης και σύμπτηξης του συστήματος των δύο λεπτών που αυξάνει την επιβιωσημότητά του.

Στις 7 Σεπτεμβρίου του 2023 πραγματοποιήθηκε σε φορείς του Γενικού Επιτελείου Στρατού από την κατασκευάστρια εταιρία. Η Saab πρότεινε στον Ελληνικό Στρατό (ΕΣ) δύο (2) λύσεις. Η πρώτη αφορά στην επέκταση του ορίου ζωής, των εν υπηρεσία συστημάτων, για 10 χρόνια, ενώ η δεύτερη αφορά στην ανταλλαγή των ARTHUR Mod.B με ισάριθμα ραντάρ της τελευταίας και ικανότερης έκδοσης Mod.D. Στη δεύτερη περίπτωση η ελληνικά πλευρά θα επιβαρυνθεί με το αντίστοιχο κόστος της ανταλλαγής.

Τα σύγχρονα συστήματα πυροβολικού, πυροβόλα και ρουκετοβόλα, παρουσιάζουν όλο και πιο αυξημένα βεληνεκή οπότε και τα αντίστοιχα ραντάρ αντιπυροβολικού χρειάζεται να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις. Στο πλαίσιο αυτό τα συστήματα ραντάρ αντιπυροβολικού της διεύθυνσης πυροβολικού του ελληνικού στρατού χρειάζονται αντικατάσταση με νεότερα αυξημένων δυνατοτήτων. Ήδη τα  AN/TPQ-36 και τα AN/TPQ-37 μετράνε 35 και 20 χρόνια χρήσης με τον Ε.Σ. και δεν είναι τυχαίο ότι η SAAB στην πρόσφατη συνάντηση με τους έλληνες επιτελείς δεν πρότεινε την αναβάθμιση των υφιστάμενων ARTHUR Mod.B αλλά την αντικατάστασή τους με τα νεότερα Mod.D. Πιθανοί διεκδικητές ενός τέτοιου προγράμματος μπορεί να είναι η SAAB με το ARTHUR WLS Mod.D και η LM με το AN/TPQ-53 WLR. Τέλος όπως έχουμε ξαναναφέρει η σύγχρονη τάση στα ραντάρ αντιπυροβολικού είναι ραντάρ τεχνολογίας AESA νιτριδίου του γαλίου πολλαπλών χρήσεων μεγάλης εμβέλειας που μπορούν να έχουν χρήση αντιαεροπορική, αντιπυραυλική και αντιπυροβολικού, όπως είναι το AN/TPS-80 G/ATOR της Northrop Grumman και το EL/M-2084 MMR της IAI ELTA

AN/TPQ-53