Η πρόσφατη ανακοίνωση της αγοράς τεσσάρων μη επανδρωμένων αεροσκαφών επιτήρησης τύπου MQ-9B από την Ταϊβάν, δεν αποτελεί μόνο απόδειξη του εξωφρενικά υψηλού κόστους του συγκεκριμένου συστήματος. Είναι παράλληλα και τεκμήριο της ακαταλληλότητάς του για την κάλυψη των ελληνικών επιχειρησιακών αναγκών και παρακάτω εξηγούμε αναλυτικά το γιατί. Ας όμως πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Μέσω των τεσσάρων MQ-9B της Ταιβάν και οι ΗΠΑ μαζί με τις ένοπλες δυνάμεις τους, θα έχουν συνεχή ροή πληροφοριών και εικόνας, σχετικά με τις κινήσεις των μονάδων του Ναυτικού της Κίνας, όχι μόνο στη θαλάσσια περιοχή των Στενών της Ταιβάν (Taiwan Strait), εύρους 180 μόλις χιλιομέτρων, αλλά και στην ευρύτερη ωκεάνια περιοχή γύρω από το νησί.

Το ίδιο φυσικά θα ισχύσει και στην περίπτωση που η Ελλάδα αποφασίσει να υλοποιήσει την προμήθεια των τριών MQ-9B που έχει ανακοινώσει και έχει μάλιστα εγκρίνει και η Βουλή των Ελλήνων. Στο πλαίσιο των Νατοϊκών της υποχρεώσεων, η Ελλάδα μπορεί κάλλιστα να κληθεί να χρησιμοποιήσει τα αεροσκάφη αυτά σε κανονικές επιχειρήσεις επιτήρησης και στοχοποίησης της συμμαχίας.

Όμως η Ελλάδα διαθέτει ήδη πτητικά μέσα (ενδεικτικά αναφέρονται τα Heron, τα Αεροσκάφη Ναυτικής Συνεργασίας και τα ΑΣΕΠΕ) που δύναται να αξιοποιηθούν σε συνδυασμό με άλλα μέσα και συστήματα για επιχειρήσεις συλλογής πληροφοριών (πρόγραμμα πρόγραμμα «ΑΙΓΕΑΣ» και στοχοποίησης. Και η μέριμνα πρέπει να γίνει προς αυτή τη κατεύθυνση της αξιοποίησης και περαιτέρω διεύρυνσης αυτών των επιχειρησιακών δυνατοτήτων.

Η διαφορά μας σε σχέση με την Ταϊβάν, συνίσταται στο ότι η Ελλάδα θα πληρώσει στο ακέραιο το ποσό των 380 εκατομμυρίων δολαρίων, κάτι που κατά πάσα πιθανότητα δεν ισχύει στην περίπτωση της ασιατικής χώρας. Χρησιμοποιούμε τη φράση “κατά πάσα πιθανότητα” γιατί η Ταιβάν είναι ένα μικρό νησιωτικό κράτος, αποδέκτης στρατιωτικής βοήθειας κατά καιρούς από τις ΗΠΑ. Επισήμως η Ταϊβάν, έλαβε κατόπιν έγκρισης του αμερικανικού κογκρέσου τον περασμένο Ιούλιο, στρατιωτική βοήθεια ύψους 108 εκατομμυρίων δολαρίων (https://www.dsca.mil/press-media/major-arms-sales/taipei-economic-and-cultural-representative-office-united-states-23).

Ένα σχεδόν μήνα αργότερα, στις 30 Αυγούστου του 2022, η κυβέρνηση Μπαϊντεν ανακοίνωσε την πώληση πυραυλικών συστημάτων (μεταξύ αυτών 100 πύραυλοι αέρος – αέρος ΑΙΜ-9X Sidewinder και άλλοι 60 αντιπλοϊκοί AGM-84L Harpoon) και συστημάτων ραντάρ επιτήρησης, συνολικού ύψους 1,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Ταϊβάν. Εικάζεται ότι η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια προς τη συγκεκριμένη χώρα, είναι πολύ μεγαλύτερη.

Για πολλούς λόγους και κυρίως για να μην δοθεί η αφορμή στην Κίνα να υποστηρίξει ότι όπως και η Ουκρανία τροφοδοτείται κυρίως από τις ΗΠΑ με όπλα που χρησιμοποιεί εναντίον της Ρωσίας, έτσι και η Ταιβάν χρησιμοποιείται ώς ορμητήριο εναντίον της. Στην Ελλάδα λοιπόν το κόστος της αγοράς των MQ-9B θα καλυφθεί εξολοκλήρου από τον αμυντικό της προϋπολογισμό, αν μπορεί βέβαια κανείς να υποστηρίξει ότι υπάρχει τέτοιο πράγμα. Και κυρίως θα υπονομεύσει άλλες πιο σημαντικές ανάγκες.

Μία από τις πτυχές του προβλήματος της ενδεχόμενης προμήθειας του MQ-9B στην Ελλάδα, είναι ότι το ποσό των 400 περίπου εκατομμυρίων δολαρίων που θα απαιτήσει ως δαπάνη, αυτόματα αποκλείει την αγορά μεγαλύτερου αριθμού μη επανδρωμένων αεροσκαφών των κατηγοριών MALE και HALE, τα οποία μάλιστα θα μπορούν να φέρουν και όπλα. Με άλλα λόγια, η ελληνική άμυνα δεν μπορεί να έχει ως προτεραιότητα τις συμμαχικές (Νατοϊκές) ανάγκες, από τη στιγμή που η τουρκική επιθετικότητα και ανθελληνική ρητορική έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο (https://defencereview.gr/gia-echthrikes-energeies-tis-elladas/) !

Οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις καλούνται στο ελάχιστο δυνατό χρονικό διάστημα και με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, να καλύψουν αποτελεσματικά το τεράστιο χάσμα που τις χωρίζει από τις τουρκικές, στο χώρο των μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Με βάση την κοινή λογική συνεπώς δεν έχουν την πολυτέλεια πολυδάπανων προμηθειών ελάχιστων μονάδων επιτήρησης, έστω και με δεδομένες τις πολύ υψηλές δυνατότητές των συστημάτων που φέρουν ως ιπτάμενες πλατφόρμες. Άρα, οι ισχύουσες ανάγκες επιβάλλουν την σε πρώτη φάση επιλογή και αγορά επαρκούς αριθμού μη επανδρωμένων αεροσκαφών κατηγορίας MALE και μάλιστα με εγχώρια συμπαραγωγή και σε δεύτερη φάση την αυτόνομη ανάπτυξη και κατασκευή τέτοιων συστημάτων από την ελληνική βιομηχανία.

Η Ελλάδα έχει σαφώς μεγαλύτερα περιθώρια και ελευθερίες να αξιοποιήσει την ευρωπαϊκή τεχνολογία και αγορά σε σχέση με την Τουρκία, προκειμένου να αποκτήσει ηλεκτροοπτικά συστήματα επιτήρησης, αναγνώρισης και στοχοποίησης, ηλεκτρονικά ελέγχου και καθοδήγησης, καθώς και κινητήρες και όπλα για τα UAV κατηγορίας MALE που μπορεί να αναπτύξει η ίδια, με τον πακτωλό των εκατομμυρίων δολαρίων που απαιτεί η αγορά των τριών MQ-9B.

Mε βάση την ίδια λογική το Υπουργείο Άμυνας θεωρούμε ότι οφείλει να αξιολογήσει εκ νέου την πραγματική σκοπιμότητα σε συνδυασμό με το πραγματικό επιχειρησιακό όφελος που θα διασφαλίσει η δαπάνη 280 ακόμη τουλάχιστον εκατομμυρίων δολαρίων για την προμήθεια και την ανακατασκευή – εκσυγχρονισμό 72 αμφίβιων τεθωρακισμένων τύπου AAV-7.

Επίσης δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Ελληνικός Στρατός έχει εδώ και δεκαετίες επιβεβαιωμένη και επιτακτική την ανάγκη αντικατάστασης του απαρχαιωμένου Μ113, ή έστω του εκσυγχρονισμού μέρους του στόλου των ΤΟΜΠ του τύπου, σε συνδυασμό με ενίσχυση της θωράκισής του. Τα παραδείγματα είναι πολλά γιατί πολλές είναι και οι ελλείψεις σε πραγματικά κρίσιμο υλικό και συστήματα. Όμως οι ανάγκες του ΕΣ δεν σταματούν μόνον στα νέα ΤΟΜΠ/ ΤΟΜΑ. Εξίσου σημαντικά προγράμματα αφορούν τα αντιαεροπορικά συστήματα του Στρατού Ξηράς, την ενίσχυση του Πυροβολικού Μάχης, τη βελτίωση μέσων και δυνατοτήτων στοχοποίησης, την ριζική ανανέωση του τροχαίου υλικού και ειδικοποιημένων οχημάτων, τα μέσα διοίκησης και επικοινωνιών καθώς και ηλεκτρονικού πολέμου των Διαβιβάσεων κτλ.

Aνάλογη μέριμνα πρέπει να υπάρξει και για τη ΠΑ στον τομέα του Συστήματος Αεροπορικού Ελέγχου (χερσαία και ιπτάμενα ραντάρ). Τα μάτια της ΠΑ. Και ασφαλώς των νέων όπλων και ατρακτιδίων για τη ΠΑ.

Η πρόσφατη αναφορά του DefenceReview.gr σχετικά με το ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού σε μάχιμες μονάδες και ΠΓΥ (Πλοία Γενικής Υποστήριξης) (https://defencereview.gr/apokleistiko-oi-logoi-poy-to-pn-einai-k/), αποκαλύπτει κατά τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο (με στοιχεία δηλαδή), ότι δεν υπάρχει το παραμικρό περιθώριο (δημοσιονομικό και επιχειρησιακό) περιθώριο περαιτέρω αμφιλεγόμενων προμηθειών.

Συνεπώς καθίσταται πασιφανές πως για το ΠΝ εκτός της απόκτησης MH-60R και των αμφιλεγόμενων MQ-9B SeaGuardian προέχει η ανανέωση και αντικατάσταση των γηρασμένων μονάδων κρούσης δηλαδή του συνόλου των φρεγατών «S», των παρωχημένων πυραυλακάτων Combattante καθώς και των υποβρυχίων «209». Ως εκ τούτων εκεί πρέπει να δοθεί η μέγιστη έμφαση και εξοπλιστική προσπάθεια. Ούτε σε MQ-9B ούτε σε αμφίβια τεθωρακισμένα ούτε φυσικά σε πλοία αμφίβιων επιχειρήσεων.

Ο εξοπλιστικός σχεδιασμός οφείλει να είναι καταρτισμένος με βάση τις πραγματικές ανάγκες και κυρίως την εξοπλιστική προτεραιοποίηση όλων των αναγκών των κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων.