Η Κρίση των Πυραύλων της Κούβας ήταν μια σύγκρουση ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση, την Κούβα και τις ΗΠΑ, τον Οκτώβριο του 1962. Τον Σεπτέμβριο του 1962 η Μόσχα άρχισε να αναπτύσσει κρυφά βάσεις βαλλιστικών πυραύλων, μέσου και μεγάλου βεληνεκούς, στην Κούβα, με δυνατότητα προσβολής των νοτιοανατολικών πολιτειών των ΗΠΑ. Η ενέργεια αυτή ήταν η απάντηση της Μόσχας στις ΗΠΑ για την ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς Thor στη Μεγάλη Βρετανία (1958) και Jupiter στην Ιταλία και την Τουρκία (1961). Μετά την επικράτηση του Κάστρο στην Κούβα, το 1959, η Ουάσιγκτον φοβόταν επέκταση της Μόσχας στην Κούβα. Τον Απρίλιο του 1961, οι ΗΠΑ εκτέθηκαν με την αποτυχία της επέμβασης στον Κόλπο των Χοίρων στην Κούβα, σε μια προσπάθεια ανατροπής του Κάστρο. Μετά τον Κόλπο των Χοίρων, οι ΗΠΑ επέβαλαν εμπορικό εμπάργκο στην Κούβα, ενώ η CIA αύξησε τις παραστρατιωτικές επιθέσεις κατά της Αβάνας.

Αυτό ανάγκασε τον Κάστρο να στραφεί προς τη Μόσχα για βοήθεια. Η εγκατάσταση βαλλιστικών πυραύλων στην Κούβα ξεκίνησε, κρυφά, στα μέσα του 1962 από σοβιετικό προσωπικό. Η Μόσχα πίστευε ότι η Ουάσιγκτον θα αποδεχόταν τελικά το γεγονός ως τετελεσμένο και δεν θα αντιδρούσε. Επρόκειτο για τα βλήματα μέσου βεληνεκούς R-12 με πυρηνική κεφαλή ισχύος ενός μεγατόνου και μέγιστο βεληνεκές 2.000 χιλιόμετρα και τα βλήματα R-14 μεγάλου βεληνεκούς, 4.500 χιλιομέτρων. Από τις 8 Οκτωβρίου, όταν οι αναφορές και οι πληροφορίες σχετικά με την εγκατάσταση των πυραύλων στην Κούβα άρχισαν να πληθαίνουν, ξεκίνησε η διαδικασία ελέγχου τους με τη χρήση αεροσκαφών U-2. Μόλις έξι ημέρες αργότερα, στις 14 Οκτωβρίου, ένα U-2 με χειριστή τον επισμηναγό Ρίτσαρντ Χέισερ κατάφερε να βγάλει 928 φωτογραφίες που απεικόνιζαν σοβιετικούς πυραύλους στην ύπαιθρο κοντά στην πόλη Σαν Κριστόμπαλ της Δυτικής Κούβας.

Στις 15 Οκτωβρίου, η CIA, μετά την εξέταση των φωτογραφιών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πληροφορίες είναι ακριβείς και ότι η Μόσχα εγκαθιστά βαλλιστικούς πυραύλους μέσου και μεγάλου βεληνεκούς στην Κούβα. Την ίδια ημέρα ενημερώθηκε και ο Αμερικανός Πρόεδρος, Τζον Κέννεντι και συνεδρίασε, υπό την προεδρία του, το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας. Στη συνεδρίαση διαπιστώθηκε ότι ΗΠΑ είχαν πέντε εναλλακτικές λύσεις: (α) Να μην πράξουν απολύτως τίποτα και να αφήσουν τα γεγονότα να εξελιχθούν (β) Να ασκήσουν έντονη διπλωματική πίεση στη Μόσχα ώστε να την αναγκάσουν να αποσύρει τους πυραύλους (γ) Να προσβάλουν με αεροπορικούς βομβαρδισμούς τους πυραύλους (δ) Να εισβάλουν στην Κούβα και (ε) Να προχωρήσουν σε ναυτικό αποκλεισμό της Κούβας. Οι στρατιωτικοί τάχθηκε υπέρ των λύσεων (γ) και (δ), δηλαδή αεροπορικές επιδρομές και εισβολής, με ανατροπή του Κάστρο.

Ωστόσο, ο Κέννεντι πίστευε ότι με πρόσχημα τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς στην Κούβα, η Μόσχα θα προχωρούσε στην κατάληψη ολόκληρου του Βερολίνου, κάτι που επιθυμούσε από το 1945. Ταυτόχρονα όμως πίστευε ότι αν επέτρεπε την εγκατάσταση σοβιετικών βαλλιστικών πυραύλων τόσο κοντά στις ΗΠΑ, η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης θα άλλαζε υπέρ της Μόσχας, ενώ και η αξιοπιστία της αμερικανικής εξωτερικής και αποτρεπτικής πολιτικής θα δέχονταν πλήγμα και θα υποβαθμιζόταν, καθώς ο κόσμος θα έβλεπε ότι, είτε από απροθυμία είτε από αδυναμία, οι ΗΠΑ δεν αντιδρούν σε μια τόσο εντυπωσιακή κίνηση των Σοβιετικών. Στις 18 Οκτωβρίου, ο Κέννεντι συναντήθηκε με τον σοβιετικό Υπουργό Εξωτερικών, Αντρέι Γκρομίνκο, ο οποίος δήλωσε ότι τα σοβιετικά όπλα στην Κούβα ήταν αμυντικά και δεν στρέφονταν κατά των ΗΠΑ. Για λόγους τακτικής ο Κέννεντι δεν αποκάλυψε ότι γνώριζε την παρουσία των σοβιετικών πυραύλων στην Κούβα.

Στις 19 Οκτωβρίου ο Κέννεντι διάταξε τις πρώτες στρατιωτικές προετοιμασίες (μετακινήθηκαν μονάδες, άλλες μονάδες τέθηκαν σε κατάσταση ετοιμότητας, η Αεροπορία διέσπειρε τα αεροσκάφη της κ.ά.), ενώ αποφασίστηκαν και τα οριστικά επιχειρησιακά σχέδια. Στις 21 Οκτωβρίου, το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας συζήτησε δύο ενδεχόμενα: Αεροπορικό βομβαρδισμό ή ναυτικό αποκλεισμό. Τελικά επικράτησε η λύση του ναυτικού αποκλεισμού. Η σχετική πράξη υπογράφθηκε, από τον Κέννεντι, στις 23 Οκτωβρίου. Την ίδια ημέρα ο Αμερικανός Πρέσβης στη Μόσχα ενημέρωσε τον Νικήτα Χρουστσόφ για τις αποφάσεις των ΗΠΑ. Είχε προηγηθεί, στις 22 Οκτωβρίου, διάγγελμα του Κέννεντι προς τον αμερικανικό λαό: «Είναι πολιτική αυτού του έθνους να εκλαμβάνει κάθε πυρηνικό πύραυλο που εκτοξεύεται από την Κούβα κατά οποιουδήποτε έθνους του δυτικού ημισφαιρίου ως επίθεση κατά των ΗΠΑ, την οποία θα ανταποδώσει προς τη Σοβιετική Ένωση», δήλωσε χαρακτηριστικά. Την ίδια ημέρα οι Αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις τέθηκαν σε Κατάσταση Ετοιμότητας 3.

Η πρώτη αντίδραση της Μόσχας ήρθε από τον Χρουστσόφ, ο οποίος χαρακτήρισε το ναυτικό αποκλεισμό της Κούβας ως επιθετική πράξη. Στις 23 Οκτωβρίου άρχισε να συζητείται η λύση της απομάκρυνσης των αμερικανικών πυραύλων Jupiter (θα αποσύρονταν, έτσι κι αλλιώς, λόγο παλαιότητας) από Ιταλία και Τουρκία με αντάλλαγμα την απομάκρυνση των σοβιετικών πυραύλων από τη Κούβα. Στις 24 Οκτωβρίου η αμερικανική κυβέρνηση έλαβε τηλεγράφημα του Χρουστσόφ, με το οποίο η Μόσχα καθιστούσε σαφές ότι εκλαμβάνει το ναυτικό αποκλεισμό ως επιθετική πράξη, ενώ δόθηκε εντολή στα σοβιετικά εμπορικά πλοία τον αγνοήσουν. Στις 25 Οκτωβρίου ο Αμερικανός Πρέσβης στον ΟΗΕ, Άντλει Στίβενσον, ζήτησε να συγκληθεί εκτάκτως το Συμβούλιο Ασφαλείας. Σε μια έντονη συζήτηση, ο Αμερικανός Πρέσβης ήρθε σε αντιπαράθεση με τον σοβιετικό ομόλογο του απαιτώντας απ’ αυτόν να αναγνωρίσει την ύπαρξη των πυραύλων. Ο σοβιετικός πρέσβης αρνήθηκε να το κάνει. Την επομένη ημέρα οι αμερικανικές δυνάμεις τέθηκαν σε Κατάσταση Ετοιμότητας 2.

Παράλληλα, ο Κέννεντι δήλωσε, στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της 26ης Οκτωβρίου, ότι πλέον πιστεύει πως η μόνη διαθέσιμη λύση είναι η εισβολή. Ζήτησε από τους Αρχηγούς των Επιτελείων οι αμερικανικές δυνάμεις να είναι έτοιμες για την εισβολή τις πρώτες πρωινές ώρες της 29ης Οκτωβρίου. Στις 48 ώρες που θα μεσολαβούσαν ο Κέννεντι έδωσε εντολή να επιταχυνθούν και να ενταθούν οι διπλωματικές προσπάθειες προκειμένου να επιτευχθεί, έστω και την τελευταία στιγμή, η αποκλιμάκωση της κρίσης. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας, ο δημοσιογράφος του δικτύου ABC, Τζον Σκάλι, συναντήθηκε με τον πράκτορα της KBG, Αλεξάντερ Φόμιν, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου. Στη συνάντηση ο Φόμιν ζήτησε από τον Σκάλι να ενεργοποιήσει τις επαφές του στο Λευκό Οίκο και να μάθει εάν οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται για την εξής διπλωματική λύση: Η Σοβιετική Ένωση θα απέσυρε τους πυραύλους από την Κούβα με αντάλλαγμα μια δημόσια δήλωση του Κέννεντι ότι οι ΗΠΑ δεν θα εισβάλουν ποτέ στην Κούβα ούτε θα βοηθήσουν άλλο να το κάνει.

Το απόγευμα της 27ης Οκτωβρίου η CIA ενημέρωσε τον Λευκό Οίκο ότι τουλάχιστον πέντε από τις εννέα βάσεις πυραύλων στην Κούβα είναι πλέον επιχειρησιακές. Είχε προηγηθεί, την ίδια ημέρα, η μετάδοση, από το σταθμό «Ράδιο Μόσχα», μηνύματος του Χρουστσόφ, σύμφωνα με το οποίο η Μόσχα ήταν πρόθυμη να αποσύρει τους πυραύλους από την Κούβα με αντάλλαγμα την απόσυρση των Jupiter από την Ιταλία και την Τουρκία. Το ίδιο πρωινό είχε καταρριφθεί ένα  U-2F (ο πιλότος, Επισμηναγός Ρούντολφ Άντερσον, σκοτώθηκε κατά την κατάρριψη), ενώ ένα αναγνωριστικό RF-8A Crusader χτυπήθηκε, αλλά κατάφερε να επιστρέψει στη βάση του. Η κρίση άρχισε να αποκλιμακώνεται από το ίδιο βράδυ όταν σοβιετικοί και αμερικανοί αξιωματούχοι συναντήθηκαν στην Ουάσιγκτον. Στη συνάντηση οι Αμερικανοί διαβίβασαν στους Σοβιετικούς ομολόγους τους ότι οι ΗΠΑ αποδέχονται την αμοιβαία απόσυρση των πυραύλων από την Κούβα, την Ιταλία και την Τουρκία.

Τελικά οι ΗΠΑ απέστειλαν στο Κρεμλίνο την πρόταση τους: Η Σοβιετική Ένωση θα απέσυρε τους πυραύλους από την Κούβα, υπό την εποπτεία των Ηνωμένων Εθνών. Οι ΗΠΑ θα απέσυραν (μετά από έξι μήνες) τους πυραύλους Jupiter από την Ιταλία και την Τουρκία (αυτό το κομμάτι της συμφωνίας θα έπρεπε να παραμείνει απόρρητο και να μην δημοσιοποιηθεί, διαφορετικά οι ΗΠΑ θα το αρνούνταν κατηγορηματικά). Τέλος, οι ΗΠΑ κατέστησαν σαφές στη Μόσχα ότι σε περίπτωση που οι διπλωματικές προσπάθειες δεν ευοδωθούν, η Ουάσιγκτον θα προβεί στη χρήση ένοπλης βίας με στόχο την καταστροφή των πυραύλων και την ανατροπή του Κάστρο. Στις 9:00 το πρωί της 29ης Οκτωβρίου ο ραδιοφωνικός σταθμός «Ράδιο Μόσχα» μετέδωσε την εξής ανακοίνωση εκ μέρους του Κρεμλίνου: «Η σοβιετική κυβέρνηση εξέδωσε διαταγή για την απομάκρυνση των πυραύλων από την Κούβα και την επιστροφή τους στη Σοβιετική Ένωση». Λίγα λεπτά αργότερα, ο Λευκός Οίκος εξέδωσε ανακοίνωση χαρακτηρίζοντας την απόφαση της Μόσχας «μια σημαντική και εποικοδομητική συμβολή στην ειρήνη». Η συμφωνία είχε επιτευχθεί.

Στις ημέρες που ακολούθησαν οι ΗΠΑ συνέχισαν να εκτελούν αναγνωριστικές αποστολές πάνω από την Κούβα με στόχο να διαπιστώσουν κατά πόσο οι Σοβιετικοί εφαρμόζουν τα συμφωνηθέντα. Πράγματι, σε σύντομο χρονικό διάστημα τα βαλλιστικά βλήματα, μαζί με τον εξοπλισμό υποστήριξης τους, είχαν αποσυναρμολογηθεί και είχαν φορτωθεί σε εμπορικά πλοία με προορισμό τη Σοβιετική Ένωση. Μέχρι τις 9 Νοεμβρίου όλα τα σοβιετικά βαλλιστικά βλήματα είχαν απομακρυνθεί από την Κούβα, ενώ μέχρι τις 20 Νοεμβρίου είχαν αποχωρήσει και τα βομβαρδιστικά τύπου Il-28. Την ίδια ημέρα ο Κέννεντι διάταξε την άρση του ναυτικού αποκλεισμού της Κούβας. Από την πλευρά τους, τηρώντας της δικές τους δεσμεύσεις, οι ΗΠΑ δήλωσαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ότι θα σεβαστούν τα σύνορα και την εδαφική ακεραιότητα της Κούβας, ενώ μέχρι τις 24 Απριλίου του 1963 όλα οι πύραυλοι Jupiter είχαν αποσυρθεί από την Ιταλία και την Τουρκία.

Εν κατακλείδι, στην Κρίση των Πυραύλων της Κούβας, τις εντυπώσεις κέρδισαν οι ΗΠΑ, αφού η συμφωνία για την απόσυρση των πυραύλων από την Ιταλία και την Τουρκία ήταν μυστική και δεν δημοσιοποιήθηκε. Άρα, γι’ αυτή την επιτυχία ο Χρουστσόφ δεν κέρδισε απολύτως τίποτα σε επίπεδο δημοσίων σχέσεων. Το αντίθετο μάλιστα, αφού δέχτηκε έντονες επικρίσεις τόσο από ανώτατους αξιωματούχους της σοβιετικής πολιτικής ζωής όσο και από τον ίδιο τον Κάστρο, που αισθάνθηκε προδομένος από τη Μόσχα, ασχέτως εάν το καθεστώς του εξασφαλίστηκε χάρη στην επιμονή του Χρουστσόφ. Δύο χρόνια αργότερα, το 1964, ο Χρουστσόφ πλήρωσε την στάση του στην κρίση με την θέση του στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ ένα χρόνο νωρίτερα ο Κέννεντι είχε χάσει τη ζωή του δολοφονημένος στο Ντάλας του Τέξας στις 22 Νοεμβρίου του 1963.