Η γενικότερη εκτίμηση που επικρατεί είναι ότι η απόφαση της Τουρκίας, τον Μάρτιο του 2003, να μην συνδράμει τις αμερικανικές επιχειρήσεις κατά του Σαντάμ Χουσεΐν ήταν απλώς μια πολιτική επιλογή μη ταύτισης με την Αμερική. Στην πραγματικότητα όμως, η αρνητική απόφαση της Άγκυρας οφειλόταν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, στην μη εξασφάλιση ικανοποιητικών οικονομικών ανταλλαγμάτων. Αυτή η απόφαση της Τουρκίας ήταν η πρώτη πράξη ρήξης μεταξύ της Άγκυρας και της Ουάσιγκτον. Το παρασκήνιο της υπόθεσης αποκαλύπτει ο Τζον Τέιλορ (υφυπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ με αρμοδιότητα τις διεθνείς σχέσεις από το 2001 ως το 2005) στο βιβλίο του «Global Financial Warriors, The Untold Story of International Finance in the Post-9/11 World», το οποίο εκδόθηκε το 2008 (το θέμα της Τουρκίας αναλύεται στο Κεφάλαιο 6: «Financial Diplomacy and the Turkish Option»).

Αφηγείται σχετικά ο Τέιλορ: «Ήμουν στην κουζίνα, όταν δέχθηκα το τηλεφώνημα. Το κέντρο επιχειρήσεων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ με ανακάλυψε στο σπίτι μου στο Στάνφορντ και έβαλε στη γραμμή τον Μαρκ Γκρόσμαν, τον υφυπουργό Εξωτερικών για πολιτικές υποθέσεις. Τζον, μου είπε ο Γκρόσμαν, συγγνώμη που σε ενοχλώ εκεί στην Καλιφόρνια παραμονή Χριστουγέννων [του 2002] αλλά οι Τούρκοι μπορεί να πλησιάζουν σε μια απόφαση για το θέμα που έχουμε συζητήσει. Μάλλον θα πρέπει να πας στην Τουρκία αμέσως, για να τους αναγκάσεις να πουν τι θέλουν ως προς τα οικονομικά. Αν μπορείς να πας στην Άντριους αύριο το βράδυ, το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας έχει κανονίσει μια στρατιωτική πτήση για να σε πάει απευθείας στην Άγκυρα. Θα προσπαθήσω να έρθω κι εγώ».

Το 2002 η τουρκική οικονομία βρισκόταν σε κατάσταση χάους. Η οικονομική κρίση του 1999-2001 είχε πλήξει την Τουρκία, καθώς η δημαγωγική και χωρίς σχεδιασμό οικονομική πολιτική της Τουρκίας στη δεκαετία του 1990, σε συνδυασμό με τις τεράστιες αμυντικές δαπάνες της χώρας, είχαν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα υψηλού πληθωρισμού, μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, υψηλού δημόσιου χρέους και χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης. Όλοι αυτοί οι παράγοντες επηρέασαν με τη σειρά τους την ανταγωνιστικότητα της τουρκικής οικονομίας. Οι εξαγωγές της χώρας μειώθηκαν με αποτέλεσμα το τουρκικό ΑΕΠ να σημειώσει σημαντική πτώση. Η κρίση στην οικονομία οδήγησε και σε κοινωνικές εντάσεις. Σε μια προσπάθεια να ανατρέψει την κατάσταση η Τουρκία ζήτησε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) οικονομική βοήθεια. Τελικά, μετά από διαπραγματεύσεις η χώρα έλαβε ποσό $ 4 δις υπό την προϋπόθεση ότι θα προχωρήσει σε γενναίες μεταρρυθμίσεις με στόχο τη μείωση των ελλειμμάτων και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

Αν και στην αρχή οι μεταρρυθμίσεις προχώρησαν, η βραδύτητα στην εφαρμογή τους οδήγησε σε νέα οικονομική κρίση στα τέλη του 2000. Ο υψηλός πληθωρισμός δεν υποχώρησε με αποτέλεσμα να αυξηθούν τα επιτόκια. Αυτό κατέστησε τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους ακριβότερη με αποτέλεσμα πολλές τουρκικές τράπεζες να βρεθούν σε δύσκολη θέση. Για μια ακόμα φορά το ΔΝΤ υποστήριξε την Άγκυρα, αλλά τη φορά αυτή με αυστηρότερους όρους. Οι μεταρρυθμίσεις έπρεπε να προχωρήσουν ταχύτερα, ενώ το τραπεζικό σύστημα θα έπρεπε να αναδιοργανωθεί εκ βάθρων. Σε αντάλλαγμα το ΔΝΤ προσέφερε χαμηλότοκα δάνεια στην Τουρκία. Η σχετική συμφωνία έκλεισε τον Δεκέμβριο του 2000 και η Τουρκία έλαβε επιπλέον $ 6 δις δάνειο από το ΔΝΤ.

Η αποστροφή «η απόφαση για το θέμα που έχουμε συζητήσει» αφορούσε στη διάνοιξη της λεγόμενης «βόρειας οδού» για την εισβολή στο Ιράκ. Ο Τέιλορ αναφέρει ότι η Τουρκία αποτελούσε έναν από τους μόνιμους πονοκεφάλους του από την αρχή της θητείας του, απαιτώντας συχνές διαβουλεύσεις με τον διευθύνοντα σύμβουλο του ΔΝΤ Χ. Κόλερ (και μετέπειτα Πρόεδρο της Γερμανίας) και τον αναπληρωτή του Σ. Φίσερ. Ο Τέιλορ αφηγείται επίσης μια σύγκρουση, τον Φεβρουάριο του 2001, μεταξύ του τότε Τούρκου Προέδρου Σεζέρ και του Πρωθυπουργού Ετσεβίτ. Ενώ η σύσκεψη των δύο ανώτατων πολιτειακών παραγόντων της Τουρκίας είχε συγκληθεί για τη συζήτηση θεμάτων σχετιζόμενων με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), ο Σεζέρ κατηγόρησε τον Ετσεβίτ για παρεμπόδιση των ερευνών της δικαιοσύνης σε υποθέσεις διαφθοράς στον τραπεζικό τομέα, πετώντας του μάλιστα κι ένα αντίγραφο του Συντάγματος της χώρας. Ο Ετσεβίτ, οργισμένος, αποχώρησε από τη σύσκεψη, ενώ ένας από τους υπουργούς του πέταξε πίσω στον Σεζέρ το Σύνταγμα!

Η μυστική διαπραγμάτευση με την Τουρκία για τη συνδρομή της στον επικείμενο πόλεμο κατά του Ιράκ είχε αρχίσει ήδη από τον Οκτώβριο του 2002, όταν εκλήθη σε μια σύσκεψη με την Κοντολίζα Ράις, τότε Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, τον τότε αναπληρωτή της και μετέπειτα διάδοχό της στην ίδια θέση, Χάντλεϋ, τον Γκρόσμαν, τον υφυπουργό Άμυνας Γούλφοβιτς, τους Αρχηγούς των Επιτελείων και τον Τούρκο Πρεσβευτή στην Ουάσιγκτον Λόγκογκλου. Νωρίτερα, το καλοκαίρι του 2002, είχε ενημερωθεί για τις πιθανές επιχειρήσεις ο Τούρκος Υφυπουργός Εξωτερικών Ζιγιάλ, ενώ και ο πανίσχυρος επιτελάρχης Χιλμί Οζκιόκ συζητούσε το ζήτημα υπό την αίρεση της διεξαγωγής των εκλογών. Ο Τέιλορ ξεκαθάρισε στον Λόγκογκλου ότι η τουρκική απόφαση θα υποστηριζόταν με ένα γενναίο πακέτο οικονομικής βοήθειας, υπενθύμισε την προσωπική συμβολή του στην ανόρθωση της τουρκικής οικονομίας, ενώ μετά τις εκλογές και τη νίκη του Ερντογάν, επισκέφθηκαν την Άγκυρα ο Γούλφοβιτς και ο Γκρόσμαν.

Ο ίδιος ο Ερντογάν επισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο στις 10 Δεκεμβρίου του 2002, ενώ ανέλαβε την πρωθυπουργία μετά από επαναληπτική εκλογή στις 9 Μαρτίου του 2003, επιτυγχάνοντας μια καλή διαπραγμάτευση με τον Πρόεδρο Μπους, τον Υπουργό Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ, τον Γούλφοβιτς και τον Τέιλορ. Την επομένη, ο Τέιλορ συναντήθηκε με το νέο Τούρκο Υπουργό Οικονομικών Μπαμπατσάν για διευκρινίσεις σχετικά με τα τουρκικά αιτήματα που επικεντρώνονταν σε μια «γραμμή ανοιχτής πίστωσης».

Ο Τέιλορ εξήγησε στον Μπαμπατσάν πώς λειτουργεί το αμερικανικό σύστημα εξωτερικής βοήθειας, δηλαδή με μια αναλογία δωρεάν χορηγήσεων και δανείων 1 προς 8. Με άλλα λόγια η Τουρκία θα μπορούσε να λάβει $ 1 δις δωρεάν βοήθεια από τις ΗΠΑ ή $ 8 δις με τη μορφή δανείου. Μάλιστα, ο Μπαμπατσάν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη διαδικασία και ζήτησε περισσότερα παραδείγματα, προφανώς για να το κατανοήσει καλύτερα. Το είδος της οικονομικής βοήθειας θα ήταν αποτέλεσμα του τελικού ποσού. Για παράδειγμα, εάν Ουάσιγκτον και η Άγκυρα συμφωνούσαν ότι η Τουρκία θα λάβει $ 3 δις συνολική βοήθεια, η Τουρκία μετά θα μπορούσε να διαπραγματευτεί προκειμένου το $ 1 δις να μετατραπεί σε $ 8 δις δανείου και τα υπόλοιπα δύο να χορηγηθούν ως δωρεάν βοήθεια ή κάτι αντίστοιχο.

Όταν ο Τέιλορ ολοκλήρωσε την ενημέρωση του, προς μεγάλη του έκπληξη, ο Μπαμπατσάν και οι συνεργάτες του αξίωσαν, ούτε λίγο ούτε πολύ, μια αποζημίωση της τάξεως των $ 92-148 δισεκατομμυρίων! Συγκεκριμένα, ο Μπαμπατσάν ισχυρίστηκε ότι ο επικείμενος πόλεμος στο Ιράκ θα κόστιζε στην τουρκική οικονομία $ 92 δισεκατομμύρια (στην καλύτερη περίπτωση) ή $ 148 δισεκατομμύρια, στη χειρότερη. Και φυσικά αυτό το ποσό έπρεπε να καταβληθεί στην Τουρκία από τις ΗΠΑ με την μορφή δωρεάν βοήθειας! Ο Τέιλορ ζήτησε αναλυτικά στοιχεία για το μοντέλο που χρησιμοποιεί το τουρκικό Υπουργείο Οικονομικών για να υπολογίσει τη ζημία και έλαβε την υπόσχεση ότι τα στοιχεία θα του υποβληθούν αργότερα. Ο ίδιος ωστόσο δεν μπορούσε να φανταστεί την αποζημίωση προς την Άγκυρα να ξεπερνά τα $ 4-6 δισεκατομμύρια. Ο Τέιλορ υπενθύμισε στους Τούρκους ότι η τουρκική οικονομία δεν ζημιώθηκε ιδιαίτερα το 1991 στον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου, αντίθετα σε ορισμένες περιπτώσεις ωφελήθηκε. Εντούτοις ο Μπαμπατσάν επαναλάμβανε μονότονα ότι ο πόλεμος θα στοιχήσει στην Τουρκία $ 92 δισεκατομμύρια.

Παρά τις επιφυλάξεις του, ο Τέιλορ κατήρτισε ένα σχέδιο χρηματοδότησης, βασιζόμενο στις εξής γενικές αρχές: (1) είτε ήταν χορηγία είτε δάνειο θα έπρεπε, αποδεδειγμένα, να καλύπτει ένα κενό, μια πραγματική ζημιά της τουρκικής οικονομίας και (2) η όποια ενίσχυση δεν θα έπρεπε να νοθεύσει το πρόγραμμα εξυγίανσης που είχε συμφωνηθεί με το ΔΝΤ.

Το ταξίδι στην Τουρκία έγινε τελικά στις 26 Δεκεμβρίου του 2002. Στις 27 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε τετράωρη σύσκεψη με τους Τούρκους, αλλά και πάλι η διαπραγμάτευση ήταν δύσκολη. Ο Τέιλορ πρόσφερε $ 4 δισεκατομμύρια, εκ των οποίων τα μισά θα ήταν κονδύλια του προγράμματος ESF (Economic Support Funds) και τα υπόλοιπα του προγράμματος εξωτερικής στρατιωτικής βοήθειας (FMA). Πρόσθεσε, επίσης, ότι με μια έξυπνη διαχείριση η Τουρκία θα μπορούσε να λάβει το $ 1 δισεκατομμυρίου των ESF και, στην αγορά πια, να το μετατρέψει σε δάνειο $ 10 δισεκατομμυρίων. Συνολικά, δηλαδή, η Τουρκία θα λάμβανε $ 3 δισεκατομμύρια δωρεάν βοήθεια και άλλα $ 10 δισεκατομμύρια δάνειο με αντάλλαγμα να επιτρέψει στις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις να εισβάλουν στο Ιράκ από το βορρά. Επιπλέον των $ 13 δισεκατομμυρίων, ο Τέιλορ είπε στους Τούρκους ότι μπορεί να λάβουν άλλα $ 2 δισεκατομμύρια ως εξής: $ 500 εκατομμύρια με τη μορφή δωρεάν παροχής στρατιωτικού υλικού, $ 500 εκατομμύρια για την αναβάθμιση στρατιωτικών εγκαταστάσεων και $ 1 δισεκατομμύριο ως αποζημίωση για την απώλεια εσόδων από τη διακίνηση πετρελαίου. Συνολικά, λοιπόν, η Τουρκία θα μπορούσε να λάβει βοήθεια ύψους $ 15 δισεκατομμυρίων σε μια εποχή που η εθνική της οικονομία βρισκόταν σε βαθειά κρίση. Ήταν ένα γενναίο δώρο από την Ουάσιγκτον.

Όμως, αντί συμφωνίας, ο Μπαμπατσάν απάντησε ότι ο πόλεμος θα κόστιζε στην Τουρκία $ 92-142 δισεκατομμύρια! Η συζήτηση ήταν άνευ αποτελέσματος, όπως και μια σύσκεψη την επόμενη ημέρα, αφού είχε μεσολαβήσει συνεδρίαση του τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, που άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο προσφοράς της «βόρειας οδού».

Στις 13 Φεβρουαρίου 2003, δηλαδή ένα μήνα περίπου πριν την έναρξη του πολέμου, ο Μπαμπατσάν ταξίδεψε εκ νέου στην Ουάσιγκτον μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών Γιακίς και, όπως αφηγείται ο Τέιλορ, συνάντησαν όλοι μαζί την Ράις, και τον Πρόεδρο Μπους. Η Ράις ξεκαθάρισε ορθά-κοφτά στους Τούρκους αξιωματούχους ότι η Ουάσιγκτον δεν πρόκειται να δώσει περισσότερα από $ 6 δισεκατομμύρια και ότι δεν είχε νόημα να ζητήσουν περισσότερα από τον πρόεδρο Μπους. Παρά τις συμβουλές της Ράις, οι Γιακίς και Μπαμπατσάν, στη συνάντηση τους με τον Πρόεδρο Μπους, επανήλθαν στο θέμα, αξιώνοντας, για μια ακόμα φορά, υψηλή αποζημίωση. Ο Μπους προσπάθησε να διατηρήσει διπλωματική ευγένεια λέγοντας στους Τούρκους αξιωματούχους ότι είναι εξαιρετικοί διαπραγματευτές. Μάλιστα, τους συνεχάρη για το ποσό που κατάφεραν να αποσπάσουν λέγοντας ότι λίγες χώρες έχουν καταφέρει να λάβουν ένα τόσο γενναίο οικονομικό πακέτο βοήθειας από τις ΗΠΑ.

Ωστόσο, στο αίτημα τους για περισσότερα χρήματα εισέπραξαν απορριπτική απάντηση. Λίγες ώρες αργότερα, ζήτησαν πάλι περισσότερα χρήματα, αυτή τη φορά από τον Πάουελ, τον οποίο επισκέφθηκαν στο σπίτι του. Πίστευαν δηλαδή οι Τούρκοι αξιωματούχοι ότι ένας Υπουργός της αμερικανικής κυβέρνησης μπορεί να τους εξασφαλίσει κάτι που λίγο πριν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ είχε αρνηθεί! Η απάντηση του Πάουελ στο αίτημα των Τούρκων ήταν ότι οι απαιτήσεις τους ξεπερνούν το συνολικό προϋπολογισμό του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για εξωτερική οικονομική βοήθεια!

Το ίδιο βράδυ, στην αίθουσα σημαντικών συσκέψεων για θέματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής στο υπόγειο του Λευκού Οίκου, ο Τέιλορ ρώτησε τον Πέις, το «Νούμερο 2» των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων: «Τι θα μας κοστίσει η άρνηση των Τούρκων» και ο Πέις απάντησε: «Δεν μπορώ να πω οριστικά, αλλά σίγουρα θα πολλαπλασιάσει τις απώλειές μας». Ο Τέιλορ τότε έκανε άλλη μια προσπάθεια και ανακάλυψε πως ένα πρόσθετο ποσό μπορούσε να διατεθεί για σκοπούς σταθεροποίησης της τουρκικής οικονομίας. Αν και η υπόθεση ήταν νομικά περίπλοκη, το επιπλέον ποσό, το οποίο δεν αποκαλύπτεται από τον συγγραφέα, εγκρίθηκε, αθροίστηκε με τα $ 6 δισεκατομμύρια που είχαν ήδη προσφερθεί και η σχετική συμφωνία υπογράφτηκε με την Τουρκία στις 27 Φεβρουαρίου του 2003. Τελικά, όλα φάνηκαν να λειτουργούν θετικά για την Ουάσιγκτον. Μόνον που, προς έκπληξη των Αμερικανών, η Τουρκική Βουλή καταψήφισε, την 1η Μαρτίου, την πρόταση χρήσης του τουρκικού εδάφους ως βάσης για 62 χιλιάδες αμερικανούς στρατιώτες, 255 αεροσκάφη και 65 ελικόπτερα! Το γυαλί είχε ραγίσει.

Η απόφαση της Τουρκίας να μην επιτρέψει στην Ουάσιγκτον την διέλευση από τη λεγόμενη «βόρεια οδό» προκάλεσε σοκ στην αμερικανική κυβέρνηση, η οποία θεωρούσε την Τουρκία την πιστότερη σύμμαχο της στη Μέση Ανατολή μετά το Ισραήλ. Τελικά η Τουρκία έλαβε βοήθεια συνολικού ύψους $ 1 δισεκατομμυρίου, κατά πολύ μικρότερη από τα $ 6 δισεκατομμύρια που προέβλεπε η αρχική συμφωνία.