Σε συνέχεια της αναφοράς του DR στις βόμβες καθοδήγησης λέιζερ, θα αναφερθούμε στην οικογένεια Paveway IV, καθώς και στις εξελίξεις που έχουν σημειωθεί στις τάξεις της Πολεμικής Αεροπορίας τόσο από πλευράς μαχητικών, εξοπλισμού και όπλων, όσο και από πλευράς τακτικών. Όπως θα δούμε, μπορεί η ανάπτυξη νεότερων εκδόσεων βομβών καθοδήγησης λέιζερ να έχει σταματήσει εδώ και 15 τουλάχιστον χρόνια, δεδομένου ότι οι πόροι και οι προσπάθειες όλων των χωρών έχουν στραφεί σε όπλα ανεμοπορίας, αυτοπροωθούμενες βόμβες και πυραύλους αποκλειστικά, όλα με δυνατότητες stand-off.

Αυτό που εξακολουθεί να ισχύει είναι το γεγονός ότι ελλείψει εξειδικευμένων όπλων μακρού πλήγματος, οι LGB στο ελληνικό οπλοστάσιο είναι η μόνη επαρκής εναλλακτική για την προσβολή στόχων εντός της τουρκικής ενδοχώρας με μεγάλη ακρίβεια. Με τη εισαγωγή των Rafale F3R και F-16V Block 72 σε υπηρεσία, η Πολεμική Αεροπορία, ανακτά τη δυνατότητα να διεισδύει στον εχθρικό εναέριο χώρο σε πολύ μικρά ύψη, με απόλυτη ασφάλεια, καθόλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου και υπό άσχημες καιρικές συνθήκες.

Τα ραντάρ και των δύο αυτών μαχητικών διαθέτουν λειτουργική διαμόρφωση αυτόματης παρακολούθησης του εδαφικού ανάγλυφου (TFR), δυνατότητα που καθιστά το παλιό ατρακτίδιο ναυτιλίας μικρού ύψους AN/AAQ-13, περιττό. Αυτό που λείπει είναι επαρκής αριθμός σύγχρονων ατρακτιδίων στοχοποίησης. Για αυτό ακριβώς το λόγο το DR έχει αποδώσει πολύ μεγάλη έμφαση στην αγορά συστημάτων SNIPER. Που επίσης έχει καθυστερήσει αδικαιολόγητα.

To πρωτότυπο του Mirage 2000D φορτωμένο με δύο γαλλικές βόμβες καθοδήγησης λέιζερ BGL 1000 Arcole (Bomb a Guidage Laser) των 880 κιλών της Matra (σήμερα MBDA μετά τη συγχώνευσή της με την BAe Dynamics) και ατρακτίδιο κατάδειξης λέιζερ ATLIS της Thomson (νυν Thales). Η φωτογραφία είναι από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Βόμβες BGL χρησιμοποιήθηκαν στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας από αεροσκάφη της Γαλλικής Αεροπορίας και της RAF. O αισθητήρας αναζήτησης ακτινοβολίας λέιζερ των συλλογών που μπορούσαν να προσαρμοστούν σε γαλλικές βόμβες των 250, 470 και 880 κιλών ήταν ο Elbis της Thomson. Η εμπορική επιτυχία των συλλογών BGL ήταν εξαιρετικά περιορισμένη καθώς ακόμα και οι γαλλικές αεροπορικές δυνάμεις (Αεροπορία, Ναυτική Αεροπορία), προμηθεύτηκαν αμερικανικές Paveway.

Ξεκινώντας από την οικογένεια Paveway IV, πρόκειται για αναβαθμισμένη έκδοση της συλλογής Enhanced Paveway II που χρησιμοποιεί ώς σώμα τη βόμβα Mk.82 τω 500 λιβρών (225 κιλών). Το σύστημα καθοδήγησης πέρα από τον αισθητήρα αναζήτησης ακτινοβολίας λέιζερ στο ρύγχος, περιλαμβάνει σύστημα INS – GPS για εξασφάλιση μεγαλύτερης ακρίβειας καθοδήγησης. Η λύση αυτή προέκυψε ύστερα από την εμπειρία του Κοσόβου, αφού οι ηλεκτροοπτικοί αισθητήρες (ΕΟ) και αναζήτησης λέιζερ μπορούν να χάσουν την ιχνηλάτηση λόγω άσχημών καιρικών συνθηκών (νέφωση) και αντιμέτρων.

Συνεπώς, ένα εφεδρικό σύστημα καθοδήγησης GPS-INS μπορεί να εξασφαλίσει επαρκή καθοδήγηση μεσοπορείας μέχρι ο αισθητήρας λέιζερ να επανενεργοποιηθεί. Φυσικά η καθοδήγηση GPS-INS δεν μπορεί να εμπλέκει αυτόνομα επιτυχώς κινούμενους στόχους, επομένως δεν αντικαθιστά τους ηλεκτροοπτικούς αισθητήρες, αλλά τους συμπληρώνει. Συλλογές Paveway IV διαθέτει μόνο η RAF από το 2008, καθώς και η Αεροπορία της Σαουδικής Αραβίας. Συλλογές EGBU χρησιμοποιούν πολλές άλλες αεροπορικές δυνάμεις αλλά της οικογένειας Paveway ΙΙ.

Η ελληνική εμπλοκή

Η αποτρεπτική ισχύς της Πολεμικής Αεροπορίας συνδέθηκε στις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90 σχεδόν αποκλειστικά με την ικανότητά της να εντοπίζει έγκαιρα και να αναχαιτίζει τουρκικά αεροσκάφη που πετούν είτε εντός των ορίων του ελληνικού εναέριου χώρου (παραβίαση), είτε εντός του FΙR Αθηνών (παράβαση κανόνων ΕΕΚ). Η αποτρεπτική ισχύς όμως δεν είναι μόνο αυτό. Δεν είναι δηλαδή μόνο η ικανότητά να αντιμετωπίζονται έγκαιρα και αποτελεσματικά προκλήσεις ή επιθετικές ενέργειες. Είναι και η δυνατότητα προσβολής στόχων, βαθιά μέσα στο έδαφος του αντιπάλου, ημέρα και νύχτα και υπό άσχημες καιρικές συνθήκες.




Πολύ παλιά απεικόνιση της ισραηλινής συλλογής LGB, Griffin. Το ισραηλινό όπλο της ΙΑΙ παρουσιάστηκε το 1997 στη διεθνή αεροδιαστημική έκθεση του Μπουρζέ. Έφτασε σε στάδιο παραγωγής και έχει πωληθεί σε τουλάχιστον πέντε χώρες. Άλλες ισραηλινές συλλογές LGB για βόμβες Mk-82/-83/-84 ήταν το Guillotine με την εξωπραγματική τότε ακτίνα των 30 χιλιομέτρων τότε, το Lizard-3 της Elbit και το ΡΒ-500Α1 της ΙΜΙ που παρουσιάστηκε επίσης στο Μπουρζέ το 1997.

Είναι με άλλα λόγια η ικανότητα να μπορείς να επιτεθείς, καταστρέφοντας τακτικού χαρακτήρα αλλά και στρατηγικής αξίας (όχι μόνο από στρατιωτικής αλλά και από οικονομικής πλευράς) στόχους στην εχθρική ενδοχώρα, προκαλώντας την αδράνεια ή την πλήρη απενεργοποίηση των υποδομών του (οδικές αρτηρίες, γέφυρες, εργοστάσια, μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, στρατιωτικές εγκαταστάσεις), υποδομών στις οποίες στηρίζεται η καθημερινή παραγωγική δραστηριότητα και κατ επέκταση η οικονομία και η επιβίωση μίας χώρας. Το Α-7Η Corsair II ήταν το πρώτο αεροπλάνο της Πολεμικής Αεροπορίας που μπορούσε να αναλάβει αυτό το ρόλο, να χρησιμοποιηθεί δηλαδή για την προσβολή επίγειων στόχων με πολύ μεγάλη ακρίβεια σε μεγάλες αποστάσεις, ημέρα και νύχτα.

Μετά την πικρή εμπειρία της Κύπρου, όπου φάνηκε καθαρά η αδυναμία της Πολεμικής Αεροπορίας να μεταφέρει επαρκή μάζα πυρός σε μεγάλες αποστάσεις, το Corsair II ήρθε να καλύψει ένα σημαντικό κενό, το οποίο είχε βέβαια εντοπιστεί τότε. Σήμερα μετά από 50 σχεδόν χρόνια η Πολεμική Αεροπορία έχει θεωρητικά τέσσερις τουλάχιστον πολεμικές Μοίρες με τη δυνατότητα προσβολής επίγειων στόχων σε μεγάλες αποστάσεις, καθόλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου και υπό άσχημες καιρικές συνθήκες. Οι Μοίρες αυτές είναι οι 347 Μοίρα (Περσέας), 340 Μοίρα (Αλεπού), 338 Μοίρα (Άρης) και 331 Μοίρα (Θησέας). Οι τρεις πρώτες, είναι εξοπλισμένες με ατρακτίδια ναυτιλίας και στοχοποίησης. Οι 347 και 340 που είναι εξοπλισμένες με μαχητικά F-16 Block 50 και Block 52+ αντίστοιχα, διαθέτουν το σύστημα LANTIRN και η 338 Μοίρα που είναι εξοπλισμένη με μαχητικά F-4Ε AUP, διαθέτει μικρό αριθμό ατρακτιδίων Litening II.

Τα ατρακτίδια του συστήματος LANTIRN σε F-16D Block 52+ της 340 Μοίρας. Το σύστημα δεν αναβαθμίστηκε ποτέ σε LANTIRN ER (ή δεν αγοράστηκαν νέες μονάδες), με αποτέλεσμα σήμερα ελάχιστα ατρακτίδια να παραμένουν διαθέσιμα. Για την αδράνεια αυτή που ουσιαστικά κατέστησε ανενεργό και το απόθεμα των βομβών καθοδήγησης λέιζερ σε ελληνική υπηρεσία, δεν έχει δοθεί καμία εξήγηση από κανέναν. Από τη στιγμή που ένα τέτοιο πρόγραμμα θα μπορούσε να υλοποιηθεί μέσω FMS, οι περιορισμοί της δεκαετούς οικονομικής κρίσης δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ώς δικαιολογία…

Χρησιμοποιούμε τη λέξη “θεωρητικά” παραπάνω γιατί τα ατρακτίδια και των δύο τύπων είναι πλέον εξαιρετικά περιορισμένα σε αριθμό. Το LANTIRN έχει αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία στον μεγαλύτερο παγκοσμίως χρήστη του (την USAF) εδώ και πολλά χρόνια και έχει σταματήσει να υποστηρίζεται, καθώς έχει αντικατασταθεί από το νεότερο και εντελώς διαφορετικό και μεγαλύτερων δυνατοτήτων LANTIRN – ER. Σύμφωνα με τον επίσημο ιστοχώρο (https://www.lockheedmartin.com/en-us/products/lantirn.html) της κατασκευάστριας εταιρείας του συστήματος (Lockheed Martin), αυτό προσφέρεται είτε ώς νέας κατασκευής προϊόν, είτε ώς προϊόν αναβάθμισης του παλιού LANTIRN.

Είναι απορίας άξιο λοιπόν το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχει παρθεί απόφαση αναβάθμισης έστω και μέρους των συστημάτων LANTIRN που διαθέτει η Πολεμική Αεροπορία, σε συνδυασμό βέβαια με την προμήθεια νέων ατρακτιδίων στοχοποίησης. Γιατί μόνο μέσω αυτών μπορεί κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων να χρησιμοποιηθεί το απόθεμα των βομβών κατεύθυνσης λέιζερ. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι η Πολεμική Αεροπορία είχε φτάσει να συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον αποτελεσματικών αεροπορικών δυνάμεων στον κόσμο (μαζί με την Ισραηλινή…), σε επιχειρήσεις κρούσης από μικρό ύψος καθόλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου.

Η 347 Μοίρα ήταν η πρώτη που αξιοποίησε το LANTIRN στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 και μάλιστα με πολύ μεγάλη επιτυχία με βάση αναφορές του ΝΑΤΟ που είχε στη διάθεσή του τις αξιολογήσεις από σειρά ασκήσεων, εισάγοντας έτσι την Πολεμική Αεροπορία, από επιχειρησιακής πλευράς, σε μία εντελώς νέα εποχή πριν από 25 περίπου χρόνια. Λίγους μόνες πριν προσγειωθούν τα πρώτα F- 16 ΒΙοcΚ 50 στην Αγχίαλο (Iούλιος 1997), συγκροτήθηκε ο πυρήνας των ιπταμένων και των τεχνικών που θα επάνδρωναν την 347 Μοίρα

Όλοι είχαν σημαντική εμπειρία στο F-16 ΒΙοcΚ 30, καθώς προέρχονταν από τις 330 και 346 Μοίρες που όταν εξοπλισμένες με αυτά τα μαχητικά από το 1990. Δύο ιπτάμενοι και μία ολιγομελής ομάδα τεχνικών αυτού του πυρήνα, ταξίδεψαν στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στην αεροπορικό βάση Luke στην Αριζόνα, με σκοπό να εκπαιδευτούν από Αμερικανούς συναδέλφους τους, τόσο στη νέα τότε έκδοση του F-16, όσο και στο LANTIRN. H εκπαίδευση κράτησε αρκετό καιρό και είχε εντατικούς ρυθμούς. Οι δύο Έλληνες ιπτάμενοι πήραν ειδικότητα εκπαιδευτή στο LANTIRN και όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα, ανέλαβαν την εκπαίδευση των συναδέλφων τους.

Στη διαδικασία αυτή, της εκπαίδευσης των ιπταμένων της 347 Μοίρας ειδικά στις νυχτερινές επιχειρήσεις με το LANTIRN, συμμετείχαν και δύο ιπτάμενοι της USAF. Οι Αμερικανοί είχαν ήδη σημαντική εμπειρία σε θέματα επιχειρησιακής αξιοποίησης και υποστήριξης του συστήματος και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο η Πολεμική Αεροπορία τότε επέλεξε αυτή τη λύση. Η 347 Μοίρα στη δεύτερη αυτή φάση της εξέλιξής της, αφιέρωσε σημαντικό χρόνο και όλο της το ανθρώπινο δυναμικό στη διαδικασία της εκπαίδευσης στο LANTIRN και την πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του ημέρα και νύχτα.

Αν και από την αρχή είχε αποφασιστεί η λειτουργία της ως Μοίρα διπλού ρόλου (αέρος-αέρος και αέρος – εδάφους), δόθηκε έμφαση στις νυχτερινές προσβολές, μέχρι που το σύνολο των ιπτάμενων απέκτησε σημαντική εμπειρία στο κομμάτι αυτό. Κατόπιν και η 347 Μοίρα ανέλαθε υπηρεσίες επιφυλακής, ενώ άρχισε με πιο εντατικούς ρυθμούς να εκπαιδεύει τα πληρώματά της και σε ρόλο aέρος-αέρος. Ενώ αρχικό στο οπλοστάσιο που διέθετε περιλαμβάνονταν μόνο κaτευθυνόμενες βόμβες λέιζερ, με μεγαλύτερες τις GBU-12 Paveway I και GBU-24 Paveway III, καθώς και τα κλασικά “σίδερα”, όπως aποκaλούν ιπτάμενοι και τεχνικοί στην ΠΑ τις συμβατικές βόμβες Μk.82 -83 και -84, από το 2003 η 347 παρέλαβε και πυραύλους αέρος-εδάφους Α6Μ-65G Μaverick.

Την ίδια σχεδόν χρονική περίοδο, ένας αριθμός ιπταμένων της 347 Μοίρας, αλλά και της 341 που έχει αναλάβει ρόλο καταστολής εχθρικής αεράμυνας (SEAD-DEAD) από το 1999 αξιοποιώντας τον πύραυλο AGM-88B HARM, συγκρότησε τον πυρήνα που επάνδρωσε τις δύο πρώτες Μοίρες που εξοπλίστηκαν με F-16 Block 52+. Τις 340 και 343 που μέχρι σήμερα υπάγονται στην 115 Πτέρυγα Μάχης, με έδρα το αεροδρόμιο της Σούδας στα Χανιά και θα αρχίσουν να παραλαμβάνουν εκσυγχρονισμένα τα αεροπλάνα τους στη μορφή F-16V.

Επισημάνσεις αντί επιλόγου

Η Πολεμική Αεροπορία έχει διανύσει πολύ δρόμο και απέκτησε στο παρελθόν πολύτιμη εμπειρία σε αποστολές κρούσης μικρού ύψους με βόμβες καθοδήγησης λέιζερ. Όπως θα διαβάσετε στο επόμενο αφιέρωμά του DR οι τακτικές άφεσης τέτοιων όπλων απαιτούν πολύ μεγάλη ικανότητα από την πλευρά των ιπταμένων, άρα εντατική εκπαίδευση, σε συνδυασμό με πολύ καλό σχεδιασμό και μεγάλη ακρίβεια εκτέλεσης. Οι διαδικασίες και οι κανόνες ασφαλείας είναι επίσης πολύ απαιτητικά και απαραβίαστα.

Rafale με φορτίο τεσσάρων EGBU-12 Paveway II και ατρακτίδιο Damocles. H δυνατότητα του μαχητικού (μέσω λειτουργικής διαμόρφωσης του ραντάρ RBE 2AA) να πετά σε πολύ μικρά ύψη, παρακολου΄θωντας αυτόματα τη μορφολογία του εδάφους, καθιστά δύσκολο τον εντοπισμό του από την αεράμυνα του αντιπάλου και την προσβολή του με πυραύλους εδάφους – αέρος μικρής ακτίνας και συστήματα MANPADS. Την ίδια δυνατότητα θα έχουν και τα F-16V που αρχίζουν αυτή την περίοδο να παραδίδονται στις Μοίρες της Πολεμικής Αεροπορίας. Οι βόμβες λέιζερ επομένως παραμένουν ένας εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος, σε συνδυασμό με αυτούς του τύπους μαχητικών.

Δεν πρόκειται για απλή υπόθεση επομένως. Η Πολεμική Αεροπορία έχει τη δυνατότητα μέσω των Rafale F3R και F-16 Viper να επανακτήσει την απόλυτη υπεροχή που απολάμβανε μέσα από σκληρή και ποιοτική εκπαίδευση στη δεκαετία του 2000 και στις αποστολές κρούσης με LGB. Τουλάχιστον μέχρι να αποκτήσει επαρκές απόθεμα τακτικών stand-off αερομεταφερόμενων όπλων.