Όπως είναι γνωστό η Ελλάδα έχει εκφράσει ενδιαφέρον για την προμήθεια τεσσάρων (4) ελικοπτέρων MH-60R SeaHawk για το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ). Στις επιδόσεις του συγκεκριμένου ελικοπτέρου έχουμε αναφερθεί σχετικά, όταν ανακοινώθηκε το ενδιαφέρον του ΠΝ για τα συγκεκριμένα ελικόπτερα. Κατά τη γνώμη υπάρχει και η έκδοση HH-60H, ειδικών επιχειρήσεων και αποστολών, που χρησιμοποιούσαν οι δυνάμεις SEAL του Αμερικανικού Ναυτικού, και αποσύρθηκαν οριστικά τον περασμένο μήνα, η οποία έχουν εξαιρετικό επιχειρησιακό ενδιαφέρον και να μπορούσε να αποτελέσουν αντικείμενο ενδιαφέροντος και για την Ελλάδα.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, όπως μάθαμε, η ελληνική πλευρά ήταν ενήμερη για την απόσυρση των HH-60H και υπήρχε ένα αρχικό ενδιαφέρον τουλάχιστον να υπάρξει μια διερευνητική επαφή. Ωστόσο, όπως φαίνεται δεν προχώρησε η όλη σκέψη και έμεινε σε επίπεδο λεκτικού ενδιαφέροντος. Πιστεύουμε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να δείξει ενδιαφέρον για τουλάχιστον τέσσερα (4) ελικόπτερα, ιδανικά για 6-8 υπέρ της νεοσύστατης Διακλαδικής Διοίκησης Ειδικού Πολέμου (ΔΔΕΠ).
Η ΔΔΕΠ ιδρύθηκε τον Μάιο του 2018 και πλέον όλες οι μονάδες Ειδικών Επιχειρήσεων των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων βρίσκονται υπό μια Διοίκηση, υπεύθυνη για την εκπαίδευση και τις επιχειρήσεις. Φυσικά μόνο οι αλλαγές σε οργανωτικό επίπεδο δεν αρκούν και δεν εξαντλούνται στην δημιουργία μιας ενιαίας διοίκησης. Για να είναι αποτελεσματική η λειτουργία της ΔΔΕΠ θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να υπάρχει και αναβάθμιση του εξοπλισμού, αλλά κυρίως των εναέριων μέσων, διότι η ΔΔΕΠ θα πρέπει να είναι σε θέση να αναπτύσσεται σε ελάχιστο χρόνο σ’ ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Δηλαδή: Αεροκίνηση. Και εδώ είναι που κατά την άποψη μας «κουμπώνουν» τα HH-60H.
Για την ιστορία πρέπει να πούμε ότι SeaHawk ειδικών επιχειρήσεων και αποστολών χρησιμοποιούν οι μονάδες HSC-84 (μέχρι το 2016 που διαλύθηκε) και η HSC-85 (Helicopter Sea Combat Squadron «Red Wolves» και «Firehawks», αντίστοιχα) εδώ και 33 χρόνια. Οι δύο αυτές μονάδες έλκουν την καταγωγή τους από τις μονάδες HAL-3 «Seawolves» (Helicopter Attack Squadron Light) και HC-7 «Sea Devils» (Helicopter Combat Support Squadron), οι οποίες έδρασαν στο Βιετνάμ. Η HAL-3 ιδρύθηκε το 1967 και διαλύθηκε το 1972, ενώ η HC-7 ιδρύθηκε το 1967 και διαλύθηκε το 1975.
Η HAL-3 ήταν εφοδιασμένη με UH-1 Huey και είχε ως αποστολή την προστασία των σκαφών που περιπολούσαν τα ποτάμια και την παροχή εναέριας υποστήριξης στις μονάδες SEAL. Η HC-7 είχε ως αποστολή την έρευνα και διάσωση μάχης. Μετά το Βιετνάμ, τις αποστολές της μονάδας HAL-3 ανέλαβαν οι νεοϊδρυθείσες μονάδες HAL-4 «Red Wolves» (1976) και HAL-5 «Bluehawks» (1977) με ένοπλα ελικόπτερα HH-1K Huey, ενώ η μονάδα HC-7 αντικαταστάθηκε από την HC-9, που διαλύθηκε το 1990.
Η ένταξη των SH-60B SeaHawk στο Αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό το 1983 και οι εξαιρετικές επιδόσεις του ελικοπτέρου δεν πέρασαν απαρατήρητες. Έτσι το 1986 η Sikorsky απέσπασε συμβόλαιο για πέντε (5) ελικόπτερα, βασισμένα στην έκδοση SH-60F, τότε ακόμα υπό ανάπτυξη. Έτσι προέκυψε το HH-60H με ικανότητα εκτέλεσης αποστολών περισυλλογής προσωπικού και έρευνας και διάσωσης μάχης. Η συγκεκριμένη έκδοση επιλέχθηκε, για λόγους συμπίεσης του κόστους, τόσο από το Ναυτικό (HH-60H) όσο και από την Ακτοφυλακή (HH-60J).
Συνολικά παραλήφθηκαν 42 ελικόπτερα. Η πρώτη πτήση του HH-60H έγινε το 1988, ενώ οι παραδόσεις ξεκίνησαν το 1989. Τότε έγινε και η μετονομασία των HAL-4/-5 σε HCS-4/-5, ενώ αποφασίστηκε και η διάλυση της HC-9 καθώς τα νέα ελικόπτερα μπορούσαν να εκτελέσουν αποστολές υποστήριξης ειδικών επιχειρήσεων και αποστολές έρευνας και διάσωσης μάχης, άρα δεν υπήρχε ανάγκη εξειδικευμένης μονάδας. Η μονάδα HCS-5 διαλύθηκε το 2006, ενώ οι επιχειρησιακές της υποχρεώσεις πέρασαν στην ευθύνη της HCS-4 η οποία μετονομάστηκε σε HSC-84. Πέντε (5) χρόνια αργότερα, το 2011, η HCS-5 ιδρύθηκε εκ νέου ως HSC-85. Το 2016 ήταν η σειρά της HCS-84 να διαλυθεί, στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης με στόχο την εξοικονόμηση δαπανών.
Τα νέα HH-60H ήταν, για την εποχή τους, ελικόπτερα κορυφαίων επιδόσεων. Για παράδειγμα, ήταν εφοδιασμένα με το σύστημα HIRSS (Hover InfraRed Suppression System) το οποίο μείωνε σημαντικά το θερμικό ίχνος του ελικοπτέρου, άρα το καθιστούσε ασφαλέστερο. Η πρώτη μεγάλη αναβάθμιση των HH-60H έγινε το 1998 με την προσθήκη του συστήματος FLIR AAS-44 στο ρύγχος του ελικοπτέρου και την πιστοποίησης χρήσης βλημάτων AGM-114K/N Hellfire επί του εκτοξευτή τεσσάρων (4) θέσεων M-299. Επίσης η αρχική διαμόρφωση μεταφοράς δύο (2) πολυβόλων M-60D των 7,62 χιλιοστών και ενός GAU-16 των 12,7 χιλιοστών, αντικαταστάθηκε με τον συνδυασμό των δύο (2) πολυβόλων M-240 και του πολυβόλου τύπου Gatling M-134 GAU-17/A Minigun.
Επίσης ενισχύθηκε η αυτοπροστασία του ελικοπτέρου με την προσθήκη του παρεμβολέα υπέρυθρων ALQ-144, του συστήματος προειδοποίησης κατάδειξης λέιζερ AVR-2, του συστήματος προειδοποίησης εγκλωβισμού από ραντάρ APR-39, του συστήματος προειδοποίησης επερχόμενου βλήματος AAR-47 και του συστήματος εκτόξευσης αναλώσιμων ALE-47 (αργότερα τα συστήματα AVR-2 αφαιρέθηκαν, καθώς η λειτουργία τους ενσωματώθηκε στο βελτιωμένο σύστημα APR-39A(V)2). Τέλος, επιπλέον θωράκιση Kevlar τοποθετήθηκε στο δάπεδο του πιλοτηρίου για προστασία του πληρώματος από βολές όπλων μικρού διαμετρήματος.
Το HH-60H διαθέτει μια σειρά σημαντικών πλεονεκτημάτων όπως είναι η μεγάλη μεταφορική ικανότητα, προσωπικού και φορτίου, η ικανότητα μεταφοράς δύο (2) εξωτερικών δεξαμενών καυσίμου, που αυξάνουν την εμβέλεια του στις πέντε (5) ώρες πτήσης, και ο μεγάλος όγκος πυρός που μπορεί να εκτοξεύσει, είτε με τα πολυβόλα, είτε με τα βλήματα Hellfire. Αν και χαρακτηρίζονται ως ελικόπτερα ειδικών επιχειρήσεων και αποστολών τα HH-60H έχουν αποδειχθεί πολλαπλού ρόλου, ικανά να εκτελούν αποστολές προστασίας αεροπλανοφόρων από ασύμμετρες απειλές (για παράδειγμα μικρά σκάφη), ακόμα και απλές αποστολές ανεφοδιασμού εν πλω πολεμικών πλοίων.
Τα HH-60H χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα τόσο στο Αφγανιστάν όσο και στο Ιράκ για πολλά, συνεχόμενα χρόνια. Από αναφορές και περιστατικά που έχουν δει το φως της δημοσιότητας το HH-60H, σε γενικές γραμμές, έχει αποδώσει αποτελεσματικά στο πεδίο της μάχης σε διάφορα σενάρια υποστήριξης ειδικών επιχειρήσεων και αποστολών. Το πρώτο σημαντικό πλεονέκτημα των ελικοπτέρων είναι ο μεγάλος χρόνος παραμονής στον αέρα (πέντε ώρες με δύο εξωτερικές δεξαμενές καυσίμου).
Αυτό το πλεονέκτημα επίδοσης μετατράπηκε σε επιχειρησιακό πλεονέκτημα ως εξής: Ένας αριθμός HH-60H πετούσε προς μια περιοχή ενδιαφέροντος. Προπορεύονταν τα ελικόπτερα υποστήριξης, τα οποία αιωρούνταν πάνω από την περιοχή ενδιαφέροντος και με το σύστημα FLIR αναγνώριζαν της περιοχή και καθοδηγούσαν τις μονάδες ειδικών επιχειρήσεων στην ασφαλέστερη δυνατή περιοχή, πάντα κοντά στο στόχο. Σε περίπτωση απειλής εκτελούσαν κατασταλτικά πυρά, με τα πολυβόλα και τους Hellfire. Η διαδικασία παροχής κατασταλτικών πυρών διαρκούσε όσο διαρκούσε η αποβίβαση των ειδικών δυνάμεων, ενώ στη συνέχεια περνούσαν σε φάση εκτέλεσης αποστολών εγγύς υποστήριξης, όταν γινόταν σχετικό αίτημα.
Παράλληλα, άλλα ελικόπτερα του σχηματισμού παρείχαν δυνατότητα περισυλλογής και ταχείας μεταφοράς τραυματιών. Σύμφωνα με αναφορές, υπήρχαν περιπτώσεις που HH-60H παρέμεναν μόνα τους στο πεδίο μάχης όταν άλλα ελικόπτερα, που συμμετείχαν στην ίδια επιχείρησης, όπως τα MH-53 Pave Low ή τα UH-60 στου Στρατού, έπρεπε να φύγουν για εναέριο ανεφοδιασμό. Η αξία των HH-60H είναι δεδομένη για το Αμερικανικό Ναυτικό, ίσως γι’ αυτό αποφασίστηκε η αντικατάσταση τους από την ικανότερη έκδοση MH-60S, η οποία άρχισε να εντάσσεται σε υπηρεσία το 2002.
Αν και τα δύο ελικόπτερα είναι σχεδόν πανομοιότυπα εξωτερικά, εντούτοις το MH-60S, το οποίο βασίζεται στο UH-60L Black Hawk, διαθέτει μια σειρά βελτιώσεων, σε σχέση με την έκδοση HH-60H, όπως αυξημένη προστασία, νέα και ικανότερα ηλεκτρονικά συστήματα (avionics), σύστημα ζεύξης δεδομένων (Data Link) και βελτιωμένες επικοινωνίες. Επίσης διαθέτει μεγαλύτερη καμπίνα και δύο (2) συρόμενες θήρες, αντί της μίας (1) που διαθέτει η έκδοση HH-60H. Ουσιαστικά το MH-60S είναι ένα ελικόπτερο ειδικών επιχειρήσεων και αποστολών, πρωτίστως, αλλά και πολλαπλού ρόλου αν χρειαστεί.
Το μειονέκτημα του MH-60S, σε σχέση με το HH-60H, είναι ότι ενσωματώνει εσωτερικές, προσθαφαιρούμενες, δεξαμενές καυσίμου, οι οποίες αυξάνουν μεν την εμβέλεια του ελικοπτέρου, αλλά μειώνουν το εσωτερικά μεταφερόμενο φορτίο. Ωστόσο τα MH-60S έχουν το ίδιο cockpit με τα MH-60R, κάτι που σημαίνει ότι τα δύο ελικόπτερα μπορούν να επιχειρούν ταυτόχρονα και αρμονικά, ανταλλάσσοντας δεδομένα και πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο, ανά πάσα στιγμή. Έτσι μπορούν να εφαρμόσουν τακτικές «hunter-killer», ιδιαίτερα σε παράκτια ή κορεσμένα αμυντικά περιβάλλοντα (ιδιαίτερα σημαντική ικανότητα για μια κλειστή θάλασσα όπως είναι το Αιγαίο).
Τα τελευταία HH-60H πέταξαν επιχειρησιακά τον Μάρτιο του 2019, ενώ τον Μάιο του 2019, σε ειδική τελετή, η μονάδα HSC-85 έπαψε οριστικά τη χρήση των HH-60H. Ωστόσο, κάποια από τα HH-60H, όχι όλα, θα παραχωρηθούν στην Ακτοφυλακή όπου, ως MH-60T, θα συνεχίζουν να υπηρετούν σε ρόλο έρευνας και διάσωσης.