Πριν 18 σχεδόν χρόνια, από την διάρκειας μίας ώρας μαγνητοσκοπημένης ανάλυσή μου για την Τουρκία δεν παίχτηκε ούτε ένα λεπτό. Και αυτό γιατί προφανώς ήμουν εκτός της γραμμής ΜΜΕ,δημοσιογράφων και πολιτικών για τη δήθεν ελληνοτουρκική «φιλία». Ήταν λίγο μετά τη «συμφωνία» ή, καλύτερα, τον συμβιβασμό του Ελσίνκι.
Ποια ήταν η κεντρική γραμμή της τοποθέτησής μου;Μα φυσικά η προειδοποίηση για την αυξανόμενη ισχύ και επιθετικότητα της Τουρκίας, ιδιαίτερα λόγω της μεγάλης αύξησης του πληθυσμού, της δημιουργίας πολεμικής βιομηχανίας και της απόκτησης οπλικών συστημάτων που εντάσσουμε στην κατηγορία των στρατηγικών όπλων, όπως δορυφόρων, πυραύλων, χημικών, κ.ά.
Η κυρίαρχη ιδεολογία του πολιτικο-δημοσιογραφικού συστήματος επεφύλαξε την ίδια συμπεριφορά, της αποσιώπησης, και σε άλλους συναδέλφους μου. Ίσως η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση ήταν απαξίωση του σήματος κινδύνου που εκπέμφθηκε με την μετάφραση και δημοσίευση στα Ελληνικά του βιβλίου του Νταβούτογλου «Το στρατηγικό βάθος», στο οποίο ξεδιπλωνόταν από τότε ολόκληρη η φιλοσοφία της νεο-οθωμανικής εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν. Προσωπικά δε, είχα τότε επιμείνει στις πυρηνικές φιλοδοξίες της Τουρκίας και του Ερντογάν, καθώς η ανάπτυξη εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας βρισκόταν στο προεκλογικό πρόγραμμα του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΚΔΑ).
Σήμερα τα πράγματα έχουν φθάσει στην αντίθετο άκρο.Έτσι από την παντελή αδιαφορία για τα θέματα της Τουρκίας, ο μέσος τηλεθεατής έχει να υπομείνει, αθροιστικά και σχεδόν ανά κανάλι, τουλάχιστον μισή ώρα ημερήσιας ενημέρωσης για την Τουρκία, για το τι δήλωσε ο κάθε Υπουργός, ο κάθε σύμβουλος του Ερντογάν, ο κάθε βουλευτής, εν τέλει ο οιοσδήποτε Τούρκος ή κάθε καθεστωτικά ελεγχόμενη εφημερίδα της γείτονος για την Ελλάδα, την αιγιαλίτιδα ζώνη, την ΑΟΖ, και πάει λέγοντας. Όλα αυτά συνήθως με μουσική υπόκρουση, που αν μη τι άλλο ανησυχεί τον μέσο τηλεθεατή, ο οποίος δεν έχει ούτε την πλήρη εικόνα ούτε απαραιτήτως τις γνώσεις για να κρίνει.
Η με αυτήν την συχνότητα επανάληψη των συγκεκριμένων ειδήσεων καταλήγει ακούσια και ουσιαστικά σε υβριδικό πόλεμο κατά της χώρας μας, ο οποίος διεξάγεται δωρεάν και μάλιστα από εμάς τους ίδιους εναντίον μας. Διότι ο υβριδικός πόλεμος – σε όποια πηγή και αν ψάξει κανείς – περιλαμβάνει, εκτός των στρατιωτικών, και επιχειρήσεις παραπληροφόρησης, προπαγάνδας, αλλοίωσης των απόψεων και του ηθικού των πολιτών, και, εν τέλει, διαμόρφωση της κοινής γνώμης της αντίπαλης χώρας. Γιατί λοιπόν ο οιοσδήποτε Ακάρ να μην κάνει κάθε μέρα και από μία δήλωση όταν είναι απολύτως βέβαιος ότι αυτή θα αναμεταδοθεί ταχύτατα από τα Ελληνικά μέσα;
Πολλές από τις μεταδιδόμενες ειδήσεις είναι όντως ακριβείς. Ωστόσο η έμφαση είναι συχνά επιτηδευμένη, ειδικά όταν έχεις κάποιους αυτοαποκαλούμενους αναλυτές, οι οποίοι είναι έτοιμοι να επαναλάβουν ό,τι τους ζητάει η παραγωγή και να εστιάσουν σε μία διάσταση της πραγματικότητας ή μίας ανούσιας λεπτομέρειας. Και για να μη πει κανείς ότι αυτά δεν συμβαίνουν…, σημειώνω εδώ πως, σε ότι με αφορά, το καλοκαίρι του 2017 αρνήθηκα δύο φορές να συμπράξω σε ρεπορτάζ, στο οποίο χαρακτηριστικά και ρητά μου ζητήθηκε να πω «για τον άμεσο κίνδυνο πολέμου» στα Βαλκάνια εξαιτίας της Τουρκίας και της «Μεγάλης Αλβανίας».
Όμως, υπάρχουν και πάρα πολλές ειδήσεις που δεν μεταδίδονται. Δεν ενημερώνονται οι πολίτες για την οικονομική κατάσταση του μέσου Τούρκου πολίτη, για τον πληθωρισμό που καλπάζει, για τις επιχειρήσεις που κλείνουν στην Τουρκία, για τα σφραγισμένα φέρετρα των στρατιωτών που επιστρέφουν από την Συρία και την Ανατολική Τουρκία, για τις αποτυχίες των Τούρκων στη Συρία και στο Ιράκ, για το ότι έχει φύγει τα περισσότερα έμπειρα στελέχη της Πολεμικής της Αεροπορίας, για το ότι η Τουρκία έχει ενεργειακό πρόβλημα, για το ότι το νέο αεροδρόμιο είναι ημιτελές ή για το ότι οι φτηνές και «με εξαιρετικό service» (όπως έχω ακούσει κάποιους από Ελλάδα και Κύπρο να λένε) αερογραμμές της χρηματοδοτούνται από το κράτος και λειτουργούν στο όριο της πτώχευσης για να προβάλουν την Τουρκία. Όπως δεν ενημερώνονται οι Έλληνες για τις αμέτρητες διώξεις που κάθε μέρα και συστηματικά υφίστανται δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, επιστήμονες, καλλιτέχνες, δημιουργοί, στρατιωτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, πολίτες άλλων θρησκευμάτων και, εν τέλει, το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Και τι θέλεις να γίνει, θα μου πει κάποιος, να σταματήσει η ενημέρωση; Ασφαλώς όχι!
Αλλά, ρωτάω, με τη σειρά μου, δεν πρέπει να έχει ο πολίτης την σωστή, τουλάχιστον ισορροπημένη, ενημέρωση και εκτίμηση; Διότι, ασφαλώς, η Τουρκία είναι ένας γείτονας που απειλεί και πρέπει να προσέχουμε. Ασφαλώς προσπαθεί να αυξήσει την στρατιωτική ισχύ της και ενδεχομένως να προβεί σε επιχειρήσεις. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμίζεται η πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική ισχύς της χώρας μας, να προβάλλονται οι αδυναμίες και οι αποτυχίες της Τουρκίας και, κυρίως, να μην οδηγούνται οι πολίτες στην κατάθλιψη και στο ερώτημα που τόσο συχνά ακούω να (μου) απευθύνεται στην καθημερινότητα: «θα γίνει πόλεμος»;
Ταυτοχρόνως, η όποια δημόσια συζήτηση θα μπορούσε να στοχεύει στη δημιουργία μίας μεσοπρόθεσμης πολιτικής αντιμετώπισης του ταραξία της περιοχής μας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα μπορούσε να εξετασθεί το αν θα ήταν δίκαιο και σκόπιμο οι αυτού του είδους υβριδικές επιχειρήσεις να στραφούν κατά της ίδιας της Τουρκίας. Μήπως δηλαδή ως πολίτες και ως μέσα ενημέρωσης, που πιστεύουμε στη δημοκρατία και στην ελευθερία, θα έπρεπε να προβάλουμε πολύ περισσότερο, ειδικά στο εξωτερικό, το τι ακριβώς συμβαίνει στην γείτονα, το πόσο και σε ποια ένταση παραβιάζεται κάθε κανόνας δικαίου και δημοκρατίας, το πόσο τελικά υποφέρουν οι άνθρωποι εκεί;
Τι θα καταφέρουμε;… θα ρωτήσει πάλι ο δύσπιστος. Πριν απαντήσει ο καθένας σε αυτήν την ερώτηση ας αναλογιστεί το κόστος που πλήρωσε και πληρώνει η Σαουδική Αραβία για την υπόθεση Κασόγκι και ας κρίνει αν το γειτονικό κράτος, με τόσες παρόμοιες υποθέσεις, μπορεί να υποστεί για την συμπεριφορά του σε εμάς, σε άλλους γείτονες, αλλά και τους ίδιους τους πολίτες του, ένα κόστος που τελικά δίκαια του αναλογεί.