Οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά είναι πλέον δραματικές, μετά την συμφωνία της Τουρκίας με την περιορισμένου κύρους κυβέρνηση της Λιβύης. Είναι δραματικές, ανεξαρτήτως του ότι αυτή η συμφωνία είναι προδήλως ανυπόστατη και παραβιάζει όλες τις στοιχειωδώς επικρατούσες αρχές του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας, (ήτοι ότι τα κατοικημένα νησιά έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ). Αυτή η συμφωνία διαλύει και την τελευταία ψευδαίσθηση περί ειρηνικής λύσεως των προβλημάτων, που δημιουργούν οι επεκτατικές αναθεωρητικές επιδιώξεις της Τουρκίας. Κάτι που, ακόμα και σήμερα, προτάσσει το τρομώδες και φοβικό πολιτικό προσωπικό εξουσίας.
Γράφει ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΣΙΜΟΣ για το SL PRESS
Μετά την κατοχή μεγάλου τμήματος της Μεγαλονήσου και την παραβίαση της ΑΟΖ της, ο τουρκικός επεκτατισμός προσβλέπει στο επόμενο σημείο προσβολής. Είναι η περιοχή νότια της Κρήτης, ως υποτιθέμενη ζώνη της συμφωνίας Τουρκίας-Λιβύης. Η εφαρμογή του σχεδίου της «Γαλάζιας Πατρίδας», που αποτελεί απροκάλυπτη προσβολή των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, προωθείται συστηματικά από το τουρκικό κατεστημένο.
Στηρίζεται στις παραλείψεις της Ελλάδος, στην αξιοποίηση της παγκόσμιας γεωπολιτικής ρευστότητας, σε συνδυασμό με την προηγούμενη συστηματική ναυπήγηση ενός ισχυρού πολεμικού στόλου. Οι εξελίξεις αυτές, όπως ήταν αναμενόμενο, δημιούργησαν θόρυβο και πανικό στην Αθήνα, εξού και η πρόσφατη διπλωματική δραστηριότητα ως προς την τουρκικό-λιβυκή συμφωνία. Παρόλα αυτά όμως, δεν έχουν δημιουργηθεί οι αναγκαίες συνθήκες για αλλαγή της πολιτικής έναντι του τουρκικού κινδύνου.
Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτού αποτελεί η ψήφιση του προϋπολογισμού, στον οποίον προβλέπονται μειωμένες αμυντικές δαπάνες, ακόμα και εν σχέσει με το 2018. Την στιγμή που είναι πασιφανές, ότι υφίσταται αναγκαιότητα για γενναία αύξηση τους, όπως και η άμεση ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων, ως μοναδικό αποτρεπτικό παράγοντα απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα.
Η ψήφιση, μάλιστα των αμυντικών δαπανών και από το ΣΥΡΙΖΑ, θεωρήθηκε επικοινωνιακά ως στοιχείο εθνικής ενότητας. Όμως η πραγματικότητα είναι ότι πρόκειται για αυτοπαγίδευση του σημερινού πολιτικού συστήματος στην λογική επικράτησης της πολιτικής του κατευνασμού, κάτι που όμως οδηγεί μακροπρόθεσμα στην υποταγή. Η συνέχιση, μάλιστα, αυτής της αντίληψης, μπροστά στα σημερινά ογκούμενα εθνικά ζητήματα, συνιστά έναν ιδιότυπο αυτοκτονικό ιδεασμό.
Πολιτική κατευνασμού
Το πρόβλημα της Ελλάδας εντοπίζεται στο γεγονός, ότι επί πολλές δεκαετίες η ακολουθούμενη πολιτική είχε τον χαρακτήρα του κατευνασμού και της υποχωρητικότητας απέναντι στη συστηματική τουρκική προκλητικότητα και στον πρόδηλα διαφαινόμενο σχεδιασμό της. Αυτός δεν είναι άλλος από την συγκυριαρχία της στο Αιγαίο και την υφαρπαγή τεραστίων θαλάσσιων εκτάσεων στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, ενόψει και του διαφαινόμενου τεράστιου υποθαλάσσιου πλούτου των υδρογονανθράκων.
Η Μεταπολίτευση, που ξεκίνησε το 1974 έχοντας επί της ουσίας αποδεχθεί την τουρκική κατάληψη του 34% της Κύπρου, ολοκληρώνεται με την πλήρη προβολή των επεκτατικών τουρκικών επιδιώξεων σε βάρος της χώρας μας. Δυστυχώς, σε όλες αυτές τις δεκαετίες που μεσολάβησαν, ενώ τα δείγματα και οι επιδιώξεις της άλλης πλευράς ήταν πάντοτε εμφανείς, από την πλευρά μας υπήρξε τρομακτική εθνική αμεριμνησία.
Ειδικά, κατά την ύστερη μεταπολίτευση, δεν κατορθώσαμε να έχουμε πετύχει μία συνεκτική εθνική αποτρεπτική στρατηγική, αξιοποιώντας τις διπλωματικές σχέσεις και ενισχύοντας, ουσιαστικά και ποιοτικά, τις Ένοπλες Δυνάμεις, στη βάση του πάλαι ποτέ διακηρυχθέντος και μη υλοποιηθέντος ενιαίου εθνικού δόγματος Ελλάδας-Κύπρου. Επιπροσθέτως, η εισδοχή της χώρας στη μνημονιακή κηδεμονία του 2010 επέφερε μεγάλο πλήγμα στην αποτρεπτική ικανότητα αυτών, με συνέπεια σήμερα η χώρα μας, που αντιμετωπίζει άμεσους εθνικούς κινδύνους, να υπολείπεται των περιστάσεων.
Έτσι, η κατάσταση της παράλληλης οικονομικής χρεοκοπίας και της μειώσεως της στρατιωτικής ισχύος της Ελλάδος, αποτελεί μέγιστο κίνδυνο για τον Ελληνισμό. Είναι πλέον ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η Τουρκία, στις στιγμές αδυναμίας του Ελληνισμού, επιχειρεί επιθετικές ενέργειες, με σκοπό να αποκομίσει οφέλη σ’ αυτόν τον ιστορικών διαστάσεων πλέον ανταγωνισμό.
Αποδυναμωμένη η Ελλάδα
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά την ανηλεή μνημονιακή κηδεμονία και την πρόσδεση στα δεσμά των δανειστών για τα επόμενα ενενήντα εννέα χρόνια με υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας, η Ελλάδα εμφανίζεται αποδυναμωμένη. Αποδυναμωμένη τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, αποτελώντας πάλι το «ιδανικό θύμα» του τουρκικού πολιτικο-στρατιωτικού κατεστημένου.
Από τις εξελίξεις αυτές, συνάγεται ότι δεν υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια από την πλευρά της Ελλάδος σοβαρή και συνεκτική προετοιμασία για την αντιμετώπιση των τουρκικών κινήσεων. Οι σπασμωδικές αντιδράσεις, με βασικό στοιχείο τον κατευνασμό, είναι πλέον προβλέψιμες και αδιάφορες από την τουρκική πλευρά. Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτού αποτελεί το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει καταθέσει στον ΟΗΕ, τις συντεταγμένες των εξωτερικών ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας – ΑΟΖ, για μην προκαλέσει τους Τούρκους.
Την ίδια ώρα, όμως, η Τουρκία έχει καταθέσει χάρτες και συντεταγμένες με τις οποίες, κατά πλήρη παράβαση του διεθνούς δικαίου, διεκδικεί τεράστιες θαλάσσιες περιοχές νότια και νοτιοανατολικά της γραμμής Καστελόριζο, Ρόδος-Κάρπαθος-Κάσος-Κρήτη, όπως πλέον δημοσιοποιήθηκε με το λεγόμενο τουρκικό-λιβυκό μνημόνιο.
Κλιμακώνεται η τουρκική απειλή
Είναι πλέον προφανές, ότι η ελληνική πολιτική περί «εξημέρωσης του θηρίου», μέσω της σύνδεσης της Τουρκίας με την ΕΕ και των αόριστων επικλήσεων περί εφαρμογής του διεθνούς δικαίου, έχει αποτύχει παταγωδώς. Ο λόγος είναι πως δεν μπορεί με αυτόν τον τρόπο να ανακοπεί η επιθετική στρατηγική της Άγκυρας. Ο βασικός της στόχος είναι να επιβάλει στην Ελλάδα και στην Κύπρο ένα ιδιότυπο καθεστώς «φινλανδοποίησης», στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής μεσογείου, όπου η ισχυρότερη χώρα θα επιβάλλει τους όρους της στην περιοχή.
Επίσης, έχουν συντριβεί οι ψευδαισθήσεις, που καλλιεργούσε το πολιτικό προσωπικό εξουσίας περί προστασίας της χώρας από διάφορους τρίτους, αφού είναι πλέον ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι μόνο με τις δικές της δυνάμεις μπορεί να περιφρουρήσει τα δίκαια της. Απέναντι στην τουρκική απειλή, η Ελλάδα πρέπει να επανοριοθετήσει άμεσα την εθνική στρατηγική.
Βασικά στοιχεία αυτής της νέας εθνικής στρατηγικής πρέπει να είναι η αποβολή του «φοβικού συνδρόμου», η διατήρηση και η ενίσχυση του στρατιωτικού αξιόμαχου, η επαναλειτουργία της αμυντικής βιομηχανίας, όπως και η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που παρέχει η σημερινή εποχή της έντονης ρευστότητας και των γεωπολιτικών ανακατατάξεων, για σύναψη ισχυρών και στέρεων διπλωματικών και στρατιωτικών συμμαχιών. Η τουρκική απειλή κατά του Ελληνισμού δεν είναι ένα θεωρητικό κατασκεύασμα. Πρόκειται για μια οδυνηρή πραγματικότητα, η οποία αν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα μπορεί να οδηγήσει σε νέους εθνικούς ακρωτηριασμούς.