Σε προηγούμενο αφιέρωμα μας αναφερθήκαμε στις επιλογές του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ) ως προς τα βλήματα αντιαεροπορικής άμυνας, πάντα σε σχέση με το πρόγραμμα ναυπήγησης τεσσάρων (4) νέων φρεγατών. Το αφιέρωμα αυτό κάνει αναφορά σε δύο (2) ραντάρ τα οποία κυριαρχούν στις επιλογές που έχει στη διάθεση του το ΠΝ.

Αναλυτική παρουσίαση του SEA FIRE στο DefenceReview.gr σε ταξίδι μας στη Γαλλία κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα.

Πρόκειται για τα ραντάρ TRS-4D και Sea Fire. Και τα δύο (2) ραντάρ ενσωματώνουν τεχνολογία AESA (Active Electronically Scanned Array). Η τεχνολογία AESA  βρίσκονται σε υπηρεσία εδώ και 20 περίπου χρόνια. Η τελευταία εξέλιξη που αφορά τα συγκεκριμένα ραντάρ είναι η τεχνολογία χρήσης Νιτρίδιο του Γαλλίου (Gallium Nitride), η οποία αντικαθιστά την χρήση του Αρσενικού του Γαλλίου (GaAs). Το GaN είναι πιο αποτελεσματικό, καταναλώνει λιγότερη ενέργεια κατά 40-43%, ενώ παράγει μικρότερη ποσότητα θερμότητας. Επίσης αυξάνει την εμβέλεια του ραντάρ.

TRS-4D

To περιστρεφόμενο TRS-4D της γερμανικής Hensoldt, το οποίο προτείνουν οι Αμερικανοί στις MMSC (Multi-Mission Surface Combatant) είναι ένα ραντάρ πολλαπλού ρόλου, επιτήρησης και πρόκτησης στόχου. Λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων «G», είναι τεχνολογίας AESA και κατασκευασμένο από Νιτρίδιο του Γαλλίου, μια ουσία η οποία έχει την ιδιότητα να αυξάνει την ευαισθησία του ραντάρ και την ικανότητα του στον εντοπισμό απειλών.

Κατά τη λειτουργία του το TRS-4D εκτελεί ταυτόχρονη τρισδιάστατη (3D) έρευνα του αέρα και της επιφάνειας της θάλασσας πέριξ του πλοίου. Όλες οι πληροφορίες που συλλέγει διαβιβάζονται στο σύστημα διαχείρισης μάχης του πλοίου. Από τα μέσα του 2019 το TRS-4D προσφέρεται σε δύο (2) διαφορετικές εκδόσεις: Rotator (περιστροφής) και Fixed Panel (σταθερής διάταξης).

Οι διαδικασίες εντοπισμού και ανίχνευσης πραγματοποιούνται ταυτόχρονα, ενώ ακολουθεί η κατηγοριοποίηση των στόχων, σε υψηλής και χαμηλής προτεραιότητας. Η ικανότητα διαμοιρασμού της συνολικής ενέργειας του ραντάρ σε διαφορετικούς τύπους σάρωσης παράγει έναν ευέλικτο συνδυασμό όγκου έρευνας, σε αέρα και θάλασσα, καθώς και ανίχνευση στόχου κατά προτεραιότητα.

Σύμφωνα με την κατασκευάστρια εταιρία «το ραντάρ έχει επαρκή ικανότητα να ανταποκριθεί σε όλες τις λειτουργίες ταυτόχρονα ακόμα και σε περιβάλλον με μεγάλο αριθμό στόχων και αντανακλάσεων, σε παράκτιο περιβάλλον». Η ευελιξία στη διαμόρφωση του, σταθερό ή περιστρεφόμενο, με ένα 1-4 κεραίες, επιτρέψει την εγκατάσταση του σε μια σειρά πλοίων, μικρών ή μεγάλων. Η μέγιστη εμβέλεια του, για στόχους αέρος, είναι της τάξεως των 250 χιλιομέτρων.

Με τη χρήση τεσσάρων κεραιών το ραντάρ καλύπτει όλο το τόξο των 360°, ενώ μπορεί να εντοπίσει στόχους με διατομή ραντάρ (RCS : Radar Cross Section) 0,01 m². Συνολικά μπορεί να εντοπίσει έως και 1.500 στόχους ταυτόχρονα και να ανιχνεύσει έως 1.000 στόχους ταυτόχρονα, με ρυθμό ανανέωσης των δεδομένων ανά ένα (1) δευτερόλεπτο.

Σύμφωνα με την κατασκευάστρια εταιρία ο μέσος χρόνος επιδιόρθωσης μιας βλάβης είναι μικρότερος των 30 λεπτών, ενώ ο μέσος χρόνος εμφάνισης αστοχίας είναι μεγαλύτερος των 3.000 ωρών λειτουργίας.

Sea Fire

Το Sea Fire της Thales εξοπλίζει τις γαλλικές φρεγάτες Belh@rra. Πρόκειται για ραντάρ τεχνολογίας AESA, το οποίο λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων «S». Το Sea Fire συνδυάζει τέσσερα (4) κεραίες σε σταθερή διάταξη. Κάθε μια μπορεί να ενεργοποιήσει 100 διαφορετικές δέσμες (Beam), κάτι που εξασφαλίζει υψηλό βαθμό ανανέωσης των δεδομένων και εξαιρετικές επιδόσεις στον τομέα της ανίχνευσης στόχων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το Sea Fire μπορεί να παρακολουθεί 800 στόχους ταυτόχρονα, εικόνα την οποία μπορεί να μεταδώσει σε άλλα φίλια μέσα ή κλιμάκια διοίκησης, μέσω συστήματος ζεύξης δεδομένων. Το Sea Fire αναπτύχθηκε με τη φιλοσοφία της υποστήριξης μιας ολοκληρωμένης αντίληψης για την αυτοπροστασία του πλοίου, ιδιαίτερα έναντι απειλών όπως βλήματα κατά πλοίων και υπερηχητικών βλημάτων.

Όπως αναφέρει η Thales «η ισχύς του ραντάρ βρίσκεται, σε μεγάλο βαθμό, στις επιδόσεις του λογισμού επεξεργασίας δεδομένων. Οι συνεχείς αναβαθμίσεις του λογισμικού το διατηρούν στην αιχμή της τεχνολογίας και των επιδόσεων». 

Το μέγιστο βεληνεκές του Sea Fire, σε λειτουργία έρευνας αέρος, είναι της τάξεως των 350 χιλιομέτρων για στόχους επιπέδου βαλλιστικού πυραύλου, αεροσκάφους μεγέθους F-16 και UAV, ενώ το μέγιστο βεληνεκές, σε λειτουργία έρευνας επιφανείας, είναι 80 χιλιόμετρα. Εκτός από τη λειτουργία του ως σύστημα έρευνας αέρος και επιφανείας, το ραντάρ λειτουργεί και ως σύστημα ελέγχου πυρός για τα αντιαεροπορικά βλήματα μεγάλου βεληνεκούς Aster-30. Επίσης λειτουργεί και ως ραντάρ καιρού. Μεγάλη μέριμνα έχει δοθεί και στην ευκολία συντήρησης του, έτσι ώστε το κόστος τους, στον κύκλο ζωής του, να είναι ανταγωνιστικό.

Κάθε μια από τις τέσσερις (4) επιφάνειες αποτελείται από 12 τμήματα και κάθε ένα από τα 12 τμήματα αποτελείται από οκτώ (8) υπό-τμήματα. Κεραία, τμήμα και υπό-τμήμα μπορούν να αντικατασταθούν εύκολα και γρήγορα, αν παραστεί ανάγκη, ακόμα και εν πλω. Το Sea Fire έχει την ικανότητα να πολλαπλούς εναέριους στόχους ταυτοχρόνως σε συνεργασία με τα βλήματα ενεργού καθοδήγησης Aster 30. Πρακτικά η ικανότητα αυτή πολλαπλασιάζει την ικανότητα του πλοίου να αντιμετωπίζει επιθέσεις κορεσμού. Μια άλλη σημαντική παράμετρος είναι η ικανότητα του Sea Fire να αποκαλύπτει στόχους με χαμηλό ηλεκτρομαγνητικού ίχνους, απόρροια των νέων τεχνολογιών που εφαρμόζονται στην κατασκευή των τεσσάρων (4) κεραιών με στοιχεία Tx/Rx κατασκευασμένα από Νιτρίδιο του Γαλλίου.

Συμπερασματικά, συμπεραίνουμε πως το γαλλικό Sea Fire είναι ένα ραντάρ εντελώς διαφορετικής κατηγορίας συγκριτικά με το γερμανικό TRS-4D είτε το περιστρεφόμενο είτε το σταθερό. Συγκεκριμένα, τα δύο μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του ραντάρ Sea Fire είναι η εμβέλεια του καθώς και η δυνατότητα που παρέχει τόσο στο ΠΝ όσο και στις ΕΔ για την αντιμετώπιση βαλλιστικών απειλών δεδομένου πως οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις διαρκώς πραγματοποιούν άλματα προόδου στο συγκεκριμένο τομέα.

 Ενδεικτικά αναφέρουμε πως η μέγιστη εμβέλεια του σταθερού TRS-4D είναι στα 110 χιλιόμετρα για στόχους μαχητικού ενώ του περιστρεφόμενου στα 100 χιλιόμετρα (σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας). Ως μέγιστη εμβέλεια από την γερμανική εταιρεία αναφέρονται τα 250 χιλιόμετρα που αφορούν μεγάλους εναέριους στόχους. Φυσικά τα ραντάρ δεν λειτουργούν ως αυτόνομες μονάδες αλλά εντάσσονται στο Σύστημα Αεροπορικού Ελέγχου (ΣΑΕ) ανταλλάσσοντας μεταξύ του δεδομένα και πληροφορίες μέσω τακτικών ζεύξεων (Link 16).

Το ραντάρ Sea Fire εκτελεί ταυτόχρονη έρευνα επιφανείας και αέρος. Φωτογραφία: DefenceReview.gr
Η μέγιστη εμβέλεια του ραντάρ είναι τα 350 χιλιόμετρα σύμφωνα με την παρουσίαση της Thales. Φωτογραφία: DefenceReview.gr
Στις εγκαταστάσεις της εταιρείας είχαμε την ευκαιρία να περιηγηθούμε στους χώρους δοκιμών και αξιολογήσεων.

Θα ακολουθήσουν και επιπρόσθετες παρουσιάσεις/ αναλύσεις για τις υπόλοιπες δυνητικές επιλογές ραντάρ.