Η Μεγάλη Βρετανία ανακοίνωσε ένα φιλόδοξο εξοπλιστικό πρόγραμμα για τις Ένοπλες Δυνάμεις της με σκοπό την αύξηση της πολεμικής ετοιμότητας. Το πρόγραμμα αναφέρει την απόκτηση 12 νέων πυρηνοκίνητων υποβρυχίων (στο πλαίσιο της συμφωνίας AUKUS), την επένδυση στην τεχνητή νοημοσύνη, την απόκτηση όπλων μακρού πλήγματος κ.ά. Το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα και οι εξοπλιστικές κατευθύνσεις είναι αποτέλεσμα των διδαγμάτων από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Το σημαντικότερο εξοπλιστικό πρόγραμμα είναι αυτό της απόκτησης των 12 υποβρυχίων AUKUS για την αντικατάσταση των επτά υποβρυχίων κλάσης «Astute» (η Αυστραλία θέλει οκτώ υποβρύχια AUKUS). Τα νέα υποβρύχια αναμένεται να αρχίσουν να εντάσσονται σε υπηρεσία στα τέλη της δεκαετίας του 2030. Παράλληλα, θα δαπανηθούν περί τα £ 15 δισεκατομμύρια ($ 20,3 δισεκατομμύρια) για την απόκτηση πυρηνικών όπλων. Σύμφωνα με την βρετανική εφημερίδα «Sunday Times» η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ συζητούν για πιθανή πώληση πυρηνικών βομβών B61-12, οι οποίες θα χρησιμοποιούνται από μαχητικά αεροσκάφη F-35 Lightning II.

Για τα πλοία επιφανείας, δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο, αλλά οι «Sunday Times» αναφέρουν ότι θα υπάρξει αύξηση των πολεμικών πλοίων από τα 15 στα 24. Συνολικά, η Μεγάλη Βρετανία θα αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες στο 2,5 του ΑΕΠ το 2027 και στο 3% το 2034. Ένα ακόμα σημείο του προγράμματος είναι η δαπάνη £ 1,5 δισεκατομμυρίων ($ 2 δισεκατομμύρια) για την απόκτηση 7.000 όπλων μακρού πλήγματος και τη δημιουργία έξι εργοστασίων πυρομαχικών. Υπενθυμίζουμε ότι λίγες ημέρες πριν ο Βρετανικός Στρατός ανακοίνωσε το σχέδιο του για ριζική αλλαγή σε επίπεδο δομής δυνάμεων. Το σχέδιο του Βρετανικού Στρατού αναφέρεται ως «»20-40-40» και ενσωματώνει διδάγματα που αντλήθηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Το σχέδιο «20-40-40» αλλάζει ριζικά τη δομή δυνάμεων, την οποία απομακρύνει από τα βαριά, επανδρωμένα οχήματα και τη στρέφει προς την κατεύθυνση των μη-επανδρωμένων οχημάτων και των περιφερόμενων πυρομαχικών. Τα κύρια επιχειρησιακά χαρακτηριστικά της νέας δομής είναι η ταχύτητα, η αυτονομία και ακρίβεια στις προσβολές στόχων.

Με άλλα λόγια ο Βρετανικός Στρατός προετοιμάζεται για τον πόλεμο του μέλλοντος χρησιμοποιώντας μεθόδους και εργαλεία του σήμερα. Το σχέδιο «20-40-40» αντιπροσωπεύει μια θεμελιώδη απόκλιση από την μέχρι σήμερα εξάρτηση του Βρετανικού Στρατού σε τεθωρακισμένους σχηματισμούς και μηχανοκίνητο πεζικό. Σύμφωνα με τις ισχύουσες τακτικές, συμβατικά μέσα, όπως είναι τα άρματα μάχης, τα ΤΟΜΑ και το πυροβολικό, αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά των χερσαίων δυνάμεων της Μεγάλης Βρετανίας. Πρόκειται για συστήματα σχεδιασμένα για πόλεμο φθοράς και παρατεταμένες εμπλοκές. Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η αύξηση στη χρήση των αυτόνομων πλατφορμών έχουν καταστήσει τέτοιες δομές ολοένα και πιο ευάλωτες, αργές στην προσαρμογή και επιβαρυντικές από άποψη υλικοτεχνικής υποστήριξης. Αντίθετα, η νέα δομή «20-40-40» προτείνει μια πιο ευέλικτη και βιώσιμη σύνθεση δυνάμεων: 20% για τις παραδοσιακές βαριές πλατφόρμες (άρμα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα και αυτοκινούμενα στοιχεία πυροβολικού), 40% περιφερόμενα πυρομαχικά για γρήγορες και στοχευμένες επιθέσεις και 40% UAV για αποστολές συλλογής πληροφοριών επιτήρησης, αναγνώρισης και επιθέσεις ακριβείας.

Αυτή η σύνθεση δημιουργεί μια δομή κατά 80% με μη-επανδρωμένα συστήματα, η οποία δίνει προτεραιότητα στην επιβίωση, την ταχεία ανάπτυξη και την ψηφιακή κυριαρχία στο πεδίο. Μετατοπίζοντας τον βαρύ οπλισμό μακριά από την πρώτη γραμμή και βασιζόμενος σε μεγαλύτερο βαθμό σε μη-επανδρωμένα συστήματα, ο Βρετανικός Στρατός αναγνωρίζει την τακτική κυριαρχία των μη-επανδρωμένων συστημάτων στην Ουκρανία. Οι ουκρανικές και ρωσικές δυνάμεις έχουν καταστήσει σαφές ότι τα πρώτα 10-30 χιλιόμετρα της πρώτης γραμμής επιτηρούνται πλήρως, καθιστώντας τα παραδοσιακά τεθωρακισμένα μέσα εκτεθειμένα και αναποτελεσματικά. Με τη νέα δομή δυνάμεων ο Βρετανικός Στρατός στοχεύει σε επιθέσεις σε βάθος και επίμονα, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τον κίνδυνο για τις φίλιες δυνάμεις. Παράλληλα, η νέα δομή «20-4–40» θα επηρεάσει και τις δομές διοίκησης, οι οποίες θα πρέπει να εξελιχθούν ανάλογα, με έμφαση στην ευελιξία. Επίσης, θα απαιτηθούν και νέα συστήματα επικοινωνιών και επεξεργασίας δεδομένων και πληροφοριών.