Οι σκηνές ωμής βίας, λεηλασίας και καταστροφής που ακολούθησαν της εισβολής των Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη έμειναν βαθιά χαραγμένες στην Ιστορία. Δολοφονίες, βιασμοί, καταστροφές και κάθε είδους φρικαλεότητες διεπράχθησαν εις βάρος των Βυζαντινών και της Πόλης.

Οι μαρτυρίες των Σταυροφόρων

Οι σύγχρονες με το γεγονός δυτικές πηγές είναι φειδωλές στις περιγραφές της λεηλασίας και των σφαγών που ακολούθησαν.

Ο ιππότης Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος, εξέχων μέλος της φράγκικης αριστοκρατίας, ο οποίος συμμετείχε στην Δ’ Σταυροφορία ως πολεμιστής και διπλωμάτης, έγραψε ένα χρονικό για όσα διαδραματίστηκαν κατά την Δ’ Σταυροφορία, που διακρίνεται για την μετριοπάθειά του. Όσον αφορά τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, περιορίζεται στον σχολιασμό της παράδοσης των Παλατιών των Βλαχερνών και του Βουκολέοντος στον Βονιφάτιο του Μονφερά και τον Ερρίκο της Φλάνδρας αντίστοιχα.

Προσθέτει ότι οι δύο Φράγκοι ηγέτες επέδειξαν φιλευσπλαχνία προς τους ευγενείς που διέμεναν στα αυτοκρατορικά οικήματα, μεταξύ των οποίων ήταν η αυτοκράτειρα Αγνή, αδελφή του βασιλιά της Γαλλίας και η αυτοκράτειρα Μαρία, αδελφή του βασιλιά της Ουγγαρίας. Μένει έκθαμβος μπροστά στην πολυτέλεια και στην ποσότητα των θησαυρών που βρέθηκαν στα δύο παλάτια.

Παρέχει λεπτομερέστατες περιγραφές της λείας που κατέκτησαν οι σταυροφόροι στην υπόλοιπη πόλη «…χρυσάφι, ασήμι, πολύτιμοι λίθοι και πανάκριβα σερβίτσια, υφάσματα από μετάξι και σατέν, γούνινα παλτά φτιαγμένα από δέρμα σκίουρου και ερμίνα… ποτέ δεν είχε βρεθεί τόση λεία σε πόλη κατακτημένη από την δημιουργία του κόσμου».

Οι σταυροφόροι κατέλαβαν οικήματα της αρεσκείας τους και δεν ήταν λιγοστές οι όμορφες κατοικίες στην πόλη, αναφέρει χαρακτηριστικά. «…Όλοι ευχαριστούσαν τον Θεό για τη νίκη που τους χάρισε, ώστε εκείνοι που ήταν φτωχοί ζούσαν πλέον στα πλούτη και την πολυτέλεια». Όμως παραμένει σιωπηλός όσον αφορά τους τρόπους που περιήλθαν στην κατοχή των Σταυροφόρων όλα αυτά τα αντικείμενα.

Αντίθετα, ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας σχολιάζει χωρίς περιστροφές «…έτσι, αυτοί που αρνήθηκαν μικρά πράγματα σε μας, μας παρεχώρησαν τα πάντα ως αποτέλεσμα της Θείας Κρίσης…». Την αφθονία σε λάφυρα επιβεβαιώνει ο Ροβέρτος του Κλάρι, ο οποίος όμως παραπονιέται για τον τρόπο με τον οποίο έγινε η λαφυραγώγηση.

Κατηγορεί την αριστοκρατική ηγεσία των Σταυροφόρων ότι αποκόμισε τα καλύτερα λάφυρα και ότι δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για τους απλούς ιππότες και στρατιώτες. Αυτό δεν άφησε άλλα περιθώρια στον «φτωχό λαό», όπως τους αποκαλεί ο Ροβέρτος του Κλάρι, από το να αρπάξουν ότι μπορούν. Μόνο μία ανώνυμη δυτική πηγή της εποχής, το χρονικό Devastatio Constantinopolitana (ο Όλεθρος της Κωνσταντινούπολης), του οποίου ο συγγραφέας ήταν μάλλον Γερμανός κληρικός, παραδέχεται ότι η κατάληψη της πόλης συνοδεύτηκε από τρομερές σφαγές αθώων ανθρώπων.

Ούτε οι καθολικοί κληρικοί έμειναν αμέτοχοι σε αυτό το εκτεταμένο πλιάτσικο. Ο Γερμανός κληρικός, Γκούντερ του Παρισίου περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τις ιερόσυλες πράξεις του ανωτέρου του, Άβα Μαρτίνου, ο οποίος εισέβαλε στην περίφημη μονή του Χριστού Παντοκράτορα, πιστεύοντας στις διαδόσεις περί μυθικών θησαυρών στα υπόγεια του μοναστηριού.

Εξανάγκασε έναν ηλικιωμένο μοναχό να τον οδηγήσει στο μέρος όπου φυλάσσονταν θησαυροί και ιερά κειμήλια. Ο ανήμπορος γέρος τον πήγε σε ένα σιδερένιο κιβώτιο, γεμάτο με υπέροχα κομψοτεχνήματα. Ο Λατίνος αβάς γέμισε τον χιτώνα του και με τα δύο χέρια με όσα λάφυρα μπορούσε να κουβαλήσει και άρχισε να τρέχει προς το λιμάνι.

Το θέαμα που πρόσφερε ο κληρικός αυτός ήταν πραγματικά διασκεδαστικό για όσους ιππότες τον συνάντησαν. Κάποιοι τον ρώτησαν με περιπαιχτικό τόνο αν κουβαλούσε θησαυρούς, μιας και ο χιτώνας του έδειχνε βαρυφορτωμένος. Η απάντηση του ήταν εξίσου γελοία με την εμφάνιση του εκείνη τη στιγμή: «Πήγαμε καλά τέκνα μου, δόξα τω Θεώ!». Ο χαρακτηρισμός που επιφυλάσσει ο Γκούντερ του Παρισίου για τους σταυροφόρους είναι «ευσεβείς ληστές».

Πολλοί θησαυροί και κειμήλια κατέληξαν σε εκκλησίες, κάστρα, παλάτια και οικίες της Δυτικής Ευρώπης, ενώ κάποια τα έλιωσαν για να πάρουν χρυσό και ασήμι και χάθηκαν για πάντα. Μεταξύ των θησαυρών της Κωνσταντινούπολης που εκλάπησαν είναι τα φημισμένα τέσσερα άλογα που βρίσκονται στο θησαυροφυλάκιο του Αγίου Μάρκου στη Βενετία.

Σε φράγκικα χρονικά της εποχής, όπως αυτό του Ανώνυμου της Σουασόν (Soissons), υπάρχουν λεπτομερέστατες αναφορές ιερών κειμηλίων που εκλάπησαν από την Κωνσταντινούπολη και μεταφέρθηκαν στη Δυτική Ευρώπη (π.χ. τα κρανία των πρωτομάρτυρα Στέφανου, του Ιωάννη του Βαπτιστή, το δάκτυλο που είχε θέσει ο Απόστολος Θωμάς στο πλευρό του Χριστού, ένα αγκάθι προερχόμενο από το ακάνθινο στεφάνι του Χριστού, ένα τμήμα της πετσέτας που χρησιμοποίησε ο Χριστός κατά τον Μυστικό Δείπνο, η ζώνη της Θεοτόκου Μαρίας, τμήματα του Τιμίου Σταυρού, σταγόνες αίματος που είχε χύσει ο Ιησούς στη Γεσθημανή, ένα φιαλίδιο που περιείχε τα δάκρυα Του, η ράβδος του Μωυσή κ.α.). Παρόμοια λίστα τέτοιων κειμηλίων εμπεριέχεται και σε άλλο δυτικό χρονικό, τις Πράξεις του Επίσκοπου του Χάλμπερσταντ (Halberstadt), έργο Γερμανού κληρικού. Φυσικά, η άφιξη των ιερών κειμηλίων σε διάφορες εκκλησίες και μοναστήρια της Δυτικής Ευρώπης συνοδεύτηκε από τα απαραίτητα θαύματα και θεραπείες αδύναμων, ασθενών και ανάπηρων.

Οι βυζαντινές μαρτυρίες

Αντίθετα, οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι και ιστορικοί δίνουν συγκλονιστικές και σπαραχτικές μαρτυρίες, αναφορικά με τις τραγικές ώρες που πέρασε η Κωνσταντινούπολη και οι συμπολίτες τους. Ο κορυφαίος όλων αυτών είναι ο Νικήτας Χωνιάτης, του οποίου η μνήμη σφραγίστηκε ανεξίτηλα από το χάος, τον όλεθρο και τον πόνο που προκάλεσαν οι σταυροφόροι στην Κωνσταντινούπολη.

Περιγράφει τους σταυροφόρους ως «…προπομπούς του Αντίχριστου, αντιπρόσωπους και προάγγελους των αθεόφοβων πράξεων του… οι οποίοι δεν σεβάστηκαν τις εκκλησίες και τα ιερά κειμήλια, που φυλάσσονταν μέσα σε αυτές. Ακόμα και ο άρτος και ο οίνος, τα κύρια συστατικά της Θείας Κοινωνίας διασκορπίστηκαν στο έδαφος. Αν και η Πλευρά του Κυρίου δεν διαπεράστηκε από λόγχη αυτή την φορά, το αίμα Του χύθηκε στην γη…» και συνεχίζει «…Πήρατε το Σταυρό και ορκιστήκατε πάνω σ’ αυτόν και στα ιερά ευαγγέλια, ότι θα περνούσατε από την επικράτεια των χριστιανών χωρίς να χύσετε αίμα και χωρίς να στραφείτε προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά. Μας είπατε ότι είχατε πάρει τα όπλα μόνο εναντίον των Σαρακηνών και θα πνίγατε μόνο εκείνους στο αίμα τους. Υποσχεθήκατε να παραμείνετε αγνοί ενόσω φέρατε το Σταυρό, όπως άρμοζε σε στρατιώτες που υπηρετούν τη σημαία του Χριστού. Αντί να υπερασπιστείτε τον τάφο Του, βιαιοπραγήσατε σε βάρος των πιστών που είναι μέλη του. Φερθήκατε στους χριστιανούς χειρότερα απ’ ότι οι Άραβες φέρονται στους Λατίνους, διότι οι πρώτοι σέβονται τουλάχιστον τις γυναίκες…».

Τους κατηγορεί ότι ούτε η Αγία Σοφία, η μεγαλοπρεπέστερη εκκλησία της Χριστιανοσύνης δεν γλίτωσε από την καταστροφική μανία τους. Η Άγια Τράπεζα, κατασκευασμένη από ένα κράμα πολύτιμων λίθων, κατακερματίστηκε και διαμοιράστηκε μεταξύ διάφορων στρατιωτών. Οι άπληστοι λαφυραγωγοί δεν δίστασαν να φέρουν γαϊδούρια και μουλάρια μέσα στην Αγία Σοφία για να τα φορτώσουν με τα λάφυρα τους, χωρίς να τους ενοχλεί ότι τα ζωντανά βρώμιζαν με τις ακαθαρσίες τους τα μαρμάρινα δάπεδα της εκκλησίας, ενώ μία δυτική πόρνη χόρευε και τραγουδούσε γύρω από την Άγια Τράπεζα, διασκεδάζοντας Φράγκους στρατιώτες που έτρωγαν και έπιναν χρησιμοποιώντας ιερά σκεύη.

Ένας άλλος Βυζαντινός χρονικογράφος, ο Νικόλαος Μεσαρίτης, που έζησε και αυτός τα γεγονότα από κοντά, προσθέτει: «…Πολεμοχαρείς ξιφομάχοι, αποπνέοντας φόνο, σιδερόφρακτοι λογχοφόροι και σπαθοφόροι, τοξότες και ιππείς, κομπάζοντας, γαβγίζοντας σαν τον Κέρβερο και ξεφυσώντας σαν τον Χάρο, λεηλατούσαν τα ιερά μέρη, ποδοπατούσαν και κατέστρεφαν ιερά αντικείμενα, ρίχνοντας στο δάπεδο τις ιερές εικόνες του Χριστού και της Θεοτόκου και όλων των αγίων που υμνούν τον Κύριο στην αιωνιότητα…». Ο λυρικός τρόπος γραφής του Νικόλαου Μεσαρίτη, καθώς και οι αναφορές του στην αρχαία ελληνική μυθολογία, αποτελούν τυπικό παράδειγμα γραφής Βυζαντινών ιστορικών και χρονικογράφων, των οποίων η παιδεία ήταν επηρεασμένη από τα αρχαία ελληνικά κείμενα.

Όμως η λεηλασία θησαυρών και περιουσίων δεν ήταν η χειρότερη συμφορά που έπεσε στους ανυπεράσπιστους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης. Η ίδια τους η ζωή, τιμή και αξιοπρέπεια υπέφεραν ανεπανόρθωτα.

Ο Νικόλαος Μεσαρίτης γράφει, μην μπορώντας να συγκρατήσει τον τρόμο και την οργή του: «…στήθη γυναικών ψάχνονταν με την προσδοκία να ανακαλύψουν κρυμμένα γυναικεία στολίδια ή χρυσό, έλυναν τα μαλλιά τους και αφαιρούσαν τα καλύμματα των κεφαλών τους και τις έσερναν στο έδαφος από τα μαλλιά. Θρήνος, οιμωγές και κραυγές θλίψης και πόνου αντηχούσαν παντού. Απρέπεια και προσβολές της δημοσίας αιδούς διεπράχθησαν. Έσφαξαν παιδιά, σκότωσαν συνετές δέσποινες, ξεγύμνωσαν μεγάλες σε ηλικία γυναίκες. Βασάνισαν μοναχούς, χτυπώντας τους με τις γροθιές τους στο πρόσωπο και κλωτσώντας τους στο στομάχι, ενώ τους μαστίγωναν χωρίς έλεος. Έχυσαν αίμα πάνω στις Άγιες Τράπεζες, και σε κάθε μία από αυτές, τα μέρη όπου ο Αμνός του Κυρίου θυσιάστηκε για τη σωτηρία του κόσμου, πολλοί σύρθηκαν σαν πρόβατα και αποκεφαλίστηκαν, και πάνω στους άγιους τάφους, οι πανάθλιοι και αχρείοι σκότωναν τους αθώους… χωρίζοντας τα παιδιά από τις μητέρες τους και τις μητέρες από τα παιδιά τους, διαπράττοντας ασέβειες και αίσχη σε μοναχές μέσα στις εκκλησίες, χωρίς να έχουν φόβο για την οργή του Θεού ή την εκδίκηση των ανθρώπων…».

Όλες οι βυζαντινές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν με οδύνη ότι μαινόμενοι σταυροφόροι βίασαν ή επιτέθηκαν σε ανυπεράσπιστες γυναίκες, ανεξαρτήτως ηλικίας, αν ήταν άγαμες ή παντρεμένες. Σε μία περίπτωση, ο Νικήτας Χωνιάτης έσωσε μία νεαρή κοπέλα από βέβαιο βιασμό, δείχνοντας μεγάλο κουράγιο και αποφασιστικότητα, με κίνδυνο της ζωής του.

Ένας στρατιώτης είχε αρπάξει την άμοιρη κοπέλα και τη τραβούσε προς ένα σημείο για να τη βιάσει. Ο πατέρας της, ένας ανήμπορος γέρος, παρακάλεσε τον Νικήτα Χωνιάτη να την σώσει από τα χέρια του επίδοξου βιαστή της. Ο Νικήτας Χωνιάτης κατεδίωξε τον άντρα αυτόν και προσέγγισε κάποιους στρατιώτες, απαιτώντας να σεβαστούν τους όρκους που πήραν πριν αρχίσει η πολιορκία για επίδειξη σεβασμού στην τιμή των γυναικών. Τους υπενθύμισε ότι και αυτοί είχαν συζύγους και κόρες και έκανε έκκληση στην αγάπη τους στον Χριστό για να δείξουν έλεος και να επέμβουν. Οι απελπισμένες εκκλήσεις του μαλάκωσαν τις καρδιές των σκληροτράχηλων στρατιωτών, οι οποίοι υποχρέωσαν τον συμπολεμιστή τους να αφήσει την κοπέλα ελεύθερη.

Ο ίδιος ο Νικήτας Χωνιάτης και η οικογένεια του στάθηκαν τυχεροί. Ο Βυζαντινός ιστορικός είχε προσφέρει άσυλο στην οικογένεια ενός Ενετού εμπόρου κατά την περίοδο που εκδιώχθηκαν οι Δυτικοί από την Κωνσταντινούπολη. Όταν οι σταυροφόροι κατέλαβαν την πόλη, διέμενε μαζί με φίλους του σε μια μικρή κατοικία κοντά στην Αγία Σοφία, καθώς η κύρια οικία του είχε καεί κατά τη δεύτερη πυρκαγιά.

Όμως αρκετοί στρατιώτες, διψασμένοι για λάφυρα, έστρεψαν την προσοχή τους προς την νέα κατοικία του Χωνιάτη. Τότε, ο Ενετός έμπορος, που είχε προστατευθεί πρότερα από τον Νικήτα Χωνιάτη, τον συμβούλευσε να φορέσει μία στολή στρατιώτη, ώστε να ξεγελάει τους Δυτικούς στρατιώτες και να τους κρατάει μακριά από το οίκημα. Αυτή η τακτική δεν απέδωσε για πολύ, καθώς στο τέλος οι Φράγκοι στρατιώτες, άπληστοι για λάφυρα, αγνόησαν τις υποδείξεις του Νικήτα Χωνιάτη και εισήλθαν στο κτίριο.

Ήταν πλέον φανερό ότι το μέρος αυτό δεν ήταν ασφαλές για τους ενοίκους του. Ο Ενετός φίλος του Χωνιάτη τον παραίνεσε να διαφύγει από την πόλη, προκειμένου να σώσει τη ζωή και την τιμή του καθώς και της εγκύου γυναίκας του και των κορών του. Το σχέδιο διαφυγής ήταν το ακόλουθο: Όλοι οι άντρες φόρεσαν δέρματα ή κουρέλια και άφησαν τον Ενετό προστάτη τους να τους οδηγήσει μέχρι μία από τις πύλες εξόδου της Κωνσταντινούπολης σαν να ήταν αιχμάλωτοί του. Οι γυναίκες και τα κορίτσια τοποθετήθηκαν στη μέση της συνοδείας και μουτζούρωσαν τα πρόσωπα τους για να φαίνεται ότι ανήκουν στη φτωχότερη τάξη και να μην δείχνουν ελκυστικές. Μετά από πολλές περιπέτειες και κινδύνους κατάφεραν να βρεθούν έξω από την πόλη και κατευθύνθηκαν προς τη Σηλυμβρία.

Ούτε οι νεκροί γλίτωσαν από την δίψα των σταυροφόρων για πλούτη. Όπως μας πληροφορεί με θλίψη ο Νικήτας Χωνιάτης, άνοιξαν ακόμα και τους τάφους των βυζαντινών αυτοκρατόρων που βρίσκονταν στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, ελπίζοντας να ανακαλύψουν χρυσό, κοσμήματα και πολύτιμους λίθους.

Θαυμαστά και ξακουστά αγάλματα, έργα μυθικής ομορφιάς και μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας δεν γλίτωσαν από την καταστροφική μανία των Φράγκων (οι Ενετοί δεν επιδόθηκαν σε τέτοιες καταστροφές, κυρίως έκλεψαν). Έριξαν στο έδαφος το μπρούντζινο άγαλμα της Ήρας (που ήταν τόσο μεγάλο ώστε χρειάστηκαν μία άμαξα με τέσσερα βόδια για να το σύρουν μέχρι το χυτήριο), του Πάρη προσφέροντας το μήλο στη Αφροδίτη, του Αλέξανδρου και της Αθηνάς και το Ανεμοδούλιον στην Αγορά του Ταύρου και κατόπιν τα έσπασαν και τα έριξαν στις φλόγες.

Ειδικά, το Ανεμοδούλιον υπήρξε ένα από τα ομορφότερα κομψοτεχνήματα της Κωνσταντινούπολης. Ήταν ένας μεγαλόπρεπος οβελίσκος, με τις πλευρές του διακοσμημένες με υπέροχα ανάγλυφα που αναπαριστούσαν σκηνές της αγροτικής ζωής και αλληγορικές απεικονίσεις των εποχών, ενώ στην κορυφή του υπήρχε μια γυναικεία μορφή, η οποία περιστρεφόταν με τον άνεμο. Στην μορφή αυτή όφειλε το όνομα του αυτό το σύμπλεγμα. Παρόμοια τύχη είχε ένα μεγάλο έφιππο άγαλμα, που αναπαριστούσε τον Βελλεροφόντη και τον Πήγασο ή τον Ιωσία έφιππο να διατάζει τον ήλιο να σταθεί. Ιδιαίτερα πανέμορφο ήταν το άλογο, που έδινε την εντύπωση ότι ήταν ολοζώντανο, έτοιμο να ξεχυθεί μπροστά, χλιμιντρίζοντας στον ήχο μιας σάλπιγγας, ενώ οι μύες του σώματός του ήταν τεντωμένοι από την ένταση της μάχης.

Ο Ιππόδρομος καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς. Μεταξύ των μνημείων του Ιπποδρόμου που τσακίστηκαν ήταν ένα από τα διασημότερα αγάλματα της αρχαιότητας, ο Ηρακλής του Λυσίππου, που είχε μεταφερθεί από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη και απεικόνιζε την απογοήτευση του ήρωα για τις ανούσιες δοκιμασίες στις οποίες τον υπέβαλε ο βασιλιάς της Τίρυνθας, Ευρυσθέας, το άγαλμα της λύκαινας που θήλαζε τον Ρωμύλο και τον Ρώμο και πολλά άλλα αγάλματα που είχαν δημιουργηθεί κατά την αρχαιότητα.

Ακόμα και τα αγάλματα που αναπαριστούσαν τους νικητές των ιπποδρομιών και το άγαλμα του Νείλου, υπό τη μορφή ταύρου, καθώς πάλευε με έναν κροκόδειλο. Όμως κανένα δεν μπορούσε να συγκριθεί σε ζωντάνια, ομορφιά και κομψότητα με το άγαλμα που αναπαριστούσε την Ελένη της Τροίας.

Ο Νικήτας Χωνιάτης θρηνεί με έναν έξοχα λυρικό τρόπο την καταστροφή του γράφοντας «…εμφανιζόταν με μια φρεσκάδα, όπως αυτή της πρωινής δροσιάς, που μύρωνε το ένδυμα, το πέπλο, το διάδημα και τις πλεξούδες της με υγρό ερωτισμό…».

Ήταν τόσο όμορφο και είχε αποδοθεί με τέτοιο ρεαλισμό ώστε έκανε πολλούς να νομίζουν ότι είναι αληθινό. «…Τι να πω για την Ελένη, με το κομψό παράστημα, τους χιονόλευκους βραχίονες και την κομψή κορμοστασιά; Πώς δεν μπόρεσε να μαλακώσει τις καρδιές των βαρβάρων; Εκείνη που μέχρι τότε σκλάβωνε όσους την έβλεπαν; Ένα άγαλμα τυλιγμένο με ένα χιτώνα, που τόνιζε μάλλον, παρά απέκρυπτε τις χάρες του, με τα καθαρά φρύδια, με τα μαλλιά της να ανεμίζουν ανάλαφρα στον άνεμο, με τα χαριτωμένα χείλη της μισάνοιχτα λες και ήταν έτοιμη να μιλήσει, με τα καμπυλωτά της βλέφαρα, μία μορφή γεμάτη αρμονία, κομψότητα και ομορφιά, χαρά των θεατών, ευχαρίστηση των οφθαλμών σε βαθμό που είναι αδύνατο να δώσει κανείς μια επαρκή περιγραφή για τις μελλοντικές γενιές…».

Όλα αυτά τα αγάλματα καθώς και πολλά άλλα στάλθηκαν στα χυτήρια για έναν και μοναδικό λόγο: τον ορείχαλκο, το μέταλλο που χρειάζονταν οι στρατιώτες για την κοπή νομισμάτων.

Θα ήταν άσκοπο να παραθέσουμε μία λίστα με όλα τα ιερά κειμήλια και τα έργα τέχνης που κατέστρεψαν, έκλεψαν και μετέφεραν στα μέρη τους οι σταυροφόροι. Ίσως να φαίνεται παράξενο στον σύγχρονο αναγνώστη ότι υπήρξε μια αστείρευτη πληθώρα από κειμήλια εκείνη την εποχή καθώς και ότι αυτά τα ιερά κειμήλια προκαλούσαν σεβασμό και δέος στον άνθρωπο του Μεσαίωνα. Όμως τέτοιες αντιλήψεις ήταν συμβατές με τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον Μεσαίωνα.

Στον ανατολικό χριστιανικό κόσμο, ο οποίος ήταν βαθύτερα επηρεασμένος από την αριστοτελική και πλατωνική φιλοσοφία και γενικότερα το κλασσικό πνεύμα, τα κειμήλια αυτά είχαν αποκτήσει περισσότερο τη σημασία συμβόλων παρά αντικείμενα ύψιστης λατρείας, όπως ίσχυε στη Δύση.

Επιπλέον, ο ανατολικός χριστιανικός κόσμος ήταν εξοικειωμένος με τέτοιες τεχνοτροπίες, λόγω της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και τέχνης, που είχαν διαποτίσει τις αρχές και της παραδόσεις της Ορθόδοξης θρησκείας. Τέτοια δείγματα υψηλής αισθητικής και καλλιτεχνικής αξίας δεν υπήρχαν σε τόσο μεγάλους αριθμούς στη Δύση ούτε ήταν συμβατά με τη δυτική κουλτούρα στον ίδιο βαθμό με το Βυζάντιο, επομένως οι πιο πολλοί Δυτικοί αδυνατούσαν να τα δουν ως αριστοτεχνήματα, αλλά ως ειδωλολατρικά σύμβολα, που έπρεπε να καταστραφούν.

Αντίθετα, για τον μέσο Βυζαντινό, αγάλματα και εικόνες είχαν και μια καλλιτεχνική υπόσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν απαλλαγμένος από δοξασίες και δεισιδαιμονίες. Ωστόσο, αυτό συνέβαινε σε μικρότερο βαθμό από τον μέσο Δυτικό.

Ο Νικήτας Χωνιάτης καταλήγει με ένα τρόπο, που υποδηλώνει τις προκαταλήψεις που είχαν ευδοκιμήσει μεταξύ των Βυζαντινών για τους Δυτικούς όλα αυτά τα χρόνια και αυτές που επρόκειτο να επικρατήσουν στα επόμενα: «…Τι μπορεί να περιμένει κανείς από αυτό το τσούρμο αγράμματων βαρβάρων, που αγνοούν ακόμα και την αλφαβήτα, αδυνατούν να διαβάσουν και έχουν παντελή έλλειψη γνώσης των επικών στίχων των αρχαίων…».

Ο αντίκτυπος της λεηλασίας ήταν τέτοιος ανάμεσα στους Βυζαντινούς, ώστε οδήγησε έναν εκ των κορυφαίων ορθόδοξων θεολόγων τους, τον Κωνσταντίνο Στίλβη, επίσκοπο της Κυζίκου, να δημοσιεύσει το 1213 μία προκήρυξη ενάντια στην Καθολική Εκκλησία, η οποία συμπεριλάμβανε μία μεγάλη λίστα με όσα ανοσιουργήματα και εγκλήματα διέπραξαν οι σταυροφόροι κατά τη διάρκεια εκείνων των σκοτεινών γεγονότων. Τους κατηγορούσε ως «…αναξιόπιστους και προδοτικούς, αφού ο πάπας είχε το δικαίωμα να τους απαλλάσσει από τους όρκους τους όταν διεκδικούσαν την εξουσία…».

Το χάσμα μεταξύ Βυζαντινών και Δυτικών έγινε οριστικό και δεν γεφυρώθηκε ποτέ, παρά τις μονομερείς, φιλότιμες προσπάθειες κάποιων Βυζαντινών αυτοκρατόρων της δυναστείας των Παλαιολόγων κατά την τελευταία περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης προκάλεσε αλγεινές εντυπώσεις και στον αραβικό κόσμο. Ένας φημισμένος ιστορικός του αραβικού Μεσαίωνα, ο Ιμπν αλ-Αθίρ από την Μοσούλη, αναφέρει την ύπαρξη Ενετών πρακτόρων που δρούσαν εναντίον των Βυζαντινών κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τους σταυροφόρους, οι οποίοι αποδυνάμωσαν την άμυνα της-μία πληροφορία, που πρέπει να τη χειριστούμε με επιφύλαξη, καθώς όλοι σχεδόν οι Δυτικοί κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, κυρίως έμποροι με τις οικογένειες τους, κατέφυγαν στο στρατόπεδο των Σταυροφόρων, πριν την έναρξη της δεύτερης πολιορκίας.

Ο Ιμπν αλ-Αθίρ επιβεβαιώνει (ή αναπαράγει) τις διηγήσεις για τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης και τα δεινά που υπέστησαν οι κάτοικοί της, γράφοντας «…Όλοι οι Έλληνες σκοτώθηκαν και απογυμνώθηκαν… μερικοί προύχοντες προσπάθησαν να καταφύγουν στη μεγάλη εκκλησία που ονομάζουν Σοφία, κυνηγημένοι από τους Φράγκους. Μια ομάδα κληρικών και μοναχών, φέροντας σταυρούς και ευαγγέλια για να τους ικέτευσε να τους χαρίσουν τη ζωή, αλλά οι Φράγκοι δεν έδωσαν καμία προσοχή στις παρακλήσεις τους. Τους έσφαξαν όλους και λεηλάτησαν την εκκλησία. Κάθισαν μια πόρνη στο θρόνο του Πατριάρχη, η οποία τραγουδούσε άσεμνα τραγούδια, ενώ μεθυσμένοι στρατιώτες βίαζαν τις Ελληνίδες μοναχές στα γύρω μοναστήρια…».

Οι Άραβες ήταν εξαιρετικά ευαισθητοποιημένοι σε αυτά τα θέματα, καθώς οι λεηλασίες και οι σφαγές εις βάρος του αραβικού πληθυσμού, που ακολούθησαν την πτώση της Ιερουσαλήμ στους σταυροφόρους τον Ιούλιο του 1099, σφράγισαν την συλλογική τους μνήμη.

Ανεπηρέαστοι δεν έμειναν ούτε οι Ρώσοι στην είδηση της πτώσης και της λεηλασίας της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους. Η ηχώ των δραματικών στιγμών που έζησε η Βασιλεύουσα αποτυπώνεται στο «Χρονικό του Νοβγκόροντ», το οποίο περιγράφει τη λεηλασία της Αγίας Σοφίας και της Κωνσταντινούπολης.

Τη Δευτέρα του Πάσχα συγκεντρώθηκαν όλα τα λάφυρα σε τρεις εκκλησίες, οι οποίες είχαν οριστεί ως χώροι αποθήκευσης και φύλαξης της λείας. Δέκα Φράγκοι και δέκα Ενετοί στρατιώτες φύλασσαν τα λάφυρα. Συνεχώς κατέφταναν άμαξες, βαρυφορτωμένες με χρυσό, ασήμι, μεταξωτά, πολύτιμους λίθους και βαρύτιμα αντικείμενα.

Ο Ροβέρτος του Κλάρι δεν μπορούσε να κρύψει τον θαυμασμό του για το θέαμα, γράφοντας «…Ποτέ ξανά στον κόσμο δεν έχει κατακτηθεί τόση μεγάλη και πλούσια λεία, ούτε καν στα χρόνια του Μεγάλου Αλέξανδρου ή του Καρλομάγνου. Ούτε νομίζω ότι οι σαράντα πιο πλούσιες πόλεις της ανθρωπότητας είναι τόσο πλούσιες όσο η Κωνσταντινούπολη…».

Ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας πρόσθεσε «…τόσα πλούτη δεν κατέχει όλος ο Λατινικός κόσμος μαζί…». Βέβαια, αρκετοί πολεμιστές δεν κράτησαν τους όρκους τους και προσπάθησαν να οικειοποιηθούν πολλούς από τους θησαυρούς που έκλεψαν. Υπολογίζεται ότι λεία αξίας 500.000 μάρκων δεν παραδόθηκε ποτέ στο κοινό ταμείο των Σταυροφόρων.

Μερικοί από αυτούς που κράτησαν θησαυρούς για τον εαυτό τους, συνελήφθησαν και απαγχονίστηκαν για παραδειγματισμό. Παρόλα αυτά, συγκεντρώθηκε λεία αξίας 300.000 μάρκων η οποία μοιράστηκε ως εξής: 150.000 μάρκα στους Ενετούς, ώστε να καλυφθεί το χρέος των Φράγκων προς αυτούς και 50.000 μάρκα στους Φράγκους. Το ποσό των 100.000 μάρκων διαμοιράστηκε ισομερώς μεταξύ των δύο πλευρών, καθώς και 10.000 άλογα.

Τα παράπονα για τη μοιρασιά δεν έλειψαν. Διάφορες μαρτυρίες μας μεταφέρουν ένα κλίμα δυσαρέσκειας μεταξύ των ιπποτών και των στρατιωτών για τον τρόπο διανομής των λάφυρων.

Το χρονικό Devastatio Constantinopolitana αναφέρει «…άρχισαν να μοιράζουν τα λάφυρα και να δίνουν, σχεδόν σαν να είναι καταβολές πληρωμών, είκοσι μάρκα σε κάθε ιππότη, δέκα μάρκα σε κάθε κληρικό και έφιππο αξιωματικό, και πέντε μάρκα σε κάθε πεζικάριο…». Έτσι τελειώνει το χρονικό, αφήνοντας έναν τόνο ειρωνείας και σαρκασμού να κρύβεται πίσω από την φράση «… σχεδόν σαν να είναι καταβολές πληρωμών…».

Οι βαρόνοι και οι Ενετοί εκμεταλλεύτηκαν την πολεμική αξία και τις θυσίες των Φράγκων πολεμιστών, που άνηκαν σε φτωχά κοινωνικά στρώματα, για το δικό τους όφελος και τους αντάμειβαν με ψίχουλα. Ο Ροβέρτος του Κλάρι με απογοήτευση σημειώνει «…Και αυτοί, στους οποίους είχε ανατεθεί η ευθύνη της φύλαξης των θησαυρών, πήραν χρυσά κοσμήματα και ότι άλλο επιθυμούσαν και καταλήστευσαν τη λεία. Οι πλούσιοι και ισχυροί πήραν είτε χρυσά κοσμήματα είτε μεταξωτά ρούχα είτε οτιδήποτε άλλο τους άρεσε και τα κουβάλησαν μαζί τους. Με αυτό τον τρόπο, άρχισαν να ληστεύουν τους θησαυρούς, έτσι τίποτα δεν μοιράστηκε στον λαουτζίκο, τους φτωχούς ιππότες και τους στρατιώτες, ενώ όλοι αυτοί είχαν βοηθήσει να κατακτηθούν αυτοί οι θησαυροί–εκτός από τα ασημικά, όπως τα ασημένια λαγήνια που έπαιρναν μαζί τους οι γυναίκες της πόλης στα λουτρά. Όμως ο υπόλοιπος θησαυρός, που είχε διαφυλαχθεί για να μοιραστεί μεταξύ όλων των πολεμιστών, μεταφέρθηκε με αυτό τον ποταπό τρόπο που σας λέω. Μολαταύτα, οι Ενετοί απέκτησαν το ήμισυ της λείας που τους αναλογούσε…».

Ο αδερφός του Ροβέρτου, ο γενναίος Αλεόμ, που είχε διαδραματίσει σπουδαιότατο ρόλο στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, έλαβε μόλις δέκα μάρκα και ένα άλογο. Οι μαρτυρίες αυτές δεν αντανακλούν μόνο δυσαρέσκεια για τη μοιρασιά αλλά και για τη μεταχείριση του στρατού, ιδιαίτερα των Φράγκων και Γερμανών στρατιωτών, από την ηγεσία του.

Διάχυτη ήταν και η αίσθηση μεταξύ των σταυροφόρων από τις χώρες αυτές ότι οι πιο ωφελημένοι από αυτή την υπόθεση ήταν οι Ενετοί. Όμως το πιο σημαντικό συμπέρασμα από αυτές τις μαρτυρίες είναι ότι αφήνουν να φανεί μία αρνητική στάση για την έκβαση της Δ’ Σταυροφορίας, εκφράζουν τις επιφυλάξεις και την απογοήτευση ενός μεγάλου τμήματος του στρατού που συμμετείχε στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.

Πηγή: www.historical-quest.com