Στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης για τα εξοπλιστικά προγράμματα του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ) πάντα τίθεται το ζήτημα της ναυπήγησης των νέων πλοίων στα Ναυπηγεία είτε αυτά είναι της Ελευσίνας είτε του Σκαραμαγκά (εφεξής θα τα αποκαλούμε ελληνικά ναυπηγεία). Τα τελευταία χρόνια, αμφότερα τα δύο κύρια ελληνικά ναυπηγεία έχουν περιέλθει σε πλήρες τέλμα. Ο λόγος απλούστατος. Η αποκλειστική προσήλωση των δύο κύριων ελληνικών ναυπηγείων σε προγράμματα του ΠΝ τα οποία δεν υπήρχαν σε συνδυασμό με τον διαχρονικό και διακομματικό κρατισμό και τις συντεχνιακές αντιλήψεις. Συνεπώς, αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι πως τα ναυπηγεία δεν διασώζονται και δεν εξασφαλίζονται μακροπρόθεσμα από προγράμματα του ΠΝ.
Σήμερα, με πρόσχημα την ναυπήγηση της οποιασδήποτε σχεδίασης στα ελληνικά ναυπηγεία η ελληνική κυβέρνηση δεν δρα με γνώμονα το όφελος των ναυπηγείων σε μακροχρόνιο ορίζοντα αλλά πρόσκαιρα και επιφανειακά. Συμβαίνει δε το εξής παράδοξο: έχοντας ως αυτοσκοπό τη διάσωση των ναυπηγείων παραμελούνται οι επιχειρησιακές απαιτήσεις του χρήστη, δηλαδή του ΠΝ.
Κατά συνέπεια, βασικό κριτήριο για την επιλογή της νέας σχεδίασης να αποτελεί η ανάληψη του έργου από τα ελληνικά ναυπηγεία και όχι εάν αυτή η σχεδίαση καλύπτει τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του ΠΝ. Ως εκ τούτων, η ελληνική κυβέρνηση τάζει στον εκάστοτε υποψήφιο επενδυτή ένα ναυπηγικό πρόγραμμα αγνοώντας τις απαιτήσεις του ΠΝ απλά και μόνον για να δώσει εργασία στα ναυπηγεία. Φυσικά, όπως έχει αποδειχθεί περίτρανα από το παρελθόν το οποιοδήποτε ναυπηγικό πρόγραμμα κάποια στιγμή ολοκληρώνεται και μετά τα ναυπηγεία μένουν από δουλειά γιατί ο εκάστοτε ιδιώτης είναι προσδεμένος στα εξοπλιστικά προγράμματα από το ΠΝ, δηλαδή το ελληνικό κράτος.
Στην ουσία πρόκειται για δημόσια επένδυση με τον ιδιώτη να αναλαμβάνει ρόλο διαχείρισης δίχως ο ιδιώτης να προβαίνει σε δικές του επενδύσεις και ανάληψη επιχειρηματικού μοντέλου για τα ναυπηγεία με κεντρικό άξονα την εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητα.
Ανάγκη για ένα ρεαλιστικό επιχειρηματικό σχεδιασμό
Τι είναι όμως αυτό που λείπει από τα ελληνικά ναυπηγεία. Το βασικότερο πρόβλημα των ναυπηγείων είναι το μοντέλο λειτουργίας τους, το οποίο όπως προαναφέραμε βασίζεται στα προγράμματα, άρα στην οικονομική πριμοδότηση από το ίδιο το ελληνικό κράτος. Το πρώτο βήμα πρέπει να είναι η εύρεση λύσης στα πρόστιμα που έχει επιβάλει η Κομισιόν στη χώρα μας για παράνομες κρατικές επιχορηγήσεις στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά (ΕΝΑΕ). Εάν αρθεί αυτός ο περιορισμός τουλάχιστον θα υπάρξει η πρώτη δίοδος για εργασίες από τον εφοπλιστικό κόσμο.
Το δεύτερο βήμα είναι ένα υγιές μακροχρόνιο επιχειρηματικό μοντέλο λειτουργίας τόσο για τον Σκαραμαγκά όσο και για την Ελευσίνα που θα βασίζεται ως επί το πλείστον στις εργασίες προερχόμενες από ιδιώτες και όχι από το κράτος. Το ζητούμενο είναι τα ναυπηγεία να είναι ανταγωνιστικά. Συνεπώς, βασική απαίτηση είναι η ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που μπορεί να προσφέρει η ελληνική ναυπηγική βιομηχανία απέναντι στον κυρίαρχο ανταγωνισμό που πρεσβεύουν τα ασιατικά ναυπηγεία ειδικά στη ποντοπόρο ναυτιλία.
Να σημειωθεί ότι υπάρχουν ευκαιρίες στις οποίες κατά το παρελθόν τα ελληνικά ναυπηγεία είχαν αξιόλογο ρόλο όπως στη ναυπήγηση πλοίων για την ελληνική ή διεθνή ακτοπλοΐα, ναυπήγηση μεγάλων yachts καθώς και άλλων επιμέρους ναυπηγήσεων όπως μπορεί να δημιουργεί συγκριτικό ελληνικό πλεονέκτημα και να διεκδικηθούν προγράμματα. Ασφαλώς, απαιτείται αγαστή συνεργασία με τον ελληνικό εφοπλιστικό κόσμο.
Είναι επίσης αναγκαίο να εξεταστεί εάν η χώρα αντέχει δύο μεγάλα ναυπηγεία (Σκαραμαγκάς και Ελευσίνα) και επιμέρους μικρότερα (Σύρος).
Ο λόγος που αποφασίσαμε να τοποθετηθούμε επί αυτού του θέματος, είναι το επιχείρημα «οι Αμερικανοί ναυπηγούν τα MMSC στην Ελλάδα, άρα διασώζονται τα ναυπηγεία». Αντίστοιχα και οι Γάλλοι δύναται να το πράξουν στον Σκαραμαγκά. Όμως και στις δύο περιπτώσεις ο παρονομαστής είναι κοινός: βραχύβιος ορίζοντας ζωής για τα ναυπηγεία δεδομένου ότι προσανατολίζουμε τα ναυπηγεία μας στις εργασίες για το ΠΝ και όχι στις εργασίες από τον ιδιωτικό τομέα.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων δεν υποστηρίζουμε την άποψη πως τα οποιαδήποτε νέα πλοία του ΠΝ δεν πρέπει να ναυπηγηθούν στη χώρα μας αλλά αυτό δεν πρέπει να αποτελεί τον κυρίαρχο επιχειρηματικό προσανατολισμό των ναυπηγείων. Ο βασικός προσανατολισμός οφείλει να είναι ένα υγιές επιχειρηματικό μοντέλο που δεν θα βασίζεται στα προγράμματα του ΠΝ.
Τα ναυπηγεία είτε του Σκαμαμαγκά είτε της Ελευσίνας υπάρχουν για να εξυπηρετούν τις ανάγκες του ΠΝ και να το υποστηρίζουν απρόσκοπτα στο επιχειρησιακό του έργο. Όχι για να ασκούν πιέσεις οι όποιοι επενδυτές στο ελληνικό δημόσιο να επιλεγεί μια σχεδίαση πλοίου απλά και μόνον για να δοθεί έργο στα ναυπηγεία και η κυβέρνηση να πανηγυρίζει για τη διάσωση των ναυπηγείων πληρώντας ο Έλληνας φορολογούμενος την ιδιωτική επένδυση με τις εγγυήσεις προγραμμάτων του ΠΝ αφού ο ίδιος δεν φροντίζει να διασφαλίσει τα ναυπηγεία με δικό του ρίσκο και δικό του επιχειρηματικό πλάνο.
Ρεαλιστικά μιλώντας τα ναυπηγεία οφείλουν να στραφούν στις σχεδιάσεις μικρών πλοίων όπως παράκτιων περιπολικών, περιπολικών ανοικτής θάλασσας ή πυραυλακάτων, σχεδιάσεις για τις οποίες δεν απαιτείται τεράστιος όγκος ναυπηγών μηχανικών και μπορούν να αποτελέσουν υγιή βάση επανέναρξης όχι μόνον για το ΠΝ αλλά και για το Λιμενικό Σώμα.
Ανακεφαλαιώνοντας, αυτοσκοπός πρέπει να είναι η επιλογή μιας σχεδίασης πλοίου που θα καλύπτει τις πάγιες και διαρκείς επιχειρησιακές απαιτήσεις και ανάγκες του ΠΝ και όχι η επιλογή ενός πλοίου επειδή προσφέρεται η ναυπήγηση του στην Ελλάδα. Λανθασμένα λοιπόν ταυτίζεται η ναυπήγηση των πλοίων στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τον εκσυγχρονισμό των ΜΕΚΟ 200 ΗΝ ως πακέτο για την εξεύρεση λύσης για τα ναυπηγεία. Μια τέτοια «λύση» δεν είναι βιώσιμη. Υπονομεύει τα ίδια τα ναυπηγεία γιατί η εργασία που τους δίνεται είναι πρόσκαιρη.
Μολονότι, στο παρελθόν η διακομματική πολιτική ήταν τα ναυπηγεία να ζουν με δουλειές από το ΠΝ και παρότι αυτό δοκιμάστηκε και απέτυχε, εντούτοις η ίδια τακτική εξακολουθεί να υφίσταται με θύμα το ΠΝ.