Επανήλθε ώς ζήτημα μετά την ανακοίνωση της προμήθειας 18 μαχητικών τύπου Rafale. Έχει βάση η άποψη ότι η εν λόγω επένδυση θα έχει πολύ μεγάλο κόστος για την Ελλάδα σε περίπτωση που εγκλωβιστεί σε αυτά τα 18 μαχητικά μόνο. 

Σε πρώτη φάση επομένως, η πλέον ορθή επιλογή θα είναι η αύξηση του αριθμού των μαχητικών του τύπου αυτού στο μέλλον, όταν τα δημοσιονομικά θα μας το επιτρέψουν, με στόχο τη συγκρότηση δύο τουλάχιστον πολεμικών Μοιρών.

Το πρόβλημα της πολυτυπίας είναι χρόνιο και διαχρονικό για την Ελλάδα. Και έχει ταλαιπωρήσει και επηρεάσει το αξιόμαχο και των τριών Κλάδων των Ενόπλων μας Δυνάμεων κατ επανάληψη, από τις πρώτες ημέρες της λειτουργίας τους. Επομένως έχουμε να κάνουμε με ένα σύνθετο και πολυδιάστατο πρόβλημα που δεν έχουμε στα 200 σχεδόν χρόνια από την συγκρότηση του σύγχρονου ελληνικού Κράτους, κατορθώσει να επιλύσουμε. 

Σήμερα η ΠΑ πρέπει να διαμορφώσει μια οροφή της τάξης των 200 μαχητικών.

Το έχουμε κατά καιρούς περιορίσει, αλλά ποτέ δεν το έχουμε αντιμετωπίσει συνολικά. Ο πρώτος και σημαντικότερος λόγος για τον οποίο δεν γίνεται αυτό είναι ο οικονομικός-βιομηχανικός παράγοντας. Η Ελλάδα δεν είχε ποτέ το μέγεθος και την οικονομική δυνατότητα να αναπτύξει αυτόνομη αμυντική βιομηχανία. Για τον εξοπλισμό των ενόπλων της δυνάμεων χρειάζονταν να απευθυνθεί στο εξωτερικό. Με ότι αυτό συνεπάγεται. 

Ο εξοπλισμός των ελληνικών Ε.Δ., όπως και των ενόπλων δυνάμεων εκατοντάδων άλλων χωρών άλλωστε, αποτελεί πεδίο έντονου ανταγωνισμού (θεμιτού και αθέμιτου) μεγάλων δυνάμεων. Στρατιωτικών, οικονομικών και βιομηχανικών. Αυτό που οφείλει η Ελλάδα να κάνει, είναι να δημιουργήσει θεσμικό-νομοθετικό πλαίσιο που θα προστατεύει τον Έλληνα φορολογούμενο, αλλά και το αξιόμαχο των Ενόπλων της Δυνάμεων, από αυτόν τον ανταγωνισμό. 

Δεν είναι κάτι απλό ή εύκολο, δεδομένου ότι οι παράγοντες, που πρέπει κατά την επιλογή ενός οπλικού συστήματος να λαμβάνονται υπόψη, πολλές φορές τίθενται σε δεύτερη μοίρα, για πολλούς λόγους. Αυτό που μπορούμε και πρέπει εμείς από την πλευρά μας να κάνουμε, είναι να παραθέτουμε στοιχεία, αποδείξεις και αριθμούς, ώστε να μη ρίχνουμε νερό στο μύλο του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων και να εξυπηρετούμε τα πραγματικά συμφέροντα της Ελλάδας και το αξιόμαχο των Ενόπλων μας Δυνάμεων. 

Ας έρθουμε όμως στο προκείμενο. 

Η ελληνική “αγορά του αιώνα” της δεκαετίας του ‘80

Ονομάστηκε έτσι από την ευρωπαϊκή “αγορά του αιώνα” που αφορούσε στην προμήθεια του μαχητικού F-16A/B από τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες (Ολλανδία, Νορβηγία, Δανία, Βέλγιο) οι οποίες επωφελήθηκαν κυρίως από την εξασφάλιση σημαντικού κατασκευαστικού έργου, μέσω της επιλογής του αυτής. 

Τα Mirage απότελεσαν επιλογή ποιοτικής διαφοροποίησης.

Τα 350 περίπου μαχητικά (348 για την ακρίβεια) που αγοράστηκαν για την κάλυψη των αεροπορικών δυνάμεων των τεσσάρων αυτών χωρών, συναρμολογήθηκαν στην Ευρώπη, ενώ δημιουργήθηκαν και πλήρεις υποδομές υποστήριξής τους. Παράλληλα, δεκάδες εταιρείες προερχόμενες από τις τέσσερις αυτές χώρες, ανέλαβαν την κατασκευή τμημάτων του μαχητικού, προς τροφοδοσία της γραμμής παραγωγής στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. 

Όντας κάτω από την ομπρέλα του ΝΑΤΟ και μη έχοντας να αντιμετωπίσουν κάποια εθνική απειλή, παρά μόνο τη γενικότερη που πρέσβευε η ΕΣΣΔ τότε, εκμεταλλεύτηκαν τη συνδυασμένη προμήθεια, προκειμένου να αναπτύξουν περαιτέρω την αμυντική και αεροδιαστημική τους βιομηχανία. 

Στην Ελλάδα φυσικά υπήρχε η τουρκική απειλή, όπως και σήμερα. Στη δεκαετία του ‘80 δε, ήταν ακόμα νωπές οι μνήμες της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, μαζί με το ρόλο που διαδραμάτισε ο “συμμαχικός” (μέσω των μηχανισμών του ΝΑΤΟ) παράγοντας. Η Ελλάδα συνεπώς χρειαζόταν όχι μόνο το βιομηχανικό έργο από τη δική της “αγορά του αιώνα”, αλλά και την εγγύηση ότι θα είχε τα όπλα να πολεμήσει την Τουρκία όταν χρειαζόταν. 

Η εμπειρία της Κύπρου είχε αποδείξει ότι το ΝΑΤΟ δεν θα παρέμβαινε για να σταματήσει μία σύρραξη μεταξύ δύο χωρών-μελών του και όταν θα το έκανε, θα τηρούσε τη γνωστή πολιτική των “ίσων αποστάσεων”. Τουλάχιστον στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας. Και η κάθε χώρα θα κρατούσε ότι κέρδισε, ή θα έχανε οριστικά ότι έχασε! 

Η 21η Απριλίου ώς δικτατορικό καθεστώς υιοθέτησε και εφάρμοσε μεταπολεμικά για πρώτη φορά την εναλλακτική της δεύτερης πηγής προμήθειας αμυντικού υλικού και συστημάτων. Το ίδιο έκανε και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος και κατόπιν και ο Ανδρέας Παπανδρέου. 

Σε αντίθεση με ότι έχει γραφτεί σε άλλες σελίδες, το πρόβλημα της πολυτυπίας δεν προέκυψε από τις επιλογές των κυβερνήσεων Α. Παπανδρέου στη δεκαετία του ‘80. Καταρχήν, ακόμη και πριν από την ελληνική “αγορά του αιώνα”, η Πολεμική Αεροπορία διατηρούσε σε υπηρεσία οκτώ διαφορετικούς τύπους μαχητικών. F-4E/RF-4E, F-84F/RF-84F, F/TF/RF-104G, F-5A/B, A-7H, Mirage F 1CG. Προέκυψε από το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν είχε τη δυνατότητα αγοράς μεγάλου αριθμού μαχητικών. 

Στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 όταν αποφάσισε την προμήθεια άλλων 60 F-16C/D Block 52+ (με κινητήρα διαφορετικό από τα προγενέστερα Block 30 και Block 50!), είχε ήδη επενδύσει σημαντικά ποσά στα παρωχημένα F-4E και RF-4E, αποφεύγοντας την υλοποίηση μίας ολοκληρωμένης λύσης για την αύξηση του στόλου των Mirage 2000. Ένα μαχητικό το οποίο στη νέα του μορφή, το -5Mk.2, της εξασφάλιζε μέσω των όπλων του και των αισθητήρων του, σημαντική υπεροχή έναντι της ΤΗΚ.

Τόσο μεγάλου ώστε να δικαιολογεί το στήσιμο ξεχωριστής γραμμής τελικής συναρμολόγησης εγχώρια. Η “αγορά του αιώνα” δε στην Ελλάδα, μόνο σε αυτό δεν εξελίχθηκε. Γιατί ενώ αρχικά είχε ανακοινωθεί η πρόθεση προμήθειας 120 μαχητικών αεροπλάνων, τελικά αγοράστηκαν μόλις 80. Και μάλιστα δύο διαφορετικών τύπων. Η Πολεμική Αεροπορία είχε όντως δείξει την προτίμησή της στο F/A-18 Ηornet, επειδή ήταν δικινητήριο. 

Η Northrop που το προωθούσε τότε (σε ένα από τα πρωτότυπα YF-17 μάλιστα είχαν μπει και ελληνικά εθνόσημα!), σε συνεργασία με την McDonnell Douglas η οποία είχε αναλάβει την ανάπτυξη μίας ναυτικής έκδοσης του μαχητικού (το F/A-18A/B), προσέφερε την έκδοση επιχειρήσεων από αεροδρόμια ξηράς. Το F-18L (Landbased).

Αν η Ελλάδα επέλεγε τον τύπο αυτό, το κόστος θα εκτοξεύονταν στα ύψη για τους εξής λόγους: 

– Το F-16 ήταν φθηνότερο επειδή ήταν μονοκινητήριο. Και στην αγορά αλλά και στην υποστήριξή του.

– Δεν υστερούσε σε κανένα τομέα επιχειρησιακά. Απεναντίας, από πλευράς επιδόσεων και ευελιξίας ήταν καλύτερο του F-18L.

– Είχε επιλεγεί από την USAF και πολλές άλλες αεροπορικές δυνάμεις και στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘80 βρισκόταν ήδη σε παραγωγή, σε αντίθεση με το F-18L που δεν είχε επιλεγεί από καμία αεροπορική δύναμη.

Κατόπιν όλων αυτών, τη θέση του F-18L πήρε ώς δεύτερη αμερικανική εναλλακτική επιλογή το ναυτικό F/A-18A/B Hornet. Ένα ακριβότερο, μεγαλύτερο και βαρύτερο μαχητικό, σημαντικά διαφοροποιημένο. Σε καμία περίπτωση δεν ισχύει το ότι η μη επιλογή του F/A-18 και μάλιστα σε 120 μονάδες, ήταν ο παράγοντας που απέτρεψε τη δημιουργία τελικής γραμμής συναρμολόγησης στη χώρα μας. Την εξασφάλιση μεγαλύτερου βιομηχανικού έργου δηλαδή και μεσομακροπρόθεσμα μία επιλογή που θα περιόριζε ή θα αντιμετώπιζε αποτελεσματικά το πρόβλημα της πολυτυπίας. 

Από την άλλη υιοθέτησε τη λανθασμένη λύση, των τμηματικών- διαδοχικών παραγγελιών F-16, εγκαταλείποντας το Mirage 2000. Δεν αντιπαρατέθηκε δηλαδή διαφοροποιώντας τα μαχητικά και τα όπλα τους. Αντιπαρατέθηκε στην τουρκική αριθμητική υπεροπλία κυνηγώντας τους… αριθμούς!

Οι παράγοντες που απέτρεψαν την εξέλιξη αυτή ήταν οι εξής: 

– Η τότε κυβέρνηση Α. Παπανδρέου υπέγραψε εμπορικές (όχι διακρατικές FMS με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, μέσω των ενόπλων τους δυνάμεων) συμφωνίες με τις General Dynamics και General Electric. Αποτέλεσμα ήταν το κόστος της προμήθειας των 40 F-16C/D Block 30 (34 μονοθέσια και έξι διθέσια) να εκτοξευτεί και να διαμορφωθεί σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα από το αντίστοιχο των ισάριθμων Mirage 2000EGM/BGM (επίσης 34 μονοθέσια και έξι διθέσια).

Επειδή οι ΗΠΑ εμπλέκουν τις ένοπλες δυνάμεις τους στα προγράμματα FMS, προκειμένου να τις χρηματοδοτούν με μέρος των κονδυλίων που καταβάλλουν οι αγοραστές των συστημάτων τους, επιβάλλουν υπέρογκες χρεώσεις στα προγράμματα που υλοποιούνται μέσω εμπορικών συμφωνιών για να τους αποτρέψουν – εμποδίσουν (τους υποψήφιους αγοραστές) να τα επιλέξουν. 

– Ο δεύτερος παράγοντας που απέτρεψε το στήσιμο γραμμής τελικής συναρμολόγησης στην Ελλάδα, ήταν σχετικός με τον πρώτο (υπερβολικά υψηλό κόστος), ο οποίος οδήγησε στο να μην αγοραστούν 80 τουλάχιστον F-16, με παράλληλη δέσμευση για άλλα 80 μελλοντικά! Ασύλληπτα νούμερα για τα ελληνικά δεδομένα δηλαδή.

Αυτό έκαναν οι Τούρκοι. Ανακοίνωσαν 160 F-16 και το 1983 προχώρησαν στην προμήθειά τους (132 μονοθέσια και 24 διθέσια) με μία υπογραφή! 156 μονάδες δηλαδή στο πλαίσιο του προγράμματος Peace Onyx I. Ακολούθησε το Peace Onyx II λιγότερο από εννέα χρόνια αργότερα (1992) για άλλα 80 F-16C/D Block 50 (68 μονοθέσια και 12 διθέσια)

– Η Ελλάδα από τη μία πλευρά δεν είχε τη δυνατότητα να πάει σε τέτοια νούμερα. Ή έστω σε κάποια νούμερα κοντά σε αυτά. Από την άλλη υιοθέτησε τη λανθασμένη λύση, των τμηματικών- διαδοχικών παραγγελιών F-16, εγκαταλείποντας το Mirage 2000. Δεν αντιπαρατέθηκε δηλαδή διαφοροποιώντας τα μαχητικά και τα όπλα τους. Αντιπαρατέθηκε στην τουρκική αριθμητική υπεροπλία κυνηγώντας τους… αριθμούς!

Στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 όταν αποφάσισε την προμήθεια άλλων 60 F-16C/D Block 52+ (με κινητήρα διαφορετικό από τα προγενέστερα Block 30 και Block 50!), είχε ήδη επενδύσει σημαντικά ποσά στα παρωχημένα F-4E και RF-4E, αποφεύγοντας την υλοποίηση μίας ολοκληρωμένης λύσης για την αύξηση του στόλου των Mirage 2000. Ένα μαχητικό το οποίο στη νέα του μορφή, το -5Mk.2, της εξασφάλιζε μέσω των όπλων του και των αισθητήρων του, σημαντική υπεροχή έναντι της ΤΗΚ. 

Αν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, είχαν αγοραστεί 40 τουλάχιστον Mirage 2000-5Mk.2 και εκσυγχρονίζονταν στο ίδιο επίπεδο όλα τα -EGM, η Πολεμική Αεροπορία θα είχε σήμερα τελείως διαφορετική μορφή και σαφώς λιγότερα προβλήματα να αντιμετωπίσει. Εν κατακλείδι θα είχε στη διάθεσή της τρεις πολεμικές Μοίρες με δυνατότητες στρατηγικής κρούσης, προσβολής στόχων επιφανείας και υπεροχής στην εναέρια μάχη (https://defencereview.gr/giati-prepei-oposdipote-na-enischysoy/), αντισταθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό την αριθμητική υπεροπλία της ΤΗΚ. 

Αντί αυτού δαπάνησε σημαντικούς πόρους, περί το μισό δισεκατομμύριο δολάρια, στο στόλο των καυσιμοβόρων γηραιών Phantom, επιδεινώνοντας μία ήδη “φορτωμένη” κατάσταση. Στο θέμα θα επανέλθουμε με στοιχεία για να αποδείξουμε ότι τα λάθη πληρώνονται ακριβά. Και στο οικονομικό, αλλά και στο επιχειρησιακό επίπεδο. 

Οι μεγάλες ανάγκες υποστήριξης των διαφορετικών τύπων μαχητικών της Πολεμικής Αεροπορίας, απλά δεν μπορούσαν να καλυφθούν όταν η Ελλάδα μπήκε στην εποχή των μνημονίων. Κατά την οποία μαζί με πολλά άλλα γκρεμίστηκε και η ουτοπία της οροφής των 300 μαχητικών.