Με το χρονικό περιθώριο για την παραλαβή των πρώτων S-400 από την Τουρκία να στενεύει, εντείνονται οι διπλωματικές διεργασίες, οι πιέσεις και οι ρητορικές για το αν τελικά η Άγκυρα συνεχίσει ή όχι στη συμφωνία προμήθειας του ρωσικού αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος. Να σημειωθεί ότι η αγορά των S-400 αποτελεί μόνο την κορυφή στο παγόβουνο, καθώς η ρήξη στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις έχει επέλθει από σειρά αποκλίσεων στην εξωτερική πολιτική των δύο πλευρών.

Γράφει η ΧΡΙΣΤΙΝΑ Σ. ΦΛΑΣΚΟΥ, Διεθνολόγος-Ερευνήτρια στο ΚΑΝΣ, για το HUFFPOST

Παρά το τελεσίγραφο Τραμπ και τις προειδοποιήσεις για σοβαρότατες κυρώσεις κατά της Τουρκίας, και μάλιστα σε μια περίοδο που η οικονομία της χώρας είναι ιδιαίτερα ευάλωτη, ενώ επαναλαμβάνονται και οι εκλογές στην Κων/πολη, η τουρκική κυβέρνηση δια μέσου του εκπροσώπου του ΥΠΕΞ Hami Aksoy (31/5) ξεκαθάρισε ότι η προμήθεια των S-400 προχωράει σύμφωνα με το πρόγραμμα, χαρακτηρίζοντας αβάσιμες τις αναφορές ότι η Άγκυρα εξετάζει το ενδεχόμενο καθυστέρησης των παραλαβών λόγω των αμερικανικών πιέσεων. Σύμφωνα με το τελεσίγραφο η Τουρκία έχει περιθώριο μέχρι το τέλος της πρώτης εβδομάδας του Ιουνίου να ακυρώσει τη συμφωνία με τη Ρωσία και να προχωρήσει στην προμήθεια του αμερικανικού συστήματος αντιαεροπορικής πυραυλικής άμυνας Patriot ή να αντιμετωπίσει την απομάκρυνσή της από το πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35.

Η διευθύνουσα σύμβουλος της Lockheed Martin, Marillyn Hewson, υποβάθμισε τις επιπτώσεις από την πιθανή αποπομπή της Τουρκίας από την αγορά των F-35, τονίζοντας ότι άλλες χώρες ήδη «καραδοκούν», όχι μόνο για τα 100 αεροσκάφη της Άγκυρας, αλλά και για τη θέση της ως συμπαραγωγού. Η Ιαπωνία και η Πολωνία θα μπορούσαν να είναι μεταξύ αυτών των χωρών. Ήδη, κατά την επίσκεψη του Τραμπ στο Τόκιο στα τέλη Μαΐου, η Ιαπωνία έδειξε ενδιαφέρον για προμήθεια 150 F-35, ενώ με tweet ο Πολωνός υπουργός Άμυνας Mariusz Błaszczak εξέφρασε την επιθυμία της Βαρσοβίας για αγορά 32 F-35.

Η Τουρκία, επομένως, βρίσκεται στο όριο του να αντιμετωπίσει νέες κυρώσεις από τις ΗΠΑ που θα μπορούσαν να πλήξουν το εμπόριο μεταξύ των συμμάχων και να παρατείνουν την ύφεση στη χώρα, εγείροντας παράλληλα ερωτήματα για τη θέση της στο ΝΑΤΟ και στην περιοχή. Όπως αναφέρει ο Galip Dalay (επισκέπτης ακαδημαϊκός του τμήματος Πολιτικών και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης) «το ζήτημα είναι πολύ περίπλοκο να επιλυθεί γιατί τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Τούρκοι αξιωματούχοι θεωρούν ότι αποτελεί την αντανάκλαση μιας μεγαλύτερης γεωπολιτικής ισορροπίας… Οι κυρώσεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν πολύ σημαντικές επιπτώσεις στην Τουρκία, αλλά πιθανώς δεν θα φτάσουν σε σημείο θραύσης στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ».

Να σημειωθεί ότι η αντιπαράθεση λαμβάνει χώρα σε μια χρονική στιγμή όπου στη Μέση Ανατολή, οι ΗΠΑ αυξάνουν την πίεση στην Τουρκία και σε άλλες χώρες της ευρύτερης περιοχής για απομόνωση του Ιράν, συμπεριλαμβανομένου του αποκλεισμού όλων των εξαγωγών πετρελαίου της χώρας, ενώ από την άλλη πλευρά ο συριακός Στρατός, υποστηριζόμενος από τη Ρωσία, κλιμακώνει τις επιθέσεις κατά ανταρτών που υποστηρίζονται από την Τουρκία κοντά στα σύνορα των δύο χωρών.

Σύμφωνα με τον Dalay «εάν οι κυρώσεις των ΗΠΑ είναι σκληρές, η Τουρκία θα μπορούσε να επανεξετάσει την απόφασή της να συμμορφωθεί με τις κυρώσεις των ΗΠΑ για το Ιράν».

Με μια ενδεχόμενη καθυστέρηση της παράδοσης των S-400 θα μπορούσε να δοθεί χρόνος στον Τραμπ για να πείσει τον Ερντογάν να εγκαταλείψει αυτό που επανειλημμένα αποκαλεί ο ίδιος και οι αξιωματούχοι του ως «done deal» (τελειωμένη συμφωνία) με τη Ρωσία. Ωστόσο, ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας, Χουλουσί Ακάρ, δήλωσε (22/5) ότι το πρώτο κύμα στρατιωτικού προσωπικού της χώρας έφτασε στη Ρωσία για εκπαίδευση στα S-400. Οι ΗΠΑ, από την άλλη, ενδέχεται να αναστείλουν την εκπαίδευση των Τούρκων πιλότων στα F-35, που σημαίνει είτε ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουν τη χώρα, είτε ότι θα παραμείνουν στη βάση (Luke Air Force Base – Αριζόνα) έως ότου ληφθεί τελική απόφαση για το μέλλον της Τουρκίας στο πρόγραμμα.

Η Ουάσινγκτον έχει αντιπροτείνει στην Άγκυρα την αγορά του αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος Patriot, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες η προσφορά λήγει στις 4 Ιουνίου. Εάν η Άγκυρα δεν συμμορφωθεί, το Κογκρέσο θα μπλοκάρει την παράδοση των F-35 στην Τουρκία και θα αφαιρέσει τη χώρα από τη λίστα των συμπαραγωγών του συστήματος. Η επιλογή αυτή της Τουρκίας θα αναγκάσει επίσης τον Τραμπ να επιλέξει 5 από τις 12 πιθανές κυρώσεις CAATSA (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act) και οι οποίες κυμαίνονται από την απαγόρευση των θεωρήσεων (visa) και την άρνηση πρόσβασης στην Τράπεζα Εξαγωγών-Εισαγωγών με έδρα τις ΗΠΑ, μέχρι την παρεμπόδιση οποιασδήποτε συναλλαγής με το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ και την άρνηση των αδειών εξαγωγών. Ο Οίκος αξιολόγησης Moody’s ανακοίνωσε ότι ο πολιτικός κίνδυνος της Τουρκίας είναι «υψηλός» και προειδοποίησε ότι τα S-400 θα μπορούσαν να προκαλέσουν όχι μόνο κυρώσεις από τις ΗΠΑ αλλά και από το ΝΑΤΟ.

Όπως αναφέρει ο Ibrahim Al-Marashi (αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας της Μέσης Ανατολής – California State University San Marcos), η τεχνογνωσία που απαιτείται για τη λειτουργία του συστήματος S-400 προϋποθέτει την ανάπτυξη ρωσικών δυνάμεων στην Τουρκία, προβάλλοντας περαιτέρω τη ρωσική επιρροή στην περιοχή, καθώς η Μόσχα εδραιώνει τον έλεγχο της στη Συρία με την πρόσφατη επίθεση στο Idlib (όπου Ρωσία και Τουρκία υποστηρίζουν διαφορετικές πλευρές).

Ταυτόχρονα, τονίζεται ότι η αγορά S-400 είναι ένα ζήτημα υπερηφάνειας για τους Τούρκους – μια μορφή «πυραυλικού» εθνικισμού που έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη την περιοχή, με τα όπλα αυτά να συμβολίζουν το «σπαθί» που υπερασπίζεται το έθνος. Η Τουρκία, μάλιστα, υποστηρίζει ότι η άρνηση των ΗΠΑ να της πουλήσουν Patriot την οδήγησαν στην αναζήτηση άλλων προμηθευτών, προσθέτοντας ότι η Ρωσία της προσέφερε μια καλύτερη συμφωνία και τονίζοντας ότι η υπεράσπιση της επικράτειάς της δεν αποτελεί απειλή για συμμάχους.

Η εν λόγω, επομένως, συμφωνία δεν είναι μόνο μια συναλλαγή μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας, αλλά ενσωματώνεται στην ευρύτερη αντιπαράθεση Ρωσίας – NATO. Oι ρωσικές ομάδες που θα ασχολούνται με τα S-400 θα μπορούν να συλλέξουν απόρρητα στοιχεία από τα τουρκικά F-35, δίνοντας στη Μόσχα πλεονέκτημα.

Η απόφαση που αντιμετωπίζει η Τουρκία είναι εμβληματική για μια γεωπολιτική αντιστάθμιση των κινήσεων της σε μια μετά-αμερικανική τάξη στη Μέση Ανατολή, καθώς οι ΗΠΑ υπό τη διοίκηση Τραμπ επιδιώκουν να αποσύρουν στρατεύματα από την περιοχή. Συγχρόνως, με την επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ – Τουρκίας εξαιτίας της αμερικανικής στήριξης στους Κούρδους Πολιτοφύλακες της Συρίας, η Άγκυρα δεν θέλει να εξαρτάται υπερβολικά από την Ουάσινγκτον.

Ο Al-Marashi αναφέρεται επίσης στη «μεροληπτική» στάση των ΗΠΑ, τονίζοντας ότι «η κυβέρνηση Τραμπ ήταν πρόθυμη να παρακάμψει το Κογκρέσο για να επιτρέψει εξαγωγές όπλων στη Σαουδική Αραβία, παρόλο που το Ριάντ εξέφρασε επίσης ενδιαφέρον για το ρωσικό πυραυλικό σύστημα. Η αγορά των S-400 αντιπροσωπεύει την πράξη εξισορρόπησης της Άγκυρας μεταξύ του Ευρασιατικού άξονα και της Διατλαντικής συμμαχίας. Η αμερικανική μεροληπτική στάση θα αποξενώσει περαιτέρω την Άγκυρα, ενώ η επίδειξη ισχύος της Ρωσίας με την επίθεση στο Idlib, στα σύνορα της χώρας, δεν παρέχει πολλές επιλογές στην Άγκυρα παρά την εδραίωση του άξονα της με τη Ρωσία».

Όπως φαίνεται, λοιπόν, η Άγκυρα δεν μπορεί να σταματήσει τη ρωσική επίθεση στο Idlib, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να επανακαθορίσει τη στάση της για την Συρία, ώστε να διατηρήσει δεσμούς με τη Μόσχα και να εξασφαλίσει την παράδοση των S-400. Πέραν των άλλων, όμως, η τουρκική απόφαση περιστρέφεται γύρω από το θέμα της εθνικής κυριαρχίας, με τον Ερντογάν και τους αξιωματούχους της τουρκικής κυβέρνησης να προβαίνουν σε δηλώσεις και ενέργειες που σκοπό έχουν να καταδείξουν ότι η Τουρκία μπορεί να αντισταθεί στις επιταγές της παγκόσμιας υπερδύναμης (ΗΠΑ), βασιζόμενη στη στήριξη της Ρωσίας.

Επιπρόσθετα, ο πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Τουρκικού Κοινοβουλίου, ακαδημαϊκός Taha Ozhan, υποστηρίζει ότι η Ουάσιγκτον είναι εκείνη που απομακρύνθηκε από την Τουρκία μετά τις αραβικές εξεγέρσεις και το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Χαρακτηριστικό είναι και το άρθρο του συγγραφέα, δημοσιογράφου και πολιτικού Markar Esayan στη Daily Sabah, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει ότι «η ευθύνη για την απόφαση αγοράς των S-400 εμπίπτει στους συμμάχους της Τουρκίας, καθώς προσπαθούν να αντικαταστήσουν έναν πολύτιμο και πιστό σύμμαχο με το ΡΚΚ και το FETÖ», ενώ τονίζει ότι το πραγματικό ζήτημα δεν είναι η αγορά ή μη των S-400, αλλά ο επανασχεδιασμός της Συρίας και της Μέσης Ανατολής. Όπως αναφέρει στον επανασχεδιασμό αυτό, όπου η Αραβική Άνοιξη αποτέλεσε τον κινητήριο μοχλό ισχυροποίησης του Ισραήλ και ευθυγράμμισης απολυταρχικών καθεστώτων μαζί του, η Τουρκία του Ερντογάν άρχισε να θεωρείται εμπόδιο. «…Αυτό που τέθηκε σε ισχύ μετά τις διαδηλώσεις του Gezi ήταν μια διαδικασία πραξικοπήματος που στόχευε τον Ερντογάν. Η Δύση υποστήριξε και παρείχε νομιμότητα σε όλες αυτές τις διαδικασίες».

Να επισημανθεί ότι η αντίδραση της Δύσης για την προμήθεια των S-400 οφείλεται σε τρεις αλληλένδετους παράγοντες υψίστης σημασίας που αφορούν στη στρατηγική, στην ασφάλεια και στη γεωπολιτική:

1) η μετάβαση της Άγκυρας από τον παραδοσιακό δυτικό προσανατολισμό της και το ρόλο της στην ευρωατλαντική αμυντική συμμαχία σε ένα νέο ευρασιατικό προσανατολισμό ασφαλείας και εξωτερικής πολιτικής αποτελεί παράγοντα κινδύνου για τη Δύση,

2) η προμήθεια του συστήματος S-400 συνιστά έναν άμεσο κίνδυνο που προκαλείται από την ανάγκη διασύνδεσής του με τα ΝΑΤΟϊκά συστήματα και

3) τα οπλικά συστήματα θεωρούνται γεωπολιτικές «άγκυρες». Αυτό συνεπάγεται ότι μετά την εγκατάσταση των ρωσικών πυραύλων στο έδαφός της, η Τουρκία, αν και μέλος του ΝΑΤΟ, θα εξαρτάται γεωπολιτικά όλο και περισσότερο από τη Ρωσία.

Παρ’ όλα αυτά συνεχίζονται οι διπλωματικές διεργασίες, σε μια προσπάθεια να καταδείξουν ότι υπάρχει βούληση των δύο πλευρών για υπερκέραση του αδιεξόδου, με την τηλεφωνική συνομιλία των δύο προέδρων στις 29/5 και τη συμφωνία να συναντηθούν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής των G20 (28-29/6 στην Οσάκα της Ιαπωνίας). Μια ακόμη σημαντική κίνηση είναι ότι δύο εβδομάδες νωρίτερα, ο Τραμπ μείωσε τους δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα από την Τουρκία από 50% σε 25%, με τον Ερντογάν να χαιρετίζει την απόφαση αυτή που θα συμβάλει στην επίτευξη του στόχου διμερούς όγκου συναλλαγών ύψους 75 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Από την πλευρά της η Τουρκία προχώρησε στην αποφυλάκιση και στον κατ’ οίκον περιορισμό του Αμερικανού επιστήμονα της NASA, που αποτελούσε και ένα από τα ζητήματα που «δηλητηρίαζαν» τις σχέσεις των δύο χωρών. Ο Serkan Golge συνελήφθη στις 23 Ιουλίου 2016, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη γενέτειρα του, με την κατηγορία της συμμετοχής, ως μέλους του κινήματος Gülen, στην τρομοκρατία και συνωμοσία κατά της κυβέρνησης. Ο Golge καταδικάστηκε το 2018 σε 7,5 χρόνια φυλάκισης, παρά τις διαμαρτυρίες της Ουάσιγκτον για μη αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία.

Οι ανωτέρω ενέργειες των δύο πλευρών καταδεικνύουν ότι, παρά τις εκατέρωθεν σκληρές δηλώσεις και την κλιμάκωση της έντασης μεταξύ των δύο χωρών, γίνονται προσπάθειες εξεύρεσης λύσης που να ικανοποιεί και τα δύο μέρη. Κι αυτό γιατί από τη μια οι ΗΠΑ δεν θέλουν να χάσουν μια χώρα στρατηγικής σημασίας όπως η Τουρκία από το δυτικό άρμα, δεδομένου ότι δεν θα υπάρχει πλέον ανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ, δεν θα υπάρχει εμπόδιο μεταξύ Ρωσίας και Μεσογείου, αλλά ούτε φιλοδυτική στρατηγική αρχιτεκτονική μετά την Ελλάδα και μέχρι την Ινδία. Από την άλλη πλευρά, εκτιμάται ότι ο Ερντογάν θα προσπαθήσει να αποφύγει την πλήρη ρήξη με τις ΗΠΑ και τον κίνδυνο αποπομπής της χώρας του από το ΝΑΤΟ, καθώς θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις τόσο στον οικονομικό τομέα, όσο και λόγω της δυσχερούς θέσεως που θα βρεθεί, θα αναγκαστεί σε επανακαθορισμό των φιλοδοξιών και της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Σε μια τέτοιου είδους εξέλιξη θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η τυχόν περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεών της και η σύναψη συμμαχίας με τη Μόσχα, ιστορικά τουλάχιστον, αποδεικνύεται ότι δεν εδράζεται σε στέρεες και μακροχρόνιες βάσεις.

ΠΗΓΗ: HUFFPOST