Η κυπριακή τραγωδία αποκαλύπτεται και αναβιώνει μέσα από τα ντοκουμέντα του πορίσματος για τον «Φάκελο της Κύπρου», όπως αυτό αποτυπώθηκε μέσα από στοιχεία και μαρτυρίες των πρωταγωνιστών της εποχής, κατά τη διάρκεια των εργασιών της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τον «Φάκελο της Κύπρου» την περίοδο 2006-2011.

Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974 ήταν η κορυφή του παγόβουνου μιας μακροχρόνια σχεδιαζόμενης προδοσίας εις βάρος της Κύπρου. Μίας προδοσίας η οποία εξυπηρέτησε την τουρκική πολιτική στο νησί, διαμέσου της εγκληματικά και ενίοτε συνειδητά αφελούς στάσης της στρατιωτικής Χούντας των Αθηνών και της ΕΟΚΑ Β.

Με αφορμή τις θλιβερές επετείους του διπλού εγκλήματος του 1974, του πραξικοπήματος και της εισβολής, η ΕΔΕΚ διοργάνωσε μία σειρά από εκδηλώσεις σε όλες τις επαρχίες της Κύπρου, για παρουσίαση των στοιχείων που δημοσιεύονται στο πόρισμα για τον «Φάκελο της Κύπρου».

Κύριος ομιλητής των εκδηλώσεων ο Μαρίνος Σιζόπουλος, πρόεδρος του ΚΣ ΕΔΕΚ και της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το έργο του «Φακέλου της Κύπρου» την περίοδο 2006-2011.

Κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων, ο κ. Σιζόπουλος ανέλυσε την τουρκική πολιτική όπως αυτή διαμορφώθηκε από τη δεκαετία του 1950 στη βάση των εκθέσεων του Νιχάτ Ερίμ που κυκλοφόρησαν στα τέλη του 1956, καθώς και σχετικών εγγράφων-ντοκουμέντων που βρίσκονται στην κατοχή του ομιλητή.

Σύμφωνα με τις εκθέσεις το Γραφείο Ειδικού Πολέμου του Τουρκικού Στρατού ετοίμασε το σχέδιο για «επανάκτηση της Κύπρου», ώστε η Τουρκία να αποτρέψει τον θαλάσσιο αποκλεισμό από την Ελλάδα, να αποκτήσει θαλάσσια διέξοδο και να μετατραπεί σε μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη με παγκόσμια εμβέλεια.

Η ενεργοποίηση των τουρκικών σχεδιασμών κορυφώθηκε με την ένοπλη ανταρσία του Δεκεμβρίου του 1963, την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την Κυβέρνηση και τη δημιουργία αμιγώς τουρκοκυπριακών θυλάκων με τη βίαιη μετακίνηση σε αυτούς των Τουρκοκυπρίων.

Η αποτυχία της τουρκικής επιχείρησης για κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και μάλιστα σε σχέση με την επιτυχία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου να διατηρήσει την Κυπριακή Δημοκρατία και μάλιστα με το ψήφισμα 186 του Σ.Α. του ΟΗΕ του Μαρτίου του 1964 αυτή να συνεχίσει να εκπροσωπείται από τους Ελληνοκύπριους οδήγησε τις ΗΠΑ να αναλάβουν ενεργό ρόλο στη διευθέτηση του Κυπριακού, ο οποίος εκδηλώθηκε με τη Διάσκεψη της Γενεύης τον Αύγουστο του 1964 και την υποβολή του διχοτομικού σχεδίου Άτσενσον.

Στόχος, η ενδοΝΑΤΟική διευθέτηση του Κυπριακού με μυστικές συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υπό την εποπτεία των ΗΠΑ. Η απόρριψη του σχεδίου Άτσενσον, οδήγησε τις ΗΠΑ και τους ΝΑΤΟικούς κύκλους σε νέους σχεδιασμούς που προέβλεπαν την πραξικοπηματική ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην Τουρκία για νόμιμη εισβολή στην Κύπρο και επιβολή της λύσης της «διπλής ένωσης».

Οι διάφοροι εκτός Κύπρου πολιτικοί και στρατιωτικοί κύκλοι (Ουάσινγκτον, Άγκυρα και Αθήνα) μετά το 1964 είχαν διαπιστώσει ότι το μεγάλο εμπόδιο για την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την επιβολή λύσης διπλής ένωσης ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Θεωρούσαν, ως εκ τούτου, την απομάκρυνσή του από την προεδρία της Κύπρου ως αναπόδραστη αναγκαιότητα.

Το πρώτο πραξικόπημα σε βάρος του Μακαρίου, σύμφωνα με πλήρως επιβεβαιωμένα στοιχεία, σχεδιάστηκε στην Αθήνα την άνοιξη του 1965. Ματαιώθηκε μετά από παρέμβαση του τότε Έλληνα Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος μερικές βδομάδες μετά, στις 15 Ιουλίου 1965, ανατράπηκε με κοινοβουλευτικό πραξικόπημα και αποστασία.

Η πολιτική αυτή σε βάρους της Κύπρου και του Αρχ. Μακαρίου ενισχύθηκε με την ανάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα από τη χούντα των Συνταγματαρχών τον Απρίλιο του 1967. Στις συνομιλίες του Έβρου στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου 1967 η χουντική ελληνική αντιπροσωπεία επανέφερε προηγούμενη πρόταση (1966) για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με αντάλλαγμα την παραχώρηση στρατιωτικής βάσης στην Τουρκία υπό τη μορφή της εκμίσθωσης, χωρίς να αποκλείει και το καθεστώτος της πλήρους κυριαρχίας. Η δικαιολογία κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας με την προώθηση της πιο πάνω πρότασης ήταν η αποτροπή «κομμουνιστικοποίησης» της Κύπρου.

Κατά τη δεύτερη μέρα των συζητήσεων (10 Σεπτεμβρίου 1967), ο Τούρκος Πρωθυπουργός Ντεμιρέλ απέρριψε την πρόταση και τόνισε ότι το σύνταγμα του 1960 προέβλεπε ομοσπονδία βασιζόμενη επί των ατόμων. Λόγω της σημερινής κατάστασης, για να αποφευχθούν στο μέλλον οι ίδιες εξελίξεις, θα πρέπει να μεταβληθεί σε ομοσπονδία με γεωγραφική βάση (δηλ. Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία).

Να αποτελείται από δύο επαρχίες, την ελληνική και την τουρκική. Η κάθε μία να έχει εσωτερική αυτονομία, νομοθετική, διοικητική και δικαστική εξουσία. Για τη διευθέτηση της διαδικασίας μετακίνησης του πληθυσμού και ανταλλαγής περιουσιών πρότεινε μεταβατική περίοδο.

Η απομάκρυνση του Μακαρίου από την προεδρία με δημοκρατικό τρόπο μέσα από την εκλογική διαδικασία φαινόταν, από την αρχή, δύσκολο εγχείρημα. Με τις προεδρικές εκλογές του 1968 επιχειρήθηκε η αμφισβήτηση και αποδυνάμωσή του. Όμως, τελικά, το αποτέλεσμα έφερε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Το εντυπωσιακό ποσοστό του 95,5% σε συνδυασμό με το πολύ μικρό ποσοστό της αποχής και το 3,7% που συγκέντρωσε ο ανθυποψήφιός του δεν άφηναν περιθώρια αμφισβήτησης, αλλά ούτε και αποσταθεροποίησης.

Η ισχυρή λαϊκή υποστήριξη που απολάμβανε καθιστούσε δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την αποσταθεροποίησή του. Αυτή ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο μετά την αποτυχημένη δολοφονική απόπειρα τον Μάρτιο του 1970, η οποία είχε συνδυασθεί με την πραγματοποίηση πραξικοπήματος με την κωδική ονομασία «ΕΡΜΗΣ».

Ως αρχιτέκτονας του σχεδίου φέρεται ο τότε Διοικητής των ΛΟΚ, Συνταγματάρχης Δημήτριος Παπαποστόλου, στενός συνεργάτης του δικτάτορα Δημήτριου Ιωαννίδη.

Ακολούθησε η άσκηση πίεσης από διάφορες κατευθύνσεις ώστε να υποχρεωθεί σε παραίτηση και απομάκρυνση από την ενεργό πολιτική. Σε αυτή την κατεύθυνση έτειναν η ρηματική διακοίνωση της χούντας τον Ιανουάριο του 1972, η πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερώνυμου την ίδια χρονική περίοδο, η εκκλησιαστική συνωμοσία του 1972 με κύριους εκφραστές τους τρεις Κύπριους μητροπολίτες και υποκινητή τον χουντικό πρεσβευτή στη Λευκωσία Κωνσταντίνο Παναγιωτάκο.

Ο Παναγιωτάκος ήταν επίσης συντονιστής του πραξικοπήματος που σχεδιάστηκε να υλοποιηθεί στις 15 Φεβρουαρίου 1972. Το εγχείρημα τελικά ματαιώθηκε όταν αποκαλύφθηκε από υποκλοπή τηλεφωνικής συνδιάλεξης του Παναγιωτάκου με το ελληνικό ΥΠΕΞ.

Τα σχέδια της 15ης Ιουλίου

Με τη δολοφονία του Μακαρίου επιτυγχανόταν μεν η απομάκρυνσή του από την προεδρία, δεν προκαλείτο όμως συνταγματική εκτροπή ώστε να δικαιολογηθεί η τουρκική εισβολή και η κατοχή εδαφών για την επιβολή της επιδιωκόμενης λύσης (διπλής ένωσης). Ο ενδεδειγμένος λοιπόν τρόπος ήταν η πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου, μη αποκλειόμενης φυσικά και της δολοφονίας του.

Αυτός ήταν και ο λόγος που το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος δεν δολοφονήθηκε σε ενέδρα πλησίον κάποιου από τα στρατόπεδα της Ε.Φ. από τα οποία διήλθε κατά την επιστροφή του στη Λευκωσία από την εξοχική κατοικία του Τροόδους, αλλά οι πραξικοπηματίες επιτέθηκαν εναντίον του Προεδρικού Μεγάρου τη στιγμή που βρισκόταν εντός αυτού. Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 ήταν το αποκορύφωμα μιας σειράς αποτυχημένων προσπαθειών. Τρία σχέδια πραξικοπήματος για την ανατροπή του Μακαρίου εκπόνησε και ο Γεώργιος Γρίβας ως αρχηγός της παράνομης οργάνωσης ΕΟΚΑ Β’.

Το πρώτο, με κωδική ονομασία «Σφενδόνη», τον Δεκέμβριο του 1971. Το δεύτερο, με κωδική ονομασία «Απόλλων», τον Μάρτιο του 1972. Το τρίτο, με κωδική ονομασία «Νίκη», τον Ιούλιο του 1973.

Το πραξικόπημα και η εισβολή ήσαν οι δύο φάσεις του ίδιου σχεδίου που εκκολάφθηκε από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Αυτό τεκμηριώνεται μέσα από το αποκαλυπτικό έγγραφο του ΝΑΤΟ, με ημερομηνία 12 Ιουλίου 1974, το οποίο υπογράφει ο γενικός του γραμματέας Γιόζεφ Λουνς.

Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι συμφωνεί με την απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης, την οποία του μετέφερε ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Γιόζεφ Σίσκο, ότι πρέπει να τελειώνουν με το κυπριακό πρόβλημα, ότι θα πρέπει να υποστηριχθούν τα τουρκικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια της αποβίβασης στην Κύπρο, καθώς επίσης και για τη βίαιη ανατροπή του Μακαρίου.

Η στάση των ΗΠΑ

Οι βασικές θέσεις καθώς και η στάση την οποία τήρησαν οι ΗΠΑ αναφορικά με το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974 καταγράφονται στα πρακτικά σύσκεψης που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 5 Αυγούστου 1974, στις 10:50 π.μ. (ώρα ΗΠΑ), υπό την προεδρία του Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος ανάμεσα σε άλλα ανέφερε:

  1. Υπήρχαν πληροφορίες για το επικείμενο πραξικόπημα της χούντας εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, αλλά δεν εδόθη σε αυτές ιδιαίτερη σημασία. Δεν θεωρείτο, όμως, το θέμα ζωτικό.
  2. Η προτεραιότητα των ΗΠΑ να διαχειρισθούν την κρίση ήταν να διασφαλίσουν τα δικά τους στρατηγικά και εθνικά συμφέροντα και να αποτρέψουν τη διείσδυση των Σοβιετικών.
  3. Το 1974, δεν υπήρχε κυβέρνηση στην Κύπρο που να αναγνωρίζεται από οποιονδήποτε, έτσι δεν έκαναν επίθεση σε νόμιμη κυβέρνηση, ενώ στην Ελλάδα υπήρχε μια κυβέρνηση που ήταν διεθνώς απόβλητη και κανένας δεν την υποστήριζε. Υπό αυτές τις συνθήκες, κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει την τουρκική επέμβαση. Και αυτή ακριβώς ήταν η ευκαιρία.
  4. Οι ΗΠΑ έπρεπε να εμποδίσουν έναν πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Από τα όσα εντοπίστηκαν επιβεβαιώνεται πως η ελληνική χούντα βρισκόταν κάτω από τον πλήρη έλεγχο των ΗΠΑ. Το πραξικόπημα στην ουσία έγινε με τη συγκατάθεση, αν όχι με την εντολή, της κυβέρνησης των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτισαν τόσο ο Χένρι Κίσινγκερ όσο και ο τότε υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Γιόζεφ Σίσκο, καθώς και ο τότε γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γιόζεφ Λουνς.

Επιβεβαιωτικά στοιχεία της συνεργασίας της χούντας με την τουρκική κυβέρνηση για την ανατροπή του Αρχ. Μακαρίου και την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, την κατάληψη εδαφών για να επιβληθεί η λύση της διπλής ένωσης και κατ’ επέκταση της αποτροπής αναβάθμισης της σοβιετικής επιρροής, περιέχονται σε μεγάλο αριθμό εγγράφων, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της συνάντησης των αντιπροσωπειών της χούντας και των ΗΠΑ στην Αθήνα στις 19 Ιουλίου 1974.

ΠΗΓΗ: ΙΝΦΟΓΝΩΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΑ