Ο Alfred Thayer Mahan, ο αμερικανός ναύαρχος που έθεσε τις βάσεις για τη θαλάσσια ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών, δημοσίευσε το 1902 ένα άρθρο με τίτλο «Η ανασκόπηση και η προοπτική».
Γράφει ο Υποναύαρχος (εα) ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΪΛΑΣ για το LIBERAL
Εκείνη την εποχή, οι ΗΠΑ επεδίωξαν την πρώτη υπερπόντια εκστρατεία κατά των μεγάλων εξεγέρσεων, στα νησιά των Φιλιππίνων. Όπως υποδηλώνει ο τίτλος του άρθρου, ο Mahan εκτελώντας μια ανασκόπηση γεγονότων του δεκάτου ενάτου αιώνα ερεύνησε και εντόπισε τις τάσεις με σκοπό την ώθηση προς τα εμπρός για το Αμερικανικό Ναυτικό του 20ο αιώνα. Σταχυολόγησε τις γνώσεις του παρελθόντος, παραλληλίζοντας με το παρόν, όπως ήταν τα απρόοπτα γεγονότα του πολέμου των Φιλιππίνων, ώστε να καταλήξει στις απαιτήσεις του μέλλοντος. Συνδέοντας το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, ήταν αυτός που προανήγγειλε τη μακρόπνοη φύση της Ναυτικής στρατηγικής και του Ναυτικού πολέμου, φυσικά σε γενικές γραμμές αλλά κατάφερε το τελικό αποτέλεσμα να τύχει ειδικότερης μελέτης και ευρύτατης αποδοχής.
Αυτή η προσπάθεια του Mahan, να αξιοποιήσει την εμπειρία του παρελθόντος θα πρέπει, αφενός να μας εμπνεύσει να ατενίσουμε το μέλλον, αφετέρου να θυμόμαστε συνεχώς, όπως έθεσε τα όρια της πρόβλεψης του, έτσι κι εμείς να θέτουμε τα δικά μας όρια, αφού δεν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον με βεβαιότητα. Πράγματι, το μέλλον δεν είναι προκαθορισμένο. Εξαρτάται από τις δικές μας στρατηγικές επιλογές αλλά και των άλλων δρώντων. Επίσης, από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στα αντικρουόμενα συμφέροντα, και το παιχνίδι των ευκαιριών και των εκτάκτων αλλαγών που ο Θουκυδίδης περιγράφει με έμφαση στο κλασικό έργο του περί Πελοποννησιακού Πολέμου. Αυτό θα εξαρτηθεί επίσης από την αλληλεπίδραση στρατηγικών, σήμερα ιδίως στον κυβερνοχώρο ο οποίος τείνει να είναι το αντικείμενο συνεχούς ανταγωνισμού. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αποκτήσουμε αμυντική ισχύ αποτροπής, να προετοιμάσουμε τις υπηρεσίες πληροφοριών μας στις διαφορετικές εναλλακτικές πρακτικές με προβλεπτικότητα ώστε να ελεγχθούν όλα τα πιθανά σενάρια που οι επιπτώσεις τους να μην καταφέρουν να αδρανοποιήσουν την άμυνά μας στο δυναμικό και επικίνδυνο περιβάλλον που αναδύεται. Επίσης να μην επιτρέψουμε να αμφισβητηθεί η ναυτική ισχύ μας, διότι θα κινδυνεύουμε να επαναλάβουμε την εμπειρία των χρόνων του Βυζαντίου που είχε αποδυναμωθεί ο στόλος.
Ιστορικό Παράδειγμα
Από τον 7ο μΧ αιώνα που οι Άραβες δημιούργησαν ναυτική δύναμη ικανή να επιδιώξουν την κυριαρχία των θαλασσών της Ανατολικής Μεσογείου ανάγκασαν το βυζαντινό ναυτικό να περάσει στην άμυνα. Τον 13ο αιώνα, το βυζάντιο έχασε σημαντική δύναμη και επιρροή από τις ιταλικές πόλεις και η ελληνική ναυτική ισχύς είχε φτάσει σε ένα πολύ χαμηλό σημείο στην ιστορία της, αν και Έλληνες ναυτικοί συνέχιζαν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο με την εξυπηρέτηση των ξένων πλοίων.
Έτσι κινούμενο παρακμιακά το βυζαντινό ναυτικό, θα φτάσουμε στο 1453 όπου είχε χάσει παντοιοτρόπως την ικανότητά του να διατηρεί ανοικτές γραμμές ανεφοδιασμού της Κωνσταντινούπολης, και αυτό υπήρξε ο κύριος παράγοντας της οθωμανικής νίκης. Βέβαια πολύ πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι αυτοκράτορες του βυζαντίου είχαν εγκλωβιστεί από την ισχύ των ιταλικών δημοκρατιών, της Γένοβα και της Βενετίας. Με το εμπόριο της αυτοκρατορίας κατεστραμμένο ολοσχερώς, δύσκολα θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια θαλάσσια ισχύ. Ότι θαλάσσια δραστηριότητα ήταν ακόμα σε ελληνικά χέρια, ήταν τοπικού χαρακτήρα και οικονομικά ασήμαντη. Λόγω αυτής της πτώσης της βυζαντινής θαλάσσιας ισχύος, οι Βενετοί και οι Οθωμανοί ήταν αυτοί που αξιοποιούσαν ή καλύτερα εκμεταλλευόντουσαν τις δεξιότητες των Ελλήνων ναυτικών και τεχνιτών των παράκτιων περιοχών του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας. Έχοντας χάσει την οικονομική ζωτικότητα της, η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει τη ναυτική παράδοση της. Εμπόριο και ναυπηγική βιομηχανία είχε πλέον περάσει σε ξένα χέρια.
Επιστρέφοντας στο σήμερα, σημειώνουμε τη συνεχή ανάπτυξη των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων επισημαίνοντας ότι το τουρκικό ναυτικό έχει ένα μεγάλο αριθμό αρματαγωγών, φρεγατών και ενός αυξανόμενου αριθμού υποβρυχίων. Πιο σοβαρή απ’ όλα, περιγράφουμε την αυξανόμενη απειλή που ανοίγει μια νέα εποχή για τον τουρκικό ιμπεριαλισμό. Ο καθορισμός των ΑΟΖ, στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή έχει μετατρέψει την Τουρκία σε μια επεκτατική, περιφερειακή εξουσία.
Δεδομένου ότι καμία πραγματική απόδειξη της παρακμής του ελληνικού ναυτικού υπάρχει, είμαστε πολλές φορές αναγκασμένοι να βασιζόμαστε στη στείρα, παραμορφωμένη, και προκατειλημμένη ιστορική αναλογία για να τεκμηριώσουμε την επιχειρηματολογία μας. Οι ιστορικές αναλογίες είναι προσεκτικές και αποφεύγουμε να κάνουμε άμεσες συγκρίσεις μεταξύ της αυξανόμενης ισχύος του πολεμικού ναυτικού της Τουρκίας και της πραγματικής δύναμης του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.
Πως θα μπορούσε να μοιάζει το μελλοντικό παγκόσμιο περιβάλλον ασφαλείας;
Μια στρατηγική συνεργασιών για απόκτηση μεγαλύτερης θαλάσσιας ισχύος τον 21ου αιώνα προβλέπετε να δημιουργεί αναταράξεις κατά τα προσεχή έτη. Η νέα θαλάσσια στρατηγική προβλέπει μια σημαντική στροφή στην παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων προς τις περιοχές της νοτιοανατολικής Μεσογείου, της Ινδίας, της Σινικής θάλασσας, και του Ειρηνικού. Περιοχές με αυξημένη γεωστρατηγική σημασία όχι μόνο για τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και τις αναδυόμενες ισχυρές δυνάμεις, όπως η Ρωσία η Ινδία και η Κίνα. Συντάκτες της στρατηγικής αναγνωρίζουν ότι η ναυτική παρουσία της Ρωσίας και της Κίνας στους ωκεανούς του Ειρηνικού, του Ινδικού και στα θερμά νερά της Μεσογείου, πιθανότατα θα είναι πλέον ένα μόνιμο χαρακτηριστικό της παγκόσμιας πολιτικής. Την ίδια στιγμή, που για εμάς ειδικά, άλλες παραδοσιακές και ακανόνιστες απειλές, παρουσιάζονται από την Τουρκική επιθετικότητα, από την τρομοκρατία στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, και εξακολουθούν να απαιτούν πολιτική προσοχή και συνεχή στρατηγικό σχεδιασμό. Η εξάπλωση των οπλικών, βαλλιστικών και δορυφορικών συστημάτων θα μπορούσε να παρεμποδίσει την πρόσβαση των ναυτικών δυνάμεων τόσο στα παγκόσμια κοινά όσο και στη Μεσόγειο, άρα είναι μια άλλη ανησυχητική τάση που χρειάζεται να μας προβληματίσει.
Ένα εχθρικό στρατηγικό περιβάλλον αναμένεται να συναντήσουν οι ναυτικές μονάδες τόσο εν πλω όσο και εν όρμω. Το μέλλον θα μπορούσαμε να το παρομοιάσουμε με την περίοδο μεταξύ του 1890 και 1945, όταν πολλές ναυτικές δυνάμεις, παρακινούμενες από τις μεγάλες συγκρούσεις συμφερόντων, ανταγωνίστηκαν για την απόκτηση στρατηγικού πλεονεκτήματος στο θαλάσσιο χώρο. Σήμερα η Τουρκία, διαθέτει τη δυνατότητα ως μια μεγάλη ναυτική ανταγωνιστής της Ελλάδας στο Αιγαίο και την Νοτιοανατολική Μεσόγειο, δείχνοντας μια τάση για ριζικά ασύμμετρες επιχειρήσεις και με τακτική υβριδικού πολέμου προσπάθεια να αντιμετωπίσει το Πολεμικό Ναυτικό της Ελλάδας.
Τι δέον γενέσθαι;
Πλέον, οι σχεδιαστές στρατηγικής πρέπει να αντιλαμβάνονται τη διαφαινόμενη απειλή όχι μόνο για μια πιθανή σημειακή κρίση στο Αιγαίο αλλά και για μια απροσδόκητη και ταχεία συσσώρευση με ποιοτικά χαρακτηριστικά του τουρκικού στόλου στη θάλασσα της νοτιοανατολικής Μεσογείου, αλλά και συνδυασμό αυτών. Να τονίσουμε επίσης πώς μια τεχνολογική αναβάθμιση μπορεί να ενισχύσει τις δυνατότητες επιχειρήσεων απαγόρευσης. Έτσι η Τουρκία όλο και περισσότερο προσανατολίζεται προς τα έξυπνα όπλα, πιο stealth υποβρύχια, περισσότερο περίπλοκους αισθητήρες, και προπάντων για μια όλο και πιο απειλητική συστοιχία πυραύλων, ακόμη και πυρηνικών. Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι S-400 εφόσον αποκτηθούν, θα ασκήσουν ακόμη μεγαλύτερη επιρροή στις θαλάσσιες συγκρούσεις από ότι θα έκανε η Τουρκική Αεροπορία.
Μια χώρα δεν χρειάζεται να είναι μια μεγάλη ναυτική δύναμη με παραδόσεις για να προβεί σε τεχνολογική αναβάθμιση και να βρεθεί σε πλεονεκτική θέση ώστε να αμφισβητήσει τις Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και να διαταράξει την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Επίσης οι αβεβαιότητες που περιβάλλουν τις πυρηνικές φιλοδοξίες της Τουρκίας συνεχίζουν να περιπλέκουν τη γεωμετρία της αποτροπής στην περιοχή. Μια περιοχή παγκοσμιοποίησης όπως έχει γίνει η νοτιοανατολική Μεσόγειος, όπου συνδυάζοντας πυραύλους, νάρκες, με ταχύπλοα σκάφη, φρεγάτες, υποβρύχια και ακανόνιστη ισχύ από μια ριζικά ασύμμετρη λειτουργική έννοια, η Τουρκία μπορεί να είναι σε θέση να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στρατηγικής για τον Ελληνισμό και τους συμμάχους μας.
Οι ένοπλες δυνάμεις του Ελληνισμού, αναμφίβολα πρέπει να κατέχουν ισχυρή αποτρεπτική δύναμη με επαρκείς κρίσιμες δεξιότητες για να οδηγήσουν με επιτυχία τις μεικτές και συνδυασμένες επιχειρήσεις σε αυτό το περιβάλλον, καθώς και για την εκτέλεση των εθνικών στρατηγικών και πολιτικών. Στα διάφορα σενάρια, θα πρέπει να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους το Πολεμικό μας Ναυτικό και οι σύμμαχοί μας στην περιοχή θα μπορέσουμε να αποτρέψουμε τον πόλεμο κατά μήκος του ανατολικού Αιγαίου και της Κύπρου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Πρέπει επίσης να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους οι ημέτερες και συμμαχικές ναυτικές δυνάμεις θα βοηθήσουν να κερδίσουμε έναν πόλεμο, σε όλα τα πιθανά θαλάσσια θέατρα σύγκρουσης.
Συμπεράσματα
Στα εξεταζόμενα σενάρια, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τη διαδικασία για την ανάλυση της πολιτικής, της στρατηγικής και των λειτουργιών που θα ενσωματώνουν πολιτικές του Ελληνισμού και μόχλευση στρατιωτικών και μη στρατιωτικών δυνατοτήτων για την προώθηση εθνικών συμφερόντων και την επίτευξη των εθνικών στόχων όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά και στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Ως σημείο εκκίνησης, πρέπει να σταθμίσουμε τις διαφορές στη πολιτική που μπορεί να φέρει τον Ελληνισμό και τους συμμάχους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο ΝΑΤΟ, τις διμερείς και τριμερείς συμμαχίες σε βίαιες συγκρούσεις με τους δυνητικούς αντιπάλους.
Σημαντική είναι η πρόβλεψη των στρατηγικών που οι αντίπαλοι μας μπορεί να υλοποιήσουν για την επίτευξη των πολιτικών τους, βοηθώντας μας να αξιολογούμε τις επιχειρησιακές τους δυνατότητες σε σχέση με τις δικές μας.
Και τέλος, κυρίαρχο θέμα της στρατηγικής και του πολέμου φυσικά είναι να αξιολογήσουμε τη δυνατότητα να αντλήσουμε στρατηγικό πλεονέκτημα από τη σφυρηλάτηση όλων των συμμαχιών.