Το δημοφιλές υποπολυβόλο της γερμανικής Heckler & Koch είναι ήδη 50+ ετών και το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι: «Τα καταφέρνει ακόμα»; Η απάντηση είναι σχεδόν αυθόρμητη και με βεβαιότητα: «Ναι, αλλά υπό προϋποθέσεις». Η αποτελεσματικότητά του λοιπόν εξαρτάται από τις αναμενόμενες απειλές, το περιβάλλον στο οποίο θα επιχειρήσει, καθώς και την τεχνική διαμόρφωσή του με παρελκόμενα εξαρτήματα και βοηθήματα.

Γράφει ο Λάμπρος Δημητρέλος

Πριν αναλύσω τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της επιλογής του υποπολυβόλου για «μάχη εγγύς απόστασης», ήτοι C.Q.B./C.Q.C. (Close Quarters Battle/Close Quarters Combat), ας ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στο παρελθόν και στο πως ξεκίνησαν όλα.

Όταν αναφέρουμε στην ίδια πρόταση τις λέξεις υποπολυβόλο και C.Q.B., αναπόφευκτα σκεφτόμαστε το Heckler & Koch MP5 και τη βρετανική στρατιωτική μονάδα S.A.S. (Special Air Service). Κι αυτό γιατί οι μοίρες τους συνδέθηκαν άρρηκτα την Άνοιξη του 1980, στην επιχείρηση «Nimrod», κατά τη διάρκεια της οποίας λύθηκε μια πολυπληθής ομηρεία μέσα στην πρεσβεία του Ιραν, στο Λονδίνο.

Τα μέλη της S.A.S. συνέλαβαν τον έναν και εξουδετέρωσαν τους υπόλοιπους πέντε, εκ των έξι συνολικά δραστών, με μικρές ελεγχόμενες ριπές (burst fire) από τα υποπολυβόλα ΜΡ5 με τα οποία ήταν οπλισμένοι. Επειδή η επιχείρηση μεταδιδόταν ζωντανά από τη βρετανική τηλεόραση, υπάρχουν αρκετά χαρακτηριστικά στιγμιότυπα των S.A.S. με τα ΜΡ5 τους πριν εισέλθουν εντός της πρεσβείας, πολλά εκ των οποίων έγιναν αργότερα διαφημιστικές αφίσες σε οπλοπωλεία.

Ο τεράστιος αντίκτυπος της επιτυχημένης αυτής αποστολής, οδήγησε στην κατά κράτος επικράτηση του υποπολυβόλου ΜΡ5, ως επιλογή πολλών Αστυνομιών και ενόπλων δυνάμεων παγκοσμίως κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990 για μάχη εγγύς απόστασης.

Οπλοτεχνικά, το υποπολυβόλο ΜΡ5 είχε δύο βασικά «προσόντα», τα οποία το καθιστούσαν τη λογική επιλογή για αυτή τη χρήση. Το πρώτο και κυριότερο ήταν το γεγονός πως λόγω κατασκευής είναι πλήρως ελεγχόμενο κατά τη διάρκεια και της βολής κατά βολής αλλά και αυτής κατά ριπάς. Το δεύτερο θετικό χαρακτηριστικό του είναι πως το μικρό του διαμέτρημα, ελαχιστοποιεί την πιθανότητα υπερ-διάτρησης του στόχου.

Αυτό είναι μέγιστο ζητούμενο στις επιχειρήσεις απελευθέρωσης ομήρων (αλλά και γενικότερα στις «κλειστές» αστυνομικές αποστάσεις), καθώς δε νοείται το βλήμα που αναχαιτίζει τον δράστη, να πλήξει κάποιον όμηρο ή αθώο διερχόμενο πολίτη που ενδεχομένως βρίσκεται πίσω του. Στον αντίποδα όμως, το πλεονέκτημα της μη υπερ-διάτρησης είναι και ο μεγαλύτερος περιορισμός του υποπολυβόλου ΜΡ5 στο σύγχρονο πεδίο των αστυνομικών και των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Αναφορικά με το αστυνομικό σκέλος, αυτό αποδείχθηκε στη ληστεία της τράπεζας της Αμερικής, στο Βόρειο Χόλυγουντ της Καλιφόρνια των Η.Π.Α., την 28/02/1997.

Μόνον η ΕΚΑΜ διαθέτει βαρύ οπλισμό ενώ οι ΟΠΚΕ αρκούνται σε υποπολυβόλα MP-5. Στη φωτογραφία άνδρες της ΕΚΑΜ στα Εξάρχεια με MP-5.

Εκεί, οι Αστυνομικοί οπλισμένοι κυρίως με πιστόλια διαμετρήματος εννέα χιλιοστών (ιδίου διαμετρήματος με το MP5 δηλαδή) και λίγες καραμπίνες των 12 Gauge, καθηλώθηκαν από τα «βαριά» πυρά των πολεμικών τυφεκίων με τα οποία τους επιτέθηκαν οι δύο «αλεξίσφαιροι» ληστές. Εκείνη την ημέρα, βλήθηκαν σχεδόν 2.000 φυσίγγια εκατέρωθεν σε μια ένοπλη συμπλοκή που διήρκησε 44 λεπτά. Τότε διαπιστώθηκε (με δυσάρεστο τρόπο) πως τα μικρά τυφέκια – αραβίδες, όπως το Μ4, τα οποία θα είχαν καταφέρει με το ενδιάμεσο διαμέτρημά τους (5.56x45mm) να διατρήσουν την αλεξίσφαιρη προστασία των ληστών, δε θα έπρεπε να είναι «προνόμιο» μόνο των ειδικών ομάδων S.W.A.T.

Εν μέσω ανεδαφικών αντιδράσεων (με πολιτικές σκοπιμότητες) και αδικαιολόγητων φόβων για στρατιωτικοποίηση της Αστυνομίας, ορθώς τελικά αποφασίστηκε να χορηγηθούν τυφέκια οικογένειας Μ4 και στους αστυνομικούς περιπολίας, οι οποίοι ανταποκρίνονται πρώτοι σε περιστατικά υψηλού κινδύνου. Το παράδειγμα του L.A.P.D. των Η.Π.Α., ακολούθησαν σταδιακά σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη.

Στο στρατιωτικό σκέλος, το μεγάλο μειονέκτημα του υποπολυβόλου είναι το μικρό δραστικό του βεληνεκές. Απ’ όταν ξεκίνησε ο «πόλεμος κατά της διεθνούς τρομοκρατίας» το 2001, οι στρατιωτικές μονάδες των Η.Π.Α. και των άμεσων συμμάχων τους που επιχειρούσαν κυρίως στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, εμπλέκονταν όλο και πιο συχνά σε μάχες εγγύς απόστασης. Η ειδοποιός διαφορά όμως είναι πως μια αστυνομική μονάδα επιχειρεί κατά κανόνα σε περιβάλλον μικρών αποστάσεων αμιγώς αστικού περιβάλλοντος και με συγκεκριμένες κατευθύνσεις απειλών. Στον αντίποδα, η στρατιωτική μονάδα επιχειρεί σε μεσαίες αποστάσεις (πριν φτάσει να εμπλακεί σε C.Q.B.) και μικτό περιβάλλον (αστικό και μη), ενώ οι απειλές προέρχονται από περιβάλλον 360 μοιρών.

H OΠΚΕ επιβάλλεται να ενισχυθεί με βαρύ οπλισμό όπως Μ4.

Η Ελλάδα παρ’ όλες αυτές τις τεκμηριωμένες διαπιστώσεις, δεν έχει «ευθυγραμμιστεί» ούτε με τις αστυνομίες των Η.Π.Α., αλλά ούτε με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, παρά τη διαχρονική αναγκαιότητα για προμήθεια αστυνομικών τυφεκίων ως απάντηση στα «βαριά» Καλάσνικοφ των κακοποιών. Το ταμπού της δήθεν στρατιωτικοποίησης έχει ξεπεραστεί προ πολλού σε κράτη παραπλήσιας κουλτούρας και νομικής φιλοσοφίας, όπως η Ιταλία (όπου οι αστυνομικές υπηρεσίες φέρουν μεταξύ άλλων τυφέκια Beretta AR70/90 ακόμη και στις πεζές περιπολίες των σταθμών μετρό) και η Γαλλία (με τα τυφέκια FAMAS σε ευρεία αστυνομική χρήση).

Στην Ελλάδα δυστυχώς παρατηρείται τεχνολογική αλλά και νομική υστέρηση. Η τεχνολογική υστέρηση έγκειται στο γεγονός της αδυναμίας μας να ακολουθήσουμε τις διεθνείς τάσεις σε πολλά επίπεδα, μεταξύ αυτών και του εκσυγχρονισμού του οπλοστασίου. Είναι χαρακτηριστικό πως για τον αστυνομικό περιπολίας δεν έχει εδώ και δεκαετίες προβλεφθεί ένα «ενδιάμεσο» επωμιζόμενο όπλο ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο «αδύναμο» υποπολυβόλο MP5 και στο πανίσχυρο τυφέκιο μάχης G3.

Το διαμέτρημα των 9 χλστ δεν αρκεί. Από την άλλη δεν είναι λύση τα G3 λόγω πολύ ισχυρού διαμετρήματος εντός αστικού ιστού.

Στην άλλη όψη του ιδίου νομίσματος, η νομική υστέρηση έγκειται στο ότι ο σχετικός νόμος περί οπλοφορίας αστυνομικών απαγορεύει ρητά την οποιαδήποτε τεχνική αναβάθμιση των οπλικών συστημάτων, μεταξύ αυτών και των MP5. Ένα κρίσιμο και συνάμα αναπάντητο ερώτημα είναι το πώς μπορεί να επιχειρήσει κάποιος αστυνομικός με υποπολυβόλο MP5 σε συνθήκες χαμηλού/καθόλου φωτισμού, αφού από τη μία δεν επιτρέπεται νομικά η προσαρμογή φακού στο όπλο, ενώ από την άλλη είναι αδύνατον να χειριστεί κανείς το υποπολυβόλο κρατώντας ταυτόχρονα φακό χειρός.

Αυτό το νομικό κενό έχει ουσιαστικά οδηγήσει σε de facto μη ευρεία χρησιμοποίηση του υποπολυβόλου MP5, καθώς οι μάχιμοι αστυνομικοί γνωρίζουν πως δε μπορούν να το χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά στο σκοτάδι. Σε όλα τα παραπάνω θα ήθελα να προσθέσω ένα ακόμη δεδομένο το οποίο δε λαμβάνεται συχνά υπ’ όψιν. Τα τελευταία χρόνια έχουν επέλθει ριζικές αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα των ενστόλων, με αποτέλεσμα να υπηρετούν στην ελληνική αστυνομία άνθρωποι μεγάλων ηλικιών (οι οποίοι παλαιότερα θα είχαν αποστρατευτεί προ πολλού).

Αυτό έχει ως συνέπεια να υπάρχει μεγάλος αριθμός Ελλήνων αστυνομικών που πάσχουν από πρεσβυωπία και άλλες οφθαλμολογικές παθήσεις, καθαρά λόγω ηλικίας. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο όλοι αυτοί οι «πρεσβύωπες αστυνομικοί» μπορούν να σκοπεύσουν σωστά και αποτελεσματικά με ένα όπλο ακριβείας το οποίο φέρει σκοπευτικά κλειστού τύπου, όπως το υποπολυβόλο MP5. Υπογραμμίζεται το οτι στον ίδιο νόμο περί οπλοφορίας αστυνομικών απαγορεύεται ρητά και η τοποθέτηση οποιουδήποτε σκοπευτικού βοηθήματος όπως λ.χ. ερυθρής κουκίδας.

Βιβλιογραφία – πηγές:

Βιβλιογραφία – πηγές:

– Fight at night: Tools, Techniques, Tactics,

and Training For Combat In Low Light and Darkness,

του Andy Stanford

– For some British Bobbies, a gun comes with job, του NBCnews

–  Wikipedia, the free encyclopedia