Η έκτακτη σύνοδος του ΚΥΣΕΑ την Κυριακή το απόγευμα εκ των πραγμάτων τροφοδότησε όχι μόνο ανησυχία για το ενδεχόμενο μίας θερμής κρίσης με την Τουρκία, αλλά ακόμα και σενάρια ότι ο Τσίπρας εκμεταλλεύεται την ένταση στην κυπριακή ΑΟΖ για να αναβάλει τις εκλογές της 7ης Ιουλίου. Τίποτα, ωστόσο, δεν επιβεβαιώνει αυτή την υποψία. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ φοβισμένη για να ερωτοτροπεί με ένα τέτοιο σενάριο. Αγωνιά πολύ για το ενδεχόμενο ο Ερντογάν να επεκτείνει το μέτωπο της έντασης, προκαλώντας θερμό επεισόδιο στο καθ’ αυτό ελληνοτουρκικό μέτωπο.
Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ για το SL PRESS
Η μέθοδος είναι γνωστή και δοκιμασμένη: εάν στείλει το ‘Μπαρμπαρός’ για σεισμικές έρευνες στη θάλασσα του Καστελλορίζου, η Αθήνα είναι υποχρεωμένη να αντιδράσει. Σε πρώτη φάση, όπως έχει κάνει και στο πρόσφατο παρελθόν, θα επιχειρήσει με την αποστολή φρεγάτας να παρεμβάλλεται στην πορεία του ερευνητικού σκάφους και κατ’ αυτόν τον τρόπο να εμποδίζει τις σεισμικές έρευνες.
Επειδή, όμως, το ‘Μπαρμπαρός’ είναι δεδομένο πως θα συνοδεύεται από πολεμικά σκάφη, το ενδεχόμενο το ιδιότυπο αυτό μπραντεφέρ να μετεξελιχθεί σε θερμό επεισόδιο δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Ειδικά, εάν ο Ερντογάν είναι αποφασισμένος να φθάσει τα πράγματα μέχρι εκεί. Σύμφωνα με αρμόδιες ελληνικές πηγές, στην Άγκυρα έχει εκπονηθεί σχετικό σχέδιο, αλλά αυτό θα δρομολογηθεί μόνο εάν ανάψει το πράσινο φως ο Τούρκος πρόεδρος. Κι αυτό δεν φαίνεται προς το παρόν να συγκεντρώνει αρκετές πιθανότητες, για τους λόγους που θα αναφέρουμε στη συνέχεια.
Επανερχόμενοι στη σύγκληση του ΚΥΣΕΑ, μπορεί κάποιος να διακρίνει την επικοινωνιακή διάσταση στην πρωτοβουλία του Τσίπρα. Θα ήταν λάθος, ωστόσο, υπό το κράτος των κομματικών αντιθέσεων, να υποτιμηθεί το πραγματικό γεγονός ότι η θερμοκρασία έχει ανεβεί ψηλά στο τρίγωνο Ελλάδα-Κύπρος-Τουρκία. Με αυτή την έννοια, πολύ σωστά έγινε η σύγκληση του ΚΥΣΕΑ και ελπίζουμε σ’ αυτή να ελήφθησαν αποφάσεις, ώστε η Ελλάδα να είναι προετοιμασμένη για κάθε ενδεχόμενο. Πάντως, οι προς το παρόν αποσπασματικές πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας για το περιεχόμενο της συνεδρίασης δεν είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικές.
Η ένταση που έχει προκαλέσει η πιθανολογούμενη γεώτρηση του ‘Πορθητή’ στην κυπριακή ΑΟΖ, όπως και η αιωρούμενη απειλή επέκτασης της έντασης στη θαλάσσια περιοχή του Καστελλορίζου, επαναφέρει το χρόνιο και κρίσιμο ερώτημα: με ποιόν τρόπο η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει την τουρκική επεκτατική πίεση. Και μάλιστα σε μία τόσο δύσκολη για την πατρίδα μας περίοδο, λόγω της οξύτατης και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης. Η κρίση έχει –μεταξύ των άλλων– και αρνητικές επιπτώσεις στο εξοπλιστικό πρόγραμμα των ενόπλων δυνάμεων με ό,τι αυτό σημαίνει για το αξιόμαχό του. Είναι δεδομένο, πάντως, πως η ισορροπία δυνάμεων έχει καταστεί δυσμενέστερη παρά ποτέ για την Ελλάδα.
Απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας όχι χρήση
Παραπάνω υποστήριξα ότι το ενδεχόμενο ο Ερντογάν να προκαλέσει σ’ αυτή τη συγκυρία ελλαδοτουρκική κρίση στο Καστελλόριζο συγκεντρώνει λίγες πιθανότητες. Μέχρι τώρα, η Τουρκία προβάλλει τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της και συντηρεί ένα κλίμα ελεγχόμενης έντασης στο Αιγαίο, αλλά αποφεύγει προκλήσεις, οι οποίες θα υποχρέωναν την Ελλάδα να αντιδράσει δυναμικά.
Οι λόγοι που η Άγκυρα ακολουθεί αυτή την τακτική μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:
Ο πρώτος είναι ότι παραδοσιακά η Τουρκία χρησιμοποιεί την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας για να κερδίζει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το μετακεμαλικό καθεστώς ήταν επεκτατικό, υιοθετούσε επιθετική ρητορική και επιδιδόταν σε προκλήσεις, αλλά επί της ουσίας ήταν βαθιά συντηρητικό. Δεν διακινδύνευε μία ελληνοτουρκική σύρραξη, η οποία, ανεξαρτήτως νικητή στα σημεία, θα ήταν αναπόφευκτα καταστροφική και για τις δύο χώρες. Το μετακεμαλικό καθεστώς φοβόταν όχι αδικαιολόγητα ότι ένας ελληνοτουρκικό πόλεμος ενδεχομένως να άνοιγε τον ασκό του Αιόλου και στο εσωτερικό.
Το καθεστώς Ερντογάν είναι εξίσου συντηρητικό. Επιπροσθέτως, έχει ανοικτό εσωτερικό μέτωπο. Κυρίως ακόμα δεν εμπιστεύεται τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, όπως δείχνουν και τα συνεχιζόμενα κύματα εκκαθαρίσεων τρία χρόνια μετά το πραξικόπημα. Φοβάται μήπως σε περίπτωση σύρραξης με την Ελλάδα οι στρατηγοί, οι οποίοι εκ των πραγμάτων θα αποκτήσουν μεγάλη αυτονομία κινήσεων, ενδεχομένως να την εκμεταλλευθούν για να τον ανατρέψουν. Ειδικά τώρα που οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση έχουν φθάσει σε οριακό σημείο.
Ο δεύτερος είναι ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, παρά τα μεγάλης έκτασης εξοπλιστικά προγράμματα, είναι σε μεγάλο βαθμό αποδυναμωμένες και με πεσμένο ηθικό, λόγω των εκτεταμένων εκκαθαρίσεων και του εσωτερικού εμφυλιοπολεμικού κλίματος. Είναι ποιοτικά διαφορετική υπόθεση οι δύο στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία από μία ελληνοτουρκική σύρραξη. Αλλά και το γεγονός ότι ο Ερντογάν έχει ‘απλώσει πολύ τραχανά’ στα ανατολικά του είναι αποτρεπτικός παράγοντας.
Το αμερικανοτουρκικό ρήγμα
Ο τρίτος και σημαντικότερος λόγος είναι το αμερικανοτουρκικό ρήγμα, το οποίο-τουλάχιστον προς το παρόν-δείχνει αγεφύρωτο. Στην πραγματικότητα, μεταπολεμικά η Τουρκία δεν ήταν ποτέ τόσο διπλωματικά απομονωμένη όσο τώρα. Η υπόθεση των S-400 είναι η κορυφή του παγόβουνου, αλλά το ρήγμα είναι πολύ πιο βαθύ και από τις δύο πλευρές.
Αν και τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Ευρωπαίοι θέλουν να εξαντλήσουν κάθε περιθώριο για να επαναφέρουν την Τουρκία στο δυτικό ‘μαντρί’, τα περιθώρια είναι πλέον πολύ περιορισμένα. Αυτό τουλάχιστον μας διδάσκουν μέχρι τώρα τα γεγονότα. Είναι ενδεικτικό, άλλωστε, ότι πληθαίνουν καθημερινά οι φωνές στο αμερικανικό κατεστημένο εξωτερικής πολιτικής για την ανάγκη ριζικής αναθεώρησης των σχέσεων με την Άγκυρα.
Δεν μπορεί, βεβαίως, να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η Δύση να τα βρει με κάποιον τρόπο με τον Ερντογάν, αλλά οι πιθανότητες για μία τέτοια εξέλιξη συρρικνώνονται. Η ασταθής σημερινή ισορροπία θα μπορούσε να παραταθεί, χωρίς ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά να προβούν στην κίνηση, η οποία θα προκαλέσει οριστική ρήξη. Οι Δυτικοί, άλλωστε, έχουν την υπομονή να αναμένουν τη στιγμή που ο Ερντογάν θα φύγει από τη σκηνή, αν και αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα επαναφέρει την Τουρκία στο δυτικό ‘μαντρί’.
Η συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν
Η παράδοση, όμως, των ρωσικών S-400 τον επόμενο μήνα εκ των πραγμάτων είναι ένα όριο, με την έννοια ότι φέρνει τον κόμπο στο χτένι. Όλα δείχνουν ότι η τελευταία ευκαιρία είναι η συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν στο τέλος του μήνα στην Ιαπωνία. Σ’ αυτή τη συνάντηση, ο Τούρκος πρόεδρος ελπίζει να κάνει μία εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση με σκοπό μία συμφωνία-πακέτο με τις ΗΠΑ.
Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που ο Ερντογάν δεν έχει συμφέρον θα προβεί σε κάποια επιθετική κίνηση προς την Ελλάδα πριν αυτή τη συνάντηση. Θα ήταν σαν να την καταδικάζει εκ των προτέρων. Στην όχι πιθανότερη περίπτωση που οι δύο πλευρές τα βρουν, τόσο το ζήτημα της κυπριακής ΑΟΖ όσο και τα ελληνοτουρκικά θα εισέλθουν σε άλλη τροχιά. Ο αμερικανικός παράγοντας θα αναλάβει ρόλο κάποιου είδους διαιτησίας. Εάν, όμως, δεν τα βρουν, τότε πολύ περισσότερο η Δύση θα έχει συμφέρον να αποτρέψει μία τουρκική επιθετική κίνηση.
Το ρήγμα στις σχέσεις Δύσης-Τουρκίας εκ των πραγμάτων συνιστά σοβαρότατο μειονέκτημα για την Άγκυρα. Και βεβαίως εξ αντιδιαστολής ενισχύει τη θέση της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας στο πολιτικό-διπλωματικό επίπεδο. Αυτό έχει ήδη φανεί από τις πρωτοφανείς ανακοινώσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά και από τη στάση της ΕΕ, έστω κι αν ακόμα δεν έχει κάνει το βήμα επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία.
Παρά τους λεονταρισμούς του, που ταιριάζουν στο ανατολίτικο στυλ ηγεσίας του, ο Ερντογάν είναι προσεκτικός. Είναι ενδεικτικοί οι χειρισμοί του στο μέτωπο της κυπριακής ΑΟΖ. Ο ‘Πορθητής’ πραγματοποιεί γεώτρηση όχι σε παραχωρημένο σε ξένη εταιρεία θαλάσσιο οικόπεδο, ούτε νοτίως της Μεγαλονήσου, όπου η αυθαιρεσία θα ήταν κραυγαλέα. Την πραγματοποιεί δυτικά, σε ένα σημείο που η Τουρκία ισχυρίζεται πως είναι δική της υφαλοκρηπίδα. Και το ‘Γιαβούζ’ –σύμφωνα με τις πληροφορίες– θα τρυπήσει στον κόλπο της κατεχόμενης Καρπασίας.
Με άλλα λόγια, η Άγκυρα και σ’ αυτή την παράνομη και επεκτατική κίνησή της θέλει να κινείται στο όριο. Όταν, λοιπόν, είναι σε εξέλιξη η διπλωματική και νομική μάχη για την κυπριακή ΑΟΖ, θα ήταν παράδοξο για την τουρκική νοοτροπία να ανοίξει ταυτοχρόνως και δεύτερο μέτωπο με έρευνες στη θαλάσσια περιοχή του Καστελλορίζου. Μία τέτοια κίνηση θα εξωθούσε εκ των πραγμάτων και τις ΗΠΑ και την ΕΕ να αντιδράσουν πιο δυναμικά εναντίον της Τουρκίας. Είναι προφανές πως και οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι έχουν κάθε συμφέρον ο Ερντογάν να μην κερδίσει μία μάχη εντυπώσεων στο μέτωπο με την Ελλάδα που θα τον καθιστούσε εθνικό ήρωα στο εσωτερικό της χώρας του.
Ο φόβος του Ερντογάν
Ένας πρόσθετος και πολύ σημαντικός παράγοντας που αποτρέπει τον Τούρκο πρόεδρο να μπει στην περιπέτεια μίας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης είναι ο φόβος του πως οι Αμερικανοί θα χρησιμοποιήσουν ένα θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα ως ευκαιρία και πρόσχημα για να μεθοδεύσουν με κάποιον τρόπο την ανατροπή του. Ο φόβος του είναι μάλλον υπερβολικός, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο ίδιος τον πιστεύει και ως εκ τούτου τον συνυπολογίζει στον σχεδιασμό του στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών.
Για όλους αυτούς τους λόγους, το σενάριο πρόκλησης θερμού επεισοδίου δεν φαίνεται να είναι στην ατζέντα του Τούρκου προέδρου. Όπως προανέφερα, ο Ερντογάν συνεχίζει την τακτική των κεμαλιστών προκατόχων του: χρησιμοποιεί την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας για να αποσπάσει κέρδη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Με άλλα λόγια, η απειλή ενός θερμού επεισοδίου, λόγω του φοβικού συνδρόμου που κυριαρχεί στην Αθήνα, έχει καταστεί πολιτικό-διπλωματικό υπερόπλο.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να αποφύγει προς το παρόν κινήσεις που μπορεί να την εμπλέξουν σε θερμό επεισόδιο. Έχει κάθε λόγο να περιμένει ‘να κάτσει η μπίλια’ στις ταραγμένες αμερικανοτουρκικές σχέσεις, ώστε να είναι σαφές το περιβάλλον, μέσα στο οποίο θα είναι υποχρεωμένη να ανασχέσει την έμπρακτη και κλιμακούμενη τουρκική επεκτατική πίεση.