Το έπος της Βορείου Ηπείρου και της Αλβανίας το 1940 είναι, ίσως, η ενδοξότερη σελίδα της ελληνικής ιστορίας. Χιλιάδες ώρες μελέτης και συγγραφής από εκατοντάδες ανθρώπους, τόνοι χαρτιού και μελανιού έχουν δαπανηθεί στη συγγραφή, τις αναμνήσεις, την ανάλυση και την εξιστόρηση του πολέμου. Όποια προσέγγιση και να ακολουθήσει κανείς, θαυμάζει τη γενναιότητα των ανδρών που κλήθηκαν να υπερασπίσουν τους ιερούς βωμούς και τις εστίες τους ενάντια στον ξένο εχθρό, στον εισβολέα και στον καταπατητή.

Ο Ελληνικός Στρατός επιτέλεσε, ουσιαστικά, έναν άθλο. Όμως, πέρα από την εξιστόρηση των επιχειρήσεων και την ιστορική αφήγηση της έκβασης του πολέμου, δεν έχει δοθεί μεγάλη έκταση στο πώς ο Ελληνικός Στρατός από μία δύναμη που μόλις 18 έτη πριν είχε διαλυθεί στα πεδία των μαχών της Μικράς Ασίας, είχε εγκαταλείψει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες του και το σύνολο του υλικού του στα χέρια του Τουρκικού Στρατού και κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου συμμετείχε σε δεκάδες στρατιωτικά κινήματα, διχάστηκε, εξευτελίστηκε και αφέθηκε στη μοίρα του, έφτασε στο σημείο να δύναται να αντιπαρατεθεί με έναν από τους μεγαλύτερους ευρωπαϊκούς στρατούς… και να τον νικήσει.

του Αναστάσιου-Σπυρίδωνος Μαλεσιάδα

Το πολεμικό υλικό από το πέρας της Μικρασιατικής Εκστρατείας ως το 1934.

Το Πεζικό και το Πυροβολικό

Η ήττα του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία υπήρξε καθολική και συντριπτική για τα ελληνικά όπλα. Η άμεση ανάγκη, όμως, ενός παράγοντα που θα αποτελούσε το «χαρτί» για το διπλωματικό τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τη γείτονα χώρα, ήταν η ύπαρξη μίας ισχυρής δύναμης που θα απέκλειε την εκτροπή των προθέσεων της Τουρκίας σε έναν επιθετικό, αυτή τη φορά, πόλεμο. Αυτό το «διπλωματικό χαρτί» υπήρξε η «Στρατιά του Έβρου» υπό τον Στρατηγό Πάγκαλο. Ο εξοπλισμός της προήλθε από το αποθηκευμένο πεπαλαιωμένο υλικό προ των Βαλκανικών Πολέμων, τον οπλισμό της Χωροφυλακής και λαφύρων από τους Βαλκανικούς Πολέμους και ορισμένα οπλοπολυβόλα και των πυρομαχικών τους «Υποδείγματος 1915».

To έπος της Ηπείρου ήταν απόρροια σοβαρής προετοιμασίας και οργάνωσης.   

Ο οπλισμός της «Στρατιάς» χαρακτηρίζεται από την εν γένει ανομοιομορφία του, την αναξιοπιστία του σε συνθήκες μάχης, την παλαιότητα και τις φθορές που δημιουργήθηκαν, ακόμα και από τις δοκιμαστικές βολές άμα τη επαναφορά τους, τόσο στο Πεζικό, όσο και στο Πυροβολικό. Όμως, η «Στρατιά» επιτέλεσε τον σκοπό της, καθότι αποτέλεσε τον μόνο αξιόμαχο σχηματισμό του στρατού και δεν επέτρεψε στους Τούρκους να συνεχίσουν την κατακτητική τους πορεία.Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια απόκτησης και ανακαίνισης του υπάρχοντος οπλισμού έγινε το 1926, υπό τη διακυβέρνηση της δικτατορίας του Παγκάλου, του πρώην διοικητή της «Στρατιάς του Έβρου». Ένα δισεκατομμύριο δραχμές διατέθηκαν προς την αγορά οπλισμού για το Πεζικό και το Πυροβολικό. Με αυτά τα κονδύλια παραγγέλθηκαν1:

– 1752 πολυβόλα Χότσκις των 7.92χιλ.
– 6.000 βαρέα οπλοπολυβόλα Χότσκις των 6.5χιλ.
– 32 βαρέα πολυβόλα Χότσκις των 13.2χιλ. προορισμένα για αντιαεροπορική χρήση
– 100.000 τυφέκια Μάνλιχερ των 6.5χιλ.
– 25.000 αραβίδες Μάνλιχερ των 6.5χιλ.
– 192 Ορειβατικά Πυροβόλα των 75χιλ.
– 120 Ορειβατικά Πυροβόλα των 105χιλ.


1
 Η προς πόλεμον Προπαρασκευή του Ελληνικού Στρατού 1923-1940, ΓΕΣ/ΔΙΣ

Έγινε μεγάλη προσπάθεια από τον Στρατό και τις εκάστοτε ηγεσίες του Υπουργείου Στρατιωτικών, ιδίως για το Πυροβολικό, για την ανακαίνιση του υλικού. Αυτό γίνεται κατανοητό εξαιτίας του πολυδάπανου, εν συγκρίσει με το Πεζικό, της αγοράς σύγχρονων πυροβόλων, ανταλλακτικών και πυρομαχικών. Υπήρχαν τρομακτικές ελλείψεις σε σάγματα και σε βλητοφόρα, όπως και σε κιβώτια πυρομαχικών. Το Όπλο του Πυροβολικού ήταν από τα όπλα που είχαν τις μεγαλύτερες ανάγκες όχι μόνο εξαιτίας της χρησιμότητάς τους στη μάχη, αλλά και των τρομακτικών απωλειών υλικού σε ποσοστά έως και 90% κατά τον περασμένο πόλεμο.

Παραγγελίες σε Αντιαεροπορικό Πυροβολικό, ρυμουλκά και ανταλλακτικά αυτού, όπως και στο Ορειβατικό και Πεδινό Πυροβολικό έγιναν περιορισμένες. Μάλιστα, έγιναν και μεγάλες προσπάθειες ανασκευής των ήδη υπαρχόντων βλημάτων, αλλά και αυτές είχαν τη μοίρα των ανταλλακτικών, εκείνη την περίοδο.

Οι Έλληνες αξιωματικοί και τα ελληνικά επιτελεία ήταν εξαιρετικά έμπειρα και οργανωμένα. Με κύριο χαρακτηριστικό τους, την μεγάλη πολεμική εμπειρία των προηγούμενων ετών.

Η δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει το Πυροβολικό μπορεί να αποτυπωθεί, επίσης, από το γεγονός πως ακόμα και για την εκπαίδευση των στελεχών και οπλιτών του Όπλου, τα πυρομαχικά προέρχονταν από τη διαθεσιμότητα των πολεμικών αποθεμάτων και δεν αναπληρώνονταν λόγω αδυναμίας πιστώσεων στον προϋπολογισμό για την αγορά νέων πυρομαχικών. Αυτό ίσχυσε μέχρι το 1935 οπότε και ξεκίνησε η ανασκευή των παλαιών πυρομαχικών.

Στο Πεζικό το υλικό δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Πεπαλαιωμένα τυφέκια με πανσπερμία πυρομαχικών και ανταλλακτικών, ανυπαρξία πολυβόλων και ελάχιστα οπλοπολυβόλα. Τον Σεπτέμβριο του 1935, με τις μεγάλες αγορές πολεμικού υλικού ο ατομικός οπλισμός του Πεζικού συμπλήρωσε πολλά από τα κενά του, αλλά, ακόμη, το μεγαλύτερο μέλος του οπλισμού ήταν παλαιό που έχρηζε άμεσων επισκευών. Τα μισά από τα πολυβόλα του Πεζικού χρειάζονταν αλλαγές κάννης και όλα τα τυφέκια τύπου Μάουζερ έχρηζαν ανακατασκευής.

Υπόλοιπο Στράτευμα

Μπορεί το Πεζικό και το Πυροβολικό να αποτελούσαν τα κύρια Όπλα Mάχης του Στρατού μας, αλλά όλες οι υπόλοιπες υπηρεσίες ως και το 1935 δεν είχαν καμία συμμετοχή σε νέους ανεφοδιασμούς και η κατάσταση ήταν δραματική. Στο Υλικό Χημικού Πολέμου  δεν υπήρχαν παρά μόνο 4000 προσωπίδες εκπαιδεύσεως. Στα Υλικά Αρμοδιοτήτος Πυροβολικού οι ελλείψεις σύμφωνα με το Σχέδιο Επιστρατεύσεως 1935 ανέρχονταν στο 87% στις ιπποσκευές και στα υποσάγματα και στα σάγματα ειδικού φόρτου στο 72%.

Το Μηχανικό δεν αποτέλεσε εξαίρεση στον γενικό κανόνα. Τα υλικά διαβιβάσεων (που τότε υπάγονταν στο Μηχανικό) ανταποκρίνονταν με μειωμένη σύνθεση στα υπάρχοντα Σώματα Στρατού. Καλώδια και συρματοπλέγματα δεν υπήρχαν. Τα τηλέφωνα εκστρατείας ήταν μερικές δεκάδες και αυτά σε άθλια κατάσταση. Ατομικές πτυοσκαπάνες υπήρχαν μόλις 10.000 έναντι των προβλεπόμενων 150.000. Όλα τα Όπλα και τα Σώματα στερούνταν κάθε υλικό αρμοδιότητος μηχανικού, υλικά οχυρώσεως, τοπογραφικά υλικά και από άποψη γεφυρωτικού υλικού υπήρχε μόλις μία παλιά γεφυροσκευή (!) προερχόμενη από Τουρκικά και Βουλγαρικά λάφυρα, η οποία δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί σε συνθήκες εκστρατείας, διότι έχρηζε επισκευής.

Η Επιμελητεία ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Οι αποθήκες επιστρατεύσεως ήταν ουσιαστικά κενές. Ιματισμός δεν υπήρχε, κράνη ελάχιστα και ιματισμός γενικής χρήσης ( κουβέρτες, μαξιλάρια, λινοθήκες, εσώρουχα, φανέλες, γάντια, κάλτσες ) ελάχιστος.

Το Υγειονομικό Σώμα επαρκούσε μοναχά για τις ανάγκες της συγκρότησης μέρους των υγειονομικών σχηματισμών των Μεραρχιών και συνολικά ενός Σώματος Στρατού. Τα υπόλοιπα Σώματα Στρατού και η Στρατιά δεν διέθεταν υγειονομικούς σχηματισμούς και τα προβλεπόμενα υλικά. Ατομικοί επίδεσμοι δεν υπήρχαν κατά τα 4/5 του προβλεπόμενου υλικού, φαρμακευτικό υλικό καθόλου. Από τα αναγκαία 350 υγειονομικά αυτοκίνητα υπήρχαν μόλις 50 και αυτά αδύνατον να χρησιμοποιηθούν σε συνθήκες εκστρατείας λόγω της παλαιότητάς τους και της έλλειψης των ανταλλακτικών.

Η 28η Οκτωβρίου δεν βρήκε τη χώρα απροετοίμαστη. Η διακυβέρνηση Ιωάννη Μεταξά είχε προετοιμάσει τη χώρα.

Τo Υλικόν Αρμοδιοτήτος της Υπηρεσίας Αυτοκινήτων είχε μόλις 240 ελαφρά φορτηγά αυτοκίνητα, 130 βαρέα και 50 υγειονομικά, όλα όμως χωρίς ανταλλακτικά. Μόλις 5 μειωμένης σύνθεσης κινητά συνεργεία ήταν διαθέσιμα, αλλά ανεπαρκή για τη συντήρηση όλων των ανωτέρω αυτοκινήτων και πολύ περισσότερο ανεπαρκή σε ενδεχόμενη κινητοποίηση αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως και επιταγμένων οχημάτων σε περίπτωση επιστράτευσης.

Οι δυνάμεις του Ιππικού και των κτηνών, οι λεγόμενες Ιππωνίες, έναντι της προβλεπόμενης δύναμης σε καιρό ειρήνης των 10.000 κτηνών, διέθεταν λιγότερες από 4.000 και εκείνα γερασμένα και σε κατάσταση που δεν θα επέτρεπε τη διάθεσή τους για εκστρατεία. Αναπόφευκτα η εκπαίδευση των κληρωτών των έφιππων τμημάτων ήταν δυσχερής και με βεβαιότητα ανεπαρκής.

Εν κατακλείδι, όσον αφορά τα αποθέματα τροφών, νομής, καυσίμων, για περιόδους εκστρατείας, αποκλεισμών και πολιορκίας, δεν υπήρχε ουδεμία πρόβλεψη αποθήκευσης και κανένα απόθεμα, ούτε ασφαλείας, ούτε εφεδρικό.

Μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 1935, είχαν διατεθεί συνολικά 3.190.000.000 δραχμές για την προμήθεια πολεμικού υλικού. Ποσό σπουδαίο, μεν, αν αναλογιστεί κανείς τις πολιτικές και οικονομικές θύελλες της χώρας τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, τη δωδεκαετία μετά τη μεγάλη ήττα και τις ανάγκες που προέκυψαν για την αποκατάσταση των προσφύγων αλλά και τις δυσμενείς οικονομικές συγκυρίες. Το ποσό ήταν μεν μεγάλο, αλλά ανεπαρκές για τη διαμόρφωση αποτελεσματικών ενόπλων δυνάμεων εν τω συνόλω τους. Δόθηκε βάρος στο Πυροβολικό και στο Πεζικό, στην αναδιάρθρωσή τους και τον εξοπλισμό τους. Μετά το 1935 υπήρξαν οι πρώτες ενδείξεις της κατανομής των χρημάτων στις ουσιαστικότερες ελλείψεις του στρατεύματος και των πραγματικών αναγκών εκείνου.

Μέρος Β’ – Η Υλική Προπαρασκευή κατά τη Μεταξική δικτατορία

Προ του 1935, ο Ελληνικός Στρατός θα μπορούσε να παρομοιαστεί μόνο με ενισχυμένες πολιτοφυλακές, εν συγκρίσει με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Στα πρόθυρα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κάθε χώρα ξεκινούσε τον επανεξοπλισμό της με τους ρυθμούς που της  επέτρεπαν τα δημοσιονομικά της. Η Γερμανία είχε ήδη μπει σε ένα σύντονο πρόγραμμα επανεξοπλισμού αδιαφορώντας για τους περιορισμούς των Βερσαλλιών. Στα επόμενα χρόνια θα γινόταν ακόμα εντονότερη η προσπάθειά της. Στη Μεγάλη Βρετανία ορισμένες φωνές, γραφικών εκείνη την περίοδο, διέβλεπαν έναν νέο πόλεμο και ζητούσαν από τις κυβερνήσεις την παραχώρηση κονδυλίων ικανών ώστε να ανταγωνιστούν την αναδυόμενη δύναμη της ηπειρωτικής Ευρώπης.

Στη Γαλλία, αν και σε επίπεδο βιομηχανίας, τεχνογνωσίας και πρώτων υλών η χώρα δεν υστερούσε σε τίποτα από τις δύο προηγούμενες η ασταθής πολιτική κατάσταση και η κοινωνική στροφή των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων οδήγησαν σε μία απαξία το στρατιωτικό σκέλος της χώρας με μόνη εξαίρεση τη δημιουργία της ισχυρής οχυρής αμυντικής τοποθεσίας στα σύνορα με τη Γερμανία, τη γνωστή «Γραμμή Μαζινό».

Στη χώρα μας, από τον Αύγουστο του 1936, τα ηνία της πολιτικής, κοινωνικής και στρατιωτικής της πορείας είχε αναλάβει ο πρώην επιτελικός αξιωματικός Ιωάννης Μεταξάς ο οποίος διέθεσε όχι απλώς σεβαστά κονδύλια για τον επανεξοπλισμό του Στρατού μας, αλλά μερίμνησε για κάθε έκφανση των Όπλων και Σωμάτων καθώς διέβλεπε την επερχόμενη σύγκρουση και επιθυμούσε να προετοιμάσει τον Στρατό όσο δυνατόν καλύτερα.

Ο επανεξοπλισμός του Στρατού

Στο δόγμα επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού το Πυροβολικό και το Πεζικό διαδραμάτιζαν τον κύριο ρόλο, καθότι το γεωγραφικό ανάγλυφο και ότι οικονομικές δυνατότητες της χώρας δεν επέτρεπαν την απόκτηση ισχυρών μηχανοκίνητων μονάδων και σχηματισμών° κατ’ επέκτασιν και τη δημιουργία νέου δόγματος. Ο πόλεμος που ήρθε στην Ελλάδα ήταν πόλεμος των αρχών του αιώνα με πιο σύγχρονα μέσα. Αυτό το γνώριζε ο Ιωάννης Μεταξάς και γι’ αυτό το βάρος των κονδυλίων στράφηκε προς την ενίσχυση του Πυροβολικού και του Πεζικού.

Στα Υλικά Αρμοδιότητος Πυροβολικού κατά τη Μεταξική δικτατορία παραγγέλθηκαν και αποκτήθηκαν:

  • 24 αντιαεροπορικά πυροβόλα των 88 χιλ. με τα πλήρη παρελκόμενά τους, 18 προβολείς με τα ειδικά οχήματά τους και 6 ακουστικά μηχανήματα με τα ειδικά οχήματά τους.
  • 54 αντιαεροπορικά πυροβόλα των 37 χιλ. με πλήρη παρελκόμενα.
  • 56 αντιαεροπορικά πυροβόλα των 20χιλ. επί βαρέος κιλλίβαντος ρυμουλκούμενα και 52 ίδιου τύπου επί ελαφρού κιλλίβαντος με πλήρη ανταλλακτικά και παρελκόμενα.
  • 600 πλήρη βλήματα αντιαεροπορικού των 88χιλ. Από την επόμενη παραγγελία των 10.560 βλημάτων ιδίου τύπου παρελήφθη η μισή ως και τον Οκτώβριο του 1940.
  • 600 πλήρη βλήματα αντιαεροπορικού των 80χιλ. 1000 ίδια άνευ πυροσωλήνων εκ των οποίων τα μισά παρελήφθησαν.
  • 000 πλήρη βλήματα αντιαεροπορικού των 37χιλ. από 154.000 παραγγελθέντων αρχικώς.
  • 500 διατρητικά βλήματα των 37χιλ. έναντι παραγγελθέντων 5000 καθώς και 5000 βλήματα ασκήσεων του ιδίου τύπου.

H έλευση αυτών των πυρομαχικών, αναζωογόνησαν τα αποθέματα του Στρατού και έδωσαν νέα ώθηση στην εκπαίδευση των στελεχών και των στρατεύσιμων. Η ποιότητα της εκπαίδευσης στη Σχολή Εφαρμογής Πυροβολικού αυξήθηκε κατά πολύ, διότι υπήρχε πληθώρα πυρομαχικών και ανταλλακτικών για τους εκπαιδευόμενους, χωρίς τον φόβο των ελλείψεων των προηγούμενων ετών.

To Eλληνικό Πυροβολικό διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στις επιχειρήσεις της Πίνδου.

Η έλευση αντιαρματικού οπλισμού και αρμάτων μάχης αποτέλεσαν προτεραιότητα στο εξοπλιστικό πρόγραμμα του Στρατού μας. Όμως, στην περίπτωση των αρμάτων μάχης οι παραγγελίες δεν ικανοποιήθηκαν, καθώς τα παραγγελθέντα 14 άρματα των 6-7 τόνων δεν παρελήφθησαν πριν τον πόλεμο. Όμως, στην περίπτωση των αντιαρματικών παρελήφθησαν 24 αντιαρματικά πυροβόλα των 37χιλ κατανεμημένα και οργανωμένα σε 6 πυροβολαρχίες μαζί με 24 έστορες για την χρησιμοποίηση των πυροβόλων σε οχυρές θέσεις.

Μαζί με αυτά παρελήφθησαν 23.000 πλήρη βλήματα διατρητικά-τροχιοδεικτικά, 12.000 βλήματα διατρητικά-μη τροχιοδεικτικά, 7.000 εκρηκτικά καθώς και 1.200 βλήματα ασκήσεων. Στα αντιαρματικά τυφέκια η παραγγελία των 1786 τυφεκίων των 14χιλ. δεν ικανοποιήθηκε και μόλις 22 από αυτά έφτασαν στα χέρια των ανδρών μας. Την ίδια στιγμή η Εφορία Υλικού Πολέμου κατάφερε να διασκευάσει 10.000 παλαιά βλήματα πεδινού πυροβολικού σε αντιαρματικά για τα πυροβόλα των 75χιλ και 40.000 βλήματα για οργάνωση αντιαρματικών ναρκοπεδίων. Το συνολικό κόστος της δαπάνης για το υλικό που αγοράστηκε ανήλθε στο 1.454.276.129 δραχμές.

Στα Υλικά Αρμοδιότητος Πεζικού παρελήφθησαν 50.000 βραχύκαννα τυφέκια τύπου Μάουζερ των 7.92χιλ με τα ανάλογα ανταλλακτικά τους όπως και 400 οπλοπολυβόλα τύπου Χότσκις των 7.92 του Γαλλικού Στρατού, βαρύτερα από τα αντίστοιχα του Ελληνικού Στρατού. Μαζί με αυτά και 200 οπλοπολυβόλα Χότσκις των 7.92 με τρίποδες πολυβόλων Σεντ Ετιέν 800 τον αριθμό και 121 τηλέμετρα. Πληθώρα ανταλλακτικών και παρελκομένων αγοράστηκαν για όλα τα πολυβόλα του Πεζικού. Μαζί με αυτά παρελήφθησαν και πιστόλια φωτοβολίδων και παράλληλα ανακατασκευάστηκαν σχεδόν όλα τα παλαιά και προβληματικά όπλα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως εκπαιδευτικά και εφεδρικά.

Στο δόγμα επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού το Πυροβολικό και το Πεζικό διαδραμάτιζαν τον κύριο ρόλο, καθότι το γεωγραφικό ανάγλυφο και ότι οικονομικές δυνατότητες της χώρας δεν επέτρεπαν την απόκτηση ισχυρών μηχανοκίνητων μονάδων και σχηματισμών° κατ’ επέκτασιν και τη δημιουργία νέου δόγματος.

Όσον αφορά την Επιμελητεία, τη νομή και τα εφόδια, τα υλικά αυτοκινήτων, τα υλικά χημικού πολέμου, τα μηχανήματα και τα εργαλεία, το υλικό μετεωρολογικής υπηρεσίας, τον στρατωνισμό και τον ιματισμό ο επανεξοπλισμός υπήρξε ολοκληρωτικός. Οι άδειες αποθήκες, της προηγούμενης δεκαετίας, κυριολεκτικά γέμισαν. Αντιασφυξιογόνες μάσκες από τη Γερμανία και τη Γαλλία διανεμήθηκαν στις μονάδες. Νέες προμήθειες αυτοκινήτων και υλικών αυτοκινήτων, όπως και μεταφορικών μέσων για τα πυροβόλα.

Αγορές σε φυσίγγια τυφεκίων, πολυβόλων και οπλοπολυβόλων συμπλήρωσαν τα μεγάλα κενά στους Πίνακες Οργάνωσης και Υλικού της προηγούμενης δεκαετίας. Αγοράστηκαν όλμοι των 81χιλ με σάγματα μεταφοράς πυρομαχικών και θωράκια ολμοβολείων. Παρελήφθησαν 145.760 βλήματα έναντι 245.760 παραγγελθέντων με 1.500 βλήματα ασκήσεων έναντι 4.500 παραγγελθέντων. Συνολικά δαπανήθηκαν σχεδόν 1 δισεκατομμύριο δραχμές για αγορά πυρομαχικών πεζικού.

Για υλικά επιστρατεύσεως δαπανήθηκαν 1.545.000.000 δραχμές και για υλικά γενικής εφεδρείας 1.126.000.000 και για κατασκευές αποθηκών, δρόμων, και λοιπών υλικών του στρατεύματος άλλα 1.897.000.000 δραχμές. Συνολικά, εδόθησαν περισσότερα από 9.750.000.000 σε δύο έτη.

Παράλληλα με το πρόγραμμα  επανεξοπλισμού του στρατεύματος διεξαγόταν και το πρόγραμμα επανεκπαίδευσης καθώς και η μεγαλύτερη οχυρωματική κατασκευή της ελληνικής στρατιωτικής ιστορίας, η περίφημη «Γραμμή Μεταξά». Αυτό οδηγεί τους δημοσιονομικούς δείκτες ακόμα υψηλότερους όσον αφορά τα κονδύλια που εδόθησαν ουσιαστικά για την προπαρασκευή της άμυνας της χώρας.

 Ο Ιωάννης Μεταξάς, αναντίρρητα, αποτέλεσε μία στρατηγική ιδιοφυία και υπήρξε τεράστια η προσφορά του στον αμυντικό σχεδιασμό και στη μετέπειτα εποποιία των στρατευμάτων στην Ήπειρο, τη Βόρειο Ήπειρο και την Αλβανία. Θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά περισσότερα από στοιχεία και αριθμούς μα η ουσία είναι μία. Το έπος του 1940 πέρα από την ηθική του διάσταση αποτελείται και από την αριθμητική του υπόσταση. Η προετοιμασία του στρατεύματος όλα αυτά τα έτη υπήρξαν η γενεσιουργός αιτία της μεγάλης νίκης μας. Και όπως είναι γνωστό στους στρατιωτικούς φιλοσοφικούς στοχασμούς, το λατινικό ρητό «amat victoria curam», η νίκη αγαπά την προετοιμασία.


Βιβλιογραφία:
– Η προς πόλεμον Προπαρασκευή του Ελληνικού Στρατού 1923-1940, ΓΕΣ/ΔΙΣ
– Το Ελληνικό Πυροβολικό, Ανδρέας Καστάνης, Περισκόπιο
– Εφοδιασμοί του Στρατού εις υλικά Οπλισμού και Πυρομαχικών Πεζικού και Πυροβολικού 1940-1941, ΓΕΣ/ΔΙΣ
– Αλέξανδρου Παπάγου, Ο Ελληνικός Στρατός και η προς πόλεμον προπαρασκευή του