Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος μας στα τεθωρακισμένα οχήματα του ΕΣ καταγράφουμε τα υπέρ και τα κατά των ερπυστριοφόρων και των τροχοφόρων οχημάτων. Αρκετοί στρατοί ανά τον κόσμο, αλλά και το NATO, έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα, μέσα από μελέτες και δοκιμές πεδίου. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των μελετών και των δοκιμών είναι ότι οι δύο αυτές μορφές κίνησης δεν μπορούν να συγκριθούν στη βάση του ερωτήματος «τι είναι καλύτερο», αλλά περισσότερο αλληλοσυμπληρώνονται και επιλέγονται ανάλογα με τις επιχειρησιακές ανάγκες και σύμφωνα με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα τους.

Σε επίπεδο κινητικότητας, δηλαδή σε επίπεδο ικανότητας ελεύθερης και ταχείας κίνησης σε κάθε έδαφος, η κρίσιμη παράμετρος είναι η φύση του εδάφους σε συνδυασμό με το βάρος του οχήματος, το αποτύπωμα της ερπύστριας ή του τροχού στο έδαφος και την πίεση που ασκεί το όχημα πάνω στο έδαφος. Ο βαθμός σκληρότητας του εδάφους επηρεάζει την κίνηση. Όσο πιο «ρευστό» είναι το έδαφος, για παράδειγμα υπάρχει μεγάλη ποσότητα λάσπης ή άμμου, τόσο πιο πολύ δυσκολεύει η κίνηση του τροχού. Συνεπώς, σε επίπεδο κινητικότητας, η ερπύστρια προσφέρει καλύτερες επιδόσεις, συγκριτικά με τον τροχό. Το αντίστροφο ισχύει όταν μιλάμε για κίνηση σε ασφαλτόδρομο.

Σε επίπεδο επιβιωσιμότητας, ιδιαίτερα σε επίπεδο θωράκισης, τα ερπυστριοφόρα και τα τροχοφόρα οχήματα διατηρούν τις ίδιες πιθανότητες καθώς μπορούν να εφοδιαστούν με το ίδιο επίπεδο θωράκισης (εργοστασιακής και/ή επιπρόσθετης) και με τα ίδια ενεργητικά συστήματα αυτοπροστασίας. Εκεί που υπάρχει διαφορά είναι στο οπτικό ίχνος, όπου τα τροχοφόρα οχήματα έχουν, σε γενικές γραμμές, μεγαλύτερες διαστάσεις και όγκο, σε σχέση με τα ερπυστριοφόρα. Επίσης οι τροχοί είναι πιο ευάλωτοι στην προσβολή από όπλα μικρού διαμετρήματος ή θραύσματα πυροβολικού, συνεπώς οι πιθανότητες ακινητοποίησης ενός τροχοφόρου οχήματος είναι μεγαλύτερες σε σχέση με τα ερπυστριοφόρα, αφού η μεταλλική ερπύστρια, από κατασκευής, είναι ανθεκτικότερη από τους ελαστικούς τροχούς.

Ωστόσο, στο ηχητικό ίχνος το τροχοφόρο όχημα υπερισχύει του ερπυστριοφόρου, καθώς παράγει λιγότερο θόρυβο, αποτέλεσμα των μικρότερων κραδασμών που παράγονται κατά την κίνηση του τροχού, σε σύγκριση με την ερπύστρια. Εκ κατακλείδι, σε επίπεδο επιβιωσιμότητας, ερπυστριοφόρα και τροχοφόρα οχήματα έχουν, σε γενικές γραμμές, παρόμοιες επιδόσεις, με μικρό προβάδισμα για τα ερπυστριοφόρα.

Σε επίπεδο κόστους υποστήριξης, δηλαδή σε επίπεδο κατανάλωσης καυσίμου και κόστος ανά ώρα χρήσης, το πλεονέκτημα βρίσκεται στα τροχοφόρα οχήματα, τα οποία καταναλώνουν λιγότερα καύσιμα, για την ίδια απόσταση, λόγω της μικρότερης τριβής των τροχών, στο έδαφος, σε σχέση με την ερπύστρια. Η κατανάλωση μικρότερης ποσότητας καυσίμου σημαίνει ότι με την ίδια ποσότητα τα τροχοφόρα οχήματα μπορούν να πάνε μακρύτερα, συνεπώς περιορίζονται οι απαιτήσεις ανεφοδιασμούς. Επίσης, έχει καταγραφεί, σε επίπεδο NATO, ότι τα τροχοφόρα οχήματα απαιτούν λιγότερη συντήρησης και τεχνική υποστήριξης, τόσο σε επίπεδο εργατοωρών, όσο και σε επίπεδο κατανάλωσης ανταλλακτικών. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι παραπάνω συνθήκες αφορούν σε κίνησε επί ασφαλτόδρομου. Σε κίνηση εκτός δρόμου η κατανάλωση καυσίμου και για τα τροχοφόρα οχήματα αυξάνει.

Η ανάγκη εξάλειψης των μειονεκτημάτων των δύο συστημάτων κίνησης και η ολοκλήρωση των πλεονεκτημάτων σε ένα σύστημα η αμερικανική ερευνητική υπηρεσία DARPA (Defense Advanced Research Projects Agency) αναπτύσσει το σύστημα RWT (Reconfigurable Wheel Track), το οποίο εφόσον τεθεί σε παραγωγή και υπηρεσία θα δώσει τη δυνατότητα σ’ ένα όχημα να μετατρέπει τους τροχούς του σε ερπύστριες, και αντίστροφα, εν κινήσει και σε διάστημα δύο (2) δευτερολέπτων. Έτσι τα οχήματα θα μπορούν να κινούνται σε οποιοδήποτε είδος εδάφους. Για παράδειγμα θα κινείται με ταχύτητα και οικονομία καυσίμου σε ασφαλτόδρομο (με τους τροχούς) και στη συνέχεια χωρίς περιορισμό σε ανώμαλα εδάφη (με τις ερπύστριες).