Οι πρόσφατες δηλώσεις του αρχηγού ΓΕΕΘΑ περί αποφασιστικής αντίδρασης των Ενόπλων Δυνάμεων στο ενδεχόμενο κατάληψης ελληνικής βραχονησίδας από την Τουρκία, προβαίνοντας σε ισοπέδωση αυτής, δεν έχουν περάσει απαρατήρητες εντός και εκτός των τειχών. Πραγματοποιήθηκαν λίγες ημέρες αφότου πραγματοποιήθηκε ο στρατηγικός διάλογος Ελλάδας-ΗΠΑ στην Ουάσινγκτον, με αντικείμενο την ενίσχυση του ρόλου της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, δίδοντας έμφαση στην αμυντική και στρατιωτική συνεργασία.

Γράφει η ΑΝΤΩΝΙΑ ΔΗΜΟΥ για το SL PRESS

Η ενίσχυση του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, δια της διεξαγωγής κοινών ναυτικών ασκήσεων και η εκτέλεση ειδικών επιχειρήσεων από Έλληνες και Αμερικανούς commandos, έχοντας ως βάση τη ναυτική διευκόλυνση της Σούδας, αποτέλεσαν τον πυρήνα του ελληνοαμερικανικού στρατηγικού διαλόγου. Σημειωτέον ότι στη ναυτική διευκόλυνση της Σούδας υφίσταται μόνιμη παρουσία δυνάμεων της Διακλαδικής Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ (US Special Operations Command Europe) και τα σενάρια των κοινών ασκήσεων με Έλληνες commandos προβλέπουν τη διεξαγωγή ανορθόδοξου πολέμου με πτητικά ή και ναυτικά μέσα.

Ο στρατηγικός διάλογος αποτέλεσε το επιστέγασμα συνομιλιών, είτε δημόσιων είτε εμπιστευτικών, που είχαν πραγματοποιηθεί σε έκαστη χώρα, με ζητούμενο τη δημιουργία ενός υποσυστήματος ασφάλειας. Σε αυτό το υποσύστημα ασφαλείας η Ελλάδα εκλαμβάνεται ως χώρα πρώτης γραμμής. Στόχος η ανάσχεση της ρωσικής επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο, και του ισλαμικού φονταμενταλισμού, καθώς και της συνδεόμενης με αυτόν τρομοκρατίας. Εξ ου και η αναφορά του αρχηγού ΓΕΕΘΑ ότι «οι ΗΠΑ ψάχνουν τρόπους για να εξασφαλιστεί η ισορροπία στην περιοχή».

Στρατηγικό δόγμα

Η διαπίστωση δια στόματος αρχηγού ΓΕΕΘΑ, ότι κανείς δεν πρόκειται να πολεμήσει στο πλευρό της Ελλάδας και ότι «ο άξονας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο αντισταθμίζει την πίεση που εξασκείται από την Τουρκία», συνιστά μία πραγματικότητα. Πραγματικότητα που καθιστά επιτακτική πλέον την μετεξέλιξη του ελληνικού στρατηγικού δόγματος αποτροπής, το οποίο επί δεκαετίες υιοθετείται έναντι της Τουρκίας και τρίτων χωρών που επιβουλεύονται την ελληνική εδαφική ακεραιότητα.

Ειδικά ως προς την Τουρκία, η de facto κατάρρευση της πολιτικής που σφυρηλάτησε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Άχμεντ Νταβούτογλου, περί «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες σε συνδυασμό με τις τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις σε βάρος των Κούρδων στη βόρεια Συρία αναδεικνύουν την αναγκαιότητα για ουσιαστική ενίσχυση του ελληνικού στρατηγικού δόγματος.

Το τελευταίο αποτελεί τμήμα της Πολιτικής Εθνικής Άμυνας (ΠΕΑ) που εγκρίθηκε από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (ΚΥΣΕΑ) το 2011. Το ελληνικό στρατηγικό δόγμα, όπως αυτό σκιαγραφείται στη Λευκή Βίβλο που εξέδωσε το υπουργείο Εθνικής Άμυνας το 2014, είναι αποτρεπτικό και αμυντικό. Στηρίζεται στη στρατηγική, επιχειρησιακή και τακτική ευελιξία των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς και στην ικανότητα άμεσης αντίδρασής τους.

Στο μεταλλασσόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον εντός του οποίου κινείται η Ελλάδα, το στρατηγικό δόγμα αποτροπής, προκειμένου να είναι αποτελεσματικό, απαιτείται να συνοδεύεται από αξιοπιστία, συνέργειες και πολιτική βούληση για την προάσπιση εθνικών συμφερόντων. H αξιοπιστία της αποτροπής δύναται να επιτευχθεί μέσα από την ύπαρξη σύγχρονου στρατιωτικού υλικού και κρίσιμων υποδομών.

Σχήματα στρατιωτικής συνεργασίας

Οι συνέργειες που ενδυναμώνουν την αποτροπή δύνανται να πραγματωθούν μέσα από διμερή, τριμερή ή και πολυεθνικά σχήματα στρατιωτικής συνεργασίας. Ήδη, η Αθήνα μετέχει σε αξιόλογα σχήματα με προεξέχοντα αυτά των τριμερών συνεργασιών με Κύπρο-Ισραήλ, με Κύπρο-Αίγυπτο και με Κύπρο-Ιορδανία. Στο πλαίσιο μάλιστα των τριμερών σχημάτων συνεργασίας, η Αθήνα πραγματοποιεί κοινές αεροπορικές και ναυτικές συνεκπαιδεύσεις που περιλαμβάνουν -μεταξύ άλλων-σενάρια προάσπισης της ΑΟΖ έκαστης χώρας.

Η πολιτική βούληση για την προάσπιση ζωτικών ελληνικών συμφερόντων αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για την οικοδόμηση αξιόπιστης αποτροπής. Προϋπόθεση συνιστά η εγκατάλειψη της πολιτικής κατευνασμού που παγίως υιοθετεί η Αθήνα έναντι της Άγκυρας, καθότι έχει φέρει ακριβώς το αντίθετο από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η ελληνική πολιτική κατευνασμού εκλαμβάνεται ανοιχτά πλέον από την Τουρκία, ως αδυναμία. Ως εκ τούτου, έχει οδηγήσει στην αύξηση της τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Άγκυρα επιδιώκει με στρατιωτικά μέσα αφενός να προβάλλει την τουρκική κυριαρχία σε θαλάσσιες περιοχές πέραν των Ιμίων, σε μία προσπάθεια παγίωσης του καθεστώτος των γκρίζων ζωνών, αφετέρου να προβάλλει διεκδικήσεις σε θαλάσσιες περιοχές που εκτείνονται ακόμη και νότια της Κρήτης.

Προβάλει ως επιχείρημα ότι ανήκουν στην Τουρκία, ως διάδοχο κράτος της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεκάδες νησιά και βραχονησίδες που δεν αναφέρονται ρητά σε συνθήκες, με προεξέχουσα τη συνθήκη της Λωζάνης. Ως γνωστόν, για την Αθήνα η μοναδική ελληνοτουρκική διαφορά στο Αιγαίο αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Και για τη λύση της έχει προτείνει την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Αναγκαιότητα το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας

Οι πρόσφατες δηλώσεις του Έλληνα αρχηγού ΓΕΕΘΑ, που εξέπεμψαν επιχειρησιακού χαρακτήρα μηνύματα περί ισοπέδωσης βραχονησίδας στην περίπτωση τουρκικής απόβασης, δεν είναι καθόλου τυχαίες. Παρότι ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, εκ του θεσμικού του ρόλου, εμπλέκεται αμιγώς σε στρατιωτικά ζητήματα, ο ίδιος πραγματοποίησε νοερό άλμα. Έστειλε δημόσια τελεσίγραφο στην τουρκική πλευρά, το οποίο σκιαγράφησε την ελληνική «κόκκινη γραμμή» έναντι πιθανής τουρκικής επιθετικότητας σε βάρος της ελληνικής εδαφικής κυριαρχίας.

Επί της ουσίας, o αρχηγός ΓΕΕΘΑ με τις δηλώσεις του ήρθε να καλύψει το βασικό θεσμικό κενό που υφίσταται στα θεμέλια της ελληνικής εθνικής ασφάλειας και δεν είναι άλλο από την απουσία Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας. Το εν λόγω κενό γιγαντώνεται τη στιγμή που, σύμφωνα με την μείζονα αντιπολίτευση η χώρα, φαίνεται να διαθέτει υπουργό Άμυνας «περιορισμένης ευθύνης» και υπουργό Εξωτερικών «περιορισμένης απασχόλησης».

Σε κάθε περίπτωση, οι ανάγκες των καιρών έχουν καταστήσει επιτακτική, προ πολλού, τη θεσμοθέτηση ελληνικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, το οποίο θα προβαίνει σε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό επί ζητημάτων που άπτονται της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής ασφάλειας. Πρώτος στόχος είναι η εξάλειψη της πολυγλωσσίας σε κρίσιμα εθνικά θέματα. Δεύτερος στόχος οι ελληνικές κυβερνήσεις να μην εμφανίζονται απροετοίμαστες και αιφνιδιασμένες και με θέσεις πολλαπλών ταχυτήτων έναντι της τουρκικής επιθετικότητας, η οποία εγείρει σαφείς αξιώσεις σε βάρος της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας και ασφάλειας.

Εξίσου σημαντικό είναι το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας να υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό. Και να μπορεί να προβαίνει επικουρικά προς τις Ένοπλες Δυνάμεις σε σχεδιασμό και εκτέλεση της εθνικής στρατηγικής ασφάλειας, συντονίζοντας πολιτικές με Συμβούλια Ασφάλειας τρίτων χωρών. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας δύναται να συνεισφέρει στην οικοδόμηση αξιόπιστης ελληνικής αποτροπής, μέσω του συντονισμού πολιτικών μεταξύ των διαφορετικών κυβερνητικών υπηρεσιών. Κυρίως μέσω της οικοδόμησης σεναρίων που άπτονται της εθνικής ασφάλειας, όπως η αντιμετώπιση ενός θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο και πέραν του επιχειρησιακού επιπέδου.

Εξάλλου, η τουρκική επιθετικότητα πρόδηλα εστιάζει σε συγκεκριμένες νησίδες όπου η επανάληψη αποβατικού σεναρίου τύπου Ιμίων με στόχο την εμπέδωση του καθεστώτος των γκρίζων ζωνών δεν μπορεί να αποκλειστεί. Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα άλλωστε εξηγούνται σε μεγάλο βαθμό οι δημόσιες δηλώσεις του Έλληνα αρχηγού ΓΕΕΘΑ.

Οι τουρκικοί αναθεωρητικοί σχεδιασμοί

Προς εξυπηρέτηση των τουρκικών αναθεωρητικών σχεδιασμών στο Αιγαίο, η Άγκυρα εκτιμάται ότι επικεντρώνεται κατά προτεραιότητα σε συγκεκριμένες νησίδες και νησιά. Αντιπροσωπευτική περίπτωση είναι αυτή της νησίδας Παναγιά που ανήκει στο σύμπλεγμα των Οινουσσών, καθόσον Τούρκοι πιλότοι είθισται να πραγματοποιούν εικονικές προσβολές ή αποβάσεις δια αέρος με ελικόπτερα.

Με δεδομένο ότι στις Οινούσσες υπάρχει το 643ο τάγμα εθνοφυλακής-φυλάκιο, καθίσταται σαφές ότι μία τουρκική επιθετική ενέργεια θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε στρατιωτική αντιπαράθεση έστω περιορισμένης εμβέλειας. Προς υπενθύμιση, το 2016 οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις πέτυχαν την αποτροπή τουρκικής αποβατικής ενέργειας στη νησίδα Παναγιά, ανατολικά των Οινουσσών.

Η νησίδα Ζουράφα, ανατολικά της Σαμοθράκης, αποτελεί πρόσθετο στόχο της τουρκικής προκλητικότητας, η οποία είθισται να συντελείται μέσω των Τούρκων αλιέων. Με δεδομένο ότι η νησίδα Ζουράφα διαθέτει υφαλοκρηπίδα, η σημασία που αποδίδει η Άγκυρα στο «γκριζάρισμα» της νησίδας και της γύρω περιοχής είναι πασιφανής. Στόχος της Τουρκίας η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με την Ελλάδα πέρα από τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου με βάση τη διμερή διαπραγμάτευση.

Η κορύφωση της τουρκικής προκλητικότητας συντελείται στο σύμπλεγμα του Καστελόριζου, το οποίο η Τουρκία επιχειρεί είτε να εξαφανίσει με χάρτες είτε διατυπώνοντας την πάγια θέση ότι το Καστελόριζο μαζί με τα χωρικά του ύδατα επικάθεται στην τουρκική υφαλοκρηπίδα. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την τουρκική θέση, το Καστελόριζο δεν διαθέτει κανένα δικαίωμα σε ελληνική ΑΟΖ και άρα η τουρκική ΑΟΖ στην περιοχή όχι μόνο συνορεύει με την ΑΟΖ της Αιγύπτου, αλλά εκτείνεται μέχρι νότια της Κρήτης.

Υπό αυτά τα δεδομένα, καθίσταται σαφές ότι ο καθορισμός ιεραρχημένων ελληνικών στρατηγικών στόχων βραχυπρόθεσμα και μακροχρόνια αποτελεί αναγκαιότητα. Αφενός για να αντιμετωπιστεί ο ηγεμονικός αναθεωρητισμός της Τουρκίας, αφετέρου για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο δορυφοριοποίησης της Ελλάδας. Προδήλως, η συνέχιση της ελληνικής ολιγωρίας δύναται να αποδειχθεί εκ της πράξεως καταστροφική.

ΠΗΓΗ: SL PRESS