Το Πυροβολικό διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο σύγχρονο πεδίο των επιχειρήσεων. Κομβικό ρόλο έχουν τα ραντάρ αντιπυροβολικού που ανήκουν στις Πυροβολαρχίες Παρατηρήσεως. Στο Δ Σώμα Στρατού υπάρχουν οι 187 και 188 Πυροβολαρχίες Παρατηρήσεως με αποστολή τον εντοπισμό του εχθρικού πυροβολικού. Το Ελληνικό Πυροβολικό διαθέτει 10 AN/TPQ-36, 8 AN/TPQ-37 και 3 Arthur. Το Τουρκικό Πυροβολικό διαθέτει: 4 AN/TPQ-36, 2 COBRA και 7 AN/TPQ-37.
Τα ραντάρ αντιπυροβολικού συμβάλουν στην αναζήτηση των εχθρικών στόχων. Είναι το μέρος του έργου αναζητήσεως πληροφοριών μάχης, το οποίο αφορά την ανακάλυψη, αναγνώριση και προσδιορισμό των επιγείων στόχων, για την ανάλυση και αξιολόγηση τους και για την αποτελεσματική χρησιμοποίηση των όπλων. Για το Πυροβολικό Μάχης η αναζήτηση στόχων περιλαμβάνει την ανακάλυψη, αναγνώριση (περιλαμβανομένου του εάν ο στόχος είναι φίλιος ή εχθρικός) και τον προσδιορισμό των στόχων (δια συντεταγμένων ή συσχετίσεως προς γνωστό σημείο) με επαρκή ακρίβεια και λεπτομερή περιγραφή, ώστε να καταστεί δυνατή η πλήρης ανάλυση και αξιολόγηση αυτών και η αποτελεσματική χρησιμοποίηση των κατάλληλων όπλων από το Διοικητή.
Στοχοποίηση είναι η διαδικασία επιλογής επίγειων στόχων στο πεδίο της μάχης και κατά επέκταση στο Θέατρο των επιχειρήσεων, και εν συνεχεία η επιλογή του κατάλληλου μέσου για την αποτελεσματική προσβολή τους, λαμβάνοντας υπόψη τους επιχειρησιακούς παράγοντες και τις δυνατότητες των αντιπάλων.
Η στοχοποίηση είναι ευθύνη του Διοικητή της Δύναμης και σε αυτήν συμμετέχουν το προσωπικό του ΚΣΠΥ (όλων των καθηκόντων) και των Επιτελείων (ιδιαίτερα του 2ου και 3ου ΕΓ ή Γραφείων), χωρίς να απαλλάσσονται από τα λοιπά καθήκοντά τους. Επιπλέον είναι δυνατό να συμμετέχουν αναλόγως των αναγκών, και άλλα στελέχη ή σύμβουλοι από την Αίθουσα Επιχειρήσεων.
Συλλογή Πληροφοριών Στόχων με Ηλεκτρονικά Μέσα
Ραντάρ Επιτηρήσεως.
Το ραντάρ έχει τη δυνατότητα προσδιορισμού της θέσεως του στόχου σε χάρτη κατάλληλα τοποθετημένο στη συσκευή. Χρησιμοποιείται τόσο για την αναζήτηση στόχων όσο και για την επιτήρηση του πεδίου της μάχης. Τα ραντάρ βρίσκονται υπό τον έλεγχο των ΔΠΒ.
Ραντάρ Αντιολμικού.
Κύρια αποστολή τους είναι ο προσδιορισμός της θέσεως των εχθρικών όλμων. Επιπλέον έχουν τη δυνατότητα επιλύσεως προβλημάτων τεχνικής του Πυροβολικού Μάχης.
Ραντάρ Αντιπυροβολικού.
Κύρια αποστολή τους είναι ο προσδιορισμός εχθρικών Πυρχιών Βολής ή Πυραύλων.
Όλα τα παραπάνω μέσα εντοπισμού έχουν επιβάλλει την τακτική του «Βάλλω και Μετακινούμαι» ώστε να αυξηθεί η επιβιωσιμότητα του Πυροβολικού Μάχης.
Τα Ελληνικά ραντάρ αντι πυροβολικού
AN/TPQ-36/-37 Firefinder
Το ΑΝ/TPQ-36 Firefinder, προϊόν συνεργασίας της γαλλικής Thales και της αμερικανικής Raytheon, είναι ένα κινητό ραντάρ αντι-πυροβολικού, το οποίο εντοπίζει αυτόματα, με ακρίβεια και ταχύτατα όλμους, πυροβόλα και πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων μέσου βεληνεκούς. Αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τέθηκε σε υπηρεσία τον Ιανουάριο του 1985.
Το σύστημα μπορεί να εντοπίσει, από την πρώτη βολή, μέσα πυροβολικού, τα οποία βάλλουν από διαφορετικές τοποθεσίες. Στη συνέχεια, τα στοιχεία διαβιβάζονται στα φίλια μέσα πυροβολικού, τα οποία με τη σειρά τους εκτελούν βολές για την εξουδετέρωση του εχθρικού πυροβολικού. Η ταχύτητα του AN/TPQ-36 Firefinder στις διαδικασίες ανίχνευσης και εντοπισμού επιτρέπει στο σύστημα να εντοπίζει την εχθρική μονάδα πυρός πριν ακόμα το εχθρικό βλήμα καταπέσει στο σημείο προσβολής.
Η σταθερή κεραία του συστήματος εκπέμπει δέσμη ταχείας συχνότητας στον ορίζοντα, καλύπτοντας γωνία 90ο. Κάθε επερχόμενο εχθρικό βλήμα, το οποίο περνά μέσα σε αυτό το εύρος έρευνας εντοπίζεται αμέσως από το AN/TPQ-36 Firefinder, το οποίο ενεργοποιεί αυτόματα μία δέσμη εκπομπής προς επιβεβαίωση, ενώ ξεκινά αυτόματα και τη διαδικασία ανίχνευσης της απειλής. Ενώ το σύστημα ανιχνεύει μία απειλή, ταυτόχρονα συνεχίζει να εκτελεί τις διαδικασίες της σάρωσης, του εντοπισμού και της ανίχνευσης άλλης πιθανής απειλής.
Το σύστημα AN/TPQ-36 Firefinder αποτελείται από την κεραία ΟΥ-71, η οποία λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων “Χ” (7-12,5 GHz), τη γεννήτρια ηλεκτρικής ισχύος ΜΕΡ112A και το κέντρο ελέγχου ΟΚ-398, το οποίο διαθέτει εξοπλισμό επεξεργασίας, τη μονάδα εντοπισμού όπλων και εξοπλισμό επικοινωνιών. Το κέντρο ελέγχου μπορεί να βρίσκεται έως και 50 μέτρα μακριά από την κεραία του συστήματος. Οι διαστάσεις της κεραίας είναι (μήκος x πλάτος x ύψος) 4,6 μέτρα x 2,1 μέτρα x 3,7 μέτρα (σε ανάπτυξη) ή 2,1 μέτρα (σε σύμπτυξη). Το βάρος της κεραίας είναι της τάξεως των 1.466 κιλών.
Η τεχνική αξιοπιστία και η επιχειρησιακή διαθεσιμότητα του συστήματος επιτυγχάνεται μέσω ενσωματωμένων συστημάτων ελέγχου και διάγνωσης βλαβών. Οποιαδήποτε αστοχία, εντοπίζεται άμεσα και επιδιορθώνεται από το πλήρωμα εντός 30 λεπτών (αυτό αφορά στο 90% των πιθανών βλαβών). Επίσης, ο σταθμός ελέγχου του AN/TPQ-36 Firefinder μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως σταθμός ελέγχου του AN/TPQ-37 Firefinder με την προσθήκη απλώς ενός προγράμματος λογισμικού, επιτυγχάνοντας έτσι επιχειρησιακή ευελιξία.
Το AN/TPQ-36 Firefinder μπορεί να εντοπίσει και να καταγράψει τη θέση έως και δέκα διαφορετικών μέσων πυροβολικού σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, σε μέγιστη απόσταση έως και 24 km για πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων ή 18 km για βλήματα πυροβολικού, ενώ μπορεί να αποθηκεύσει δεδομένα για 99 στόχους. Επίσης, μπορεί να χρησιμεύσει και ως σύστημα διόρθωσης φίλιων πυρών πυροβολικού.
Οι επεξεργαστές σήματος και δεδομένων ελέγχουν κάθε εισερχόμενο ίχνος, έτσι ώστε να απομονωθούν και να απορριφθούν ψευδείς στόχοι όπως πτηνά, αεροσκάφη κ.α. Με αυτό τον τρόπο βελτιώνεται σημαντικά η αξιοπιστία του συστήματος. Μόλις ο ηλεκτρονικός υπολογιστής επιβεβαιώσει μία απειλή, ενεργοποιούνται άμεσα όλες οι διαδικασίες προσδιορισμού του σημείου εκτόξευσης του βλήματος, αλλά και του πιθανού σημείου πρόσκρουσης.
Εκτός από το βασικό εύρος των 90ο με σταθερή έρευνα αυτής της ζώνης, το σύστημα μπορεί να λειτουργήσει σε όλο το εύρος των 360ο. Στην περίπτωση αυτή, το AN/TPQ-36 Firefinder εκτελεί έρευνα σε ένα τεταρτημόριο (90ο) για κάποιο χρονικό διάστημα και μετά στρέφεται αυτόματα στο δεύτερο τεταρτημόριο. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται τουλάχιστον τέσσερις φορές, έτσι ώστε να καλυφθεί όλο το τόξο των 360ο.
Το σύστημα μπορεί να ενεργοποιηθεί και να τεθεί προς χρήση εντός 15 λεπτών, ενώ μπορεί να αναδιπλωθεί και να κινηθεί σε νέα τοποθεσία εντός πέντε λεπτών. Αυτές οι διαδικασίες απαιτούν πλήρωμα έξι ατόμων. Ο Ελληνικός Στρατός (ΕΣ) διατηρεί σε υπηρεσία δέκα ραντάρ AN/TPQ-36 Firefinder της έκδοσης (V)7.
Το AN/TPQ-37 Firefinder είναι το έτερο κομμάτι του συστήματος αντι-πυροβολικού Firefinder και χρησιμοποιείται για μεγάλες αποστάσεις (εντοπίζει πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων σε αποστάσεις έως 50 km και βλήματα πυροβολικού έως 30 km, η ελάχιστη απόσταση εντοπισμού είναι τα 3 km). Εκτός από τη διαφοροποίηση στο ζήτημα του βεληνεκούς, τα δύο συστήματα του Firefinder, δηλαδή το AN/TPQ-36 και το AN/TPQ-37 παρουσιάζουν πάρα πολλές ομοιότητες στα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά, στις διαδικασίες συντήρησης και τεχνικής υποστήριξης και στις διαδικασίες έρευνας και εντοπισμού.
Το AN/TPQ-37 Firefinder, όπως και το AN/TPQ-36 Firefinder, μπορεί να εκτελέσει έρευνα σε τόξο 90ο ή σε όλο το τόξο των 360ο. Ωστόσο το AN/TPQ-36 μπορεί, επικουρικά, να εκτελέσει και έρευνα σε τόξο 60ο όταν πρόκειται να ερευνήσει επερχόμενες απειλές από τακτικά βλήματα εδάφους-εδάφους, όπως είναι το βλήμα MGM-140 ATACMS (Army Tactical Missile System). Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι η κεραία του AN/TPQ-37 Firefinder λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων “S” (2-4 GHz). Οι απαιτήσεις επάνδρωσης για το AN/TPQ-37 Firefinder είναι διπλάσιες του AN/TPQ-36 Firefinder και ανέρχονται στα 12 άτομα.
Ο ΕΣ διατηρεί σε υπηρεσία οκτώ AN/TPQ-37(V)3 Firefinder. Η έκδοση αυτή είναι σχετικά ξεπερασμένη, αφού πλέον έχουν αναπτυχθεί νεότερες εκδόσεις, όπως είναι η έκδοση AN/TPQ-36(V)6 Firefinder και η πλέον προηγμένη έκδοση AN/TPQ-37(V)8 Firefinder ή Firefinder Block I Material Change (FF Block I MC).
Η έκδοση AN/TPQ-36(V)6 αποτελείται από την κεραία ΟΥ-72(V)5, τη γεννήτρια ηλεκτρικής ισχύος ΜΕΡ155A, τη μονάδα παροχής ισχύος PU-707 και το κέντρο ελέγχου ΟΚ-398(V)6. Το κέντρο ελέγχου είναι τοποθετημένο σε κουβούκλιο τύπου S-250, το οποίο φέρεται επί οχήματος πέντε τόνων τύπου M-813A1 ή M-925A2, ενώ η κεραία είναι τοποθετημένη σε τρέιλερ τύπου M-1048A1, το οποίο ρυμουλκείται από φορτηγό πέντε τόνων τύπου M-925A2.
Η έκδοση FF Block I MC είναι ένα πακέτο βελτίωσης της έκδοσης AN/TPQ-37(V)6, το οποίο ωστόσο ενσωματώνεται εργοστασιακά σε νέα συστήματα και δεν μπορεί να εφαρμοστεί, ως πακέτο αναβάθμισης, σε υπάρχοντα συστήματα. Το πακέτο αφορά βελτιώσεις στα μηχανικά και τα ηλεκτρικά μέρη του συστήματος, καθώς και στο πρόγραμμα λογισμικού.
Πάντως, σε εξέλιξη βρίσκεται και το πρόγραμμα αναβάθμισης AN/TPQ-37 Firefinder Block II με στόχο την περαιτέρω βελτίωση του FF Block I MC στους εξής τομείς: μείωση του ολικού βάρους του συστήματος, περιορισμό του χρόνου ανάπτυξης και σύμπτυξής του, μείωση του χρόνου πρόσβασης στα διαθέσιμα δεδομένα, αύξηση των δυνατοτήτων αποθήκευσης δεδομένων και ψηφιακών χαρτών, εγκατάσταση νέου και ταχύτερου επεξεργαστή για ταχύτερα αποτελέσματα κατά την εκτέλεση διαφόρων διαδικασιών όπως αυτή του εντοπισμού απειλών, ενσωμάτωση της δυνατότητας χειρισμού της κεραίας από απόσταση 100 μέτρων αντί των 50, αύξηση της δυνατότητας ακριβούς εντοπισμού των εχθρικών μέσων πυροβολικού, προσθήκη δυνατότητας ταξινόμησης του τύπου και του διαμετρήματος της επερχόμενης απειλής, αύξηση της επιβιωσιμότητας του συστήματος στο πεδίο της μάχης, αύξηση του μέγιστου βεληνεκούς εντοπισμού, βελτίωση της διαδικασίας αυτόματου εντοπισμού και ενσωμάτωση βελτιωμένων ηλεκτρονικών αντιμέτρων.
ARTHUR
To ARTHUR (Artillery Hunting Radar) σχεδιάστηκε από την Ericsson Microwave Systems, αλλά από τα μέσα του 2006 αποτελεί περιουσία της Saab Microwave Systems. Είναι ένα σύστημα εντοπισμού όπλων για τον εξοπλισμό ταξιαρχιών πεζικού, οι οποίες, κατά την εκτέλεση της αποστολής τους, αντιμετωπίζουν σοβαρές απειλές από το εχθρικό πυροβολικό. Το ARTHUR είναι ένα ραντάρ με υψηλή στρατηγική και τακτική ευελιξία, μπορεί να λειτουργήσει τόσο σε στατικά όσο και σε ταχύτατα μεταβαλλόμενα επιχειρησιακά σενάρια, ο χρόνος προετοιμασίας του συστήματος για χρήση είναι πάρα πολύ μικρός (χρειάζεται ένα μόλις άτομο και δύο λεπτά για την προετοιμασία του συστήματος), έχει χαμηλές απαιτήσεις επάνδρωσης, ενώ μπορεί εύκολα να ενσωματωθεί σε οποιοδήποτε δίκτυο διοίκησης και ελέγχου. Η κεραία του συστήματος είναι παθητικής διάταξης φάσης και επιλέχθηκε αντί της ενεργητικής διάταξης φάσης για δύο λόγους: είναι ελαφρύτερη και δεν μπορεί να εντοπιστεί εύκολα.
Το ARTHUR έχει σχεδιαστεί προκειμένου να μην γίνεται εύκολα αντιληπτό από τις εχθρικές δυνάμεις αλλά και να μην μπορεί εύκολα κανείς να επηρεάσει, με ηλεκτρονικά αντίμετρα, την λειτουργία του. Επίσης, δύο ή περισσότερα ARTHUR μπορούν να διαβιβάζουν πληροφορίες και δεδομένα μεταξύ τους, έτσι ώστε ο χρόνος εντοπισμού της επερχόμενης απειλής να μειώνεται δραστικά, χωρίς να μειώνεται ο χώρος, ο οποίος ελέγχεται. Τέλος, η κεραία του συστήματος μπορεί να λειτουργήσει από απόσταση εξασφαλίζοντας έτσι την επιβίωση του πληρώματος σε περίπτωση προσβολής του. Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι, προαιρετικά, το ARTHUR μπορεί να εφοδιαστεί με σύστημα προστασίας από ραδιολογικές, βιολογικές και χημικές ουσίες, καθώς και με συλλογή αντιναρκικής προστασίας.
Το χαμηλό βάρος του ARTHUR (το ολικό βάρος είναι μικρότερο των τεσσάρων τόνων) επιτρέπει την ενσωμάτωσή του σε μία σειρά τεθωρακισμένων οχημάτων, αυξάνοντας έτσι την επιχειρησιακή του αξία. Ομοίως, το χαμηλό βάρος επιτρέπει την αερομεταφορά του συστήματος από αεροσκάφος C-27 Spartan ή C-130 Hercules (ανάλογα με την πλατφόρμα που μεταφέρει το ραντάρ) ή από ελικόπτερο επιπέδου CH-47 Chinook (ως εξωτερικό φορτίο). Για εκπαιδευτικούς λόγους, το ARTHUR ενσωματώνει και ένα σύστημα προσομοίωσης, το οποίο παράγει σειρά σεναρίων.
Όπως προείπαμε, η κεραία του ARTHUR είναι παθητικής διάταξης φάσης και το ραντάρ παλμικού ντοπλέρ, το οποίο λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων C (5,4-5,9 GHz). Η μέγιστη εμβέλεια εντοπισμού είναι της τάξεως των 40 km, ενώ μπορεί να εντοπίσει περίπου 100 στόχους το λεπτό. Η τυπική ζώνη έρευνας είναι της τάξεως των 90ο αλλά το σύστημα έχει ικανότητα μηχανικής περιστροφής σε τόξο εύρους 300ο. Το κέντρο διοίκησης και ελέγχου λειτουργεί με ένα μόνο άτομο ή και εξ αποστάσεως. Έχει πλήρεις ικανότητες σχεδιασμού αποστολής και ικανότητα παραγωγής ψηφιακών χαρτών και ψηφιακής τοπογραφίας. Επίσης, μπορεί να ταξινομήσει τις επερχόμενες απειλές ανάλογα με τον βαθμό επικινδυνότητας που παρουσιάζουν. Άλλα υποσυστήματα του ARTHUR είναι η μονάδα επεξεργασίας των εισερχόμενων δεδομένων, τα συστήματα ασφαλούς επικοινωνίας και η μονάδα αδρανειακής πλοήγησης.
Υπενθυμίζουμε ότι η Ελλάδα έχει παραγγείλει τρία συστήματα ARTHUR με συνολικό κόστος € 50 εκ. περίπου. Τα ελληνικά ARTHUR μεταφέρονται από ισάριθμα ερπυστριοφόρα τεθωρακισμένα οχήματα Bv-206 (Bandvang-206), τα οποία έχουν αναπτυχθεί από την Hägglunds (πλέον ανήκει στη BAE Land Systems). Το όχημα αποτελείται από δύο μονάδες: το κυρίως όχημα και το συρόμενο τρέιλερ.
Το ολικό βάρος και των δύο οχημάτων είναι 4,5 τόνοι. Η μεταφορική τους ικανότητα μεταφράζεται σε 4.740 κιλά (τα 2.240 κιλά μεταφέρονται από το κυρίως όχημα και τα υπόλοιπα 2.500 κιλά από το συρόμενο τρέιλερ). Οι διαστάσεις του κυρίως οχήματος είναι (μήκος x πλάτος x ύψος) 6,9 μέτρα x 1,87 μέτρα x 2,4 μέτρα. Μέχρι σήμερα έχουν παραχθεί περισσότερα από 11.000 οχήματα, για λογαριασμό 37 κρατών.