Στις 11 Ιουνίου 2017 ο ευκλεής Ταξίαρχος Παναγιώτης Σταυρουλόπουλος, ο τελευταίος Στρατοπεδάρχης της ΕΛΔΥΚ κατά τον πολυαίμακτο Αττίλα ΙΙ το καλοκαίρι του 1974, ξεκινά το ταξίδι του για να συναντήσει τους τριακόσιους του.

Γράφει ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Λ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός των Ειδικών Δυνάμεων και Ασκούμενος Δικηγόρος, για το LAST POINT

Ένας ιστορικός κύκλος, μιας δαφνοστεφούς και ελληνόψυχης γενιάς, σχεδόν έκλεισε. Εκλείπουν σιγά-σιγά οι ηρωικές φιγούρες εκείνης της ταραγμένης περιόδου· παραμένει όμως άσβεστο το αΐδιο φως της θυσίας, της προσφοράς και του ηρωικού παραδείγματος, δηλαδή του ελληνικού Τρόπου στη διαχρονία του.

Στις 14 Αυγούστου 1974 ξεκινά μια φονική και άνιση μάχη, εφάμιλλη εκείνης των Θερμοπυλών, η οποία διδάσκεται από πολλές Στρατιωτικές Ακαδημίες και Σχολές Πολέμου παγκοσμίως. Η αναλογία μεταξύ Ελλήνων και θρασύδειλων εισβολέων ένας προς είκοσι δύο. 318 Έλληνες οπλίτες με μηδενικά μέσα εξοπλισμού και πυρομαχικών, ανύπαρκτη αεροπορική στήριξη, παντελή απουσία υγειονομικής περίθαλψης, σιτιζόμενοι μόνο με ξηρά τροφή. Μοναδικό έρεισμα η 187 ΜΠΠ Πυροβολικού, στην ασπίδα της οποίας απίθωναν ελπίδες οι υπερασπιστές του στρατοπέδου. Αντιμέτωποι με 7.000 Μογγόλους, οι οποίοι πλαισιώνονται με βαρύ πυροβολικό και πλήρη αεροπορική υποστήριξη, η οποία κατέσκαψε το στρατόπεδο μετατρέποντας το σε μια πύρινη κόλαση από τις απαγορευμένες από τον ΟΗΕ βόμβες ναπάλμ.

Η Υπέρμαχος Στρατηγός του Έθνους, η Παναγία των Ελλήνων, όπλισε με πίστη τις καρδιές των Ελλήνων πολεμιστών, φλόγισε τα Μ1 και άπλωσε αχλύ ηρωισμού και ανδρείας στα Υψώματα και τις γραμμές Άμυνας των Λόχων της ΕΛΔΥΚ.

Ξημερώματα της 16ης Αυγούστου αρχίζει η πιο λυσσαλέα μάχη του τριημέρου. Μαζική ρίψη βλημάτων με ταυτόχρονη προέλαση πεζοπόρων τμημάτων με την τούρκικη αεροπορία να οργώνει τον ελληνικό ουρανό. Βαστάνε όμως οι υπερασπιστές του στρατοπέδου και στέλνουν στον Αλλάχ πεσκέσια τις ψυχές των αγαρηνών σκύλων. Στο αποκορύφωμα όμως της μάχης, την ώρα που η τουρκική επίθεση φούντωνε από κάθε κατεύθυνση η 187 ΜΠΠ αίφνης σίγησε, έπαυσε πυρ παγώνοντας τις ψυχές των πολεμιστών μας και αναζωπυρώνοντας την ορμή των εισβολέων… Τέλεψαν τα πυρομαχικά ή οδηγίες από την κεντρική διοίκηση; Στο σπιράλ αυτό προδοσίας η δεύτερη εκδοχή ταιριάζει καλύτερα, οι πρωταγωνιστές, άλλωστε, το αφήνουν να εννοηθεί ολοκάθαρα στις μαρτυρίες τους… Τότε ο Σταυρουλόπουλος, τραγική φιγούρα μιας σημαδεμένης τράπουλας, διατάζει την περίφημη απαγκίστρωση για να διασώσει όσους περισσότερους άντρες μπορεί για τον-όπως αφελώς ήλπιζε-πόλεμο που θα διεξαγόταν ύστερα… Στη θύμιση αυτής της διαταγής η φωνή πνίγεται, τα μάτια βουρκώνουν και η εναγώνια ερώτηση του Ταξίαρχου «γιατί δεν έστειλαν βοήθεια» μένει μετέωρη. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά, «Τούρκος δεν θα πατούσε στο στρατόπεδο, αν μου είχαν στείλει τις ενισχύσεις που ζητούσα. Αλλά, δεν με πήραν, ούτε ένα τηλέφωνο να δουν τι κάνουμε… Πώς να κοιτούσα στα μάτια τα παιδιά μου (εννοεί: στρατιώτες) που μας γέλασαν

Μάχες σώμα-σώμα, άνθρωποι εναντίον αρμάτων, φλεγόμενα κορμιά, άμορφες μάζες…. Είναι χαρακτηριστικό το στιγμιότυπο που κατέγραψε η γραφίδα της Ιστορίας. Ο Σωτήρης Σταυριανάκος, αυτός ο ήρωας από το Σκουτάρι της Μάνης, λοχαγός Μηχανικού, βλέπει τα άρματα των τούρκων να έχουν διασπάσει την τελευταία γραμμή άμυνας και να εισέρχονται στο στρατόπεδο. Πολύ υπερήφανος, πολύ πατριώτης και πολύ Έλληνας για τέτοια ατίμωση πετάγεται από το όρυγμα και εφορμά δρομαίος εναντίον των αρμάτων. Μόνος, αγέρωχος, γεροντόκορμος απέναντι στους ατσάλινους γίγαντες ουρλιάζει με την στεντόρεια φωνή του. Καθώς οπλίζει για να σημαδέψει το πλήρωμα του τανκ μια οβίδα ενός άλλου άρματος τον στοχεύει και τον κόβει κυριολεκτικά στα δύο. Συνειδητή πράξη θυσιαστικής αυταπάρνησης στο βωμό υπεράσπισης του ευγενέστερου ιδανικού επί γης, την Ελευθερία του Έθνους. Χάθηκαν περίπου 90 παλικάρια ΕΛΔΥΚαριοι, οι οποίοι κολύμπησαν σε ένα λουτρό αίματος, διασώζοντας όμως την τιμή των ελληνικών όπλων και ματαιώνοντας τα σχέδια των βασιβουζούκων για πλήρη κατάληψη της Λευκωσίας. Οι δυνάμεις των Τούρκων, σύμφωνα με την πιο συντηρητική εκδοχή, υπέστησαν τρομακτικό πλήγμα με πάνω από 800 νεκρούς και 1.400 τραυματίες.

Αυτοί οι άνθρωποι της καθημερινής ζωής που μεταμορφώθηκαν σε λιοντάρια και ήρωες κράτησαν όρθια την Λευκωσία και την Κύπρο με απαράμιλλες επιδόσεις, τρόπαια  γενναιοφροσύνης πραγματικά ανυπέρβλητα.

Οι νεκροί, οι αγνοούμενοι και οι επιζήσαντες είναι ήρωες και εθνομάρτυρες του Ελληνισμού, που ψήλωσαν το δένδρο της Ελευθερίας μας. Παρ’ όλα αυτά, η επίσημη Πολιτεία, η πάντα αγνωμονούσα και επιλήσμων, η μεταπολιτευτική παράγκα και η ιδεολογική επικυριαρχία του ψευτοπροοδευτισμού τούς αγνόησε και τους «έφτυσε”. Οι ήρωες που κράτησαν την Κύπρο απέναντι στους Αττίλες και την εγχώρια στρατιωτική και πολιτική προδοσία λησμονήθηκαν, δεν έγιναν καμία ταινία, κανένα άγαλμα, κανένας δρόμος. Καταχωνιάστηκαν στην αφάνεια και την ανυποληψία. Πολλοί από αυτούς χωρίς μια σύνταξη, χωρίς τα απαραίτητα, ώστε να ζήσουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους εν ειρήνη. Τραγικές φιγούρες μιας μαύρης ιστορίας. Ο φάκελος της Κύπρου είναι ένας βολικός μύθος που συνεχίζει να διαιωνίζεται. Όλα είναι εκεί, κομμάτι-κομμάτι για να συνθέσουμε τα εναπομείναντα κομμάτια του πάζλ. Οι ευθύνες είναι επιμερισμένες και καταλογιστέες. Επίμοχθη ιστορική έρευνα, αποχαρακτηρισμός κρίσιμων εγγράφων, στοιχειοθέτηση υποθέσεων, κινήτρων και ενεργειών είναι το κλειδί για να φωτίσουμε τις τελευταίες σκοτεινές πτυχές του δράματος.

Το σημείωμα αυτό, εν είδει επιμνημόσυνης δέησης, αφιερούται στον θείο μου, Ιωάννη Πολυζώη, που έπεσε ηρωικά την τελευταία κολασμένη ημέρα της μάχης κατά την απαγκίστρωση. Ως το 2008 θεωρείτο αγνοούμενος όταν και τα λείψανα δέκα άλλων παλικαριών αναγνωρίστηκαν με την μέθοδο του DNA, στο πλαίσιο των διαδικασιών αναγνώρισης των αγνοουμένων και πεσόντων το μαύρο εκείνο καλοκαίρι του 1974. Η θυσία τους δεν χαραμίστηκε, δεν ξοδεύτηκαν άδικα. Φώτισε δρόμους και μονοπάτια ψυχής και ατσάλωσε τον πόθο του νόστου, της εκδίκησης και της απελευθέρωσης.

Αιωνία τους η μνήμη. «Σκέπασε Μάνα, σκέπασε…».

ΠΗΓΗ: LAST POINT