Οι δεκαετίες είναι κόκκος άμμου στον ιστορικό χρόνο. Ωστόσο μερικές φορές μια αρκεί για να αλλάξει τον ρου της ιστορίας. Η δεκαετία που έχει περάσει στην ευρύτερη γεωπολιτική περιφέρεια της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο είναι μια από αυτές. Το 2007 η Ελλάδα βρισκόταν σε αξιοζήλευτη κατάσταση έναντι των γειτόνων της, ευρισκόμενη στο σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. Η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στηριγμένη στην οικονομική και δημογραφική ορμή της, έμοιαζε στα μάτια των Δυτικών ως πρότυπο μετριοπαθούς ισλαμικής δημοκρατίας που θα μπορούσε να εξαχθεί σε όλη την περιοχή. Η Συρία εξακολουθούσε να είναι ένα κράτος σε μετά-μπααθική μετάβαση, ενώ η Αίγυπτος και η Λιβύη παρέμεναν φέουδα του Χόσνι Μουμπάρακ και του Μουαμάρ Γκαντάφι, αντιστοίχως.
Γράφει ο Βασίλης Νέδος για τη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Το Ισραήλ, παρά τις επιμέρους διακυμάνσεις στην πολιτική του παρέμενε σε εξωτερική εγρήγορση, αλλά διατηρούσε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που το έκαναν να μοιάζει με μια πραγματική δυτική νησίδα σε μια μεσανατολική θάλασσα. Όλα έμοιαζαν περίπου σταθερά. Επιστέγασμα αυτής της κατάστασης ήταν η μειωμένη, αλλά πάντα σταθερά ορατή αμερικανική παρουσία σε μια Μεσόγειο «μονοκαλλιέργεια» της υπερδύναμης.
Το 2017 η Ανατολική Μεσόγειος είναι μια άλλη περιοχή. Η Λιβύη δεν υφίσταται παρά μόνο θεωρητικά. Η Συρία είναι περισσότερο μια γεωγραφική έννοια και λιγότερο κράτος. Η Τουρκία απέχει από τη Δύση περισσότερο από ποτέ. Το Ισραήλ είναι μια χώρα με ολοένα και μεγαλύτερους εσωτερικούς διχασμούς, αλλά και ανοιχτό σε στρατηγικές συνεργασίες με Αραβικές χώρες που λίγα χρόνια νωρίτερα έμοιαζαν ανήκουστες. Η Αίγυπτος κυβερνάται με σιδηρά πυγμή από έναν στρατιωτικό, επιβιώνοντας μόλις και μετά βίας από την Αραβική Άνοιξη και την άνοδο των Αδελφών Μουσουλμάνων στη εξουσία. Η σημασία του εντεινόμενου ανταγωνισμού στην περιοχή προκύπτει ανάγλυφα και από εξοπλιστικό αεροναυτικό σπριντ στο οποίο έχουν αποδυθεί η Τουρκία, η Αίγυπτος και το Ισραήλ, με την Ελλάδα μάλλον να αγκομαχά λόγω της δημοσιονομικής ιδιαιτερότητάς της. Υπάρχουν δύο ακόμη βασικές διαφορές.
Για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία της, η Ρωσία έχει τόσο σταθερή και ουσιαστική στρατιωτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο και έχει ρόλο σε όσα συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή. Επιπλέον, παρόντες, μέσω της «ήπιας οικονομικής ισχύος» στην Μεσόγειο είναι και οι Κινέζοι. Οι Αμερικανοί δεν είναι πλέον μόνοι τους. Οι Ευρωπαίοι αναζητούν έναν τρόπο ενιαίας απάντησης στις προκλήσεις που αναδύονται στην περιοχή, ενώ παραδοσιακές δυνάμεις όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Βρετανία, εμπλέκονται στο παιχνίδι με διάφορους τρόπους. Η Ανατολική Μεσόγειος μετατρέπεται, επίσης, σε ενεργειακό κόμβο εξόρυξης και διακίνησης φυσικού αερίου. Οι συζητήσεις για τον καθορισμό υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών ανάμεσα στα κράτη της περιοχής δεν είναι πια θεωρητικές, αλλά κρύβουν και χειροπιαστά οικονομικά συμφέροντα.
Και η Ελλάδα;
Η Ελλάδα στέκει δημογραφικά γερασμένη και σε οικονομική δυσπραγία, αλλά παρόλα αυτά εξακολουθεί να αποτελεί το μόνο μεσαίου μεγέθους μέλος της ΕΕ στην περιοχή (υπάρχει και η Κύπρος) και το πλέον σταθερό κράτος του ΝΑΤΟ. Το «Μεγάλο Παιχνίδι» της Μεσογείου έχει ήδη αρχίσει και οι ανταγωνισμοί σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο είναι ήδη ισχυροί. Οι δεσμοί της Ελλάδας με τους δύο από τους τρεις βασικούς περιφερειακούς παίκτες, Αίγυπτο και Ισραήλ βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε εξαιρετικό επίπεδο, με την Αθήνα να διατηρεί υψηλότατου επιπέδου στρατιωτική συνεργασία σε θάλασσα και αέρα τόσο με την Ιερουσαλήμ όσο και με το Κάιρο. Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα στα επόμενα δέκα χρόνια, εντοπίζεται στην αύξηση της προβολής ισχύος της Τουρκίας στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Η επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Ελλάδα, του ισχυρότερου ηγέτη που είχε η Τουρκία από την εποχή του Κεμάλ Ατατούρκ στην Αθήνα, αποτελεί μια λεπτή άσκηση ισορροπίας για την Αθήνα. Αυτή αντιμετωπίζεται από την κυβέρνηση ως μια προσπάθεια βελτίωσης της ατμόσφαιρας στο Αιγαίο, ωστόσο ουδείς δεν μπορεί να αρνηθεί το προφανές: Η Τουρκία θα παραμείνει απρόβλεπτη για την Αθήνα, όσο απομακρύνεται από τις δυτικές δομές και το γνώριμο μεταπολεμικό περιβάλλον ασφαλείας.
Από την οπτική γωνία των στενά εθνικών συμφερόντων, η Ανατολική Μεσόγειος είναι για την Ελλάδα εξίσου ζωτικής σημασίας με το Αιγαίο. Πιθανή αποτυχία της χώρας να αποτελέσει αποτελεσματικό και αξιόπιστο πάροχο ασφαλείας στην περιοχή, ισοδυναμεί με αποδυνάμωση της θέσης της Ελλάδας και στο Αιγαίο. Η ασφάλεια σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο είναι δύο έννοιες αλληλένδετες όχι μόνο υπό την παραδοσιακή διάστασή τους, αλλά και ενεργειακά. Η σημασία των κοιτασμάτων φυσικού αερίου πέρα, βεβαίως, από την αμιγώς οικονομική αξία τους, κρύβουν αρκετές γεωπολιτικές προκλήσεις. Η κύρια εντοπίζεται στον τρόπο που θα οριοθετηθούν (εάν και εφόσον χαραχθεί) ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα μεταξύ Ελλάδας, Αιγύπτου, Τουρκίας και, βεβαίως, Κύπρου. Εν ολίγοις η περιοχή από τον 28ο μεσημβρινό, ο οποίος τέμνει τη Ρόδο στη μέση, έως και τον 32ο, στα δυτικά της Κύπρου αποτελεί περιοχή μείζονος στρατηγικής σημασίας για την Ελλάδα. Κάθε άλλη ερμηνεία της κατάστασης στην συγκεκριμένη ζώνη ισοδυναμεί με μεσοπρόθεσμη κάθετη μείωση της γεωπολιτικής σημασίας της Ελλάδας συνολικά.
Σε κάθε περίπτωση, η λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου έχει μετατραπεί σε κόμβο όπου διασταυρώνονται τα συμφέροντα όλων των διεθνών παικτών, κάτι που σημαίνει ότι η περιοχή έχει εισέλθει σε μια μακρά μεταβατική περίοδο που θα κρίνει – μεταξύ άλλων – και τη θέση της Ελλάδας. Το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί μια εισαγωγή σε όσα συμβαίνουν στην περιοχή. Τις επόμενες ημέρες θα ακολουθήσουν και άλλα, από ειδικούς, με σκοπό την ανάδειξη ποικίλων πτυχών όλων όσα συμβαίνουν στην Ανατολική Μεσόγειο, περισσότερο ή λιγότερο εμφανώς. Αποτελεί, επίσης, και το πρώτο κείμενο μιας προσπάθειας που εγκαινιάζει η «Κ» στο ψηφιακό περιβάλλον, με σκοπό την ανάδειξη των ζητημάτων ασφαλείας που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στην περιοχή της αλλά και η Ευρώπη συνολικά, σε μια εποχή κατά την οποία προβλήματα από το παρελθόν διεκδικούν την επιστροφή τους, ενώ νέες προκλήσεις αναδύονται.