Η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική. Και προκύπτει από τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα. Θα δούμε συνολικά τι ισχύει συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν και εξετάζοντας το πώς εξελίχθηκε η Ρωσική Αεροπορία από πλευράς εξοπλισμού τα τελευταία 30 χρόνια. Πρώτα από όλα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ρωσική Αεροπορία εξακολουθεί να βασίζεται στη σχεδιαστική και την επιχειρησιακή φιλοσοφία των μαχητικών που κατασκευάζονταν για τις άλλοτε κραταιές αεροπορικές δυνάμεις της ΕΣΣΔ.
Εξακολουθεί δηλαδή να αξιοποιεί μαχητικά των δεκαετιών του ‘70 και του ‘80, έστω και σε εκσυγχρονισμένες/αναβαθμισμένες μορφές. Η φιλοσοφία σχεδίασης και κατασκευής αυτών των μαχητικών που προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από δύο Γραφεία Σχεδίασης (ΟΚΒ), ήταν τελείως διαφορετικές από αυτές των δυτικών μαχητικών. Επί Σοβιετικής Ένωσης, τα μαχητικά που σχεδιάζονταν για τις Αεροπορικές Δυνάμεις της έπρεπε να είναι απλά στην κατασκευή, αφού προορίζονταν να καλύψουν και τις ανάγκες και των άλλων χωρών – μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Παράλληλα δε και όσων παραδοσιακά εξοπλίζονταν από την ΕΣΣΔ.
Πέρα από την απλότητα της κατασκευής, τα ρωσικής σχεδίασης και κατασκευής μαχητικά δεν διέθεταν συστήματα υψηλής τεχνολογίας και προδιαγραφών – επιδόσεων για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι το κόστος κατασκευής τους έπρεπε να διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα από τη στιγμή που θεωρούνταν δεδομένο ότι δεν θα επιβίωναν σε περίπτωση γενικευμένης σύρραξης για χρονικό διάστημα 24 έως 48 το πολύ ωρών. Ο δεύτερος ήταν ότι για να διατηρούνται ενεργές οι γραμμές παραγωγής συστημάτων και αεροσκαφών για μεγάλα χρονικά διαστήματα και να απασχολούν μεγάλο αριθμό εργαζομένων, αυτά (τα μαχητικά…) θα έπρεπε να μπορούν να αντικατασταθούν χωρίς μεγάλο κόστος.
Οι κινητήρες των ρωσικών μαχητικών επι παραδείγματι, ενώ ήταν αξιόπιστοι και υψηλής απόδοσης, χρειάζονταν να κατεβαίνουν από τα αεροσκάφη με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με τα δυτικά, για λόγους συντήρησης. Το θερμό τμήμα των ρωσικών κινητήρων (hot section) , το τμήμα του στροβίλου δηλαδή (turbine), στα πτερύγια των βαθμίδων του οποίου αναπτύσσονται πολύ υψηλές θερμοκρασίες, δεν ήταν κατασκευασμένο από ειδικά κράματα στρατηγικών μετάλλων (τιτάνιο ως επί τω πλείστον). Κάτι που ίσχυε και ισχύει για τους δυτικούς κινητήρες.
Κατά συνέπεια το τμήμα του στροβίλου “καίγονταν” με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα στους ρωσικούς κινητήρες και χρειάζονταν αντικατάσταση από καινούριο. Άρα ο κινητήρας έπρεπε να κατεβαίνει από το αεροσκάφος πολύ συχνά για την εκτέλεση εργασιών βαριάς συντήρησης. Κάτι που συνεπάγεται μεγάλο κόστος σε αριθμό εργατωρών. Το εργατικό κόστος δεν ήταν παράμετρος που λαμβάνονταν υπόψη στα χρόνια της ΕΣΣΔ. Αντιθέτως ήταν και παραμένει, παράγοντας ιδιαίτερης βαρύτητας στη Δύση.
Ταυτόχρονα, ή ίδια φιλοσοφία ίσχυε και για όλα τα συστήματα αλλά και για τα μαχητικά ώς σκάφη. Για το λόγο αυτό η συνολική ποιότητα κατασκευής τους ήταν υποδεέστερη σε σχέση με την αντίστοιχη των δυτικών μαχητικών. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι παρά την τεράστια εξέλιξη που σημειώθηκε στη Δύση στις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 στον τομέα των ηλεκτρονικών πτήσης και αποστολής (avionics) και των ηλεκτροοπτικών, στην ΕΣΣΔ δεν αποδόθηκε η παραμικρή έμφαση στο κομμάτι αυτό.
Τα MiG-29 και Su-27 συνεπώς, μαχητικά σύγχρονα των F-15, F-16 και F/A-18, παρά το γεγονός ότι ήταν εξαιρετικά ευέλικτα και με πολύ καλές επιδόσεις ταχύτητας, ύψους και βαθμού ανόδου, δεν διέθεταν συστήματα όπως το Fly By Wire, HUD για την απεικόνιση πληροφοριών, χειριστήρια φιλοσοφίας HOTAS (Hands On Throttle And Stick) για βελτίωση της εργονομίας και ακόμη και συστημάτων IFF για σκοπούς αναγνώρισης – ταυτοποίησης. Με άλλα λόγια απείχαν πολύ από τον όρο Pilot Friendly που εκείνη ακριβώς την περίοδο (δεκαετίες ‘70 και ‘80) ήταν από τα βασικά ζητούμενα στο σχεδιασμό των δυτικών μαχητικών.
Σε αυτή τη διαδικασία, το σχεδιασμό δηλαδή με στόχο τη μείωση του φόρτου εργασίας και την αύξηση της επίγνωσης της τακτικής κατάστασης, είχαν δαπανηθεί τεράστια κονδύλια, προκειμένου τα πληρώματα τους να ασχολούνται πολύ λιγότερο με το να τα πετούν με ασφάλεια και πολύ περισσότερο με το να παρακολουθούν τις ενδείξεις των αισθητήρων τους για να εντοπίσουν, να ταυτοποιήσουν και να πλήξουν στόχους στον αέρα, το έδαφος και την επιφάνεια της θάλασσας. Στους θαλάμους διακυβέρνησης των αρχικών εκδόσεων των MiG-29 και των Su-27, η διάταξη των κλασσικών αναλογικών οργάνων ελέγχου πτήσης και των διακοπτών, ήταν απολύτως ίδια με αυτή των μαχητικών των δεκαετιών του ‘50 και του ‘60! Η επίγνωση της τακτικής κατάστασης (SA) κατά συνέπεια, ήταν κάτι που απλά δεν υπήρχε στα ρωσικά μαχητικά που εισήλθαν σε παραγωγή στα χρόνια της δεκαετίας του ‘80.
Οι εξελίξεις μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ
Το πρώτο και σημαντικότερο πράγμα που έγινε στα χρόνια αμέσως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τη διαδοχή από τη Ρωσική Ομοσπονδία, ήταν η απόσυρση εκατοντάδων μαχητικών και βομβαρδιστικών – επιθετικών αεροσκαφών που μέχρι τότε διατηρούνταν σε υπηρεσία και μάλιστα σε μεγάλους αριθμούς. Το σύνολο των εκδόσεων του MiG-21, τα MiG-23/-27, τα MiG-25 όλων των εκδόσεων όπως και τα βομβαρδιστικά Su-20/22. H νέα Ρωσική Αεροπορία (VVS – Voyenno-vozdushnye sily Rossii) είναι τμήμα της Ρωσικής Αεροδιαστημικής Δύναμης από τον Αύγουστο του 2015.
Στη δεκαετία του ‘90 διατήρησε σε υπηρεσία τα νεότερα MiG-29 και Su-27 πλαισιώνοντας τα με τα παλιότερα Su-24 και MiG-31 ενώ σε ρόλο εγγύς υποστήριξης διατήρησε το ελικόπτερο Mi-24 και το Su-25 Frogfoot. Με όσα κονδύλια ήταν δυνατόν να εξασφαλιστούν τότε, συνεχίστηκε η εξέλιξη νέων εκδόσεων των μαχητικών των οικογενειών MiG-29 και Su-27, ενώ παράλληλα ξεκίνησε μια ατέρμονη διαδικασία εκσυγχρονισμού των Su-24 και MiG-31 (παράγωγο του MiG-25). Οργανωτικά η νέα Ρωσική Αεροπορία περιέλαβε τις παλιές αεροπορικές δυνάμεις της ΕΣΣΔ ώς Διοικήσεις πλέον.
Τα μεγέθη συρρικνώθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Οι Αεροπορίες Μεγάλων Αποστάσεων, Στρατιωτικών Μεταφορών και Μετώπου, υποβαθμίστηκαν η κάθε μία σε Διοικήσεις, ενώ οι Δυνάμεις Αεράμυνας παρέμειναν ανεξάρτητες μέχρι και το 1998 που επανεντάχθηκαν στη ρωσική Αεροπορία. Μόνο κατά τη διετία 1997 – 1998, μετά από εντολή του τότε Ρώσου προέδρου Μπόρις Γιελτσιν, η Ρωσική Αεροπορία κατάργησε 580 μονάδες και σχηματισμούς, αναδιοργάνωσε άλλες 134 και ανέθεσε νέα αποστολή σε άλλες 600. Το προσωπικό μειώθηκε κατά 185.000 άνδρες!
Στα χρόνια της πρώτης δεκαετίας του 2000, τα προβλήματα συνέχισαν να υφίστανται, παρά τη βελτίωση των δεικτών της ρωσικής οικονομίας. Κατά το πρώτο ήμισυ της είχε εκτιμηθεί ότι οι ιπτάμενοι της Ρωσικής Αεροπορίας έβαζαν σε ετήσια βάση μόλις το 10% των ωρών πτήσης που πετούσαν τα πληρώματα της USAF! H Αεροπορία Μεγάλων Αποστάσεων, όπως και η Αεροπορία Στρατιωτικών Μεταφορών που είχαν υποβαθμιστεί σε διοικήσεις, επανήλθαν στο πρότερο καθεστώς και υπάχθηκαν απευθείας στο ρωσικό ΓΕΕΘΑ. Την Ανώτατη Διοίκηση, όπως ονομάζεται.
Από το 2007 μάλιστα, η Αεροπορία Μεγάλων Αποστάσεων άρχισε και πάλι τις πτήσεις περιπολίας πάνω από το Βόρειο Πόλο, το Βόρειο Ατλαντικό και τον Ειρηνικό, ενώ στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2010 η ποιότητα της εκπαίδευσης αναβαθμίστηκε σημαντικά καθώς ο αριθμός των ωρών πτήσης των πληρωμάτων αποκαταστάθηκε στα επίπεδα των εποχών της ΕΣΣΔ. Η ανανέωση του στόλου των μαχητικών όμως, παρέμεινε και παραμένει, ζητούμενο.
Αναπροσαρμογή στα νέα δεδομένα
Όπως η Αεροπορία των ΗΠΑ εξακολουθεί να βασίζεται επιχειρησιακά σε μεγάλο βαθμό στα F-15 και F-16, έτσι και η Ρωσική Αεροπορία διατηρεί ώς μαχητικά πρώτης γραμμής τα MiG-29 και κυρίως διαφορετικές εκδόσεις της οικογένειας Su-27. Και τα δύο αυτά μαχητικά συνέχισαν να εξελίσσονται στις τρεις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Η Ρωσική Αεροπορία όμως, σε αντίθεση με την Αεροπορία των ΗΠΑ, δεν κατόρθωσε ποτέ να εκσυγχρονίσει επαρκή αριθμό μαχητικών για λόγους κόστους.
Το κόστος της φιλοσοφίας σχεδίασης και κατασκευής των εποχών της ΕΣΣΔ, απλά δεν μπορούσε πλέον να καλυφθεί πλέον με τα νέα δεδομένα, οικονομικά και επιχειρησιακά, τα οποία είχε ενώπιόν της η Ρωσική Ομοσπονδία. Αρκεί κανείς να σκεφτεί ότι η σχεδίαση του MiG-29 ξεκίνησε πριν από 48 ολόκληρα χρόνια. Το 1974, που ήταν και η χρονιά της πρώτης πτήσης του F-16! H εισαγωγή σε υπηρεσία έγινε οκτώ χρόνια αργότερα, το 1982, με το νέο μαχητικό να διατηρεί όλα τα βασικά χαρακτηριστικά των μαχητικών της σοβιετικής περιόδου.
Το MiG-29 στις αρχικές του εκδόσεις, MiG-29A και το χωρίς ραντάρ διθέσιο εκπαιδευτικό MiG-29UB, μπορούσε να επιχειρεί με ασφάλεια από μικρού μήκους, ακόμα και χωμάτινους διαδρόμους. Ήταν απίστευτα ευέλικτο σε όλο το φάσμα υψών και ταχυτήτων, κάτι που αποκαλύφθηκε δέκα σχεδόν χρόνια αργότερα. Οι Αμερικανοί απέκτησαν 21 τέτοια μαχητικά από τη Μολδαβία στη δεκαετία του 1990 και στις αναφορές τους επεσήμαναν ότι κανένα δυτικό μαχητικό δεν μπορούσε να το ανταγωνιστεί στην εναέρια μάχη από μικρές αποστάσεις. Το ίδιο ακριβώς διαπίστωσαν και δεκάδες ιπτάμενοι άλλων χωρών – μελών του ΝΑΤΟ, όταν πέταξαν με τα MiG-29 της Luftwaffe, μετά την ενοποίηση των δύο Γερμανιών.
Ακριβώς όμως όπως το MiG-21 ήταν μαχητικό αεράμυνας σημείου, με πολύ καλές επιδόσεις μεν αλλά με ένα ανεπαρκές ραντάρ, μικρή ακτίνα και μεταφορική ικανότητα σε όπλα, έτσι και το MiG-29A καθοδηγούνταν εναντίον ιπτάμενων στόχων από σταθμούς ραντάρ στο έδαφος γιατί το ραντάρ του, το Ν019 της Phazotron, είχε ακτίνα εντοπισμού 38 μόλις μιλίων (55 περίπου χιλιόμετρα). Έφερε πυραύλους μικρής ακτίνας R-73 και τους παλιούς μέσης ακτίνας R-27, η εμβέλεια των οποίων ήταν σαφώς μεγαλύτερη από την απόσταση εγκλωβισμού που μπορούσε να επιτύχει το ραντάρ του!
Από πλευράς όπλων αέρος – εδάφους μπορούσε να μεταφέρει συμβατικές βόμβες και καλάθους ρουκετών, μαζί με δύο πυραύλους αέρος – αέρος για αυτοπροστασία, συνολικού βάρους τεσσάρων περίπου τόνων. Ο ηλεκτροοπτικός αισθητήρας (IRST) που έφερε στο επάνω τμήμα του ρύγχους, μπροστά από το αλεξίνεμο, ήταν πολύ πιο αποτελεσματικός σε σχέση με το ραντάρ, καθώς εξασφάλιζε σε συνδυασμό με σκοπευτικό επί κάσκας και τους R-73 γωνίες εγκλωβισμού και προσβολής στόχων μέχρι και 60 μοίρες δεξιά και αριστερά του διαμήκη άξονα του μαχητικού.
Στη δεκαετία του ΄90 έγινε η πρώτη απόπειρα αναβάθμισης του MiG-29 σε πραγματικό μαχητικό πολλαπλών ρόλων. Το MiG-29SMT οι δοκιμές του οποίου τερματίστηκαν το 1998, είχε μεγαλύτερη χωρητικότητα καυσίμου (ακτίνα 1800 χιλιομέτρων έναντι 1500 του – Α), νέο ραντάρ N010 Zhuk – ME, δυνατότητα αξιοποίησης του νέου πυραύλου μεγάλης ακτίνας R-77, θάλαμο διακυβέρνησης εξοπλισμένο με HUD, δύο μεγάλες οθόνες απεικόνισης στοιχείων MFD-10-6, διαστάσεων 8 Χ 6 ιντσών, σύστημα ναυτιλίας INS/GPS, χειριστήρια φιλοσοφίας HOTAS και αναδιπλούμενο σωλήνα ανεφοδιασμού στο ρύγχος.
Ακολούθησε το MiG-29M/M2 το 2005 (είχε ονομαστεί και MiG-33), στο οποίο έγινε επανασχεδίαση ατράκτου και πτέρυγας σε σημαντικό βαθμό, σε συνδυασμό με τη χρήση νέων ελαφρών κραμάτων αλουμινίου – λιθίου, νέες μεγαλύτερες επιφάνειες προέκτασης του χείλους προσβολής της πτέρυγας (LERX) και την περαιτέρω αύξηση της εσωτερικής χωρητικότητας σε καύσιμο. Όπως και το – SMT, το MiG-29M σημείωσε μόνο πωλήσεις σε εξαγωγικούς χρήστες (Αίγυπτος, Αλγερία) και όχι στη Ρωσική Αεροπορία παρά το γεγονός ότι είχε τη δυνατότητα αξιοποίησης κατευθυνόμενων όπλων, ήταν πραγματική πλατφόρμα πολλαπλών ρόλων και η πρώτη έκδοση του Fulcrum (Fulcrum-E) που εξοπλίστηκε με ηλεκτρονικό σύστημα ελέγχου πτήσης (Fly By Wire) και έχει κατασκευαστικό όριο δομικής ζωής 4000 ωρών πτήσης, αντί των μόλις 2000 ωρών των προγενέστερων εκδόσεων.
Από τα 1600 περίπου MiG-29 που κατασκευάστηκαν, περί τα 800 ανήκαν στη Ρωσική Αεροπορία. Σήμερα παραμένουν σε υπηρεσία 250 περίπου, εκ των οποίων μόλις 44 είναι της έκδοσης – SMT και άλλα 10 της έκδοσης – M. Το κόστος του εκσυγχρονισμού των μαχητικών αυτών κρίθηκε ασύμφορο. Όχι μόνο γιατί απαιτούσαν αντικατάσταση του ηλεκτρονικού τους εξοπλισμού, αλλά και γιατί ήταν αναγκαία η δομική αναβάθμιση – ανακατασκευή τους, προκειμένου να επεκταθεί πέραν των 2.000 ωρών πτήσης το όριο ζωής τους.
Η Ρωσική Αεροπορία δαπάνησε 473 εκατομμύρια δολάρια (17 δισεκατομμύρια ρούβλια) για την αγορά 16 καινούριων αεροσκαφών της έκδοσης -SMT το 2014 και η Ινδική Αεροπορία περί τα 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια για τον εκσυγχρονισμό 69 δικών της μαχητικών του τύπου στο ίδιο επίπεδο (ονομάζονται MiG – 29UPG) και την προμήθεια 21 ακόμη μεταχειρισμένων αεροσκαφών από τη Ρωσία, που αναβαθμίζονται σε – SMT από τη ΗΑL. Στο ίδιο δε πακέτο περιλαμβάνονται και προηγμένα κατευθυνόμενα όπλα. Κυρίως πύραυλοι R – 77.
MiG-35. To απόλυτο MiG-29 που και πάλι δεν μπορεί να αποκτήσει η Ρωσική Αεροπορία
Πρόκειται για την έκδοση 4,5 γενιάς του MiG-29, της οποίας η έναρξη ανάπτυξης χρονολογείται από το τέλος της δεκαετίας του 2000. Οι δοκιμές για λογαριασμό της Ρωσικής Αεροπορίας ολοκληρώθηκαν εντός του 2018 και τον Ιούνιο του 2019 παραλήφθηκαν τα δύο πρώτα αεροσκάφη. Η αρχική παραγγελία του ρωσικού ΥΠΑΜ είναι για 24 μονάδες, ενώ άλλες 14 ήταν προγραμματισμένες για το 2020. Στις αναβαθμίσεις που εισάγει το MiG-35 (Fulcrum-F) περιλαμβάνονται εντελώς νέο Fly By Wire, ψηφιακό πιλοτήριο, ολοκληρωμένο πακέτο ηλεκτρονικών αποστολής, και ενσωματωμένα συστήματα παθητικής στοχοποίοησης αέρος (IRST τύπου OLS – K/ – KE) και εδάφους/επιφανείας (OLS – VEM 135M – 1).
Σε ότι αφορά στην απόσταση αποκάλυψης στόχων από το IRST, αυτή αναφέρεται στα 55 χιλιόμετρα, με δυνατότητα εντοπισμού σε γωνίες μέχρι και 90 μοίρες εκατέρωθεν του διαμήκη άξονα του αεροπλάνου. Το ραντάρ του μαχητικού είναι τεχνολογίας AESA (Zhuk – A/AE) της Phazotron. Άλλη σημαντική νέα δυνατότητα είναι το πρόσθετο οπλικό φορτίο (μέχρι 6,5 τόνους) που μπορεί να αναρτηθεί στους εννέα πλέον και όχι εφτά εξωτερικούς σταθμούς. Στα όπλα που μπορεί να αξιοποιήσει η νέα έκδοση περιλαμβάνονται οι αέρος – αέρος R-77 (κατά NATO, AA-12 Adder) και R-73 (AA-11 Archer), οι πύραυλοι αέρος – εδάφους/επιφανείας Kh-31P, Kh-31PK (AS-17 Krypton), Kh-35E, Kh-35UE (AS-20 Kayak) and Kh-38MLE, καθοδηγούμενες βόμβες KAB-500Kr (OD), S-8, S-13, S-24, S-25L και S-250.
Ενώ τόσο τα βομβαρδιστικά Su-24, όσο και τα MiG-31 έχουν υποστεί εκσυγχρονισμούς συστημάτων αποστολής και αναβαθμίσεις, σε καθαρά τακτικό επίπεδο η Ρωσική Αεροπορία δεν έχει επ ουδενί τις δυνατότητες της Αμερικανικής. Συνολικά δε, υστερεί δραματικά και σε αριθμούς και σε ικανότητες αεροσκαφών και συστημάτων, έναντι των αεροπορικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ. Το MiG – 29 που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί όπως το F-16 σε μεγάλους αριθμούς για την κάλυψη πλειάδας επιχειρησιακών αναγκών με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, αποδείχθηκε όπως θα δούμε στο δεύτερο μέρος αυτού του αφιερώματος περισσότερο δαπανηρό από το σημαντικά μεγαλύτερο Su-27!
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ρωσία στράφηκε στην ανάπτυξη του μονοκινητήριου Su-75 Checkmate, παρά το γεγονός ότι η ίδια διαδικασία δεν έχει ακόμα τερματιστεί για το δικινητήριο Su-57, ενώ εδώ και πολλά χρόνια έχει αποδοθεί έμφαση στην αναβάθμιση των αεροσκαφών της οικογένειας Su-27 λόγω της μεγαλύτερης ακτίνας τους, της σημαντικά καλύτερης ποιότητας κατασκευής τους και της μεγαλύτερης μεταφορικής ικανότητας σε καύσιμο και όπλα.