Μια από τις ακλόνητες σταθερές στην ειδησεογραφία όπως και στη δημόσια συζήτηση είναι τα λεγόμενα «εθνικά ζητήματα». Πρόκειται για κάτι το φυσιολογικό. Οι δραστηριότητες της Τουρκίας, η γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα στον χώρο της Μεσογείου, της Κύπρου, της Μέσης Ανατολής, της Μαύρης θάλασσας, ίσως και των Βαλκανίων, ανεβάζουν στην πρώτη σειρά του ενδιαφέροντος τη θέση της Ελλάδας μέσα σε όλα αυτά. Δηλαδή, την εξωτερική πολιτική της ως κράτος και ως έθνος ακόμα περισσότερο.

Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ για το SL PRESS

Μια συζήτηση αυτού του είδους αυτονόητα εμπεριέχει την εθνική άμυνα, τις στρατιωτικές δυνατότητες της χώρας μας δηλαδή. Δυνατότητες που καθορίζουν το είδος της πολιτικής που μπορεί, ή που δεν μπορεί να ακολουθήσει. Στο υπόστρωμα της συζήτησης περί εθνικής άμυνας βρίσκεται κυρίως το θέμα των «εργαλείων», των εξοπλισμών. Περιέργως, είναι πολύ πιο αραιή και πιο συγκρατημένη η συζήτηση γύρω από το «τελικό στάδιο» αυτής της πολιτικής σκέψης, δηλαδή τον πόλεμο.

Ο πόλεμος αποτελεί ένα εξαιρετικά οδυνηρό γεγονός-κάτι σαν την αρρώστια ή τον θάνατο στην οικογενειακή ζωή-και είναι απόλυτα φυσικό οι ανθρώπινες κοινωνίες να απεύχονται ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Στην τρέχουσα ειδησεογραφία, εξάλλου, το ενδεχόμενο μιας πολεμικής εμπλοκής υποβαθμίζεται σε επίπεδο συμπλοκής ή σύρραξης. Για θερμό επεισόδιο μιλούμε συνήθως.

Έτσι, λοιπόν, την ώρα που σε κάθε επίπεδο η χώρα συζητά είτε για στόλους φρεγατών και υποβρυχίων είτε για σμήνη αεροπλάνων, η προοπτική χρησιμοποίησή τους συρρικνώνεται στο θερμό επεισόδιο. Σε μια τέτοια κλίμακα στρατιωτικής εμπλοκής αμφιβάλουμε αν η παρουσία όλων αυτών των επιβλητικών οπλικών συστημάτων είναι αναγκαία. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν ανάποδα. Ας μιλήσουμε για πόλεμο πριν φθάσουμε στο θερμό επεισόδιο. Ίσως, έτσι κατανοήσουμε πως συνδέονται ετούτες οι διαφορετικής κλίμακας καταστάσεις μεταξύ τους.

Αναλώσιμες ζωές-Το αμερικανικό παράδειγμα

Ο πόλεμος είναι ένα κατ’ εξοχή «καταναλωτικό» γεγονός. Είναι μια σπατάλη ανθρώπινων ζωών και υλικού πλούτου. Καταναλώνει ζωές και αναλώνει τόσο πυρομαχικά και όπλα, όσο και τις υποδομές, πάνω στις οποίες στηρίζεται ο πολιτισμός και η καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Για να γίνει λοιπόν ένας πόλεμος χρειάζεται να υπάρχει «πλεόνασμα» και από ανθρώπινες ζωές και από υλικά μέσα. Καμία δύναμη ποτέ στον κόσμο δεν κατέφυγε στον πόλεμο όταν της έλλειπαν τα βασικά «αναλώσιμα», ζωές και πλούτος.

Ας ξεκινήσουμε από τις ανθρώπινες ζωές. Τι θα μπορούσε να είναι «αναλώσιμο» μέγεθος στην περίπτωσή τους; Για να μην θεωρηθούμε απόλυτα αμοραλιστές «τεχνοκράτες», ας καταφύγουμε σε κάποιο παράδειγμα. Ας πάρουμε τις ΗΠΑ στον καιρό των μεγάλων εκστρατειών στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Μια περιδιάβαση στους καταλόγους των νεκρών Αμερικανών στους δύο αυτούς πολέμους μας ξενίζει. Ένα εντυπωσιακά μεγάλο ποσοστό των πεσόντων φέρει ισπανικά ονόματα.

Πολύ απλά, οι ΗΠΑ μπόρεσαν να στείλουν μαζικές στρατιωτικές δυνάμεις στις δύο αυτές εκστρατείες, διότι διέθεταν μια πηγή «αναλώσιμου»-κοινωνικά «φθηνού»-ανθρώπινου δυναμικού. Οι ισπανόφωνοι μετανάστες από το Μεξικό ή τη Λατινική Αμερική μπορούσαν να τύχουν κάποιας ανοχής-ή και ευεργετημάτων-εάν με το πέρασμα των συνόρων δέχονταν να ενταχθούν στον αμερικανικό στρατό. Επρόκειτο για την ίδια ακριβώς διαδικασία, με την οποία στέλνονταν στα μέτωπα του Αμερικανικού Εμφυλίου οι πεινασμένοι Ιρλανδοί μετανάστες του 1860 που έφταναν στη Νέα Υόρκη. Σκηνές που πολύ εύστοχα μας έδειξε η υπέροχη ταινία «Συμμορίες της Νέας Υόρκης».

Ένας από τους λόγους που οι ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να αναλάβουν μαζικές στρατιωτικές εκστρατείες είναι το ότι στέρεψε η πηγή προμήθειας «αναλώσιμου», «φθηνού» ανθρώπινου δυναμικού. Δεν στέρεψε, επειδή τελείωσαν οι απελπισμένοι που συνωστίζονται στα νότια σύνορα των ΗΠΑ. Στέρεψε για λόγους κοινωνικών ισορροπιών, καθώς ο δια του πολέμου και του θανάτου μηχανισμός ένταξης ισπανόφωνων μεταναστών στην αμερικανική κοινωνία, άρχισε να μετατρέπει ολόκληρες ζώνες των ΗΠΑ σε κάποιο είδος δεύτερου Μεξικού: Σχεδόν εξήντα εκατομμύρια είναι πλέον οι ισπανόφωνοι στις ΗΠΑ (19% του πληθυσμού).

Ο πρώτος και βασικός δείκτης για την διαθεσιμότητα «αναλώσιμου» ανθρώπινου πλεονάσματος είναι φυσικά ο δημογραφικός. Κοινωνίες όπου οι δείκτες φυσικής ανάπτυξης του πληθυσμού έχουν αρνητικό πρόσημο (λιγότερα από δύο παιδιά για κάθε γυναίκα/ζευγάρι σε παραγωγική ηλικία) αναλογίζονται με τρόμο τις δημογραφικές ανατροπές που μία έκτακτη θνησιμότητα νέων ανθρώπων θα μπορούσε να επιφέρει. Αποφεύγουν, λοιπόν, ως εκ τούτου να εμπλακούν σε πόλεμο.

Είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα τα κράτη της δυτικής Ευρώπης και η Ιαπωνία. Η Ρωσία, για να δώσουμε ένα πρόσθετο παράδειγμα, ενέταξε τις στρατιωτικές της δυνατότητες στην πολιτική της μόλις μετά το 2007-2008, όταν για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αποκαταστάθηκε στη χώρα μια σχεδόν ομαλή φυσική δημογραφική συμπεριφορά.

Να αναφέρουμε, ως στατιστική παρένθεση, ότι για την Τουρκία το σχετικό μέγεθος ήταν 2,05 ανά γυναίκα το 2015 και 2,48 το 2000, στην εποχή γέννησης δηλαδή των σημερινών κλάσεων στρατεύσιμων. Για την Ελλάδα αντιστοίχως είναι 1,30 ανά γυναίκα το 2015 και 1,25 το 2000. Για την Κύπρο 1,44 ανά γυναίκα το 2015 και 1,71 το 2000 (στοιχεία Παγκόσμιας Τράπεζας).

Οι μικρομεσαίοι δεν πάνε πόλεμο

Η ύπαρξη «αναλώσιμου» ανθρώπινου δυναμικού δεν εξαρτάται μόνο από τα δεδομένα της δημογραφίας. Κοινωνικοί παράγοντες το καθορίζουν στον ίδιο σχεδόν βαθμό. Στην περίπτωση, λόγου χάρη, μιας κοινωνίας με αναπτυγμένα τα μεσαία αστικά στρώματα, οι διαθεσιμότητες περιορίζονται. Τα στρώματα αυτά διαθέτουν περιουσία, αν και δεν κατέχουν μέσα παραγωγής. Στην ουσία η περιουσία τους-συνήθως ακίνητα-αποτελεί απλά και μόνο το μέσο για την εξασφάλιση και την επιβεβαίωση της ενδιάμεσης κοινωνικής τους θέσης: δεν είναι ούτε προλετάριοι, ούτε καπιταλιστές.

Σε αυτό το κοινωνικό επίπεδο το αδύναμο σημείο είναι η μεταβίβαση της περιουσίας από γενιά σε γενιά. Τυχόν δυσλειτουργία στο επίπεδο της μεταβίβασης οδηγεί στην ουσία σε κοινωνική υποβάθμιση, καθότι χάνεται η μόνη εγγύηση της κοινωνικής ταξικής υπόστασης της οικογένειας, η μόνη διαφοροποίηση από τους προλεταρίους. Η αγχωτική συμπεριφορά αυτής της κοινωνικής ομάδας ως προς τα παιδιά της (συνήθως δύο) οφείλεται ακριβώς σε αυτόν τον φόβο.

Προφανώς, για τα μικρομεσαία αστικά στρώματα η εμφάνιση ενός έκτακτου παράγοντα «θνησιμότητας», όπως είναι ο πόλεμος, προκαλεί ρίγη ανησυχίας και απέχθειας. Δεν απειλείται μόνο η βιολογική ισορροπία της οικογένειας, η συνέχειά της αν θέλετε, αλλά και απειλείται άμεσα η κοινωνική της θέση και υπόσταση. Στην ουσία στις εύθραυστες αυτές κοινωνικές ισορροπίες δεν υπάρχουν «αναλώσιμοι» άνθρωποι, δεν είναι κοινωνικά επιθυμητό να υπάρχουν.

Γιατί οι Ισραηλινοί αρχίζουν να αλλάζουν

Το κατά πόσο η κοινωνική αυτή κατάσταση επηρεάζει τη δυνατότητα μιας χώρας να εμπλακεί σε πολεμικές περιπέτειες, φαίνεται με διαυγή τρόπο στην περίπτωση του Ισραήλ. Το τελευταίο δεν είχε κανένα πρόβλημα σε προηγούμενες δεκαετίες να κατανικήσει συγκροτημένους στρατούς ισχυρότερων από αυτό-πληθυσμιακά τουλάχιστον-κρατών και να πληρώσει το αναγκαίο τίμημα σε ζωές γι’ αυτό.

Τα τελευταία χρόνια αδυνατεί-ή μάλλον αποφεύγει-να εμπλακεί με μια σαφώς υποδεέστερη (συγκριτικά με την Αίγυπτο λόγου χάρη) στρατιωτική οντότητα: την Χεζμπολάχ του νότιου Λιβάνου. Η τελευταία ακυρώνει την υπεροχή του Ισραήλ σε υλικά και τεχνολογικά μέσα. Αποφεύγει να συγκρουστεί μαζί του σε κάθε πεδίο «τεχνικού πολέμου» είτε αυτό είναι ο αέρας, είτε η θάλασσα, είτε τα αναπεπταμένα πεδία μαχών, όπου τον πρώτο λόγο έχουν η μηχανοκίνηση και τα τεθωρακισμένα.

Αντίθετα, περιμένει τον αντίπαλο σε ένα πολυδιάστατο οργανωμένο πεδίο μάχης επί και υπό του εδάφους, το οποίο για να κατακτηθεί επιβάλει τη μαζική εμπλοκή «αναλώσιμων» (με την έννοια ότι δεν είναι δυνατό να αποφευχθούν απώλειες) στρατευμάτων. Η ολοένα και περισσότερο «μεσοαστική» κοινωνία του Ισραήλ αδυνατεί να εξεύρει τέτοιου είδους «αναλώσιμους» πολεμιστές.

Μέσα από αυτές τις κοινωνικές μεταλλάξεις η πάλαι ποτέ «πολεμόχαρη» κοινωνία του Ισραήλ αντιδρά ολοένα και πιο αρνητικά στην προοπτική ανθρώπινων απωλειών σε πολεμικές συγκρούσεις. Αυτός είναι και ο λόγος που η αμυντική πολιτική της χώρας επικεντρώνεται σε ένα άπιαστο ως τώρα όνειρο: την ανακάλυψη ενός τρόπου πολέμου, όπου δεν θα χρειάζονται πολεμιστές!

Επιστημονική φαντασία

Ένα μεγάλο μέρος της τρέχουσας φιλολογίας περί τεχνητής νοημοσύνης πηγάζει από αυτή την πολιτική ανάγκη που κατατρέχει εκτός από το Ισραήλ και άλλες δυτικές χώρες. Η δε προσδοκία που καλλιεργήθηκε στη Λευκωσία ότι ισραηλινά στρατεύματα θα έρθουν-στο όνομα της «συμμαχίας»-να προασπίσουν το εναπομείναν έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας μάλλον ανάγεται σε επιστημονική φαντασία: αυτή που θεραπεύει τις αγωνίες του κάθε απελπισμένου.

Παρά τις παραπάνω διαπιστώσεις, η κοινωνία του Ισραήλ έχει δημογραφικό πλεονέκτημα σε σχέση με την αντίστοιχη της Ελλάδας. Η Ελλάδα παρουσίαζε αρνητικό ρυθμό φυσικής δημογραφικής ανάπτυξης (fertility rate) 1,43 στα 2017 (εκτίμηση CIA Factbook). Στο Ισραήλ ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 2,64. Εάν, λοιπόν, οι επιπτώσεις στη μαχητική δεινότητα του Ισραήλ επηρεάζονται σε τέτοιο βαθμό από την ύπαρξη του ενός και μόνο παράγοντα (ισχυρή παρουσία κοινωνικών μεσοστρωμάτων), μπορούμε να υποθέσουμε ότι σε μεγαλύτερο βαθμό επηρεάζεται η στρατιωτική δυνατότητα της Ελλάδας. Όπου ισχύουν σε δραματικό βαθμό και οι δύο περιοριστικοί παράγοντες (παθητική δημογραφική δυναμική και μεσοστρώματα).

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε έναν αριθμό επιπλέον επιχειρημάτων, όπως για παράδειγμα τα γεωγραφικά δεδομένα, ή αν θέλετε η μαύρη τρύπα που προκαλεί η νεανική μετανάστευση. Θα παραβιάζαμε ίσως ανοικτές πύλες. Τα όσα παραπάνω εκθέσαμε θεωρούμε ότι αρκούν για να μας δώσουν ένα πρώτο στίγμα σχετικά με το τι μπορεί να είναι η αμυντική πολιτική της χώρας μας.

Πολιτική αποτροπής

Η αμυντική πολιτική, όπως κάθε πολιτική, έχει μπροστά της ένα ευρύ φάσμα από στόχους. Με βάσει τα υπάρχοντα δεδομένα και στοιχεία προσδιορίζει και επιλέγει τον κατάλληλο. Σε αυτό το πεδίο οι υπάρχουσες επιλογές μπορούν να χωριστούν σε δύο μεγάλα σύνολα: σε εκείνες που αποβλέπουν σε μια «πετυχημένη» στρατιωτική εμπλοκή και σε εκείνες που επιδιώκουν την μη εμπλοκή σε στρατιωτική αναμέτρηση.

Ανεξάρτητα από τους υπόλοιπους παράγοντες, στις περιπτώσεις όπου απουσιάζουν οι προϋποθέσεις επίτευξης πολιτικών στόχων διαμέσου της στρατιωτικής εμπλοκής, δηλαδή του πολέμου, για τους βασικούς λόγους που προηγουμένως αναπτύξαμε τότε επιλέγεται αναγκαστικά το δεύτερο: μια αμυντική πολιτική που θα στοχεύει στην μη εμπλοκή σε πολεμική αναμέτρηση.

Μια τέτοια αμυντική πολιτική συμβατικά ονομάζεται πολιτική αποτροπής. Για να μην υπάρξει παρεξήγηση η επιλογή μιας τέτοιας πολιτικής δεν έχει καμία μα καμία σχέση με την φοβική, συμβιβαστική και υποχωρητική πολιτική του κατευνασμού και του εφησυχασμού που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου. Ετούτη η ερμηνεία της αποτροπής φέρνει πιο κοντά και τον πόλεμο και την ήττα, την αποτυχία της αμυντικής πολιτικής.

Το αντίθετο είναι η αποτροπή. Για να εμποδίσεις τον αντίπαλο να προσφύγει στο ευνοϊκό γι’ αυτόν χώρο της στρατιωτικής αντιπαράθεσης και της συνακόλουθης απειλής χρήσης στρατιωτικών μέσων, πρέπει να έχεις τα μέσα-πολιτικά, στρατιωτικά και τεχνικά-να τον αποτρέψεις να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία. Θα ήταν καλό να αρχίζαμε τη συζήτηση από αυτό το σημείο.

ΠΗΓΗ: SL PRESS