Η αφορμή για το συγκεκριμένο άρθρο μας δόθηκε από την είδηση που δημοσιεύσαμε χθες, ότι τα ΗΑΕ παρέλαβαν το τέταρτο αεροσκάφος έγκαιρης προειδοποίησης GlobalEye, ένα σύστημα το οποίο μας έχει απασχολήσει πολύ στο «DefenceReview.gr», είτε ως είδηση είτε ως δυνητική επιλογή για τη χώρα μας. Το άρθρο πραγματεύεται το μέλλον των εναέριων συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης της Ελλάδας και αν είναι προτιμότερη η αναβάθμιση τους ή η αντικατάσταση τους με GlobalEye. Τα τέσσερα (4) αεροσκάφη EMB-145Η EriEye είναι αναμφίβολα στρατηγικής σημασίας μέσα για την Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ). Τα ελληνικά EriEye αποκτήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και σήμερα χρειάζονται αναβάθμισης. Ωστόσο, στην εξίσωση έχει προστεθεί και το ικανότερο σύστημα GlobalEye, επίσης της σουηδικής Saab, το οποίο είναι εξέλιξη του EriEye, αλλά με περισσότερες ικανότητες, καθώς παρέχει έγκαιρη προειδοποίησης σε αέρα, θάλασσα και ξηρά. Δηλαδή, εκτός από νεότερο του EriEye είναι και ικανότερο.

Το ερώτημα είναι αν αξίζει η αναβάθμιση των EriEye (οικονομική λύση) ή αξίζει περισσότερο να πάμε σε αντικατάσταση τους με GlobalEye (ακριβότερη λύση). Κατά την άποψη μας η απάντηση είναι υπέρ της απόκτησης GlobalEye, διότι τα επιχειρησιακά οφέλη θα είναι περισσότερα. Το GlobalEye θα δίνει εικόνα της τακτικής κατάστασης σε όλους τους Κλάδους των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Έτσι, εκτός της ΠΑ, ο Ελληνικός Στρατός (ΕΣ) και το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) θα έχουν στη διάθεση τους ένα (1) επιπλέον μέσο επίγνωσης της κατάστασης. Βέβαια, η λύση των GlobalEye είναι ακριβότερη. Το Νοέμβριο του 2015 τα ΗΑΕ υπέγραψαν συμβόλαιο ύψους $ 1,27 δισεκατομμυρίων για την προμήθεια τριών (3) GlobalEye, ενώ αργότερα υπέγραψαν και νέα σύμβαση, ύψους $ 1 δισεκατομμυρίου, για την προμήθεια δύο (2) ακόμα GlobalEye. Άρα, το κόστος του GlobalEye είναι στα € 450 εκατομμύρια περίπου, μεγαλύτερο από το κόστος αναβάθμισης κάθε EriEye.

Η Saab έχει προτείνει στην ΠΑ την αναβάθμιση των EriEye, όχι στο επίπεδο GlobalEye, αυτό δεν γίνεται, αλλά σε παρεμφερές επίπεδο. Η πρόταση της Saab περιλαμβάνει τη βελτίωση του ραντάρ του αεροσκάφους, με 30% μεγαλύτερη εμβέλεια αποκάλυψης στόχων, εντοπισμό στόχων επιφανείας όπως μικρές λέμβους και εύρεση στόχων χαμηλού ίχνους. Το βελτιωμένο ραντάρ θα είναι ικανό να εντοπίζει στόχους με χαμηλό ίχνος, όπως είναι τα F-35 Lightning II ή τα τουρκικά UAV καθώς και βαλλιστικές απειλές. Να σημειωθεί ότι το ραντάρ PS-890 των EriEye επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 450 χιλιόμετρα ή 350 χιλιόμετρα εάν ο στόχος έχει της διαστάσεις μαχητικού αεροσκάφους. Αύξηση 30% σημαίνει μέγιστο βεληνεκές 585 και 455 χιλιόμετρα αντίστοιχα. Επίσης, η πρόταση της Saab περιλαμβάνει και την αναβάθμιση του τακτικού συστήματος αποστολής καθώς και τη βελτίωση της επιβιωσιμότητας των αεροσκαφών με τη προσθήκη εξωτερικών ατρακτιδίων παρεμβολών.

Από την άλλη, το GlobalEye είναι μια ολοκληρωμένη πλατφόρμα με ικανότητα επιτήρησης αέρος, θαλάσσης και εδάφους. Καρδιά του GlobalEye είναι το ραντάρ EriEye ER (Extended Range), εξέλιξη του EriEye. Το GlobalEye μπορεί να εντοπίσει στόχους στον αέρα, τη θάλασσα και το έδαφος. Είναι η απάντηση της Saab στην ανάγκη για ένα (1) αεροσκάφος πολλαπλού ρόλου με έμφαση στην έγκαιρη προειδοποίηση και τον εντοπισμό στόχων παντού και πάντα. Ενσωματώνει ραντάρ τεχνολογίας AESA, το οποίο λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων S και είναι τεχνολογίας στοιχείων νιτριδίου του γαλλίου (GaN). Η εμβέλεια αποκάλυψης στόχων επιπέδου F-16 είναι πάνω από τα 450 χιλιόμετρα. Παράλληλα, διατηρεί την ικανότητα να έχει εικόνα επιφανείας εντοπίζοντας ακόμα και μικρές λέμβους στην επιφάνεια της θάλασσας. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το GlobalEye λειτουργεί με κάλυψη 360ο.

Επιπλέον, το GlobalEye λειτουργεί και ως σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου ενώ μπορεί να φέρει και όπλα προσβολής στόχων επιφανείας όπως είναι οι πύραυλοι RBS-15, για παράδειγμα. Εκτός από εναέριο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, το GlobalEye λειτουργεί και ως αεροσκάφος ναυτικής συνεργασίας. Το αεροσκάφος μπορεί να επιχειρεί για 11 ώρες συνεχώς, πετώντας στα 35.000 πόδια και δύναται να εντοπίζει στόχους που πετούν χαμηλά στα 200 πόδια σε απόσταση 458 χιλιομέτρων ή 247 ναυτικών μιλίων (η επίδοση προέρχεται από δοκιμή της Saab και μαχητικό αεροσκάφος JAS-39 Gripen). Αξίζει να τονιστεί πως έχει την ικανότητα να απογειώνεται και προσγειώνεται σε αεροδρόμιο με διαδρόμους μικρότερους των 2.000 μέτρων. Επίσης, το GlobalEye λειτουργεί και ως σύστημα που προσφέρει πληροφορίες για χερσαίες μετακινήσεις δυνάμεων.

Σε κάθε περίπτωση, αεροπορικά μέσα, όπως το αναβαθμισμένο EriEye ή το GlobalEye, είναι στρατηγικά συστήματα απαραίτητα για την ελληνική άμυνα και αποτροπή. Είναι επιλογές που καλύπτουν την πάγια απαίτηση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων για κάλυψη της Ανατολικής Μεσογείου και ικανότητα διεξαγωγής αεροπορικών επιχειρήσεων στη Κύπρο. Τα EriEye μπορούν να λειτουργήσουν ως κέντρα επιχειρήσεων καθοδηγώντας COMAO ή ως πλατφόρμες στοχοποίησης και ηλεκτρονικού πολέμου (ΕLINT/SIGINT). Μπορούν να δίνουν εικόνα της κατάστασης, μέσω συστημάτων ζεύξης δεδομένων, σε στρατηγεία και άλλα αεροσκάφη, δημιουργώντας σαφή εικόνα. Η επιχειρησιακή αξία των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης είναι δεδομένη, καθώς, σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου, όλες οι επίγειες εγκαταστάσεις έγκαιρης προειδοποίησης (ραντάρ), τόσο στην ελληνική όσο και στην τουρκική επικράτεια, θα αποτελέσουν πρωταρχικούς στόχους.

Για την ιστορία να πούμε ότι η σύμβαση, ύψους 174.000.000.000 δραχμών (€ 510.638.200) για την προμήθεια τεσσάρων (4) EriEye υπογράφηκε τον Ιούλιο του 1999. Εκτός από τα τέσσερα (4) συστήματα, η σύμβαση προέβλεπε και την προμήθεια ενός (1) εξομοιωτή εκπαίδευσης με δυνατότητα σχεδιασμού αποστολής και απενημέρωσης προσωπικού, ενός (1) επίγειου συστήματος υποστήριξης ηλεκτρονικών μέτρων υποστήριξης και ενός (1) κέντρου υποστήριξης λογισμικού. Στο πλαίσιο της παροχής αντισταθμιστικών ωφελημάτων, η ΠΑ παρέλαβε από τη Σουηδία, με καθεστώς ενοικίασης, τον Ιούνιο και το Σεπτέμβριο του 2001 αντίστοιχα, δύο (2) αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης Saab-340B AEW ή S-100B Argus και ένα (1) αεροσκάφος μεταφοράς υψηλών προσώπων ERJ-135LR από την EMBRAER (η ενοικίαση των Saab-340B, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στην εκπαίδευση, τερματίστηκε στα μέσα του 2004).

Σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα, το πρώτο αεροσκάφος θα έπρεπε να παραδοθεί στην ΠΑ το Νοέμβριο του 2003, το δεύτερο το Φεβρουάριο του 2004, ενώ το τέταρτο και τελευταίο αεροσκάφος θα έπρεπε να παραδοθεί το Μάιο του 2004. Αντίστοιχα, και σύμφωνα πάντα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα, η επίσημη αποδοχή των αεροσκαφών από την ΠΑ θα πραγματοποιούνταν το διάστημα Απρίλιος-Οκτώβριος του 2004. Ωστόσο το πρόγραμμα αντιμετώπισε σημαντική χρονική καθυστέρηση, λόγω της πολυπλοκότητας των διαδικασιών διασύνδεσης όλων των συστημάτων αποστολής του αεροσκάφους. Έτσι, το πρώτο αεροσκάφος, το οποίο παραδόθηκε στην ΠΑ τον Οκτώβριο του 2003, μεταφέρθηκε στη Σουηδία τον Ιανουάριο του 2004, προκειμένου να εγκατασταθεί σ’ αυτό το ραντάρ και ο λοιπός ηλεκτρονικός εξοπλισμός. Μετά το πέρας των σχετικών εργασιών εγκατάστασης του ραντάρ και του λοιπού ηλεκτρονικού εξοπλισμού, το αεροσκάφος έφτασε στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 2004.

Το δεύτερο αεροσκάφος έφτασε στην Ελλάδα το Δεκέμβριο του 2004, ακολούθησε το τρίτο, το οποίο έφτασε τον Ιανουάριο του 2005, ενώ το τέταρτο και τελευταίο αεροσκάφος έφτασε στην Ελλάδα το Μάιο του 2005. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών αποδοχής των αεροσκαφών διαπιστώθηκαν μια σειρά από τεχνικά προβλήματα, ιδιαίτερα στο κομμάτι της διασύνδεσης των συστημάτων αποστολής των αεροσκαφών. Η επίλυση των προβλημάτων αυτών αποδείχθηκε χρονοβόρα, ιδιαίτερα η διαδικασία ανάπτυξης και πιστοποίησης του σχετικού λογισμικού, και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 2008. Ακολούθησε, τον Απρίλιο του 2008, η υπογραφή της τροποποίησης της αρχικής σύμβασης και ακολούθησαν νέες πτητικές δοκιμές αποδοχής των αεροσκαφών, οι οποίες ξεκίνησαν το Μάιο του 2008 και ολοκληρώθηκαν, με απόλυτη επιτυχία, το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Έτσι, το Φεβρουάριο του 2009, πραγματοποιήθηκε στην Ελευσίνα, η επίσημη τελετή ένταξης και των τεσσάρων αεροσκαφών στο δυναμολόγιο της ΠΑ.

Το EriEye απαιτεί πλήρωμα 10 ατόμων (κυβερνήτης, συγκυβερνήτης, πέντε χειριστές και τρία άτομα ως εφεδρικό πλήρωμα). Το cockpit του αεροσκάφους είναι εφοδιασμένο με πέντε (5) οθόνες πολλαπλών λειτουργιών, με σύστημα ένδειξης καλής λειτουργίας των κινητήρων και με ένα σύστημα προειδοποίησης του πληρώματος για πιθανές βλάβες ή αστοχίες των συστημάτων του αεροσκάφους. Στα συστήματα πλοήγησης περιλαμβάνεται το TCAS II (Traffic Alerting and Collision Avoidance), ένα (1) σύστημα προειδοποίησης προσέγγισης εδάφους και ένας (1) ψηφιακός ηλεκτρονικός υπολογιστής διαχείρισης δεδομένων πτήσεων. Ο κυβερνήτης του αεροσκάφους έχει στην διάθεση του σύστημα HUD (Head-Up Display), το οποίο τον βοηθά κατά την φάση της προσέγγισης για προσγείωση. Το αεροσκάφος είναι εφοδιασμένο με δύο (2) κινητήρες τύπου AE-3007H της Rolls-Royce συνολικής ισχύος 2 x 8.600 λιβρών.

Εκτός του ραντάρ PS-890 το EriEye ενσωματώνει δευτερεύον ραντάρ επιτήρησης SSR (Secondary Surveillance Radar), σύστημα IFF (Identification Friend or Foe), σύστημα ηλεκτρονικών αντιμέτρων (ECM) και αντι-αντιμέτρων (ECCM) που ονομάζεται ESM (Electronic Support Measures), σύστημα ζεύξης δεδομένων (Data Link), συστήματα διοίκησης και ελέγχου, πέντε (5) κονσόλες (μπορεί να εφοδιαστεί και με έκτη), ασυρμάτους συχνοτήτων VHF/UHF, σύστημα ενδοεπικοινωνίας καθώς και σύστημα κρυπτογραφικής ζεύξης για ασφαλή μετάδοση δεδομένων. H διασύνδεση όλων αυτών των συστημάτων ήταν ο λόγος των καθυστερήσεων. Η σταθερή κεραία ηλεκτρονικής σάρωσης, σε συνεργασία με τη χρήση πρακτικών προσαρμογής αυτόματου ελέγχου, προσφέρει εξαιρετική ακρίβεια ανάλυσης, βελτιωμένη απόδοση αποκάλυψης στόχων, παρακολούθηση πολλαπλών στόχων ταυτόχρονα και εξαιρετική αντοχή στα ηλεκτρονικά αντίμετρα.

Το EriEye λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων S και μπορεί να εκτελέσει ένα ευρύ φάσμα λειτουργιών, η αξιοπιστία των οποίων επιτυγχάνετε με την συνεχή εναλλαγή πολλαπλών κυματομορφών, με την συνεχή επανάληψη παλμών μέσης συχνότητας (για τον εντοπισμό εναέριων στόχων που πετούν πάνω από ξηρά ή θάλασσα) και με τη συνεχή επανάληψη παλμών χαμηλής συχνότητας (για τον εντοπισμό θαλάσσιων στόχων). Το ραντάρ PS-890 καλύπτει τόξο 150ο σε κάθε τομέα και προς κάθε κατεύθυνση (συνολικά 300ο). Όλες οι πληροφορίες οι οποίες συλλέγονται από το ραντάρ αξιοποιούνται άμεσα εν πτήση, ενώ υπάρχει αμφίδρομη σχέση μεταφοράς εικόνας μεταξύ του εναέριου συστήματος και των επίγειων σταθμών ραντάρ. Η διαδικασία παρακολούθησης και ανίχνευσης εναέριων στόχων μπορεί να εκτελεστεί έως τη μέγιστη εμβέλεια. Επικουρικά, το ραντάρ μπορεί να εκτελέσει εναέρια επιτήρηση σε περιοχές δευτερεύοντος ενδιαφέροντος.

Η κάλυψη IFF πραγματοποιείτε σ’ όλο το τόξο των 360ο, ενώ γίνεται και αναγνώριση των παρακολουθούμενων στόχων, μεταξύ εννέα (9) κατηγοριών για τους εναέριους στόχους και επτά (7) κατηγοριών για τους θαλάσσιους. Το σύστημα διοίκησης και ελέγχου, εκτός από την απεικόνιση της εναέριας και της θαλάσσιας κατάστασης, παρέχει όλα τα απαραίτητα εργαλεία σχεδίασης αποστολής και αναγνώρισης, ζεύξεις δεδομένων και ελέγχου επικοινωνιών. Με μεθόδους όπως ο προσδιορισμός ζωνών συναγερμού, η επιβεβαίωση σημείων αναχαίτισης και ο προσδιορισμός του ποια φίλια αεροπορικά μέσα θα χρησιμοποιηθούν, ο χειριστής μπορεί να προσαρμόσει διάφορους τύπους σχεδίων αναχαίτισης. Στις υπόλοιπες λειτουργίες του συστήματος περιλαμβάνεται και ο βασικός έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας με τη χρήση αποθηκευμένων σχεδίων πτήσης και πληροφοριών αεροπορικών βάσεων.

Το σύστημα διοίκησης και ελέγχου παρακολουθεί, επεξεργάζεται και αξιολογεί αυτόματα τις πληροφορίες, εμφανίζοντας σήμα συναγερμού για τους χειριστές εάν οι επιχειρησιακές δυνατότητες έχουν επηρεαστεί από οποιαδήποτε βλάβη. Επίσης καταγράφει όλα τα δεδομένα σχεδίασης, προετοιμασίας και τακτικής για ανάλυση και αξιολόγηση μετά την αποστολή. Εκτός του εναέριου μέσου, το EriEye πλαισιώνεται και από το επίγειο τμήμα διασύνδεσης, το οποίο ονομάζεται EGIS (ERIEYE Ground Interface Segment). Κάθε EGIS παρέχει τη δυνατότητα ζεύξης δεδομένων, με την οποία γίνονται δυνατές οι ανταλλαγές δεδομένων μεταξύ ενός EGIS και ενός αεροσκάφους. Ο χειριστής του EGIS διαθέτει μια κονσόλα που περιλαμβάνει οθόνη διαστάσεων 19 ιντσών, μονάδα ελέγχου και συσκευή εισόδου δεδομένων. Το EGIS έχει σχεδιαστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγεται η αντιστοίχηση του ίδιου ίχνους. Μέσω της σύγκρισης των δεδομένων το EGIS δημιουργεί αυτόματα προτάσεις συσχέτισης και από-συσχέτισης των ιχνών.