Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Αθήνα έδωσε τη μάχη για το Μακεδονικό με δύο κυρίως κατηγορίες επιχειρημάτων: Η πρώτη ήταν η απειλή εναντίον της ελληνικής Μακεδονίας, λόγω των διεκδικήσεων της σλαβομακεδονικής πλευράς. Η δεύτερη κατηγορία ήταν τα ιστορικά επιχειρήματα για την ελληνικότητα του ονόματος Μακεδονία.
Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ για το SL PRESS
Η Αθήνα διαμαρτυρόταν δικαιολογημένα ότι οι Σλαβομακεδόνες σφετερίζονται την αρχαία μακεδονική κληρονομιά, αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ιστορικής κληρονομιάς. Η ελληνική διπλωματία μετέτρεψε σε εξαγώγιμο είδος μία επιχειρηματολογία, που ευαισθητοποιεί μόνο τους Έλληνες και κάποιους λίγους αλλοδαπούς, που γνωρίζουν καλά την ιστορία. Αναμφίβολα, ο σφετερισμός είναι ενοχλητικός. Ήταν σαφές εξ αρχής, όμως, ότι δεν μπορούσε να στηρίξει αποτελεσματικά μία τόσο δύσκολη πολιτική επιχείρηση, όπως η αλλαγή του ονόματος μίας χώρας και μίας εθνότητας.
Η διαμάχη για το όνομα δεν είναι μόνο μία διαμάχη για την ιστορία. Η οικειοποίηση του γεωγραφικού όρου “Μακεδονία” και η φόρτισή του με εθνικό περιεχόμενο είναι γεωπολιτικό πρόβλημα. Είναι το όχημα του φαντασιακού αλυτρωτισμού-επεκτατισμού. Προφανώς, η FYROM δεν μπορεί να απειλήσει στρατιωτικά την Ελλάδα. Μπορεί, ωστόσο, να λειτουργήσει σαν αγκάθι στα πλευρά της και κατ’ αυτόν τον τρόπο να της προκαλεί πολιτική-διπλωματική κατατριβή, δηλαδή πολιτικό-διπλωματικό κόστος.
Η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών εκ των πραγμάτων ανοίγει τον δρόμο στους εγχώριους σλαβομακεδονικούς πυρήνες να εγείρουν με πολύ καλύτερες προϋποθέσεις ζήτημα “μακεδονικής μειονότητας” στην ελληνική Μακεδονία. Και επειδή αυτός ο δρόμος είναι σχετικά δύσβατος, η οργάνωση “Ουράνιο Τόξο”, παρότι περιθωριακή, είναι ικανή να δημιουργήσει προβλήματα, ιδρύοντας φροντιστήρια για τη διδασκαλία της αναγνωρισμένης πλέον από την Ελλάδα “μακεδονικής” γλώσσας. Τα χρήματα δεν της λείπουν.
Πώς άραγε η Πολιτεία θα σταματήσει το “Ουράνιο Τόξο”; Προφανώς εφεξής θα είναι αδύνατο με νόμιμο τρόπο. Με άλλα λόγια, το αγκάθι θα αρχίσει να λειτουργεί και να επιβαρύνει τις σχέσεις Αθήνας-Σκοπίων. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Συμφωνία των Πρεσπών όχι μόνο δεν έκλεισε την περίοδο του διμερούς διπλωματικού πολέμου για το όνομα, αλλά δημιούργησε πρόσθετο εμπόδιο για την ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας.
Το Μακεδονικό ως παράγοντας γεωπολιτικής αστάθειας
Κατά συνέπεια, με τη Συμφωνία ωθείται το γειτονικό κράτος, υπό την επήρεια του ιδεολογήματος του Μακεδονισμού να μετατραπεί σε παράγοντα αστάθειας στα νότια Βαλκάνια. Κι αν η κυβέρνηση Ζάεφ αποφύγει το επόμενο διάστημα να εισέλθει σ’ αυτόν ολισθηρό δρόμο, κατά πάσα πιθανότητα θα εισέλθει μία μελλοντική κυβέρνηση του VMRO. Είναι κοινός τόπος στη διεθνή διπλωματία πως οι συμφωνίες μεταξύ κρατών συνάπτονται με όρους που να μην εξαρτώνται από το ποια κυβέρνηση θα βρίσκεται στο τιμόνι της μία ή της άλλης χώρας.
Η σύγχρονη γεωπολιτική πτυχή του Μακεδονικού χρησιμοποιήθηκε αποσπασματικά, ενώ θα έπρεπε να είναι ο κορμός. Τα ιστορικά επιχειρήματα έπρεπε να έχουν επικουρικό ρόλο. Με άλλα λόγια, ακόμα και εάν οι Σλαβομακεδόνες δήλωναν πως δεν έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους Μακεδόνες το πρόβλημα δεν θα λυνόταν. Γι’ αυτό και οι σχετικές αναφορές που υπάρχουν στη Συμφωνία των Πρεσπών σχετικά με την αρχαία μακεδονική κληρονομιά δεν λύνουν το πρόβλημα.
Με τον τρόπο που η ελληνική πλευρά χειρίσθηκε την υπόθεση, επέτρεψε στους Δυτικούς να θεωρήσουν το Μακεδονικό σαν μία διαμάχη για την ιστορία χωρίς πρακτικό περιεχόμενο. Η θεώρηση αυτή τους βόλευε πολύ σ’ εκείνη τη συγκυρία και η Αθήνα τους διευκόλυνε να αποφύγουν τη γεωπολιτική ουσία του προβλήματος και να ισχυρισθούν ότι η ελληνική απαίτηση για αλλαγή του ονόματος ήταν υπερβολική και ανεδαφική.
Αλλά και όποτε η Αθήνα επικαλέσθηκε τη γεωπολιτική πτυχή, την επικαλέσθηκε με φοβικά και ως εκ τούτου διόλου πειστικά επιχειρήματα. Ποιος και γιατί να δώσει βάση στο επιχείρημα ότι η εθνική ασφάλεια και πολύ περισσότερο η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας κινδυνεύει από τις επεκτατικές διαθέσεις και τον αλυτρωτισμό των Σλαβομακεδόνων;