Ολοκληρώνοντας τη σειρά των αφιερωμάτων σχετικά με την υφιστάμενη ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά και για τις ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ) σε υποβρύχια και μονάδες επιφανείας, το παρόν άρθρο εξετάζει την υφιστάμενη κατάσταση και τις μελλοντικές ανάγκες του ΠΝ στον τομέα των Ταχέων Περιπολικών Κατευθυνόμενων Βλημάτων (ΤΠΚ). Είχαν προηγηθεί τα άρθρα μας «Υποβρύχια σε Ελλάδα και Τουρκία: Η υφιστάμενη ισορροπία και οι μελλοντικές προκλήσεις για το Πολεμικό Ναυτικό», «Κορβέτες και φρεγάτες σε Ελλάδα και Τουρκία: Το παρόν, το μέλλον και οι ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού» και «Κανονιοφόροι και περιπολικά του ΠΝ: Στην πρώτη γραμμή άμυνας στο Αιγαίο» (οι σχετικές συνδέσεις βρίσκονται στο τέλος του άρθρο)

Σήμερα, το ΠΝ διατηρεί σε υπηρεσία 16 ΤΠΚ, εκ των οποίων επτά (7) Super Vita (κλάσης «Ρουσσεν», για την καλύτερη κατανόηση του άρθρου θεωρούμε ενταγμένα στο Στόλο όλα τα Super Vita), τέσσερις (4) αναβαθμισμένες BR-56A Combattante (κλάση «Λάσκος») και πέντε (5) BR-56B Combattante (κλάση «Καβαλούδης»). Στη δύναμη του ΠΝ δεν συμπεριλαμβάνουμε τα τρία (3) Type-148, εκ των οποίων δύο (2) ανήκουν πλέον στη δύναμη της Διοίκησης Πλοίων Επιτηρήσεως (P-72 «Βότσης» και P-73 «Πεζόπουλος»), ενώ σύντομα αναμένεται να ενταχθεί και το τρίτο σκάφος (P-75 «Μαριδάκης»). Γενικά, τα ΤΠΚ είναι πλοία μικρού εκτοπίσματος, ευέλικτα και ιδανικά για μάχη σε παράκτιο περιβάλλον, όπως είναι το Αιγαίο με την ιδιαίτερη γεωμορφολογία του.

Τα ΤΠΚ είναι πλοία μικρού εκτοπίσματος, ευέλικτα και ιδανικά για μάχη σε παράκτιο περιβάλλον, όπως είναι το Αιγαίο με την ιδιαίτερη γεωμορφολογία του.

Τα τέσσερα (4) παλαιότερα αλλά αναβαθμισμένα «Λάσκος» εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1977-1978. Συγκεκριμένα, τα Ρ-20 «Λάσκος», Ρ-21 «Μπλέσσας» και Ρ-23 «Τρουπάκης» εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1977, ενώ το Ρ-22 «Μυκόνιος» το 1978. Στις 30 Οκτωβρίου του 2003 υπογράφηκε σύμβαση, συνολικού ύψους € 104.615.000, για την αναβάθμιση τους με δικαίωμα προαίρεσης για την αναβάθμιση και δύο (2) κλάσης «Καβαλούδης» (BR-56B Combattante) στο ίδιο επίπεδο, με προϋπολογισμό € 50.524.425, που όμως δεν ενεργοποιήθηκε. Το Ρ-20 «Λάσκος» παραδόθηκε αναβαθμισμένο τον Απρίλιο του 2008 και ακολούθησαν τα Ρ-21 «Μπλέσσας» και Ρ-22 «Μυκόνιος», που παραδόθηκαν ταυτόχρονα τον Οκτώβριο του 2009, και το Ρ-23 «Τρουπάκης», που παραδόθηκε το Φεβρουάριο του 2011.

Συνοπτικά, το πρόγραμμα αναβάθμισης αφορούσε στην εγκατάσταση: (α) Του συστήματος διαχείρισης μάχης TACTICOS με τέσσερις (4) οθόνες πολλαπλών λειτουργιών-ενδείξεων MOC Mk.3 (β) Του ραντάρ ναυτιλίας και επιτήρησης θαλάσσης BridgeMaster E μέγιστης εμβέλειας 192 χιλιομέτρων (γ) Του ραντάρ επιτήρησης αέρος και θαλάσσης Variand μέγιστης εμβέλειας 60 χιλιομέτρων (εναέριοι στόχοι) ή 70 χιλιομέτρων (στόχοι επιφανείας) και με ικανότητα εντοπισμού και ιχνήλασης 100 εναέριων και 100 στόχων επιφανείας ταυτόχρονα (δ) Του ραντάρ έρευνας επιφανείας συνεχούς κύματος και χαμηλής πιθανότητας υποκλοπής τύπου SCOUT Mk.2 μέγιστης εμβέλειας 45 χιλιομέτρων (ε) Του ραντάρ ελέγχου πυρός LIROD Mk.2 (στ) Του ηλεκτροπτικού συστήματος επιτήρησης και ανίχνευσης στόχων MIRADOR (ζ) Συστήματος ζεύξης δεδομένων Link-11 (η) Του συστήματος ασφαλούς επικοινωνίας WISPR και (θ) Του συστήματος εκτόξευσης αναλώσιμων ALEX (Automatic Launch of Expendables) με δύο (2) εξαπλούς εκτοξευτές Mk.137 των 130 χιλιοστών.

Τα τέσσερα (4) ΤΠΚ κλάσης «Λάσκος» παραδόθηκαν αναβαθμισμένα την περίοδο 2008-2011.

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το Ρ-22 «Μυκόνιος» παρέμεινε εκτός ενεργού υπηρεσίας για επτά (7) περίπου χρόνια, από τις αρχές του 2010 έως τα τέλη του 2016, λόγω των εκτεταμένων βλαβών που είχε υποστεί από πυρκαγιά. Συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 2010 και ενώ εκτελούνταν προγραμματισμένες εργασίες συντήρησης στο Ναύσταθμο Κρήτης, ξέσπασε πυρκαγιά, η οποία προκάλεσε σοβαρότατες ζημιές στο σκάφος. Αν και η αρχική εκτίμηση ήταν ότι θα παροπλιστεί οριστικά, εντούτοις το 2015 ξεκίνησε ένα πρόγραμμα αποκατάστασης και επαναφοράς του σε υπηρεσία. Το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε επιτυχώς και το καλοκαίρι-φθινόπωρο του 2016 το Ρ-22 «Μυκόνιος» ξεκίνησε να εκτελεί τις προβλεπόμενες δοκιμές αποδοχής, οι οποίες ολοκληρώθηκαν με επιτυχία και το σκάφος εντάχθηκε στο στόλο στα τέλη του 2016.

Το εκτόπισμα των «Λάσκος» είναι 430 τόνοι (πλήρης φόρτος) και οι διαστάσεις τους (μήκος x πλάτος x βύθισμα) 56,2 μέτρα x 8,3 μέτρα x 2,7 μέτρα. Απαιτούν 43 άτομα πλήρωμα. Ενσωματώνουν τέσσερις (4) πετρελαιοκινητήρες MTU 20V 538 TB91 ισχύος 3.750 ίππων έκαστος. Επιτυγχάνουν μέγιστη ταχύτητα 33,5 κόμβους (62 χιλιόμετρα/ώρα), ενώ με ταχύτητα πλεύσης 15 κόμβους (28 χιλιόμετρα/ώρα) η εμβέλεια τους ξεπερνά τα 1.000 ναυτικά μίλια (1.852 χιλιόμετρα). Ο οπλισμός τους αποτελείτε από δύο (2) πυροβόλα Compact της OTO Melara διαμετρήματος 76/62 χιλιοστών, με ταχυβολία 85 βλήματα το λεπτό και μέγιστο βεληνεκές 16 χιλιόμετρα (στόχοι επιφανείας) ή 12 χιλιόμετρα (εναέριοι στόχοι), δύο (2) δίδυμα πυροβόλα Emerlec-30 των 30 χιλιοστών με δραστικό βεληνεκές 10 χιλιόμετρα (στόχοι επιφανείας) ή 2,75 χιλιόμετρα (εναέριοι στόχοι), δύο (2) εκτοξευτές τορπιλών SST-4 Seal των 533 χιλιοστών, μέγιστου βεληνεκούς 37 χιλιομέτρων με ταχύτητα πλεύσης 23 κόμβους (43 χιλιόμετρα/ώρα) και ελάχιστου 11 χιλιομέτρων με ταχύτητα πλεύσης 35 κόμβους (65 χιλιόμετρα/ώρα), και τέσσερα (4) βλήματα κατά πλοίων RGM-84D Block.1C Harpoon μέγιστου βεληνεκούς 140 χιλιομέτρων, έναντι των MM-38 Exocet μέγιστου βεληνεκούς 42 χιλιομέτρων, που έφεραν αρχικά.

Τα «Λάσκος» είναι ηλικίας 9-12 ετών ως αναβαθμισμένα. Παραμένουν ικανά και μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους μέχρι το 2025-2030 περίπου, όπου και προσδιορίζεται ο χρόνος αντικατάστασης τους.

Τα «Λάσκος» είναι ηλικίας 43-44 ετών και 9-12 ετών ως αναβαθμισμένα. Κατά την αναβάθμιση τους δέχθηκαν σύγχρονα ηλεκτρονικά συστήματα, που ενσωματώνουν οι Super Vita και άλλα πλοία του ΠΝ (αναβαθμισμένες Standard, κανονιοφόροι HSy-56A). Συνεπώς, παραμένουν ικανά και μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους μέχρι το 2025 περίπου, όταν το Ρ-20 «Λάσκος», που αναβαθμίστηκε πρώτο, θα είναι 17 ετών (ως αναβαθμισμένο), δηλαδή θα βρίσκεται κοντά στο όριο εξάντλησης της δυναμικής του προγράμματος αναβάθμισης. Συνεπώς, ο χρόνος αντικατάστασης των τεσσάρων (4) «Λάσκος» προσδιορίζεται για μετά το 2025-2030.

Τα πέντε (5) «Καβαλούδης» εντάχθηκαν σε υπηρεσία την περίοδο 1980-1981. Συγκεκριμένα, τα Ρ-24 «Καβαλούδης», Ρ-25 «Κωστάκος», και Ρ-26 «Ντεγιάννης» εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1980, ενώ τα Ρ-27 «Ξένος», P-28 «Σιμιτζόπουλος» και P-29 «Σταράκης» εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1981 (θα πρέπει να σημειωθεί ότι το P-25 «Κωστάκος» βυθίστηκε μετά από σύγκρουση με το επιβατικό πλοίο «Σάμαινα» στις 6 Νοεμβρίου του 1996). Οι διαστάσεις, το εκτόπισμα, οι απαιτήσεις επάνδρωσης, οι κινητήρες και οι επιδόσεις τους είναι ίδιες με αυτές των «Λάσκος». Διαφέρουν όμως, σε καταλυτικό βαθμό, στα ηλεκτρονικά συστήματα και τους αισθητήρες τους, καθώς τα «Καβαλούδης» δεν έχουν αναβαθμιστεί και διατηρούν τα αρχικά τους συστήματα, τα οποία είναι παλαιάς τεχνολογίας, της δεκαετίας του 1970. Όμοιος είναι και ο οπλισμός μάχης των δύο (2) κλάσεων με τις όποιες διαφορές να καταγράφονται στα βλήματα κατά πλοίων.

Από ναυπήγησης τους οι «Καβαλούδης» ενσωμάτωναν έξι (6) βλήματα κατά πλοίων Penguin Mk.2 Mod.3 μέγιστου βεληνεκούς 34 χιλιομέτρων. Ωστόσο, στα μέσα της δεκαετίας του 2010 τα Ρ-26 «Ντεγιάννης», Ρ-27 «Ξένος» και P-29 «Σταράκης» αντικατέστησαν τα έξι (6) Penguin Mk.2 Mod.3 με τέσσερα (4) RGM-84D Block.1C Harpoon, ενώ τα Ρ-24 «Καβαλούδης» και P-28 «Σιμιτζόπουλος» διατηρούν τα Penguin Mk.2 Mod.3, αν και σύμφωνα με ορισμένες πηγές και τα πέντε (5) σκάφη ενσωματώνουν πλέον βλήματα RGM-84D Block.1C Harpoon, κάτι όμως που δεν επιβεβαιώνεται, τουλάχιστον από την επίσημη ιστοσελίδα του ΠΝ, η οποία αναφέρει ότι τα Ρ-24 «Καβαλούδης» και P-28 «Σιμιτζόπουλος» διατηρούν ακόμα τα Penguin Mk.2 Mod.3.

Τα «Καβαλούδης» βρίσκονται στο τέλος της επιχειρησιακής τους ζωής δεδομένου ότι βρίσκονται σε υπηρεσία εδώ και 39-40 χρόνια, χωρίς να έχουν υποστεί κάποιο πρόγραμμα αναβάθμισης και πρέπει να αντικατασταθούν.

Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι στο P-29 «Σταράκης» εφαρμόστηκε, στο πλαίσιο σχετικών δοκιμών, ένα νέο μοτίβο παραλλαγής με βαφή απορροφητική της ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Στόχος των δοκιμών αυτών ήταν να καταγράψει αν το συγκεκριμένο μοτίβο παραλλαγής και η βαφή μειώνουν το οπτικό και θερμικό ίχνος των σκαφών, συνεπώς δυσχεραίνουν τον εντοπισμό τους. Δεν γνωρίζουμε τα αποτελέσματα των δοκιμών, πάντως το σύνολο των ΤΠΚ του ΠΝ, με εξαίρεση του P-29 «Σταράκης», διατηρούν το αρχικό μονόχρωμο μοτίβο παραλλαγή και δεν το έχουν αλλάξει. Συνεπώς, είτε οι δοκιμές που έγιναν δεν ήταν επιτυχείς, είτε ήταν επιτυχείς, αλλά δεν μπορούν να εξευρεθούν τα απαραίτητα κονδύλια για να ξεκινήσει και να υλοποιηθεί το σχετικό πρόγραμμα.

Σε κάθε περίπτωση τα «Καβαλούδης» βρίσκονται στο τέλος της επιχειρησιακής τους ζωής δεδομένου ότι βρίσκονται σε υπηρεσία εδώ και 39-40 χρόνια, χωρίς να έχουν υποστεί κάποιο πρόγραμμα αναβάθμισης. Τα ηλεκτρονικά τους συστήματα είναι τεχνολογίας της δεκαετίας του 1970, ενώ λόγω της παλαιότητας τους ένα πρόγραμμα αναβάθμισης τους, αντίστοιχο με αυτό των «Λάσκος» για παράδειγμα, δεν αξίζει πια τον κόπο για πλοία 40 ετών. Να σημειωθεί επίσης ότι στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν αποφασίστηκε η αναβάθμιση των «Λάσκος», ο προγραμματισμός του ΠΝ προέβλεπε την αναβάθμιση και των πέντε (5) «Καβαλούδης», αλλά τελικά αυτός ο σχεδιασμός δεν προχώρησε. Έτσι, σήμερα η μόνη λύση που απομένει είναι αυτή της αντικατάστασης τους με τη ναυπήγηση νέων σκαφών.

Τα επτά (7) Super Vita είναι τα νεότερα ΤΠΚ του ΠΝ και από τα πλέον σύγχρονα στη Μεσόγειο. Η σύμβαση ναυπήγησης των τριών (3) πρώτων σκαφών, με δικαίωμα προαίρεσης για δύο (2) επιπλέον σκάφη,  υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 2000 και ήταν συνολικού κόστους € 440 εκατομμυρίων (στο πλαίσιο των αντισταθμιστικών οφελών το ΠΝ παρέλαβε και δύο πλοία ναρκοπολέμου Hunt). Τον Αύγουστο του 2003 ενεργοποιήθηκε το δικαίωμα προαίρεσης για τη ναυπήγηση δύο (2) επιπλέον σκαφών, συνολικού κόστους € 268 εκατομμυρίων. Η νέα σύμβαση περιελάμβανε και νέο δικαίωμα προαίρεσης για τη ναυπήγηση δύο (2) ακόμα Super Vita, το οποίο και ενεργοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 2008, έναντι κόστους € 299 εκατομμυρίων. Όπως προαναφέραμε οι τρείς (3) πρώτες Super Vita ενσωματώνουν βλήματα MM-40 Block.2 Exocet, ενώ οι τέσσερεις (4) νεότερες ενσωματώνουν/θα ενσωματώσουν τα νεότερα MM-40 Block.3 Exocet.

Ως προς τους χρόνους ένταξης τους σε υπηρεσία το πρώτο σκάφος (Ρ-67 «Ρουσσέν») εντάχθηκε στο Στόλο το Δεκέμβριο του 2005, για να ακολουθήσει η ένταξη του Ρ-68 «Δανιόλος» (το Φεβρουάριο του 2006), του Ρ-69 «Κρυσταλλίδης» (το Μάιο του 2006), του Ρ-70 «Γρηγορόπουλος» (τον Οκτώβριο του 2010), του Ρ-71 «Ρίτσος» (τον Ιανουάριο του 2015) και του P-72 «Καραθανάσης» (τον Ιούλιο του 2020). Να σημειωθεί ότι το P-72 «Καραθανάσης» παραδόθηκε μεν στον ΠΝ, αλλά δεν είναι ακόμα επιχειρησιακό, καθώς δεν έχουν εγκατασταθεί ακόμα τα βλήματα MM-40 Block.3 Exocet, κάτι που αναμένεται να γίνει μέχρι τα τέλη του 2020. Τέλος, η έβδομη και τελευταία Super Vita (P-73 «Βλαχάκος») καθελκύστηκε πριν λίγες ημέρες, στις 5 Αυγούστου, και αναμένεται να ενταχθεί στο Στόλο εντός του 2021, αφού πρώτα ολοκληρωθούν οι σχετικές εργασίες και γίνουν όλες οι προβλεπόμενες δοκιμές.

Τα Super Vita είναι τα νεότερα ΤΠΚ του ΠΝ και από τα πλέον σύγχρονα στη Μεσόγειο.

Η σχεδίαση των Super Vita έλκει την καταγωγή της από τα σκάφη κλάσης «Barzan» (Vita) του Κατάρ, μήκους 56 μέτρων και εκτοπίσματος 380 τόνων. Το σκάφος είναι κατασκευασμένο από κράμα χάλυβα ενώ η υπερκατασκευή από κράμα αλουμινίου. Οι διαστάσεις τους είναι (μήκος x πλάτος x βύθισμα) 61,9 μέτρα x 9,5 μέτρα x 2,6 μέτρα και το εκτόπισμα τους 670 τόνοι με πλήρη φόρτο. Ενσωματώνουν τέσσερις (4) πετρελαιοκινητήρες MTU 16V595-TE90 ισχύος 5.790 ίππων και σύστημα μετάδοσης της κίνησης BW1556666/1557S της ZF, καθώς και τρεις (3) γεννήτριες ισχύος 250 kW έκαστη. Η μέγιστη συνεχόμενη ταχύτητα που επιτυγχάνουν είναι 34,5 κόμβοι (64 χιλιόμετρα την ώρα) και με τη συγκεκριμένη ταχύτητα η εμβέλειά τους ανέρχεται στα 750 ναυτικά μίλια (1.389 χιλιόμετρα). Με ταχύτητα πλεύσης τους 18 κόμβους (33 χιλιόμετρα την ώρα) η εμβέλεια των Super Vita ανέρχεται στα 2.250 ναυτικά μίλια (4.167 χιλιόμετρα). Οι απαιτήσεις επάνδρωσης είναι 45 άτομα.

Ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός των σκαφών περιλαμβάνει τρισδιάστατο (3D) ραντάρ έρευνας αέρος και επιφανείας MW-08 μικρής-μέσης εμβέλειας (η μέγιστη εμβέλεια που δίνει η Thales είναι τα 32 χιλιόμετρα), παθητικής λειτουργίας (PESA : Passive Electronically Scanned Array), με δυνατότητα ανίχνευσης και ιχνήλασης στόχων και καθοδήγησης πυρών πυροβόλων κατά στόχων επιφανείας. Το MW-08 μπορεί να ανιχνεύσει έως 160 εναέριους και 40 στόχους επιφανείας ταυτόχρονα. Περιλαμβάνει επίσης το σύστημα ελέγχου πυρός βλημάτων και πυροβόλου STING-BS (Basic), το ηλεκτροπτικό σύστημα επιτήρησης και ανίχνευσης στόχων MIRADOR, το ραντάρ έρευνας επιφανείας συνεχούς κύματος και χαμηλής πιθανότητας υποκλοπής τύπου SCOUT Mk.2, το ραντάρ ναυτιλίας και έρευνας θαλάσσης BridgeMaster-Ε και δύο (2) οπτικά σκοπευτικά κατάδειξης στόχου TDS (Target Designation Sight).

Ο εξοπλισμός των Super Vita αποτελείται από ένα (1) πυροβόλο Super Rapido των 76/62 χιλιοστών, δύο (2) πυροβόλα των 30 χιλιοστών, ένα (1) πυραυλικό σύστημα εγγύς αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής προστασίας RAM Block.1 των 21 θέσεων και οκτώ (8) βλήματα κατά πλοίων MM-40 Block.2/Block.3 Exocet.

Επιπλέον, οι Super Vita ενσωματώνουν ολοκληρωμένο σύστημα επικοινωνιών (και δορυφορικών), σύστημα ζεύξης δεδομένων Link-11, σύστημα Ηλεκτρονικών Μέτρων Υποστήριξης (ESM : Electronic Support Measures) DR-3000, σύστημα αναγνώρισης φίλου ή εχθρού (IFF : Identification Friend or Foe) και σύστημα αυτοπροστασίας Mk.36 SRBOC. Όλα τα δεδομένα και οι πληροφορίες καταλήγουν στο σύστημα ελέγχου και διαχείρισης μάχης TACTICOS, το οποίο τις επεξεργάζεται και προβάλει τα αποτελέσματα σε τέσσερις (4) οθόνες πολλαπλών λειτουργιών-ενδείξεων MOC Mk.3. Ο εξοπλισμός τους αποτελείται από ένα (1) πυροβόλο Super Rapido των 76/62 χιλιοστών της ΟΤΟ Melara, δύο (2) πυροβόλα OTO Melara των 30 χιλιοστών, ένα (1) πυραυλικό σύστημα εγγύς αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής προστασίας (CIWS : Close-In Weapon System) RAM Block.1 (Rolling Airframe Missile) των 21 θέσεων και οκτώ (8) βλήματα κατά πλοίων MM-40 Block.2/Block.3 Exocet.

Ο ρυθμός βολής του πυροβόλου Super Rapido μπορεί να εκτελέσει βολής κατά βολής ή βολής κατά ρυπάς (έως 120 βλήματα το λεπτό). Τα όρια ανύψωσης του πύργου είναι από -15ο έως +85ο με μέγιστη δυνατή ανύψωση 35ο το δευτερόλεπτο. Το πυροβόλο διαθέτει 80 βλήματα έτοιμα για βολή, διαφόρων τύπων όπως υψηλής εκρηκτικότητας, θραυσμάτων, διατρητικά, φωτιστικά και εκπαιδευτικά. Ομοίως, τα πυρομαχικά μπορούν να δεχθούν διαφορετικούς πυροσωλήνες, ανάλογα με τη χρήση τους (πυροδότησης σημείου, επιβράδυνσης, προσέγγισης). Σύμφωνα με την OTO Melara η απόκλιση βολής του πυροβόλου είναι της τάξεως των 0,017ο στα 1.000 μέτρα. Το μέγιστο βεληνεκές εξαρτάται από τη γωνία προσβολής και τον τύπο του πυρομαχικού. Έτσι το πυροβόλο επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 18,4 χιλιόμετρα με πυρομαχικά υψηλής εκρηκτικότητας και από γωνία προσβολής 45ο ή 8 χιλιόμετρα με γωνία προσβολής 85ο. Επίσης, μπορεί να αντιμετωπίσει και επιθέσεις κορεσμού από τέσσερα (4), το μέγιστο, υποηχητικά βλήματα κατά πλοίων, με την προϋπόθεση ότι η αναχαίτιση του πρώτου βλήματος θα επιτευχθεί σε απόσταση 5,5-6 χιλιομέτρων.

Το RAM των Super Vita είναι σημείο υπεροχής έναντι των τουρκικών ΤΠΚ.

Ο κύριος ρόλος των δύο (2) πυροβόλων των 30 χιλιοστών είναι η αντιαεροπορική άμυνα, αλλά χρησιμοποιούνται και κατά στόχων επιφανείας. Η ταχυβολία τους είναι 800 φυσίγγια το λεπτό με προσδιορισμό ελεγχόμενης ταχυβολίας στα 120 φυσίγγια το λεπτό. Χρησιμοποιούν δύο (2) διαφορετικούς τύπους πυρομαχικών: PGU-13 (υψηλής εκρηκτικότητας) και PGU-14 (διατρητικά θώρακα). Ο τύπος των πυροβόλων είναι Mauser Mk.30-1 Model-F, ενώ τα όρια ανύψωσης τους είναι από -13ο έως +80ο με μέγιστη δυνατή ανύψωση τις 80ο το δευτερόλεπτο. Η αναχορηγία είναι 160 φυσιγγίων για έκαστο πυροβόλο, το μέγιστο βεληνεκές του οποίου είναι 3 χιλιόμετρα.

Το MM-40 Block.2 Exocet είναι εξέλιξη του MM-38 Exocet και το MM-40 Block.3 Exocet είναι εξέλιξη των Block.2. Η ανάπτυξη του MM-38 Exocet ξεκίνησε το 1968 με τα πρώτα βλήματα να εντάσσονται σε υπηρεσία το 1972. Στη δεκαετία του 1980 αναπτύχθηκε η βελτιωμένη έκδοση MM-40 Block.2 Exocet με σταυροειδή κύρια πτερύγια και ουραία πτερύγια για τον έλεγχο της πτήσης. Ενσωματώνει κινητήρα στερεού καυσίμου και χρησιμοποιεί σύστημα αδρανειακής καθοδήγησης (INS : Inertial Navigation System), για την ενδιάμεση φάση της πτήσης, υψομετρικό ραντάρ για πτήση στο επίπεδο της θαλάσσης και έναν ερευνητή ραντάρ για την τερματική καθοδήγηση. Η μέγιστη ταχύτητα του MM-40 Block.2 Exocet δεν ξεπερνά τα 980 χιλιόμετρα την ώρα και το μέγιστο βεληνεκές τα 70 χιλιόμετρα.

Τα MM-40 Block.3 επιτυγχάνουν μέγιστο βεληνεκές 180 χιλιόμετρα, ενώ μπορεί να προσβάλει και στόχους εδάφους.

Η έκδοση MM-40 Block.3 Exocet ενσωματώνει προωθητή στερεού καυσίμου και κινητήρα Turbojet, συνδυασμός ο οποίος αυξάνει το μέγιστο βεληνεκές του βλήματος στα 180 χιλιόμετρα. Ενσωματώνει νέα πολεμική κεφαλή θραυσμάτων, βελτιωμένο ερευνητή ραντάρ και σύστημα καθοδήγησης συνδυασμού INS και GPS (Global Positioning System), με δυνατότητα προσβολής στόχων εδάφους, προγραμματισμού πολλαπλών εναλλακτικών διαδρομών και μεταβολής πορείας σε ενδιάμεσα σημεία της διαδρομής (Waypoints). Τα σημεία αυτά είναι τετραδιάστατα (γεωγραφικό μήκος και πλάτος, υψόμετρο, χρόνος) επιτρέποντας την παράκαμψη νησιών ή εξάρσεων της ακτογραμμής, για την αιφνιδιαστική προσβολή στόχων, καθώς και για τον κορεσμό των αντιπυραυλικών συστημάτων με ταυτόχρονη άφιξη πολλών βλημάτων.

Το RAM είναι ένα πυραυλικό σύστημα εγγύς αντιπυραυλικής προστασίας. Το βλήμα RIM-116B επιτυγχάνει υπερηχητική ταχύτητα και ενσωματώνει τεχνολογία Fire-and Forget. Επίσης ενσωματώνει υπέρυθρο σύστημα καθοδήγησης και πολεμική κεφαλή βάρους 10 κιλών, ενώ επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 10 χιλιόμετρα. Το RAM μπορεί να περιστραφεί σ’ ολόκληρο το τόξο των 360ο (δηλαδή δεν έχει νεκρούς τομείς), ενώ μπορεί να ανυψωθεί σε τόξο από -25ο έως +80ο. Επίσης, μπορεί να αντιμετωπίσει επιθέσεις κορεσμού. Μειονέκτημα για το RAM είναι το ότι δεν έχει δυνατότητα αναχαίτισης-προσβολής άλλων εναέριων στόχων όπως UAV, ελικόπτερα και αεροσκάφη ή μικρών στόχων επιφανείας (άκατοι, λέμβοι κ.ά.). Σήμερα σε παραγωγή είναι η έκδοση Block.2 η οποία ενσωματώνει σύστημα ελέγχου πτήσης, βελτιωμένο παθητικό ερευνητή ραδιοσυχνοτήτων και βελτιωμένο υπέρυθρο ερευνητή, ενώ έχει και καλύτερες κινηματικές επιδόσεις.

Στον αντίποδα, το Τουρκικό Ναυτικό διατηρεί σε υπηρεσία 20 ΤΠΚ, εκ των οποίων εννέα (9) κλάσης «Kilic» (εντάχθηκαν σε υπηρεσία σε δύο παρτίδες, η πρώτη των τριών πλοίων την περίοδο 1998-2000 και η δεύτερη των έξι σκαφών την περίοδο 2005-2010), δύο (2) κλάσης «Yildiz» (εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1997), τέσσερα (4) κλάσης «Dogan» (εντάχθηκαν σε υπηρεσία την περίοδο 1977-1981), τέσσερα (4) κλάσης «Ruzgar» (εντάχθηκαν σε υπηρεσία την περίοδο 1986-1988, είναι παρόμοια με τα «Dogan») και ένα (1) κλάσης «Kartal» (εντάχθηκε σε υπηρεσία το 1984). Τα «Kilic» έχουν εκτόπισμα 552 τόνους, έχουν παρόμοιες επιδόσεις και ενσωματώνουν παρόμοια ηλεκτρονικά συστήματα με τις Super Vita. Ο οπλισμός τους αποτελείται από ένα (1) πυροβόλο των 76/62 χιλιοστών της OTO Melara, δύο (2) αντιαεροπορικά πυροβόλα των 40 χιλιοστών της Bofors και οκτώ (8) βλήματα κατά πλοίων RGM-84 Harpoon, σε δύο (2) τετραπλούς εκτοξευτές. Η μεγάλη διαφορά τους με τις Super Vita, που είναι και ένα σημείο υπεροχής των Super Vita, είναι ότι δεν ενσωματώνουν σύστημα RAM.

Στον τομέα των ΤΠΚ το ΠΝ διατηρεί την αριθμητική και ποιοτική ισορροπία απέναντι στο Τουρκικό Ναυτικό, ενώ απολαμβάνει απόλυτη υπεροχή στον τομέα της αυτοπροστασίας (με το RAM) και πλεονέκτημα προσβολής στόχων (και στο έδαφος) από μεγαλύτερες αποστάσεις (με τους MM-40 Block.3 Exocet), συγκριτικά με κάθε τουρκικό ΤΠΚ σε υπηρεσία.

Τα «Dogan» και τα «Ruzgar» έχουν εκτόπισμα 436 τόνων και επιτυγχάνουν μέγιστη ταχύτητα 38 κόμβων (70 χιλιόμετρα την ώρα). Ο οπλισμός τους περιλαμβάνει ένα (1) πυροβόλο των 76/62 χιλιοστών, δύο (2) δίδυμα αντιαεροπορικά πυροβόλα των 35 χιλιοστών και οκτώ (8) βλήματα κατά πλοίων RGM-84 Harpoon. Τα «Dogan» έχουν αναβαθμιστεί, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με το σύστημα LIROD Mk.2, το TACTICOS και με νέα συστήματα επικοινωνιών. Τα «Yildiz» έχουν εκτόπισμα 433 τόνους και επιτυγχάνουν ίδιες επιδόσεις με τα «Dogan» και «Ruzgar». Επίσης έχουν και τον ίδιο οπλισμό, αλλά, σε σχέση με τα «Ruzgar», ενσωματώνουν το καλύτερο σύστημα ελέγχου και διαχείρισης μάχης TACTICOS. Τέλος ο οπλισμός του «Kartal», το οποίο αναμένεται να παροπλιστεί στο εγγύς μέλλον, αποτελείται από δύο (2) αντιαεροπορικά πυροβόλα των 40 χιλιοστών της Bofors, τέσσερα (4) βλήματα κατά πλοίων Penguin και δύο (2) εκτοξευτές τορπιλών των 533 χιλιοστών.

Συμπερασματικά και σύμφωνα με τα παραπάνω, το ΠΝ διατηρεί την αριθμητική ισορροπία δυνάμεων, σε σχέση με το Τουρκικό Ναυτικό, με 16 σκάφη έναντι 19 (δεν προσμετράμε το «Kartal», το μέλλον του οποίου είναι ο παροπλισμός, όπως δεν προσμετράμε και τα Type-148 στο δυναμολόγιο του ΠΝ), δηλαδή υφίσταται οριακή αναλογία 1 : 1,19 υπέρ της Τουρκίας, ενώ διατηρούμε και την ποιοτική ισορροπία με 11 σύγχρονα ή αναβαθμισμένα σκάφη (τα «Ρουσσέν» και τα «Λάσκος») έναντι 13 του Τουρκικού Ναυτικού («Kilic» και «Dogan»), δηλαδή πάλι υφίσταται οριακή αναλογία 1 : 1,18 υπέρ της Τουρκίας. Ωστόσο, με τις Super Vita, το ΠΝ διατηρεί την απόλυτη υπεροχή στον τομέα της αυτοπροστασίας, με το RAM, ενώ η χρήση των MM-40 Block.3 Exocet επιτρέπει στα ελληνικά σκάφη να εμπλέκουν στόχους από μεγαλύτερες αποστάσεις, να προσβάλουν στόχους στο έδαφος και να αμύνονται καλύτερα από κάθε τουρκικό ΤΠΚ σε υπηρεσία.

Για την επιχειρησιακή αξία των ΤΠΚ και ιδιαίτερα των Super Vita μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά στα παρακάτω άρθρα:

Για την υφιστάμενη ισορροπία δυνάμεων, μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, καθώς και τις ανάγκες του ΠΝ σε υποβρύχια, φρεγάτες και κανονιοφόρους μπορείτε να διαβάσετε στα παρακάτω άρθρα: