«Οι Έλληνες πάντα θα γυρεύουν τη πατρίδα τους σε άλλες πατρίδες-και τις άλλες πατρίδες στη δική τους», Νίκος Δήμου, 1975

Σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην Αθήνα ο πρώην πρωθυπουργός της Φιλανδίας ‘Εσκο Άχο-να υπενθυμίσουμε πως ήταν ο πρωθυπουργός που έβγαλε τη χώρα του από την οικονομική κρίση τη δεκαετία του 1990-διηγήθηκε την εμπειρία που είχε πριν από δεκαετίες στη Βίλα Τέστε στην Ιταλία, με τον πρώην Πρόεδρο του Ισραήλ Σιμόν Πέρες. Σε ερώτηση των παρευρισκόμενων προς τον κ. Πέρες, σχετικά με το πώς το Ισραήλ τα κατάφερε τόσο καλά ενώ είχε τόσα πολλά περιφερειακά και εσωτερικά προβλήματα, η λακωνική του απάντηση συνόψιζε ολόκληρη τη στρατηγική κουλτούρα που διέπει στη πλειοψηφία του τον ισραηλινό λαό: «τα πήγαμε καλά γιατί δεν είχαμε τίποτα».

Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΡΜΑΚΙΔΗΣ*, για το LIBERAL

*Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΡΜΑΚΙΔΗΣ είναι κάτοχος Μεταπτυχιακών στις Διεθνείς Σχέσεις και Διακυβέρνηση και Στρατηγική και Διεθνή Πολιτική καθώς και εξωτερικός συνεργάτης του ΚΕ.ΜΕ.Α.

Ένα από τα πολλά λοιπόν που αξιοποίησε το Ισραήλ, γιατί ακριβώς δεν είχε τίποτα εκεί, όταν ιδρύθηκε το 1948 στο αφιλόξενο, ασταθές και κατά πολύ χειρότερο από το δικό μας βαλκανικό, ακόμα και σήμερα περιβάλλον της Μέσης Ανατολής, ήτανε η εβραϊκή διασπορά, λειτουργώντας ως μοχλός πίεσης και προώθησης (lobbying) των εθνικών συμφερόντων του. Παραβλέπουμε τις λαϊκιστικές και άνευ αξίας δημαγωγικές κορώνες περί σιωνιστικής παντοδυναμίας καθώς μόνο ανεπανόρθωτη βλάβη έχουν προκαλέσει στο πολιτισμικό και πνευματικό βεληνεκές των πολιτών διεθνώς.

Περιοριζόμαστε να αναφερθούμε πως τήρησαν κατά γράμμα τη τέταρτη και τελευταία διάσταση της υψηλής στρατηγικής -με τον όρο «υψηλή στρατηγική» αναφερόμαστε στη θεωρία ενός κράτους για το πώς μπορεί να προκαλέσει ασφάλεια στον εαυτό του και τους τρόπους που επιλέγει- αυτήν της αξιοποίησης όλων των διαθέσιμων μέσων (Πλατιάς, 2010). Στις άλλες τρεις διαστάσεις περιλαμβάνονται οι α) διάγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος β) ιεραρχημένοι πολιτικοί στόχοι γ) εικόνα στο εξωτερικό και νομιμοποίηση στο εσωτερικό.

Σε κάθε συζήτηση τείνει να μονοπωλείται, εύλογα μέχρις ενός σημείου, το ενδιαφέρον εδώ και δεκαετίες γύρω από την ελληνική ομογένεια των Η.Π.Α λόγω των ισχυρών οικονομικών κύκλων που αυτή διαθέτει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην ιστορία ισχυρού ελληνικού ομογενειακού βραχίονα πίεσης στις Η.Π.Α υπήρξε ο Gene Ρωσσίδης-ιδρυτής του Hellenic American Institute-μαζί με άλλους ηγέτες της ελληνοαμερικανικής διασποράς με το εμπάργκο όπλων κατά της Τουρκίας τη δεκαετία του 1970 (Απόκης, 2018). Έκτοτε, τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά και η εκεί ομογένεια δε λειτουργεί τόσο συγκροτημένα όσο κάποτε. Στον αντίποδα βρίσκεται η Τουρκία της οποίας η κιναισθητική αντίληψη περί αξιοποίησης της ομογένειας της βρίσκεται σε ενεργητικό οίστρο τόσο σε επίπεδο χρηματοδότησης όσο και οργανωτικό σε όλη τη τουρκική διασπορά και κυρίως σε Ευρώπη και Η.Π.Α. Ακολούθως, δε γίνεται καθόλου λόγος για τις εστίες του ελληνισμού σε άλλες περιοχές όπως Ωκεανία όπου η πολυάριθμη παρουσία μας εκεί επηρεάζει την έκβαση εκλογικών αποτελεσμάτων, σε μια ήπειρο η οποία βρίσκεται στο υποσύστημα της νοτιοανατολικής Ασίας και λειτουργεί, ήδη, ως δυνητικός ανταγωνιστής απέναντι στη Κίνα.

Επιπρόσθετα, ο διάλογος στην χώρα μας περιορίζεται ασφυκτικά στα περί επιστροφής της νέας γενιάς Ελλήνων μεταναστών που προέκυψε από τη κατάρρευση του ελληνικού οικονομικού μοντέλου μετά το 2010. Κατά πόσο ουτοπικό ή ρεαλιστικό είναι το συγκεκριμένο πρίσμα μένει να απαντηθεί στις επόμενες δυο δεκαετίες με τις επιλογές που θα γίνουν σήμερα. Η εθνική κλεψύδρα είναι αδίστακτη, αμείλικτη και σύντομη.

Το γεγονός πως εν έτη 2018 η Ελλάδα εμμένει και επιμένει να παραγκωνίζει πεισματικά την ομογένεια της, αφ’ ενός με τη μη παροχή δυνατότητας ψήφου στις πρεσβείες μας και αφ’ ετέρου στα πλαίσια μη ευρύτερης κινητροδότησης, είναι ισχυρές ενδείξεις για τη στρεβλή διεθνοπολιτική αντίληψη των πραγμάτων στη ραγδαία εξελισσόμενη εποχής της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Το δε κενό στην ελληνική βιβλιογραφία και έρευνα είναι αβυσσαλέο. Εδώ, έχοντας κατά νου το ρευστό διεθνές περιβάλλον του 21ου αιώνα, να σημειώσουμε πως η σχέση Ελλάδος και διασποράς δεν γίνεται και δε δύναται, εκ των πραγμάτων, να τοποθετείται μόνο στο παραδοσιακό κρατικοκεντρικό μοντέλο, αλλά και στη κοινωνία πολιτών η οποία πρέπει να απολαμβάνει θύλακες αυτονομίας και πρωτοβουλιών για την ευελιξία των κινήσεών της και παραγωγή καινοτομίας. Επειδή όμως το κράτος παραμένει ο κύριος δρώντας του διεθνούς συστήματος οφείλει να λειτουργεί ως πυξίδα θέτοντας τους ιεραρχημένους πολιτικούς στόχους του παραπάνω μοντέλου. Όπως και σε κάθε συντονισμό λοιπόν, έτσι και εδώ απαιτείται ένας μαέστρος.

Κατά τον Παπασωτηρίου (2000) η ομογένεια μπορεί να συμβάλλει στην εξασφάλιση των εξωτερικών στόχων ως εξής: 1) Στις μεγάλες δυνάμεις να επηρεάζει την εξωτερική τους πολιτική υπέρ της Ελλάδος καθώς είναι σημαντική η στάση τους σε σχέση με την αποτροπή εξωτερικών απειλών 2) Στη Νοτιοανατολική Ευρώπη να προωθήσει τη περιφερειακή επιρροή επιδιώκοντας ηγετική θέση της Ελλάδος στο γεωπολιτικό χώρο. 3)Στη ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδος για να μειωθεί το ελληνοτουρκικό χάσμα στη στρατηγική ισορροπία και επιπρόσθετα η συμμετοχή της Ελλάδος στο πυρήνα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Με την όποια αξία λοιπόν της υποκειμενικής μας άποψης, προσθέτουμε μια τέταρτη οπτική ,τη συμβολή της ελληνικής ομογένειας στη προσπάθεια βελτίωσης της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό μέσω της επικοινωνιακής διαχείρισης ζημίας και αποκατάστασης γοήτρου που προέκυψαν από τις μεταπολιτευτικές πολιτικές και οικονομικές επιλογές. Η κρίση αξιοπιστίας στο εξωτερικό με όλα τα συμπαρομαρτούντα, που διέρχεται η Ελλάδα εν έτη 2018 επιβάλλει να χαραχθεί μια νέα επικοινωνιακή στρατηγική η οποία θα εδράζεται στο νέο επιχειρησιακό πεδίο, αυτό της κοινωνικής δικτύωσης, και με πολιτικές στοχεύσεις τον πληροφοριακό συντονισμό Ελλάδος – διασποράς ως προς τις μεταρρυθμίσεις και τη προβολή ενός νέου και αξιόπιστου προφίλ της χώρας στο παγκόσμιο διαδραστικό περιβάλλον.

Ενδεικτικό όσο και επίκαιρο είναι το παρακάτω απόσπασμα από το πελοποννησιακό πόλεμο το οποίο σκιαγραφεί άψογα τα οφέλη που προκύπτουν από την εξωστρέφεια ως νευραλγικό τμήμα στην υψηλή στρατηγική, σε αντιδιαστολή με τη στασιμοκατάσταση και περιχαράκωση των κεκτημένων που οδηγούν σπειροειδώς σε παρακμή.

«Εκείνοι (Αθηναίοι) είναι ακαταπονήτως δραστήριοι, σεις είσθε αναβλητικοί (Λακεδαιμόνιοι), εκείνοι είναι φίλοι των ταξειδιών, σεις αποστρέφεστε τας αποδημίας. Διότι εκείνοι μεν θεωρούν τα ταξείδια ως μέσον αυξήσεως του πλούτου, ενώ σεις φοβείσθε ότι δια των νέων επιχειρήσεων μπορείτε να διακινδυνεύσετε και τα ήδη υπάρχοντα». (Θουκυδίδης, Ι70, μετάφραση Ελ. Βενιζέλου).

ΠΗΓΗ: LIBERAL