Ως συμβατική ημερομηνία έναρξης του πολέμου στο Βιετνάμ θεωρείται η 31η Ιανουαρίου του 1965, όταν η Αμερικανική Αεροπορία βομβάρδισε θέσεις των Βιετκόνγκ. Ο πόλεμος τελείωσε στις 30 Απριλίου του 1975, όταν η Σαϊγκόν κατελήφθη από τις δυνάμεις των Βιετμίνχ και των Βιετκόνγκ. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 23 Απριλίου, ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ είχε δηλώσει, σε τηλεοπτικό διάγγελμά του, ότι για τις ΗΠΑ ο πόλεμος και η εμπλοκή στο Βιετνάμ είχαν τελειώσει. Όπως αποδείχθηκε από τα γεγονότα η δήλωση του Αμερικανού Προέδρου, στις 23 Απριλίου, λειτούργησε καταλυτικά για τα γεγονότα που ακολούθησαν. Μολονότι οι Αμερικανοί γνώριζαν ότι μια γενική επίθεση των Βιετμίνχ εναντίον της πρωτεύουσας του Νοτίου Βιετνάμ Σαϊγκόν ήταν ζήτημα χρόνου, η δήλωση Φορντ επιτάχυνε τις εξελίξεις.
Στις 27 Απριλίου, οι δυνάμεις του Βόρειου Βιετνάμ, σε συνεργασία με τους Βιετκόνγκ (κομμουνιστές αντάρτες εντός του Νοτίου Βιετνάμ), υπό την ηγεσία του στρατηγού Βαν Τιεν Νταγκ, πραγματοποίησαν μεγάλη επίθεση με στόχο τη Σαϊγκόν. Μετά από καταιγιστικό βομβαρδισμό και σε λιγότερο από 48 ώρες, οι δυνάμεις των Βιετμίνχ και Βιετκόνγκ είχαν καταφέρει να καταλάβουν τα στρατηγικότερα σημεία της πόλης και να υψώσουν τη σημαία του Βορείου Βιετνάμ στο προεδρικό μέγαρο, που ήταν το τελευταίο σύμβολο της παραπαίουσας κυβέρνησης του Νοτίου Βιετνάμ. Στις 30 Απριλίου, η κυβέρνηση του Νοτίου Βιετνάμ παραδόθηκε και η χώρα ενώθηκε υπό κομμουνιστικό καθεστώς. Την 1η Μαΐου, η Σαϊγκόν μετονομάστηκε σε Χο Τσι Μινχ, εις μνήμην του ομώνυμου ηγέτη του Βορείου Βιετνάμ (1945-1969), ο οποίος είχε πεθάνει στις 2 Σεπτεμβρίου του 1969.
Η πτώση της Σαϊγκόν συνοδεύτηκε από τη μεγαλύτερη από αέρος εκκένωση πολιτικού και στρατιωτικού προσωπικού στην ιστορία (επιχείρηση «Συχνός Άνεμος»). Μαζί με τους Αμερικανούς εγκατέλειψαν τη χώρα και αρκετές χιλιάδες Βιετναμέζων, οι οποίοι φοβήθηκαν αντίποινα εις βάρος τους. Ο πόλεμος του Βιετνάμ διήρκεσε 16 ολόκληρα χρόνια, από το 1959 έως το 1975, με τους Αμερικανούς να εμπλέκονται δυναμικά στις επιχειρήσεις από το 1965 και μετά. Από τη μια πλευρά ήταν το Βόρειο Βιετνάμ, που υποστηρίζονταν από τη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα, και από την άλλη πλευρά ήταν το Νότιο Βιετνάμ, το οποίο υποστηρίζονταν από τις ΗΠΑ. Εντός του Νοτίου Βιετνάμ, δρούσαν οι Βιετκόνγκ που ήταν σύμμαχοι του Βορείου Βιετνάμ. Στην κορύφωση του πολέμου οι ΗΠΑ είχαν στην περιοχή 650.000 ενόπλους, ενώ κατέγραψαν 59.000 νεκρούς, τραυματίες και αγνοουμένους.
Συνολικά, περί τα 3.000.000 Βιετναμέζων έχασαν τη ζωή τους. Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι αμερικανικές δυνάμεις απολάμβαναν καταλυτική αεροπορική υπεροχή και ισχύ πυρός. Η ιστορία του πολέμου στο Βιετνάμ πάει πίσω στο 1950 όταν οι Βιετμίνχ, ενισχυμένοι στρατιωτικά από την Κίνα, ξεκίνησαν ένοπλο αγώνα κατά των Γάλλων αποικιοκρατών. Την ίδια χρονιά, η Κίνα και άλλα κομμουνιστικά κράτη αναγνώρισαν την κυβέρνηση των Βιετμίνχ ως τη νόμιμη κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Βιετνάμ, ενώ οι Γάλλοι και τα δυτικά κράτη αναγνώριζαν ως νόμιμη την κυβέρνηση της Σαϊγκόν, υπό τον αυτοκράτορα Μπάο Ντέι. Το ξέσπασμα του πολέμου στην Κορέα έπεισε τους Αμερικανούς ότι Μόσχα και Πεκίνο εφάρμοζαν ένα σχέδιο ελέγχου της Ινδοκίνας. Έτσι, ενώ τα αμερικανικά στρατεύματα ήταν και πολεμούσαν στην Κορέα, οι ΗΠΑ άρχισε να στέλνει στο Βιετνάμ στρατιωτικούς συμβούλους και πολεμικό υλικό.
Μέχρι το 1954, η Ουάσιγκτον ενίσχυε τους Γάλλους με όπλα και χρήματα. Όμως, μετά την οριστική ήττα-αποχώρηση των Γάλλων από την περιοχή (Μάιος του 1954), το Συνέδριο της Γενεύης (8 Μαΐου-21 Ιουλίου 1954) αναγνώρισε την ανεξαρτησία του Βιετνάμ (Νότιο και Βόρειο, χωρισμένα στον 17ο παράλληλο), του Λάος και της Καμπότζης. Αν και το Συνέδριο της Γενεύης προέβλεπε ελεύθερες εκλογές ταυτόχρονα και στα δύο κράτη στις 20 Ιουλίου του 1956, για να αποφασιστεί το μέλλον της χώρας, τέτοιες εκλογές ουδέποτε έγιναν: Το Νότιο Βιετνάμ φοβόταν πιθανή κομμουνιστική επικράτηση, ενώ το Βόρειο Βιετνάμ θεωρούσε ότι το πολίτευμα της λαϊκής δημοκρατίας δεν ήταν δυνατό να αντικατασταθεί από ένα αστικού τύπου πολίτευμα. Το Δεκέμβριο του 1956, το Ανόι διέταξε τους Βιετκόνγκ να αρχίσουν τον ένοπλο αγώνα κατά του καθεστώτος Ντιέμ, ως συνέπεια της πολιτικής καταστολής κάθε κομμουνιστικής έκφρασης στο Νότιο Βιετνάμ.
Η αδυναμία του Νοτίου Βιετνάμ να καταστείλει το αντάρτικο των Βιετκόνγκ οδήγησε την κυβέρνηση Κένεντι να αυξήσει την στρατιωτική βοήθεια προς τη Σαϊγκόν. Η αδυναμία του Ντιέμ να καταστείλει τους Βιετκόνγκ και η πολιτική απόλυτου ελέγχου που εφάρμοσε τον αποξένωσε από τους πολίτες της χώρας και δυσαρέστησε την Ουάσιγκτον, η οποία έβλεπε ότι οι πολιτικές του Ντιέμ ωθούσαν τους Βιετναμέζους του νότου στην αγκαλιά του κομμουνιστικού βορρά. Την 1η Νοεμβρίου του 1963 ο Ντιέμ ανατράπηκε με πραξικόπημα και εκτελέστηκε, μαζί με τον αδελφό του, μια ημέρα αργότερα. Μετά την ανατροπή και την εκτέλεση του Ντιέμ, και μέχρι το 1965, επικράτησε χάος και πολιτική αστάθεια στο Νότιο Βιετνάμ. Στο μεταξύ, τρείς εβδομάδες μετά την ανατροπή του Ντιέν δολοφονήθηκε ο Κένεντι και τον διαδέχθηκε ο Λίντον Τζόνσον.
Από τις αρχές του 1964, η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο Βιετνάμ αυξανόταν συνεχώς τόσο σε επίπεδο στρατιωτών, όσο και σε επίπεδο αεροπορικών και ναυτικών μονάδων. Από τον Ιανουάριο του 1965 ξεκίνησε η ανάπτυξη Αμερικανών Πεζοναυτών στο Βιετνάμ. Σύντομα, οι ΗΠΑ βρέθηκαν να πολεμούν σε μια ξένη χώρα εναντίον του λαού της, χωρίς την προοπτική επικράτησης διότι η τακτική που ακολουθούσαν ήταν αυτή της άμυνας στο Νότιο Βιετνάμ και όχι της επίθεσης στο Βόρειο Βιετνάμ. Συν τοις άλλοις, ο αμερικανικός λαός δεν έβλεπε με καλό μάτι αυτή την περιπέτεια και συχνά-πυκνά ο τύπος φιλοξενούσε επικριτικά δημοσιεύματα για τις επιλογές του Λευκού Οίκου στην Ινδοκίνα. Στις 10 Μαΐου του 1968, η Ουάσιγκτον άρχισε μυστικές διαπραγματεύσεις με το Ανόι για την εξεύρεση διπλωματικής λύσης.
Οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν πέντε μήνες, όμως δεν τελεσφόρησαν. Στο μεταξύ, από το 1969 και μετά, ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον εφάρμοσε μια διαφορετική τακτική. Πρότεινε τη «βιετναμοποίηση» του πολέμου, δηλαδή την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό του στρατού του Νοτίου Βιετνάμ έτσι ώστε να αναλάβει αυτός τον πόλεμο. Οι ΗΠΑ θα υποστήριζαν τη Σαϊγκόν με χρήματα και στρατιωτικά εφόδια, αλλά οι Αμερικανοί στρατιώτες δεν θα μάχονταν στην πρώτη γραμμή (άρα δεν θα υπήρχαν απώλειες και η πολιτική πίεση στην κυβέρνηση θα υποχωρούσε). Μέχρι το 1971, στα πλαίσια της πολιτικής Νίξον, οι αμερικανικές δυνάμεις στο Βιετνάμ περιορίστηκαν. Με την επανεκλογή του, το 1972, ο Νίξον δεσμεύτηκε δημόσια για την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Βιετνάμ. Στις 27 Ιανουαρίου του 1973 υπογράφηκε στο Παρίσι η συνθήκη ειρήνης, η οποία έβαζε τέλος, τουλάχιστον επισήμως, στην αμερικανική εμπλοκή στην Ινδοκίνα.
Η συνθήκη ειρήνης του 1973 ουσιαστικά επαναλάμβανε τους όρους της συμφωνίας του 1954, ουσιαστικά όμως δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Μετά την απόσυρση των στρατευμάτων τους, οι ΗΠΑ άρχισαν να περιορίζουν και την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς τη Σαϊγκόν. Η παραίτηση του Νίξον το 1974 και η ανάληψη της εξουσίας από τον Φορντ επιτάχυναν τις διαδικασίες απαγκίστρωσης. Ο Φορντ ζήτησε την πλήρη απεμπλοκή από το Βιετνάμ εντός του 1975 και τον τερματισμό παροχής κάθε είδους βοήθειας προς τη Σαϊγκόν εντός του 1976. Από την άλλη πλευρά, οι Βιετμίνχ, γνωρίζοντας τις δυσκολίες των Αμερικανών, αισθάνθηκαν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για την οριστική λύση του ζητήματος, με την κατάληψη του Νοτίου Βιετνάμ. Η ταχύτητα με την οποία κατέρρευσε το μέτωπο στο Βιετνάμ το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου εξέπληξε τους πάντες, ακόμα και τη CIA.
Στις 10 Μαρτίου, οι συνδυασμένες δυνάμεις των Βιετμίνχ και των Βιετκόνγκ, υπό τον στρατηγό Νταγκ, εξαπέλυσαν σφοδρότατη επίθεση στα κεντρικά υψίπεδα του Νοτίου Βιετνάμ με στόχο την κατάληψη της πόλης Μπαν Με Θοτ, περίπου 250 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σαϊγκόν. Η σφοδρότητα της επίθεσης ανάγκασε τις δυνάμεις του Νοτίου Βιετνάμ, αλλά και των Αμερικανών, να απαγκιστρωθούν από την πρώτη γραμμή του μετώπου και να υποχωρήσουν άτακτα προς το νότο. Στόχος ήταν η δημιουργία μιας νέας γραμμής αμύνης στο ύψος του 12ου παραλλήλου, δηλαδή 160 χιλιόμετρα περίπου βορειοανατολικά της Σαϊγκόν. Παράλληλα, άλλες δυνάμεις των Βιετμίνχ εξαπέλυσαν σφοδρές επιθέσεις εναντίον μεγάλων πόλεων στη συνοριακή μεθόριο των δύο κρατών (πόλεις Χουέ και Ντα Ναγκ, οι οποίες τελικά κατελήφθησαν στις 25 και 28 Μαρτίου αντίστοιχα).
Με την υποστήριξη ισχυρού πυροβολικού και τεθωρακισμένων δυνάμεων, οι δυνάμεις του στρατηγού Νταγκ συνέχισαν την προέλασή τους προς τη Σαϊγκόν. Στις 8 Απριλίου, το Ανόι ζήτησε από τον στρατηγό Νταγκ να καταλάβει τη Σαϊγκόν (επιχείρηση «Χο Τσι Μινχ»). Η ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης είχε ως αποτέλεσμα ο Πρόεδρος Φορντ να ζητήσει την εκκένωση του Νοτίου Βιετνάμ από κάθε αμερικανική στρατιωτική και πολιτική παρουσία. Μαζί τους οι Αμερικανοί θα έφευγαν και 110.000 Βιετναμέζους πολίτες. Στις 20 Απριλίου κατελήφθη από τις δυνάμεις του στρατηγού Νταγκ και μετά από σφοδρές μάχες 12 ημερών η πόλη Χουάν Λοκ (μόλις 42 χιλιόμετρα ανατολικά της Σαϊγκόν). Στις 27 Απριλίου όλα ήταν έτοιμα για την τελική επίθεση. Τα ξημερώματα της 27ης Απριλίου τα πρώτα βλήματα πυροβολικού άρχισαν να πέφτουν στη Σαϊγκόν.
Σχεδόν ταυτόχρονα ξεκίνησε και η επιχείρηση «Συχνός Άνεμος». Από τις 10:00 το πρωί μέχρι τις 23:00 το βράδυ της 29ης Απριλίου, 395 Αμερικανοί πολίτες και πάνω από 4.000 Βιετναμέζοι εγκατέλειψαν τη χώρα. Το βράδυ της 29ης προς την 30η Απριλίου οι Αμερικανοί πεζοναύτες που υποστήριζαν την επιχείρηση εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και συγκεντρώθηκαν στην αμερικανική πρεσβεία. Η είδηση ότι οι Αμερικανοί φυγαδεύουν με ασφάλεια Βιετναμέζους πολίτες μαθεύτηκε γρήγορα στην πόλη και αρκετές χιλιάδες πολιτών άρχιζαν να μαζεύονται έξω από την αμερικανική πρεσβεία με σκοπό να φυγαδευτούν. Σύντομα η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο και επικράτησε πανικός και χάος. Η επιχείρηση «Συχνός Άνεμος», για τους Βιετναμέζους, ολοκληρώθηκε στις 3:45 τα ξημερώματα τις 30ης Απριλίου. Από εκείνο το σημείο και μετά και κατόπιν ρητών εντολών του Προέδρου Φορντ, η επιχείρηση συνεχίστηκε, αλλά μόνο για Αμερικανούς πολίτες.
Η Ουάσιγκτον φοβήθηκε ότι τυχόν περαιτέρω καθυστέρηση στην απομάκρυνση Αμερικανών πολιτών, δεδομένης της επικείμενης πτώσης της πόλης, θα μπορούσε να οδηγήσει σε λουτρό αίματος με θύματα Αμερικανούς. Στις 5:00 τα ξημερώματα εγκατέλειψε με ασφάλεια την πρεσβεία ο πρέσβης Γκράχαμ Μάρτιν, ενώ οι τελευταίοι Αμερικανοί που εγκατέλειψαν το Βιετνάμ, στις 7:53 το πρωί της 30ης Απριλίου, ήταν οι πεζοναύτες που υποστήριζαν την επιχείρηση. Πίσω τους άφησαν αρκετές χιλιάδες Βιετναμέζων να περιμένουν μάταια. Συνολικά, κατά τη διάρκεια της επιχείρησης «Συχνός Άνεμος» φυγαδεύτηκαν με ασφάλεια 978 Αμερικανοί και 5.100 Βιετναμέζοι. Απορίας άξιο είναι πάντως το γιατί οι δυνάμεις του στρατηγού Νταγκ δεν άνοιξαν πυρ κατά των αμερικανικών ελικοπτέρων. Όσοι Βιετναμέζοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν με τα αμερικανικά ελικόπτερα προσπάθησαν να φύγουν με άλλα μέσα.
Οι πρώτες δυνάμεις του στρατηγού Νταγκ εισήλθαν στην πόλη τις πρώτες πρωινές ώρες της 30ης Απριλίου. Αμέσως κινήθηκαν και κατέλαβαν στρατηγικά της σημεία προκειμένου να την ελέγχουν. Ο τριών ημερών Πρόεδρος του Νοτίου Βιετνάμ, Ντουόνγκ Βαν Μινχ, ανακοίνωσε στις 10:24 το πρωί την παράδοση της χώρας και ζήτησε από τον στρατηγό Νταγκ να διατάξει το τέλος των εχθροπραξιών και της περαιτέρω προέλασης των δυνάμεών του, προκειμένου να μην υπάρξει αιματοχυσία αμάχων. Ο στρατηγός Νταγκ δεν δέχθηκε την πρόταση του Μινχ και διέταξε την κατάληψη της πόλης και τη σύλληψή του. Λίγο αργότερα, ένα άρμα μάχης των Βιετκόνγκ παραβίαζε την εξωτερική πόρτα του προεδρικού μεγάρου και από τις 11:30 το μεσημέρι η σημαία του Βορείου Βιετνάμ και του ενοποιημένου Βιετνάμ πλέον, ανέμιζε στον ιστό του. Στις 15:30 το απόγευμα, ο Μινχ δήλωσε σε ραδιοφωνικό του διάγγελμα: «Κηρύσσω την κυβέρνηση της Σαϊγκόν ανενεργή σε κάθε επίπεδο εξουσίας». Με τη φράση αυτή τελείωσε και τυπικά ο πόλεμος του Βιετνάμ.