Όπως αναφέραμε στο πρώτο μέρος του αφιερώματος μας για πλοία με μικρό εκτόπισμα, αλλά με μεγάλη ισχύ πυρός, στο δεύτερο μέρος θα παρουσιαστούν τα πλοία κλάσης «Skjold» (Νορβηγία), «Visby» και «Visby Generation-2» (Σουηδία) και «Hamina» (Φινλανδία). Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος παρουσιάστηκαν τα πλοία κλάσης «Tuo Chiang» της Ταιβάν. Τα τελευταία χρόνια, αλλά ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα του 2014 και την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, τα σκανδιναβικά κράτη έχουν αναθεωρήσει την αμυντική τους τακτική. Μια παράμετρος αυτής της αναθεώρησης είναι και η ναυτική ισχύ και ο έλεγχος της Βαλτικής, του Βοθνιακού Κόλπου, της Βόρειας και της Νορβηγικής Θάλασσας.
Η αναζωπύρωση της έντασης μεταξύ της Ρωσίας και του NATO έχει αυξήσει τη στρατηγική αξία των θαλασσών αυτών, ιδιαίτερα της Βαλτικής, αν και Σουηδία και Φινλανδία δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ (η Νορβηγία είναι). Σε κάθε περίπτωση η Βαλτική Θάλασσα είναι εκ των πραγμάτων περιοχή έντονου ενδιαφέροντος και για τις τρείς (3) σκανδιναβικές χώρες, ιδιαίτερα όσο η Ρωσία παραμένει απρόβλεπτη. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μετά το 2014 οι ΗΠΑ, σε συνεργασία με τις σκανδιναβικές χώρες, έχει πολλαπλασιάσει τις ασκήσεις στην περιοχή. Τα ναυτικά των χωρών αυτών έχουν μια δύσκολη αποστολή: Να προστατεύσουν μια εκτεταμένη ακτογραμμή, να εξουδετερώσουν τα ρωσικά υποβρύχια και να προβάλλουν την αποτρεπτική τους ισχύ στην περιοχή.
Ξεκινώντας από τη Σουηδία, η χώρα έχει ανακοινώσει την αναβάθμιση των κορβετών κλάσης «Visby», ώστε να παραμείνουν ικανές ως το 2040, και την ανάπτυξη των «Visby Generation-2», εξέλιξη των «Visby», με βελτιώσεις στον οπλισμό, τους αισθητήρες και τα συστήματα των πλοίων. Για τα χαρακτηριστικά και τις επιδόσεις των «Visby Generation-2» δεν γνωρίζουμε πολλά, καθώς τα πλοία βρίσκονται σε φάση αρχικής σχεδίασης. Οι πέντε (5) «Visby» εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 2002 (ένα πλοίο), το 2009 (δύο πλοία) και το 2015 (δύο πλοία). Τα πλοία είναι κατασκευασμένα από συνθετικά υλικά, κάτι που τα καθιστά ιδιαίτερα ελαφρά (το εκτόπισμα τους είναι 640 τόνοι), ενώ οι γραμμές των πλοίων είναι σχεδιασμένες για να μειώνουν το συνολικό ίχνος.
Έμφαση έχει δοθεί και στη θερμομόνωση των πλοίων για τη μείωση του υπέρυθρου ίχνους και την αύξηση της πιθανότητας επιβίωσης σε περίπτωση πυρκαγιάς. Τα πλοία διαθέτουν ελικοδρόμιο, αλλά όχι υπόστεγο καθώς κρίθηκε ότι θα επιβαρύνει το ίχνος του πλοίου. Έχουν μήκος 72,7 μέτρα, πλάτος 10,4 μέτρα και βύθισμα 2,4 μέτρα. Ενσωματώνει σύστημα πρόωσης CODOG (Combined Diesel or Gas) με δύο (2) πετρελαιοκινητήρες MTU Friedrichshafen 16 V 2000 N90 συνολικής ισχύος 3.487 ίππων, δύο (2) υδροπροωθητές (Water Jet) 125SII Kamewa και τέσσερις (4) αεροστροβίλους Vericor TF50A συνολικής ισχύος 21.456 ίππων. Επιτυγχάνουν μέγιστη ταχύτητα 35 κόμβους (65 χιλιόμετρα την ώρα) και μέγιστη εμβέλεια 2.500 ναυτικά μίλια (4.630 χιλιόμετρα) με ταχύτητα πλεύσης 15 κόμβους (28 χιλιόμετρα την ώρα). Οι απαιτήσεις επάνδρωσης είναι 43 άτομα.
Το σύστημα διαχείρισης μάχης του πλοίου είναι το 9LV της Saab, ενώ ενσωματώνει ραντάρ επιτήρησης Sea Giraffe AMB, τεχνολογίας AESA (Active Electronically Scanned Array), ραντάρ ελέγχου πυρός Ceros-200, ολοκληρωμένο σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου CS-3701, σόναρ τρόπιδας και συρόμενο. Ως σύστημα αυτοπροστασίας έχει επιλεγεί το MASS (Multi Ammunition Soft-Kill System) της Rheinmetall. Ο οπλισμός του αποτελείται από ένα (1) κύριο πυροβόλο Bofors Mk.3 των 57 χιλιοστών, οκτώ (8) βλήματα κατά πλοίων RBS-15 Mk.2, τέσσερις (4) τορπιλοσωλήνες διαμετρήματος 400 χιλιοστών, νάρκες και βόμβες βυθού. Τα πλοία μπορούν επίσης να εφοδιασμούς με δύο (2) εξαπλούς εκτοξευτές ανθυποβρυχιακών ρουκετών ALECTO των 127 χιλιοστών και 12 αντιαεροπορικά βλήματα Umkhonto (υπάρχει η υποδομή, αλλά η Σουηδία επέλεξε να μην τα εγκαταστήσει).
Τα τέσσερα (4) πλοία κλάσης «Hamina» της Φινλανδίας εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1998 («Hamina»), το 2003 («Tornio»), το 2005 («Hanko») και το 2006 («Pori»), ως Ταχέα Σκάφη Κατευθυνόμενων Βλημάτων. Εκτός της μαχητικής τους ικανότητας, τα «Hamina» ενσωματώνουν και ολοκληρωμένο σύστημα ηλεκτρονικής επιτήρησης για τη συλλογή και παραγωγή πληροφοριών, οι οποίες διαβιβάζονται και/ή μοιράζονται με άλλα φίλια μέσα και/ή ανώτερα διοικητικά κλιμάκια (επίγνωση της κατάσταση). Τον Μάρτιο του 2014 ανακοινώθηκε ότι τα πλοία θα αναβαθμιστούν, στο πλαίσιο προγράμματος αναβάθμισης μέσης ζωής. Η αναβάθμιση των πλοίων ξεκίνησε το 2018 και αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2022. Τα αναβαθμισμένα «Hamina» θα παραμείνουν σε υπηρεσία μέχρι το 2035-2040.
Τα πλοία είναι κατασκευασμένα από κράμα αλουμινίου, ενώ η υπερκατασκευή από ενισχυμένες, συνθετικές ίνες άνθρακα (ανθρακόνημα). Η σχεδίαση και τα υλικά επιλέχθηκαν για να μειώσουν το μαγνητικό και θερμικό ίχνος των πλοίων. Τα μεταλλικά μέρη έχουν όλα καλυφθεί με υλικό απορρόφησης δέσμης ραντάρ, ενώ τα συνθετικά υλικά επιλέχθηκαν με γνώμονα τις ίδια ιδιότητα απορρόφησης. Για παράδειγμα, τα ανθρακονήματα έχουν την ιδιότητα να εμποδίζουν τα ραδιοκύματα, κάτι που ενισχύει την προστασία των πλοίων από απειλές ηλεκτρομαγνητικών παλμών. Επίσης, εμποδίζουν τη διάχυση στο περιβάλλον, τον όποιων σημάτων ραδιοσυχνοτήτων παράγουν τα ίδια τα πλοία. Ομοίως, η χρήση χαλύβδινων μερών έχει μειωθεί στο ελάχιστο, έτσι ώστε να μειωθεί στο ελάχιστο το μαγνητικό ίχνος των πλοίων. Το παραγόμενο μαγνητικό ίχνος ελαχιστοποιείται ακόμα περισσότερο, μέσω της χρήσης ηλεκτρομαγνητών.
Τα αέρια των κινητήρων κατευθύνονται κάτω από την επιφάνεια του νερού όπου και ψύχονται έτσι ώστε να μειωθεί το θερμικό ίχνος των πλοίων. Εναλλακτικά, μπορεί να διοχετευτούν στον αέρα για να μειωθεί το παραγόμενο ηχητικό ίχνος των πλοίων, το οποίο μπορεί να εντοπιστεί από εχθρικό υποβρύχιο. Το σκάφος διαθέτει και 50 ακροφύσια/σωλήνες ελεγχόμενης κατεύθυνσης για τη χρήση θαλασσινού νερού ως μέσο ψύξης του πλοίου ή ως μέσο καθαρισμού του πλοίου, γενικού ή από χημικές ή ραδιολογικές ουσίες. Αποτέλεσμα της πολύ προσεκτικής σχεδίασης, με έμφαση στη λεπτομέρεια, τα «Hamina» έχουν πολύ μικρό εκτόπισμα (μόλις 250 τόνους) και είναι ιδιαίτερα ευέλικτα στη θάλασσα. Οι διαστάσεις τους είναι (μήκος x πλάτος x βύθισμα) 51 μέτρα x 8,5 μέτρα x 1,7 μέτρα.
Για την κίνηση τους ενσωματώνουν δύο (2) πετρελαιοκινητήρες MTU 16V 538 TB93 και δύο (2) υδροπροωθητές Rolls Royce Kamewa 90SII. Η χρήση των υδροπροωθητών, αντί των συμβατικών προπελών, επιλέχθηκε έτσι ώστε τα πλοία να μπορούν να επιχειρούν σε πολύ ρηχά νερά, να επιβραδύνουν και να επιταχύνουν άμεσα και να εκτελούν βίαιους ελιγμούς. Η μέγιστη ταχύτητα τους είναι πάνω από 30 κόμβοι (56 χιλιόμετρα την ώρα), ενώ η εμβέλεια τους, με ταχύτητα 30 κόμβους, είναι περί τα 500 ναυτικά μίλια (926 χιλιόμετρα). Απαιτούν πλήρωμα 26 ατόμων. Η προστασία των πλοίων βασίζεται στο σύστημα MASS και στο καπνογόνο σύστημα Lacroix. Το σύστημα Ηλεκτρονικών Μέσων Υποστήριξης βασίζεται στο δέκτη προειδοποίησης ραντάρ Matilda της Thales.
Ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός των πλοίων (μετά την αναβάθμιση), αποτελείται από αναβαθμισμένο ραντάρ ελέγχου πυρός Ceros-200 της Saab, μέγιστης εμβέλειας 100 χιλιομέτρων και ικανότητα εμπλοκής τουλάχιστον δύο (2) εναέριων στόχων ταυτόχρονα, το τακτικό σύστημα διαχείρισης μάχης 9LV της Saab (αντί του αρχικού Atlas ANCS-2000), ραντάρ πλοήγησης της Consilium Selesmar, αναβαθμισμένο ραντάρ πολλαπλού ρόλου TRS-3D/16-ES μέγιστης εμβέλειας 200 χιλιομέτρων, συρόμενο σόναρ ST-2400 της Kongsberg και σύστημα αναγνώρισης φίλου ή εχθρού (IFF) MSSR-2000I. Το λογισμικό που χρησιμοποιούν τα πλοία είναι αναπτυγμένο με κοινές εμπορικές προδιαγραφές και λειτουργεί σε περιβάλλον Linux. Είναι εύκολο στην συντήρηση και υποστήριξη, καθώς και σε μελλοντική αναβάθμιση.
Ο οπλισμός των πλοίων (μετά την αναβάθμιση), αποτελείται από ένα (1) πυροβόλο Bofors 40 Mk.4 των 40 χιλιοστών, με κάνη μήκους 70 διαμετρημάτων (στην αρχική τους διαμόρφωση τα πλοία ενσωμάτωναν τα πυροβόλα Bofors 57 Mk.3 των 57 χιλιοστών). Το Bofors 40 Mk.4 έχει μέγιστο ρυθμό βολής 300 φυσίγγια το λεπτό και μέγιστο βεληνεκές 12,5 χιλιόμετρα. Συνοδεύεται από το πυρομαχικό 3P πολλαπλού ρόλου με δυνατότητα πυροδότησης στον αέρα (Air Burst) για την προσβολή και στόχων υπό κάλυψη. Επίσης, ενσωματώνει έναν (1) τηλεχειριζόμενο πύργο Trackfire της Saab με πολυβόλο των 12,7 χιλιοστών (στην αρχική τους διαμόρφωση τα πλοία ενσωμάτωναν δύο πολυβόλα των 12,7 χιλιοστών σε συμβατικό έστορα). Τα πλοία διατηρούν και την ικανότητα (ράγα) ανάπτυξης θαλάσσιων ναρκών και βομβών βυθού.
Στο πλαίσιο της αναβάθμισης και της ενίσχυσης των ανθυποβρυχιακών ικανοτήτων τους, τα «Hamina» πλέον ενσωματώνουν και τορπίλες και συγκεκριμένα τις ηλεκτροκίνητες τορπίλες ενσύρματης ακουστικής καθοδήγησης Torped-45 της Saab διαμετρήματος 400 χιλιοστών (η ικανότητα αυτή δεν υπήρχε στην αρχική σχεδίαση). Οι Torped-45 θα αντικατασταθούν, από τα μέσα της δεκαετίας του 2020, με τις νέες, υπό ανάπτυξη, τορπίλες Torped-47, επίσης των 400 χιλιοστών. Πρόκειται για τορπίλη ηλεκτρικής πρόωσης, ενσύρματης καθοδήγησης με προηγμένο σύστημα ανίχνευσης και πλοήγησης, με μέγιστη εμβέλεια 50+ χιλιόμετρα ή 20+ χιλιόμετρα με μέγιστη ταχύτητα πλεύσης τους 40+ κόμβους (74 χιλιόμετρα την ώρα). Το μέγιστος βάθος εμπλοκής αναμένεται να είναι άνω των 300 μέτρων.
Το κύριο όπλο κατά πλοίων επιφανείας είναι τα τέσσερα (4) βλήματα Gabriel V της ισραηλινής ΙΑΙ (Israel Aerospace Industries). Τα Gabriel V ενσωματώνουν προηγμένο, ενεργό ερευνητή για χρήση σε παράκτιο περιβάλλον. Η μέγιστη εμβέλεια του είναι άνω των 200 χιλιομέτρων, αλλά μικρότερη των 400 χιλιομέτρων. Στην αρχική διαμόρφωση τους τα πλοία ενσωμάτωναν τα σουηδικά βλήματα RBS-15 Mk.2 (RBS-15SF) μέγιστου βεληνεκούς 100 χιλιομέτρων. Η αντιαεροπορική άμυνα των «Hamina» βασίζεται σε οκταπλό εκτοξευτή αντιαεροπορικών πυραύλων μικρού βεληνεκούς Umkhonto, της έκδοσης Umkhonto-IR Block.2. Το βλήμα ενσωματώνει προηγμένο υπέρυθρο ερευνητή και επιτυγχάνει μέγιστη εμβέλεια της τάξεως των 20 χιλιομέτρων, σε μέγιστο υψόμετρο 8 χιλιομέτρων.
Τα έξι (6) πλοία κλάσης «Skjold» είναι νορβηγικής σχεδίασης και ναυπήγησης και εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1999 (P-960 «Skjold»), το 2010 (P-961 «Storm» και P-962 «Skudd»), το 2011 (P-963 «Steil») και το 2012 (P-964 «Glimt» και P-965 «Gnist») ως παράκτιες κορβέτες. Τα χαρακτηριστικά τους είναι το μικρό βάρος, η μεγάλη ταχύτητα και τα χαρακτηριστικά απόκρυψης ίχνους που ενσωματώνουν. Τα πλοία αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος «Project SMP 6081». Το πρωτότυπο πλοίο (P-960 «Skjold») εγκρίθηκε για παραγωγή το 1996. Η έγκριση ναυπήγησης πέντε ακόμα πλοίων, ελαφρώς βελτιωμένων σε σχέση με το πρωτότυπο, αποφασίστηκε το 2002 και η ναυπήγηση του δεύτερου πλοίου ξεκίνησε το 2005. To υλικό κατασκευής τους είναι ένας συνδυασμός ανθρακονημάτων και υαλονημάτων.
Η πλευστότητα των πλοίων ενισχύεται από τη σχεδίαση τύπου Catamaran, η οποία μειώνει το βαθμό βιαιότητας με τον οποία τα κύματα έρχονται σε επαφή με το σκάφος, ιδιαίτερα σε υψηλές ταχύτητας. Η χρήση ανθρακονημάτων και υαλονημάτων δεν είχε μόνο ως αποτέλεσμα τη μείωση του ίχνους των πλοίων, αλλά και τον περιορισμό του βάρους. Επίσης, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη μείωση των δοκιμών και εξωτερικών προεκτάσεων και στις γωνίες της κατασκευής, οι οποίες δεν είναι κάθετες, αλλά με κλίση. Οι θύρες, οι θυρίδες και τα παράθυρα βρίσκονται σε συμμετρία με την κατασκευή και δεν δημιουργούν προεξοχές ή εσοχές. Η Νορβηγία έχει αποφασίσει να αναβαθμίσει τα πλοία, μέχρι το 2025, έτσι ώστε να παραμείνουν ικανά μέχρι το 2040, οπότε και θα αντικατασταθούν.
Οι διαστάσεις των πλοίων είναι (μήκος x πλάτος x βύθισμα) 47,5 μέτρα x 13,5 μέτρα x 1 μέτρο, ενώ το εκτόπισμα 274 τόνοι. Ενσωματώνουν δύο (2) αεροστρόβιλους ST-18M της Pratt & Whitney, μέγιστης ισχύος 2.682 ίππων, και δύο (2) αεροστρόβιλους ST-40M της Pratt & Whitney, μέγιστης ισχύος 5.364 ίππων έκαστος. Οι ST-18M χρησιμοποιούνται για ταχύτητες πλεύσης, ενώ οι κινητήρες ST-40M για μεγάλες ταχύτητες. Επίσης, ενσωματώνουν και δύο υδροπροωθητές 80S2 Kamewa. Η μέγιστη ταχύτητα που επιτυγχάνουν, σε θαλάσσης χωρίς κυματισμό, είναι 60 κόμβοι (111 χιλιόμετρα την ώρα). Σε κατάσταση θαλάσσης 5 η μέγιστη ταχύτητα είναι 25+ κόμβοι (46 χιλιόμετρα την ώρα), ενώ σε κατάσταση θαλάσσης 3 είναι 45 κόμβοι (83 χιλιόμετρα την ώρα). Με ταχύτητα πλεύσης 40 κόμβους (74 χιλιόμετρα την ώρα) η εμβέλεια είναι της τάξεως των 800 ναυτικών μιλίων (1.482 χιλιόμετρα). Οι απαιτήσεις επάνδρωσης είναι μόλις 16 άτομα.
Ο ηλεκτρονικός εξοπλισμών των πλοίων αποτελείται από ραντάρ έρευνας αέρος και επιφανείας MRR-3D-NG της Thales, ραντάρ ελέγχου πυρός Ceros-200, ολοκληρωμένο σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου CS-3701 και ηλεκτροπτικό αισθητήρα Vigy-20. Το σύστημα διαχείρισης μάχης που έχει επιλεγεί είναι το SENIT-2000. Η αυτοπροστασία των «Skjold» βασίζεται στο σύστημα MASS. Ο οπλισμός τους αποτελείται από έναν οκταπλό εκτοξευτή βλημάτων κατά πλοίων NSM (Naval Strike Missile) μέγιστου βεληνεκούς 185 χιλιομέτρων (με ικανότητα προσβολής και χερσαίων στόχων), ο οποίος είναι ενσωματωμένος σε εσωτερική θέση. Επίσης ενσωματώνει ένα (1) κύριο πυροβόλο OTO Breda Super Rapid των 76 χιλιοστών της Leonardo, με μέγιστο βεληνεκές ανάλογο των πυρομαχικών και δύο (2) πολυβόλα M-2HB Browning των 12,7 χιλιοστών σε τηλεχειριζόμενους πύργους Sea Protector. Η αντιαεροπορική άμυνα των πλοίων βασίζεται σε βλήματα Mistral μέγιστου βεληνεκούς έξι (6) χιλιομέτρων.
Το πρώτο μέρος του αφιερώματος, για την περίπτωση της Ταιβάν, μπορείτε να διαβάσετε στο παρακάτω άρθρο: