Οι τουρκικές διεκδικήσεις προσδιορίζουν την αναζωπύρωση εντάσεων και τοποθέτηση της Τουρκίας μεταξύ των κυριότερων απειλών για την ασφάλεια του Ελληνισμού. Επίσης η πρόσφατη ναυτική δραστηριότητα της Τουρκίας με την ονομασία «Γαλάζια Πατρίδα» προκάλεσε ήχους αντιπαραθέσεων, κυρίως στη θάλασσα.
Γράφει ο Υποναύαρχος (εα) Δημήτριος Δημήτρης Τσαϊλάς ΠΝ
Το σημερινό περίπλοκο περιβάλλον ασφάλειας, χαρακτηρίζεται από ταχείες τεχνολογικές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της συνεχιζόμενης ανάπτυξης νέων όπλων (UAV, Laser, S-400) και αεροσκαφών νέας γενιάς. Η εξέλιξη αυτή και η απόκτηση οπλικών συστημάτων ακριβείας επιθέσεων σε όλα τα περιβάλλοντα (Αέρα, Θάλασσα, Ξηρά) αμφισβητεί την αποτρεπτική μας ικανότητα σε κάθε τομέα λειτουργίας.
Αυτός είναι ο κύριος λόγος που είναι σημαντική η αντίληψη της σημασίας της μετατόπισης και της εστίασης της Ελλάδος στη θάλασσα, για την επιβίωση του ελληνισμού. Η περιπλοκότητα των θαλάσσιων ριζών των Ελλήνων αξιοποιήθηκε από την αρχαιότητα έως και τη σύγχρονη ιστορία μας για την επίτευξη των κατακτήσεών μας. Το ναυτικό της Ελλάδος, που φτιάχτηκε από αυτές τις εμπειρίες του παρελθόντος, χρειάζεται ένα μηχανισμό διάρθρωσης της πολιτικής για τη δομή των δυνάμεων που θα έχει δυνατότητες που θα αντιμετωπίσουν τις σημερινές και μελλοντικές προκλήσεις και απειλές, προκειμένου να διατηρηθεί η κυριαρχία, η εδαφική ακεραιότητα και η ασφάλεια ολοκλήρου του ελληνισμού.
Ένα από τα σοβαρότερα θέματα που πρέπει να συζητούνται όλο και πιο έντονα σε ένα ναυτογενές έθνος όπως πατρίδα μας, όχι μόνο από τους αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού, αλλά κυρίως από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους επαΐοντες σε θέματα ασφάλειας, πολιτικούς, στρατιωτικούς και ακαδημαϊκούς, είναι οι στρατηγικές επιπτώσεις και ο ορισμός της ναυτικής ισχύος για τον Ελληνισμό.
Μια έννοια που περιγράφηκε αρχικά από τον Ηρόδοτο. Τον πρώτο Έλληνα ιστορικό γνωστό σε εμάς, που οραματίστηκε την κυριαρχία της θάλασσας με μια του φράση, «Έχουμε γη και πατρίδα, όταν έχουμε πλοία στη θάλασσα». Στη συνέχεια από τον Θουκυδίδη στο μεγαλειώδες έργο του, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, όπου περιγράφεται η ναυτική ισχύς ως κύριος στρατηγικός παράγων ισχύος της Αθηναϊκής δημοκρατίας εναντίον της ηπειρωτικής ισχύος των Σπαρτιατών.
Στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία ο αμερικανός αξιωματικός του ναυτικού Alfred Thayer Mahan προτείνει στο βιβλίο του «The Influence of Sea Power On History», 1660-1783 να εξεταστεί η ευρωπαϊκή και η αμερικανική ιστορία μέσω του φακού της θαλάσσιας ισχύος, η οποία εξετάζει στην ευρεία μορφή της όλα όσα τείνουν να κάνουν έναν λαό μεγάλο κατακτώντας τις θάλασσες ή καλύτερα ελέγχοντας τις θαλάσσιες διαδρομές εμπορίου. Εξαιρετική σημασία έχει να είναι αντιληπτή η ιδέα ότι η ναυτική στρατηγική για την επιτυχή άσκηση της ναυτικής ισχύος πρέπει να επιχειρείται τόσο σε καιρό ειρήνης καθώς και πολέμου.
Σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα στις αρχές του προηγουμένου αιώνα με τη ναυτική στρατηγική του Βενιζέλου μπορέσαμε να κερδίσουμε τις πιο αποφασιστικές νίκες ελευθερώνοντας τα νησιά του Αιγαίου και ολόκληρη τη βόρεια Ελλάδα, είτε με τη χρήση ναυτικής ισχύος (Θωρηκτό Αβέρωφ στις ναυμαχίες της Έλλης και Λήμνου) είτε με συμμαχίες (Βαλκανικοί πόλεμοι), λόγω των εξαιρετικών ναυτικών ικανοτήτων μας, ενώ δύσκολα θα μπορούσαμε να κερδίσουμε όλα αυτά μόνο από τις χερσαίες πολεμικές επιχειρήσεις. Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι με τη ναυτική ισχύ ο ελληνισμός όχι μόνο επιβίωσε ανά τους αιώνες, αλλά κατάφερε να αποκτήσει εδαφικά δικαιώματα αλλά και να ισχυροποιηθεί σε διπλωματικά και εμπορικά συμφέροντα όταν αφιέρωσε με σοβαρότητα τους αναγκαίους πόρους και ενήργησε με γνώμονα τη ναυτική στρατηγική κατά την άσκηση της υψηλής στρατηγικής της πατρίδος μας.
Η ναυτική ισχύς δεν πρέπει να συγχέεται με τη θαλασσιά ισχύ. Η ναυτική ισχύς είναι, εν μέρει, η ταυτότητα που συνειδητά δημιουργείται από μεσαίες δυνάμεις που επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τα ασύμμετρα στρατηγικά και οικονομικά πλεονεκτήματα της θαλάσσιας ισχύος. Η θαλάσσια ισχύς, σύμφωνα και με τον ορισμό που καθορίστηκε από τον Mahan είναι, το στρατηγικό πλεονέκτημα που αποκτάται κυριαρχώντας στους ωκεανούς με ανώτερη ναυτική ισχύ.
Ο Mahan όρισε την επίδραση της θαλάσσιας ισχύος, στην Ιστορία, χωρίς όμως να εξετάσει τους τρόπους. Μίλησε για στρατηγική χρήση της θάλασσας από οποιοδήποτε κράτος με διάθεση πόρων (στελέχη, πλοία, χρήματα και λιμάνια για βάσεις) για να φτιάξει ένα ναυτικό, αλλά δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι ο Mahan πράγματι μιλούσε για θαλασσοκρατία, όπως οι έλληνες ιστορικοί και ο Βενιζέλος το εννοούσαν.
Επιπλέον, η θαυμαστή αυτή λέξη, θαλασσοκρατία, δεν σημαίνει «ισχύς στη θάλασσα», αλλά κυριαρχία, δηλαδή κυριαρχία στη θάλασσα. Αντισταθμίζοντας αυτές τις έννοιες μπαίνουμε στο νόημα πως ο πολιτιστικός πυρήνας ενός σχετικά αδύναμου κράτους, όπως η Ελλάδα καθιστά τη θαλάσσια διάσταση κεντρική του ταυτότητα επιδιώκοντας να επιτύχει ασύμμετρη επιρροή προκειμένου να αποκτήσει δύναμη.
Με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ο Θουκυδίδης, στο ομώνυμο σύγγραμμα του ανέδειξε τη μεγαλοφυΐα της ναυτικής ισχύος. Η ιδέα του Περικλή που αναφέρει πρώτα την κυριαρχία της θάλασσας με την επιγραμματική φράση, «μέγα το της θαλάσσης κράτος» και τα συστατικά της είναι ομόλογη με υψηλή στρατηγική. Παρόλο που ποτέ δεν έχει ξεπεραστεί, όπως και συμβαίνει με πολλά ιστορικά έργα που άφησαν το άγγιγμα τους στη σύγχρονη συζήτηση, υπάρχει μια αμηχανία στην αναζήτηση της υψηλής μας στρατηγικής τα τελευταία χρόνια.
Σήμερα με την εμφάνιση υποβρυχίων με δυνατότητες εκτόξευσης βαλλιστικών πυραύλων, πλοίων νέας γενιάς με ικανότητες stealth, των μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones) και του κυβερνοπολέμου (cyberwarfare), έχει αλλάξει ριζικά ο τρόπος που οι άνθρωποι και οι κυβερνήσεις τους σκέφτονται για τη θάλασσα και το θαλάσσιο περιβάλλον.
Αλλά η δική μας δεν είναι η μόνη περίοδος που έχει δει τέτοιες σαρωτικές αλλαγές. Οι καταβολές και οι προσδοκίες για την ναυτική ισχύ στην Αθήνα, την Καρχηδόνα, τη Βενετία, την Ολλανδική Δημοκρατία και τη Μεγάλη Βρετανία αναπτύχθηκαν σε πολύ διαφορετικά πλαίσια και οι τροχιές τους ακολούθησαν εντελώς διαφορετικά τόξα.
Η βεβαιότητά όμως για το τι διαφοροποιεί μια ναυτική ισχύ από μια θαλάσσια κατάσταση που επιβάλλεται από μια ηπειρωτική δύναμη που εκμεταλλεύεται τη θάλασσα είναι πασιφανής. Η ιστορία έχει πολλά να μας διδάξει για τη ναυτική ισχύ και τη ναυτική σκέψη, και είναι πολύ χρήσιμη ως σύνολο παραδειγμάτων κατά των οποίων πρέπει να δοκιμάζουμε τις παραδοχές μας και όχι ως βιβλιοθήκη δεδομένων τα οποία μπορούμε να διορθώσουμε τα σύνθετα φαινόμενα καταλλήλως για να τα καταστήσουμε πιο συνεπή.
Ο ελληνικός Θαλάσσιος Πολιτισμός, και η σύγκρουση συμφερόντων αναδημιουργεί έναν σύγχρονο κόσμο, στη σημερινή πραγματικότητα. Από την πλευρά μας τα βασικά σημεία εξέτασης, με απλά λόγια πιστεύω ότι είναι τα παρακάτω:
▪ Ο βασικός στόχος της ναυτικής μας ισχύος, να είναι η προστασία των θαλασσίων ζωνών και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, ώστε, να βοηθούν την εθνική ασφάλεια και το οικονομικό μας σύστημα καθώς η συμβολή πιστεύω ότι είναι ζωτικής σημασίας.
▪ Η άμεση υπεράσπιση ενάντια στις ναυτικές απειλές αλλά και η προστασία έναντι παρανόμων πράξεων που ανθίζουν πλέον στο Αιγαίο και των συνθηκών εμπορίου έναντι των πιθανών απειλών.
▪ Η στήριξη συμμαχιών για να μη διαταραχθεί η ισορροπία δυνάμεων, αφού όταν όλο και περισσότερο οικοδομούνται οι ναυτικές δυνάμεις και αναπτύσσονται στις θάλασσες, παραμένει ο κίνδυνος του ανταγωνισμού από τους γείτονες μας που μοιραζόμαστε θαλάσσια σύνορα.
Πολλές σκέψεις έρχονται από τις στρατηγικές επιλογές μας. Προς το παρόν, οι όποιες ενέργειες βλέπουν το φως από όλους μας είναι περιγραφικές και όχι κανονιστικές. Οι σύμμαχοι και εταίροι μας έχουν ορίσει το πρόβλημα της τουρκικής αδιαλλαξίας, αλλά αυτό είναι όλο. Κυβερνητικοί παράγοντες παρουσιάζουν τις αναδυόμενες πολυπλοκότητες στην περιοχή, αλλά υπάρχουν αξιοσημείωτα κενά όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισής τους ή την παροχή ενός οράματος για την περιοχή για το μέλλον του ελληνισμού.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις αντί να «επιβάλλουν μέτρα», μονάχα λένε, στον κόσμο ότι σκέφτονται στρατηγικά για τη στήριξη των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Ενώ επιμένουν ότι σκέφτονται στρατηγικά στη συνέχεια απλώς μας αναγγέλλουν κατευναστικές στρατηγικές παραμέτρους, ενώ θα μπορούσαν να πράξουν περισσότερα για να επιδείξουν σοβαρότητα.
Για παράδειγμα ενώ οι επικρατέστερες σχολές ναυτικής σκέψης, είναι η guerre de course (εμπορικός αποκλεισμός) και η guerre d’escadre (ναυμαχία στόλων) ωστόσο, αφήνουν μακριά τα μεγάλα τμήματα της ελληνικής ναυτικής παράδοσης, ιδίως του guerre de razzia ή του «πολέμου με καταδρομικές ενέργειες». Σε αυτή τη σχολή σκέψης εκτιμώ ότι πρέπει να επικεντρωθούμε.
Πιστεύω ότι οι στρατηγικές του guerre de razzia είναι σημαντικές για τις ναυτικές επιχειρήσεις του σήμερα. Έτσι η χρηματοδότηση για απόκτηση ικανού πλήθους ταχυπλόων για χρήση ως νέα πυρπολικά του στόλου στον γεωγραφικό χώρο των νήσων του Αιγαίου και η ενίσχυση του στόλου με νέες αεροναυτικές δυνάμεις για τον έλεγχο της Μεσογείου, είναι δύο βασικά μηνύματα. Ωστόσο, αυτό είναι μόνο μια αρχή. Αναρωτιέται κανείς αν αυτές είναι οι μόνες δύο λύσεις που μπορούν να αποδείξουν ότι η αντίληψη πως η ναυτική ισχύς δεν εξακολουθεί να παραβλέπεται ως επί το πλείστον στρατηγικά.
Μια ναυτική στρατηγική πρέπει να απαντήσει στα βασικά στρατηγικά ζητήματα που επηρεάζουν τα συμφέροντα της ναυτογενούς Ελλάδος. Η ναυτική στρατηγική πρέπει να παράσχει ένα σημαντικό σημείο αποσαφήνισης, ιδίως προς τους συμμάχους μας και εταίρους, γύρω από το οποίο αλληλεπιδρά η εθνική ασφάλεια της Ελλάδας με την ασφάλεια της Ευρώπης με σκοπό την κατάρτιση ακόμη και ενός οδικού χάρτη για την από κοινού αντιμετώπιση ιδίως της ασφάλειας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Αυτό πιστεύω είναι απαραίτητο καθώς το επίκεντρο της στρατηγικής μετατοπίστηκε σε έναν μεγάλο ανταγωνισμό ισχύος, στην εγγύς περιοχή του ελληνισμού. Η παρουσία τόσο πολλών εθνικών αεροναυτικών μονάδων στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, αντικατοπτρίζουν αυτή τη μετατόπιση. Πρέπει όμως να αντιληφθούμε ότι μπορεί να υπάρξουν περισσότερες από μία τάσεις κάθε φορά, και ότι μια πλήρη στροφή προς τον ανταγωνισμό μεγάλης ισχύος μπορεί να αγνοήσει άλλα σημαντικά ζητήματα.
Αν κάποιος αποδέχεται τα επιχειρήματα που στηρίζουν ένα νέο σκεπτικό για το πώς η ναυτική ισχύς υποστηρίζει την οικονομική ευημερία, τότε οι λόγοι για την αισιοδοξία γίνονται σαφείς. Ένα ναυτικό πρόγραμμα οικοδόμησης στην Ελλάδα δεν χρειάζεται να οδηγήσει σε πόλεμο αφού υπάρχει μια εύλογη προοπτική ότι στις θάλασσες μπορούν να επιχειρηθούν στρατηγικές ενάντια της διεθνούς τρομοκρατίας. Επίσης οι θάλασσες μπορούν να αξιοποιηθούν για να επιφέρουν μια μείωση του χάσματος στο διεθνές σύστημα. Και τέλος, ένα αναδυόμενο μοντέλο ναυτικής συνεργασίας μπορεί όχι μόνο να εξασφαλίσει ελευθερία στις θάλασσες αλλά και να μειώσει την πιθανότητα σύγκρουσης και πολέμου.
Όμως τίποτα από αυτά δεν θα συμβεί εάν η ναυτική μας ισχύς εξασθενήσει. Πρέπει να σκεφτόμαστε τη βέλτιστη χρησιμότητά της σε καιρό ειρήνης. Όταν η ναυτική ισχύς κινεί όλα τα γρανάζια της εθνικής οικονομίας, είναι αόρατη. Βέβαια μια επένδυση στη θαλάσσια ισχύ είναι μεγαλύτερη, καταλληλότερη και αποτελεσματικότερη σε ένα σημείο όπου οι απειλές δεν είναι προφανείς. Στο σημείο που έχουμε φτάσει, η υπεράσπιση των κυριαρχικών συμφερόντων μας και η εφαρμογή τους μπορεί να μας οδηγήσουν τελικά σε πόλεμο. Σήμερα όμως βλέπουμε πόσο αναγκαίο είναι το σύστημα, με λογική θαλάσσιας ισχύος που εκφράζεται με ναυτική στρατηγική.
Η εφαρμογή της, δηλαδή, η επένδυση σε δομημένες και συστηματικές γραμμές, υπόσχεται μια μαζική επιστροφή με τη μορφή μιας εκτεταμένης και βελτιωτικής ειρήνης και παρά τις τρέχουσες οικονομικές δυσκολίες, ακόμη και στην ευημερία.
Αυτά είναι μόνο μερικά από τα πολλά που παραβλέπονται στην στρατηγική σκέψη του ζητήματος αυτού. Ο ορισμός του προβλήματος είναι συχνά το πιο δύσκολο μέρος της ανάπτυξης στρατηγικής. Ωστόσο, απαιτείται περισσότερη προσπάθεια για την παραγωγή μιας συνεκτικής στρατηγικής και προσέγγισης για τη ναυτική ισχύ, η οποία θα αντιμετωπίσει επαρκώς τις πολυάριθμες αναδυόμενες προκλήσεις από τη θάλασσα. Η κυβέρνηση θα πρέπει να δεσμευτεί για δράση και αναζήτηση επενδύσεων στην ικανότητα ελέγχου και οι ενέργειές της θα πρέπει να συμβαδίζουν με αυτές τις υποσχέσεις.
Πηγή: https://www.liberal.gr