Το Ιππικό συμμετείχε ένδοξα στον Ελληνοιταλικό και Ελληνογερμανικό πόλεμο, συνεισφέροντας στις επιτυχίες των ελληνικών όπλων, με τρείς Σχηματισμούς: την Μεραρχία Ιππικού, την Ταξιαρχία Ιππικού και την ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία.

Γράφει ο Ταξίαρχος (εα) ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΟΤΑΡΙΔΗΣ για το ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΑΠΟΣΤΡΑΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΙΠΠΙΚΟΥ-ΤΕΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΩΝ

Η Δράση της Μεραρχίας Ιππικού

Προκειμένου να κατανοηθεί η σημαντική συμβολή της Μεραρχίας Ιππικού, παρατίθενται χρονολογικά τα γεγονότα, για τα οποία κύρια πηγή πληροφοριών απετέλεσε η Έκθεση Πεπραγμένων της, που διασώθηκε σε πρωτότυπο στο αρχείο του Στρατηγού Στανωτά (72 σελίδες), διασταυρωμένη με τον ΣΚ 900-23 (Ιστορία του Ιππικού-Τεθωρακισμέων), τα στοιχεία της ΔΙΣ/ΓΕΣ και με άλλες εκδόσεις.

Τον Οκτώβριο του 1940, όταν ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος ο Ελληνικός Στρατός δεν διέθετε τεθωρακισμένα άρματα μάχης, κι έτσι το Ιππικό αποτελείτο μόνον από ίππους. Παραγγελίες αρμάτων που είχαν γίνει στην Αγγλία και Γαλλία, ενώ πληρώθηκαν, τα άρματα δεν παραδόθηκαν, αφού δεσμεύθηκαν το 1938, εν όψει του επερχομένου πολέμου1. Οι Μονάδες Ιππικού είχαν μικτή σύνθεση και διέθεταν ίππους και αυτοκίνητα, συνδυάζοντας ταχυκινησία και ευκινησία. Μόνον κατά τα ¾ οι ίπποι ήταν στρατιωτικοί, ενώ οι υπόλοιποι ήταν είτε νεόλεκτοι (νεόλεκτοι = νεοείσακτοι) ανεκπαίδευτοι, είτε επιτασσόμενοι κέλητες, με συνέπεια την ανομοιομορφία. Ιπποι έλξεως προβλεπόταν μόνον επιτασσόμενοι. Οι ιπποσκευές τους όμως ήταν πλήρεις.

Κάθε Ιλη Ιππικού διέθετε 12 οπλοπολυβόλα και κάθε Πυροβολαρχία 12 πολυβόλα, ήτοι 60 αυτόματα όπλα κατά Σύνταγμα. Επιπλέον, κάθε Σύνταγμα διέθετε 4 όλμους 81χλς. Η Εφιππη Μοίρα διέθετε 3 Πολυβολαρχίες και μια Ιλη, ήτοι 48 αυτόματα όπλα. Δεν υπήρχαν αντιαρματικά. Η Εφιππη Μοίρα Πυροβολικού διέθετε 8 πυροβόλα των 75 χλστ. Η Ορειβατική Α/Α Πυροβολαρχία διέθετε 4 πυροβόλα των 20 χλστ.

Η γενική επιστράτευση βρήκε το στρατηγείο της Μεραρχίας Ιππικού στη Θεσσαλονίκη, με διοικητή τον Υποστράτηγο Γεώργιο Στανωτά. Στο γενικώτερο κλίμα της εποχής ήταν φανερό οτι επίκειτο πόλεμος και έτσι η διοίκηση είχε έγκαιρα επιδοθεί στη μεθοδική προετοιμασία της επιστρατεύσεως. Ολες οι πτυχές των σχεδίων εκστρατείας είχαν μελετηθεί απο τα στελέχη και οι διαδικασίες επιστρατεύσεως είχαν δοκιμαστεί επανειλλημένως.

Βάσει των προβλεπομένων ενεργειών, συγκεκριμένα του Σχεδίου «ΙΒ» (Ιταλία – Βουλγαρία), ο επιχειρησιακός ρόλος της Μεραρχίας ήταν να αποτελέσει την εφεδρεία του Αρχιστρατήγου Παπάγου, προσανατολισμένη να δράσει στη ευρύτερη περιοχή Σιδηροκάστρου, ενισχύοντας τη Γραμμή Μεταξά.

Η σύνθεση του επιτελείου της Μεραρχίας Ιππικού εκείνη την εποχή ήταν :

Επιτελάρχης : Αντισυνταγματάρχης Σόλων Γκίκας

Δντης 1ου Γραφείου : Ιλαρχος Κων/νος Σαρίμπεης

Δντης 2ου Γραφείου : Ιλαρχος Ηρακλής Σκανδάλης

Δντης 3ου Γραφείου : Επίλαρχος Γεώργιος Κανελλάκης

Δντης 4ου Γραφείου: Επίλαρχος Κων/νος Παπαχριστόπουλος

Διοικητής Πυροβολικού : Συνταγματάρχης Δημήτριος Νίκας (απο 2 Νοεμβρίου, ο Συνταγματάρχης Αλέξανδρος Ασημακόπουλος)

Στις 28 Οκτωβρίου 1940, η συγκρότηση δυνάμεων της Μεραρχίας ήταν :

Στρατηγείο Μεραρχίας Ιππικού,

Στρατηγείο της Ταξιαρχίας Ιππικού, που ήταν ξεχωριστός Σχηματισμός υπο διοίκηση της Μεραρχίας, με διοικητή τον Συνταγματάρχη Σωκρ. Δημάρατο,

1ο Σύνταγμα Ιππικού (Θεσσαλονίκης) του οποίου μια Επιλαρχία θα συγκροτείτο στη Λάρισα απο την Σχολή Εφαρμογής Ιππικού, με διοικητή τον Συνταγματάρχη Σ. Παπαθανασίου,

3ο Σύνταγμα Ιππικού (επιστρατευόμενο στις Σέρρες) με διοικητή τον Συνταγματάρχη Ι. Νομικό,

Μηχανοκίνητο Σύνταγμα Ιππικού (στην Ευκαρπία Θεσσαλονίκης) με διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Ε. Ασημακόπουλο,

Μοίρα Εφίππου Πυροβολικού,

Μηχανοκίνητη Πυροβολαρχία Skoda,

Ιλη Μηχανικού, Ιλη Διαβιβάσεων,

Υγειονομικό Απόσπασμα (επιστρατευόμενο στη Λάρισα), Κτηνιατρικό Απόσπασμα και

Απόσπασμα Επιμελητείας.

Τα πρώτα τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού μεταφέρθηκαν στο Λαγκαδά, για την επιστράτευση και εν συνεχεία κινήθηκαν προς την Πίνδο. Η Ταξιαρχία Ιππικού, κατά την πρώτη περίοδο κινήθηκε και έδρασε υπό διοίκηση του Β’ Σώματος Στρατού (Β’ΣΣ), ανεξάρτητα απο την Μεραρχία Ιππικού. Στο μεταξύ ο Υποστράτηγος Στανωτάς επέβλεψε την επίταξη ίππων και μάλιστα εξέφρασε επανειλημμένα την ικανοποίησή του για την προθυμία με την οποία οι πολίτες παραχωρούσαν τα άλογά τους. Χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα επιτάχθηκαν 5.000 ίπποι, για την συγκρότηση και των υπολοίπων μονάδων της Μεραρχίας.

Ως τομέας ενεργείας ορίστηκε η περιοχή του Μετσόβου. Με την άφιξη της στην Καλαμπάκα η Μεραρχία Ιππικού ενισχύθηκε με το 4ο Σύνταγμα Πεζικού (μείον ένα τάγμα), ένα τάγμα του 7ου Συντάγματος Πεζικού και μια Πυροβολαρχία 155mm.

Η νέα αποστολή της Μεραρχίας Ιππικού ήταν να εξασφαλίσει τον άξονα Ιωάννινα-Καλαμπάκα, ο οποίος κινδύνευε σοβαρά να αποκοπεί εξαιτίας της διείσδυσης της 3ης Μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια», από την άνω κοιλάδα του Αώου και την κοιλάδα του Ζαγορίτικου, να επιτεθεί στην κατεύθυνση Ελεύθερο – Κόνιτσα και να αποκαταστήσει σύνδεσμο με τη σκληρά δοκιμαζόμενη VIII Mεραρχία και το Β’ Σώμα Στρατού. Η νέα αποστολή σε χώρο διαφορετικό απο τον προβλεπόμενο, απαιτούσε σημαντική προσαρμογή αφ ενός της συγκρότησης της, αφ ετέρου των τρόπων ενεργείας της, διότι θα ενεργούσε σε ορεινό έδαφος αντί του πεδινού, όπου συνήθως επιχειρεί το Ιππικό. Δεν υπήρχαν ούτε χάρτες της περιοχής Ηπείρου και μόλις την 31 Οκτωβρίου ο Επιτελάρχης πήρε φύλλα χάρτου απο άλλους Σχηματισμούς στην Κοζάνη.

Την 1η Νοεμβρίου το Στρατηγείο της Μεραρχίας Ιππικού, αφού επέβλεψε την ταχεία επιστράτευση, είχε εγκατασταθεί ήδη στο Μέτσοβο, έχοντας διανύσει τα 300 χλμ απο Θεσσαλονίκη σε ελάχιστο χρόνο. Οι υφιστάμενες μονάδες της, μόλις συμπλήρωναν στοιχειώδη δύναμη, κατευθύνοντο προς εκεί με όση ταχύτητα μπορούσαν. Η ιταλική αεροπορία βομβάρδιζε χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία την οδό Καλαμπάκα-Μέτσοβο. Στη γενικώτερη διάταξη δυνάμεων η Μεραρχία Ιππικού αποτελούσε το βορειότερο άκρο δεξιό του Α’ Σώματος Στρατού, ενώ δεξιότερα υπήρχε η Ιη Μεραρχία του Β’ΣΣ. Η Μεραρχία Ιππικού ανέλαβε την εξασφάλιση του ορεινού όγκου Κουκουράτζα, 25 χλμ βορειοδυτικά του Μετσόβου.

Η Μεραρχία Ιππικού στην αρχή του αγώνα (χάρτης της ΔΙΣ/ΓΕΣ)

Η ιταλική διείσδυση στο τομέα Πίνδου είχε δημιουργήσει έναν θύλακα, που άρχισε να συμπιέζεται απο την είσοδο της Μεραρχίας Ιππικού στον αγώνα.

Η πρώτη επαφή με τους επιτιθέμενους Ιταλούς πραγματοποιήθηκε το μεσημέρι της 3ης Νοεμβρίου στη Βωβούσα, όπου το Τάγμα Χατζηδάκη ενίσχυσε τον προσβαλλόμενο Λόχο Παππά του 51 Συντάγματος Πεζικού. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας η Ταξιαρχία Ιππικού ανακατέλαβε τη Σαμαρίνα ενώ την επομένη η Μεραρχία Ιππικού ανακατέλαβε τη Βωβούσα. Ο αγώνας συνεχίσθηκε με σφροδρότητα μέχρι τις μεσημβρινές ώρες της 4ης Νοεμβρίου, οπότε οι Ιταλοί υποχώρησαν. Ηταν αγώνας κυρίως εναντίον του χρόνου που χρειαζόταν οι Ελληνες για να φθάσουν στο μέτωπο αρκετές δυνάμεις ώστε να στηρίξουν την άμυνα της περιοχής.

Αυτές οι πρώτες επιτυχίες της Μεραρχίας Ιππικού, που πολέμησε και νίκησε χωρίς ουσιαστική προπαρασκευή, χωρίς οργανωμένο σύστημα τροφοδοσίας και ανεφοδιασμού, μπαίνοντας στη μάχη «αυθόρμητα» με την σταδιακή προσέλευση των Μονάδων της στο μέτωπο, επηρέασαν την έκβαση του Ελληνοιταλικού πολέμου και ανύψωσαν το ηθικό του Στρατού. Αργότερα, αυτή η ορμητική επιχείρηση σχολιάστηκε θετικά απο τους Συμμάχους.

Απο τις 6 Νοεμβρίου, η Μεραρχία Ιππικού με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου υπήχθη υπο το Α’ Σώμα Στρατού (Α’ΣΣ). Με απευθείας τηλεφωνική διαταγή, ο Αντιστράτηγος Π. Δεμέστιχας ζήτησε απο τον Στανωτά να εκκαθαρίσει την περιοχή γύρω απο το Δίστρατο.

Δύο ημέρες αργότερα, η Ταξιαρχία Ιππικού κατέλαβε το Δίστρατο. Εκεί αιχμαλώτισε μεγάλο αριθμό Ιταλών και το ορεινό χειρουργείο της Μεραρχίας «ΤΖΟΥΛΙΑ», όπου νοσηλεύονταν 200 τραυματίες. Μια ώρα μετά την Ταξιαρχία Ιππικού έφθασαν στο Δίστρατο και τα πρώτα τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού, τα οποία είχαν δώσει σκληρούς αγώνες μεταξύ Βωβούσας και Δίστρατου, ενώ παράλληλα αντιμετώπιζαν μεγάλες δυσχέρειες με τις μονάδες πεζικού οι οποίες είχαν επιστρατευθεί εσπευσμένα και δεν είχαν την απαιτούμενη συνοχή. Μεγάλα προβλήματα είχε επίσης η Μεραρχία με τον ανεφοδιασμό της σε τρόφιμα και πυρομαχικά από το Μέτσοβο μέχρι τη Βωβούσα, λόγω έλλειψης μεταγωγικών. Παρά τα προβλήματα ο Στανωτάς διετάχθη να στραφεί προς Ελεύθερο-Κόνιτσα, νοτίως του όρους Σμόλικα, ώστε να διευκολύνει την ενέργεια του Β’ Σώματος Στρατού προς την κατεύθυνση αυτή.

Στις 9 Νοεμβρίου ιταλικά τμήματα επιτέθηκαν στα υψώματα Κλέφτης και Νταλιάπολη, αλλά αποκρούσθηκαν και διασκορπίσθηκαν εγκαταλείποντας οπλισμό και υλικό, καθώς και την πολεμική σημαία του ΙΙΙ/9 Τάγματος Αλπινιστών. Μεγάλος αριθμός Ιταλών παραδόθηκε σε τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού, τα οποία ενεργούσαν πλέον προς τις Πάδες και το Ελεύθερο.

Την 10 Νοεμβρίου τμήματα της Μεραρχίας και της Ταξιαρχίας Ιππικού που κατευθύνονταν προς τη διάβαση της Σούσνιτσας συνάντησαν φάλαγγα του 8ου Συντάγματος Αλπινιστών δυτικά του χωριού Ελεύθερο. Μετά από επτάωρο σκληρό αγώνα κατόρθωσαν να τη διαλύσουν, αιχμαλωτίζοντας 12 αξιωματικούς και 700 οπλίτες και κυριεύοντας πολλά υλικά, το αρχείο και το ταμείο της «ΤΖΟΥΛΙΑ», 100 ημιόνους και 5 όλμους. Οι απώλειες των Ιταλών ανήλθαν στους 300 νεκρούς. Η τηλεφωνική αναφορά του Στανωτά ήταν το πρώτο χαρμόσυνο άγγελμα για τους Ελληνες, αλλά και για όλους τους αγωνιζόμενους ευρωπαίους.

Την επόμενη ημέρα, το 9ο Σύνταγμα Αλπινιστών διατάχθηκε να κρατήσει τον αυχένα Χρηστοβασίλη, ώστε να καλύψει την υποχώρηση ιταλικών τμημάτων του προς την Κόνιτσα. Εκεί δέχθηκε σφοδρή επίθεση τμημάτων της Μεραρχίας Ιππικού. Μετά πολύωρο αγώνα οι Ιταλοί ανατράπηκαν και καταδιώχθηκαν, αφήνοντας πλήθος υλικών στο δρόμο. Στις 12 Νοεμβρίου η Μεραρχία Ιππικού συνέχισε την κίνηση προς δυσμάς.

Στις 13 Νοεμβρίου, η Μεραρχία Ιππικού, η οποία ήδη είχε ενισχυθεί με το 4ο Σύνταγμα Πεζικού της Ι Μεραρχίας, έλαβε επαφή με το 9ο Σύνταγμα Αλπινιστών και το 139ο Σύνταγμα της Μεραρχίας «ΜΠΑΡΙ», στη θέση Προφήτης Ηλίας Κόνιτσας-Ιτιά-Λιθάρι. Το επόμενο διήμερο χαρακτηρίσθηκε απο σφοδρή ανταλλαγή πυρών και την νύχτα 15/16 Νοεμβρίου σύνταγμα της Μεραρχίας Ιππικού ενήργησε στη κατεύθυνση Ιτιά-Κόνιτσα, ενισχύοντας έτσι την προσπάθεια της Ι Μεραρχίας.

Στις 16 Νοεμβρίου, τμήματα της Μεραρχίας κατέλαβαν την Κόνιτσα, που είχε πυρποληθεί στο μεγαλύτερο μερος και προχώρησαν ακόμη 3 χιλιόμετρα δυτικά. Η άλλοτε επίλεκτη «ΤΖΟΥΛΙΑ», η καλύτερη μονάδα του ιταλικού στρατού, με άνδρες καταγόμενους απο τις Αλπεις, εξοικειωμένους στον ορεινό αγώνα, είχε περιέλθει σε τραγική κατάσταση και η Μεραρχία Ιππικού είχε συντελέσει καθοριστικά σε αυτή την επιτυχία.

Οι αγώνες της Μεραρχίας Ιππικού δεν σταμάτησαν εδώ. Στις 20 Νοεμβρίου συνεχίζοντας την επιθετική της ενέργεια, πέρασε από την κατεστραμμένη γέφυρα Μπουραζάνι και κατέλαβε, μετά από «αγώνα εκ του συστάδην» το χωριό Μελισσόπετρα. Τη νύχτα 21/22 τμήματα της Μεραρχίας διέβησαν τον ποταμό Σαραντάπορο2 αφού οι Ιταλοί στην υποχώρηση τους είχαν καταστρέψει την γέφυρα της Μέρτζανης, εκδιώχνοντας τους βόρεια των συνόρων και αποκαθιστώντας πλέον το εθνικό έδαφος. Την 23 Νοεμβρίου κατέλαβαν το χωριό Τσαρτσοβα και την περιοχή Ραντάχοβα, δυτικά του Λεσκοβικίου, αποκαθιστώντας την οδική συγκοινωνία Ιωάννινα – Κόνιτσα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΔΙΣ/ΓΕΣ η δύναμη της Μεραρχίας Ιππικού ανερχόταν τότε σε 7.000 άνδρες, 12 πυροβόλα και 4.800 κτήνη. Οι αλλεπάλληλες αυτές επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού δημιούργησαν σοβαρή κρίση στην Ιταλική ηγεσία, με συνέπεια στις 26 Νοεμβρίου την παραίτηση του αρχηγού του ιταλικού Γενικού Επιτελείου Στρατάρχη Μπαντόλιο, προκαλώντας επακόλουθες αντικαταστάσεις των επικεφαλής των ιταλικών στρατιών.

Εως τις 27 Νοεμβρίου, η Μεραρχία Ιππικού πέτυχε να προωθηθεί μέχρι τον ποταμό Λεγκατίτσα, του οποίου οι Ιταλοί κατείχαν την δυτική όχθη. Μετά από «πείσμονα αγώνα»3 τα τμήματα της έφθασαν στην ανατολική όχθη του ποταμού Αώου, ενώ οι Ιταλοί άρχισαν να εγκαταλείπουν την Πρεμετή. Απο την 28 Νοεμβρίου, η Μεραρχία Ιππικου τέθηκε υπο διοίκηση του Β’ Σώματος Στρατού.

Την 2 Δεκεμβρίου οι Ιταλοί υποχωρώντας ανατίναξαν τη γέφυρα της Πρεμετής. Την επόμενη μέρα η Μεραρχία Ιππικού συνεχίζοντας την επίθεση της κατέλαβε την ομώνυμη πόλη και συνέλαβε 250 αιμαλώτους.

Η Μεραρχία Ιππικού στις 4 Δεκεμβρίου, συνεχίζοντας την επιθετική της ενέργεια, κατέλαβε το ορεινό συγκρότημα Μάλι Μποντάριτ, προωθήθηκε πέρα από τον ποταμό Λούμνιτσα και την 8 Δεκεμβρίου κατέλαβε το ύψωμα 1150, που δέσποζε στην περιοχή βορειοδυτικά του χωριού Αλή Ποστιβάνι. Με την απελευθέρωση της Κόνιτσας και Πρεμετής τελείωσε και τυπικά η Μάχη της Πίνδου, μια από τις πιο αποφασιστικές και δραματικές του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Αν η επίλεκτη Μεραρχία Αλπινιστών κατόρθωνε να καταλάβει το Μέτσοβο, ο ελληνικές δυνάμεις του μετώπου της Ηπείρου θα χωρίζονταν από εκείνες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Ο Στρατηγός Στανωτάς με τη Μεραρχία του συνέβαλε τα μέγιστα στην εξάλειψη αυτού του κινδύνου και δικαίωσε τις προσδοκίες του Γενικού Στρατηγείου. Ο ίδιος επιδεικνύοντας ένα σπάνιο ήθος αρνήθηκε τα εύσημα των επίσημων ανακοινωθέντων και τους αποθεωτικούς χαρακτηρισμούς του Τύπου και τα απέδωσε στους κατοίκους της Ηπείρου, τον ηρωισμό των οποίων δεν ξέχασε ποτέ.

Ο αγώνας υπέρ πατρίδος βρισκόταν ήδη στο μέσο του χειμώνα και άρχισαν να υπάρχουν σοβαρές δυσχέρειες στις φίλιες δυνάμεις, λόγω της σφοδρής κακοκαιρίας, της αδυναμίας υποστήριξης πυροβολικού, της εξάντλησης αποθεμάτων πυρομαχικών, τροφίμων και εφοδίων και της αεροπορικής υπεροχής του εχθρού.

Ο Αγγελος Τερζάκης περιγράφει γλαφυρά τις δύσκολες συνθήκες, υμνώντας τον αγώνα του ιππικού4 : «…Δύο ομάδες ιππικού που έχουν προελάσει στη Φτέρα, στο δρόμο προς τη Χειμάρα, χάνουν διακόσια άλογα απο πνίξιμο ή γκρέμισμα στις κακοτοπιές. Το ιππικό άλλωστε παντού, σε όλα τα μέτωπα, πεζομαχεί, ξανακαβαλικεύει, καταδιώκει, πεζεύει, πολεμάει σαν δυο ξεχωριστά όπλα».

Για την ίδια περίοδο γράφει ο Raymond Cartier5 : «Στην Αλβανία ο πόλεμος είναι φρικαλέος. Ο χειμώνας είναι φοβερός. Οι Ιταλοί δεν είναι καλά ντυμένοι, αλλά οι Έλληνες είναι γυμνοί. Τα όπλα τους είναι γαλλικής και γερμανικής κατασκευής και η αντικατάσταση των πολεμοφοδίων συναντά ανυπέρβλητες δυσκολίες. Οι Άγγλοι στέλνουν 180.000 ζεύγη άρβυλα, 300.000 ζεύγη κάλτσες, 200.000 κλινοσκεπάσματα, το υλικό που έπεσε στα χέρια τους στο Σίντι-Μπραράνι και στη Μπαρντία, στρέφοντας έτσι εναντίον των κατασκευαστών τους πυροβόλα που αποδείχθηκαν ανίσχυρα εναντίον τους. Η βοήθεια αυτή δεν εμποδίζει να μετρούνται σε χιλιάδες τα κρυοπαγήματα που παθαίνουν οι Έλληνες και να χαλαρώνεται ο πόλεμος από έλλειψη εφοδίων».

Στις 5η Δεκεμβρίου, αποφασίστηκε η ενίσχυση του Β’ ΣΣ με την διάθεση της ΧV Μεραρχίας και η αντικατάσταση της Ταξιαρχίας Ιππικού και της V Ταξιαρχίας Πεζικού, οι οποίες στερούντο οργάνων ανεφοδιασμού. Από τις 9 Δεκεμβρίου, με διαταγή του Β’ΣΣ, η Μεραρχία Ιππικού διέκοψε τις νικηφόρες επιθετικές της επιχειρήσεις, την επομένη αντικαταστάθηκε από την Ιη Μεραρχία και επανήλθε βορειοδυτικά της Πρεμετής, στη διάθεση του Γενικού Στρατηγείου.

Από τις 14 έως τις 26 Δεκεμβρίου το στρατηγείο της Μεραρχίας Ιππικού ήταν εγκατεστημένο στο χωριό Τραπεζίτσα. Οι μονάδες της Πεζικού και Πυροβολικού διετέθησαν στην Ιη Μεραρχία και έτσι υπό τη Μεραρχία Ιππικού παρέμειναν η Ταξιαρχία Ιππικού και το 3ο Σύνταγμα Ιππικού, το οποίο είχε αποφασισθεί να παραμείνει πλέον ως αμιγής μονάδα ιππικού.

Απο τις 27 Δεκεμβρίου 1940 έως τις 17 Φεβρουαρίου 1941, η Μεραρχία και οι μονάδες της στάθμευσαν στην περιοχή Ελαίας (Λίμνη), για ανάπαυση και ανασυγκρότηση, με αποστολή γενική εφεδρεία του Αρχιστρατήγου. Το 1ο Σύνταγμα Ιππικού βρισκόταν στη περιοχής Κονίτσης και το 3ο Σύνταγμα Ιππικού στη περιοχή Βασιλικού-Λαχανόκαστρου. Ο περιορισμός των επιχειρήσεων επιβλήθηκε από τις πολύ κακές καιρικές συνθήκες, με τις συνεχείς χιονοθύελλες. Σε πολλές περιοχές το ύψος του χιονιού ξεπέρασε τα 2 μέτρα, προκαλώντας σημαντικές απώλειες μη-μάχης σε άνδρες και κτήνη και αδυναμία ανεφοδιασμού. Η γενική ανασυγκρότηση ήταν αναγκαία.

Η Δράση της Ταξιαρχίας Ιππικού

Η Ταξιαρχία του Ιππικού, είχε έδρα τη Θεσσαλονίκη και βρισκόταν υπό τη Διοίκηση της Μεραρχίας του Ιππικού. Μετά από την επιστράτευση στις 28 Οκτωβρίου 1940 εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Λαγκαδά.

Στις 30 Οκτωβρίου, μετά από εντολή του Γενικού Στρατηγείου, η Ταξιαρχία τέθηκε υπό τις διαταγές του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) και μετακινήθηκε προς την Κοζάνη, μέσω Βέροιας, όπου έφτασε σιδηροδρομικώς μαζί με τις πρώτες Μονάδες, οι οποίες τέθηκαν υπό τις διαταγές της, που ήταν: Μία Ιλη Ιππικού (με 12 οπλοπολυβόλα) του Μηχανοκινήτου Συντάγματος και μία Πυροβολαρχία Σκόντα (4 πυροβόλα). Εγραψε ο διοικητής της Δημάρατος σε εφημερίδα το 1961: « Την πενιχρότητα των υλικών δυνάμεων υπερκάλυπτε το αφαντάστως ακμαίον ηθικόν των αξιωματικών και οπλιτών. Η φάλαγξ διερχομένη μέσω των πόλεων γίνεται αντικείμενον θερμοτάτων πατριωτικών εκδηλώσεων. Ιππείς και πυροβολητές εδέχοντο βροχήν άνθη και ζωηράς ευχάς δια την νίκην».

Η αποστολή της Ταξιαρχίας ήταν να κινηθεί προς το Δουτσικό και να εξασφαλίσει τις διαβάσεις από τη Σαμαρίνα προς τα Γρεβενά, και επίσης να απειλήσει τα πλευρά του εχθρού στην περίπτωση που αυτός αποφάσιζε να κινηθεί από τη Σαμαρίνα προς το Δίστρατο. Στην Ταξιαρχία του Ιππικού διατέθηκαν επίσης: Το 1ο Σύνταγμα Ιππικού (2 Ιλες), το οποίο κινήθηκε από την περιοχή του Λαγκαδά, όπου επιστρατεύθηκε, προς τα Γρεβενά. Η Β Ομάδα Αναγνωρίσεως, υπό την οποία τέθηκε η Επιλαρχία Μέξα του 1ου ΣΙ, η οποία έφυγε από τη Λάρισα στις 13. 30 της 29ης Οκτωβρίου και έφθασε στο Δουτσικό στις 2 Νοεμβρίου. Το 1/51 Τάγμα Πεζικού, το οποίο βρισκόταν σ’ αυτήν την περιοχή. Στις 2/11/1940, στις 11. 00, άρχισαν να καταφθάνουν με αυτοκίνητα στο Δουτσικό τα πρώτα τμήματα του 1ου Συντάγματος Ιππικού που κινήθηκαν αμέσως προς τον αυχένα Σκούρτζα. Την ίδια μέρα διατέθηκε στην Ταξιαρχία το 1/51 Τάγμα.

Την επομένη η Ταξιαρχία αποφασίστηκε να κινηθεί προς το χωριό Σαμαρίνα το οποίο κατελήφθη τελικά στις 15.30 μετά από αγώνα και η Ελαφρά Ίλη συνέλαβε 11 αιχμαλώτους που ανήκαν στο 8ο Σύνταγμα Αλπινιστών. Από το πρωί της 4ης Νοεμβρίου μία Επιλαρχία της Β Ομάδας Αναγνωρίσεως προωθήθηκε προς τον αυχένα «Ρωμιού», τον οποίο και κατέλαβε συλλαμβάνοντας αρκετούς αιχμαλώτους. Μετά την κατάληψη του «Ρωμιού» και της Σαμαρίνας η Ταξιαρχία είχε κατορθώσει να αποκόψει μία από τις κύριες οδούς ανεφοδιασμού και σύμπτυξης των Ιταλών.

Από τις 5 μέχρι τις 8 Νοεμβρίου οι αγώνες της Ταξιαρχίας έχουν ως σκοπό την αποκοπή και του τελευταίου δυνατού δρομολογίου σύμπτυξης του εχθρού, από το Δίστρατο προς τα Αρματα-Πόδες. Οι μάχες του 1ου Συντάγματος Ιππικού με τις συγκεντρωμένες Ιταλικές δυνάμεις έμειναν στην ιστορία. Το ζωτικό ύψωμα Σμιλιάνι καταλήφθηκε και από Ιταλούς και από Έλληνες πολλές φορές μέχρι τελικά να κρατηθεί οριστικά από το 1ο Σύνταγμα Ιππικού που το πέτυχε αυτό με σφοδρή αντεπίθεση. Στους αγώνες της 7ης Νοεμβρίου το 1ο Σύνταγμα Ιππικού είχε έναν Αξιωματικό και επτά οπλίτες νεκρούς, καθώς και οκτώ οπλίτες τραυματίες.

Στις 8 Νοεμβρίου, στις 11. 00, τμήμα της Β Ομάδας Αναγνωρίσεως κατέλαβε το χωριό Δίστρατο και συνέλαβε αιχμαλώτους έναν Αξιωματικό, 29 οπλίτες, καθώς και χειρουργείο με 30 νοσηλευομένους οπλίτες. Από τις 9 Νοεμβρίου η Β Ομάδα Αναγνωρίσεως της Ταξιαρχίας Ιππικού κινήθηκε από το Δίστρατο προς τα Αρματα -Παδες και καταδίωξε τον εχθρό που υποχωρούσε ήδη από το προηγούμενο βράδυ. Στις 21. 30 της 9ης Νοεμβρίου τμήμα της Ομάδας Αναγνωρίσεως κατέλαβε το χωριό Αρματα και συνέλαβε 55 αιχμαλώτους. Συνεχίζοντας μάλιστα την καταδίωξη, ανέτρεψε τους Ιταλούς, που αμύνθηκαν στα υψώματα Πάδες, και συνέλαβε άλλους 80 αιχμαλώτους. Στις 10 Νοεμβρίου η ίδια Ομάδα Αναγνωρίσεως, σε συνεργασία με το Απόσπασμα του Αώου, συνέλαβε 19 Αξιωματικούς και περίπου 100 οπλίτες.

Η 10η Νοεμβρίου είναι η μέρα που η Ταξιαρχία του Ιππικού τελειώνει τους επιτυχείς αγώνες της στην Πίνδο. Ηδη είχε συνδεθεί με τη Μεραρχία του Ιππικού που συνέχιζε την καταδίωξη του εχθρού, και διατάχθηκε από το Β’ Σώμα Στρατού (Β’ΣΣ) να συγκεντρωθεί για ανασυγκρότηση στη Σαμαρίνα. Από 11-22 Νοεμβρίου αποτελεί εφεδρεία του Β’ ΣΣ στην περιοχή Σαμαρίνας, Φούρκας, Κερασόβου. Κατά τη δεύτερη περίοδο επιχειρήσεων, από 11 Νοεμβρίου έως 7 Δεκεμβρίου 1940 ενήργησε υπό το Β’ ΣΣ στην περιοχή Φράσαρι-Στρέντζι. Κατά τον δεκαπενθήμερο σκληρό αγώνα στο Φράσαρι, σε υψόμετρο 1600μ, τα τμήματα της Ταξιαρχίας δοκιμάστηκαν σκληρά, έφεραν σε πέρας όμως όλες τις αποστολές τους.

Στις 1 Ιανουαρίου 1941 η Ταξιαρχία Ιππικού συγχωνεύθηκε στη Μεραρχία Ιππικού που αναδιοργανώθηκε απο Πεδινή σε Ελαφρά Ορεινή. Ο Συνταγματάρχης Δημάρατος ανέλαβε τη διοίκηση της ΧΙ Μεραρχίας.

Η Δράση της Μεραρχίας Ιππικού κατά των Γερμανών

Η Μεραρχία Ιππικού ενισχύθηκε με την επιστροφή της Έφιππης Μοίρας Πυροβολικού και της Έφιππης Μοίρας Πολυβόλων. Αναφέρει η Εκθεση Πεπραγμένων για την περίοδο αυτή : «…οι άνδρες επανέκτησαν την σωματικήν των ισχύν ταχύτατα χάρις εις το ακμαιότατον ηθικόν όπερ πάντες ούτοι είχον και την παρασχεθείσαν ανάπαυσιν και καλήν τροφήν».

Στις 18 Φεβρουαρίου 1941 το Γενικό Στρατηγείο διέταξε την μετακίνηση της Μεραρχίας Ιππικού και μεταστάθμευση στην περιοχή Κορυτσάς (Μπιτίνσκα), υπό το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) με διοικητή τον Αντιστράτηγο Τσολάκογλου. Η μετακίνηση υλοποιήθηκε με νυκτερινές πορείες, με μεγάλη ταλαιπωρία λόγω ψύχους και ολοκληρώθηκε στις 27 Φεβρουαρίου. Η αμυντική οργάνωση και ανασυγκρότηση συνεχίστηκε μέχρι την 22 Μαρτίου. Την 23 Μαρτίου, το ΤΣΔΜ διέταξε την Μεραρχία Ιππικού να καλύψει αμυντικά τη τοποθεσία Υψ. 924-οδός Πόγραδετς-σύνορα Γιουγκοσλαβίας, νοτίως της λίμνης Οχρίδας και εκεί παρέμεινε μέχρι τις 6 Απριλίου.

Ο Μουσολίνι, προκειμένου να σώσει το γόητρο του, πριν εκδηλωθεί η εκστρατεία των Γερμανών στα Βαλκάνια, άρχισε να σχεδιάζει νέα επίθεση. Η ανοιξιάτικη ιταλική επίθεση «PRIMA VERA» εκδηλώθηκε την 9 Μαρτίου με ιδιαίτερη σφοδρότητα , αλλά το Β’ Σώμα Στρατού και ειδικά η «σιδηρά» Ιη Μεραρχία, στον τομέα της οποίας εκδηλώθηκε η κύρια προσπάθεια των Ιταλών, ήταν άρτια προετοιμασμένες και με αναπτερωμένο το ηθικό, ώστε απέκρουσαν αποτελεσματικά την εχθρική επίθεση.

Στις 29 Ιανουαρίου απεβίωσε ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, μετά απο σύντομη ασθένεια και τον διαδέχθηκε ο Υπουργός Πρόνοιας, τραπεζικός Αλέξανδρος Κορυζής. Παρά την ένταση που δημιουργήθηκε στις διαδοχικές συσκέψεις με τους Βρετανούς, ο Κορυζής τελικά αποδέχθηκε τις ελλιπέστατες συμμαχικές ενισχύσεις, για τις οποίες ο Μεταξάς δίσταζε.

Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 ο Χίτλερ είχε εκδόσει την υπ. αριθμόν 20 Ειδική Οδηγία6 του για τη προπαρασκευή του σχεδίου εισβολής-κατάληψης Σερβίας και Ελλάδας με την ονομασία «ΜΑΡΙΤΑ». Αυτό αρχικά προέβλεπε μόνον την κατάληψη της βόρειας ακτής του Αιγαίου, μέχρι τη περιοχή του Ολύμπου. Ομως, την 27 Μαρτίου 1941, με την αποτυχία της εαρινής επίθεσης των Ιταλών, το πραξικόπημα στη Γιουγκοσλαβία και την άφιξη των συμμαχικών ενισχύσεων στην Ελλάδα, αποφάσισε σε σύσκεψη στο Βερολίνο7 την ταυτόχρονη επίθεση κατά των δύο χωρών και κατάληψη ολόκληρης της Ελλάδας, ώστε να κάνει πλήρη εκκαθάριση των συμμάχων, τροποποιώντας όμως το αρχικό σχέδιο «ΜΑΡΙΤΑ».

Τις παραμονές της γερμανικής επίθεσης, η Μεραρχία Ιππικού, παρά την επιθετική φύση της, ενεργούσε αμυντικά ως Σχηματισμός ΠΖ και εγκαταστάθηκε αμυντικά στην περιοχή νοτιοδυτικά του Πόγραδετς (με έδρα το Ζεμπλάκ) στο αριστερό πλευρό της ΧΙΙΙ Μεραρχίας. Η εξέλιξη της καταστάσεως στη Γιουγκοσλαβία, λόγω της ραγδαίας γερμανικής προέλασης, δημιουργούσε σοβαρό κίνδυνο για τα μέτωπα στην Αλβανία και την κεντρική Μακεδονία. Το Γενικό Στρατηγείο αποφάσισε να μετατοπίσει την αμυντική διάταξη, ώστε να καλύψει επαρκώς το διάδρομο από τη λίμνη Μεγάλη Πρέσπα μέχρι τη Βεύη, αναδιατάσσοντας τις Ελληνικές και τις Συμμαχικές δυνάμεις. Την 6 Απριλίου οι Γερμανοί προσέβαλαν την Γραμμή «ΜΕΤΑΞΑ».

Στις 7 Απριλίου το Γενικό Στρατηγείο διέταξε μετακίνηση της Μεραρχίας Ιππικού, με αποστολή να καλύψει τα νώτα του ΤΣΔΜ και το διαγραφόμενο κενό της συμμαχικής άμυνας λόγω της κατάρρευσης των Γιουγκοσλάβων. Η απόφραξη του διάκενου μεταξύ της περιοχής Κλειδί – Βευη και της λίμνης Μεγάλης Πρέσπας ανετέθη στην Μεραρχία Ιππικού. Η εντολή ήταν να αμυνθεί κατά μηκος της κορυφογραμμής του όρους Βέρνον απο Νυμφαίον μέχρι περιοχή Λαιμός (κοντά στη Μεγάλη Πρέσπα), να συνδεθεί στα δεξιά της με τους Βρετανούς στο Κλειδί – Βεύη και ως κυρία προσπάθεια να εξασφαλίσει την δίοδο Πισσοδερίου, επί της οδού Φλώρινα – Κορυτσά. Επειδή η αριστερά πτέρυγα του Συγκροτήματος Μακέυ της 6ης Αυστραλιανής Μεραρχίας δεν έφθανε να επεκταθεί τόσο μακρυά όσο το Νυμφαίο, διετέθει υπο διοίκηση της Μεραρχίας Ιππικού η 21η Ταξιαρχία Πεζικού (δηλ. ενα Σύνταγμα Πεζικού).

Η Μεραρχία Ιππικού με σύντονες πορείες, κάτω απο πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες (ομίχλη, βροχή, χιόνι)8 κινήθηκε με το μέγιστο των δυνάμεων της στο δύσβατο όρος Βαρνούς, δυτικά της Φλώρινας. Δεν πρόλαβε όμως να καλύψει την πόλη, αφού οι Γερμανοί, προελαύνοντας γρήγορα μέσα στο ελληνικό έδαφος από τις βόρειες οδεύσεις Μοναστηρίου Φλώρινας, τις μεσημβρινές ώρες της 10ης Απριλίου, κατέλαβαν την πόλη. Οι δυνάμεις τους ήταν η επίλεκτη 1η Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία των «SS» με τίτλο «Σωματοφυλακή Αδόλφος Χίτλερ» (Leibstandarte Adolf Hitler : LSSAH) με διοικητή τον Στρατηγό Zep Dietrich, δυνάμεως 9.000 ανδρών, που είχε διακριθεί στη κατάληψη της Πολωνίας και της Γαλλίας και η 73η Μεραρχία Πεζικού.

Η Μεραρχία Ιππικού κατάφερε να εγκατασταθεί στους πρόποδες των βουνών γύρω απο την Φλώρινα και να αναπτύξει όλες τις Μονάδες της, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που της διατέθηκαν ως ενισχύσεις, με την 21 Ταξιαρχία Πεζικού στην περιοχή Νυμφαίου, συνδεθείσα έτσι με την τοποθεσία Κλειδίου. Αναφέρει9 ο Heinz Richter στο βιβλίο του οτι ο Στρατηγός Ουίλσον στις 9 Απριλίου διέταξε υποχώρηση των δυνάμεων του σε νέα γραμμή αμύνης, δικαιολογούμενος : «…Η Μεραρχία Ιππικού ήταν ακροβολισμένη σε μεγάλη έκταση και δεν υπήρχαν παρά μερικές περίπολοι μεταξύ αυτής και των δυνάμεων στην Αλβανία».

Η Μεραρχία Ιππικού διέθετε το 1ο Σύνταγμα Ιππικού ως εφεδρεία στο χωριό Τρίγωνο και το 3ο ενισχυμένο στο Πισοδέρι, μια έφιππη Μοίρα πολυβόλων και Λόχο Διαβιβάσεων. Με αυτή τη διάταξη, στο αριστερό των Νεοζηλανδών, η Μεραρχία Ιππικού έφρασσε τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε από την Φλώρινα μέσω Πισοδερίου στο Βατοχώρι (υψόμετρο 1400μ., στην κορυφή ορεινής διάβασης), όπου διακλαδίζονταν αφενός προς Κρυσταλλοπηγή (συνοριακό φυλάκιο εισόδου στην Αλβανία) και μετά για Κορυτσά, στα νώτα του μαχόμενου ΤΣΔΜ, και αφετέρου για Καστοριά. Ομως, η κατάσταση επηρεαζόταν απο τις εξελίξεις στα βορειοανατολικά σύνορα της Ελλάδος.

Τα γερμανικά επίλεκτα τμήματα έλαβαν επαφή με τα αμυνόμενα τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού από την πρώτη κιόλας ημέρα (10 Απριλίου). Το βράδυ οι Γερμανοί προσπάθησαν πάλι, με υποστήριξη πυροβολικού και όλμων, αλλά μετά τρίωρη μάχη, απέτυχαν πάλι, αφού προσέκρουσαν στην αποφασιστική αντίσταση της Μεραρχίας. Τις δύσκολες εκείνες ημέρες η μικρή αυτή επιτυχία τόνωσε το ηθικό των Ελλήνων.

Την 11 Απριλίου, τμήματα της 73ης Γερμανικής Μεραρχίας εξορμώντας από την πόλη της Φλώρινας κατευθύνθηκαν δυτικά. Πλησιάζοντας τις ελληνικές γραμμές βλήθηκαν από τους ιππείς που είχαν αφιππεύσει και μάχονταν ως πεζοί και από το πυροβολικό της Μεραρχίας Ιππικού. Η σύγκρουση γενικεύτηκε όταν οι Γερμανοί αναπτύχθηκαν και ανταπέδωσαν τα πυρά. Οι εύστοχες βολές των πυροβολητών και η δυσκολία των Γερμανών να κινηθούν πάνω στα υψώματα, δημιούργησαν γρήγορα άσχημες συνθήκες για τους επιτιθέμενους. Επειδή οι τελευταίοι δεν πέτυχαν κάποια πρόοδο ανεπτυγμένοι σε δύσβατα και άγνωστα μέρη, διέπραξαν το σφάλμα να επικεντρώσουν την προσπάθεια τους σε μια μετωπική έφοδο πεζοπόρων τμημάτων κατά μήκος του δρόμου, ο οποίος όμως βρισκόταν κάτω από τα πυρά προπαρασκευής του ελληνικού πυροβολικού. Οι Γερμανοί αδυνατώντας να χρησιμοποιήσουν τα άρματα και τα τεθωρακισμένα οχήματα τους, βλέποντας την ελληνική κυκλωτική κίνηση και ευρισκόμενοι υπό το βάρος των αυξανόμενων απωλειών άρχιζαν να κλονίζονται.

Οι θαρραλέοι ιππείς που είχαν αφιππεύσει, πολεμώντας με τις αραβίδες και τα λίγα πολυβόλα τους, με την περιορισμένη αλλά επιτυχή υποστήριξη κατάλληλα ταγμένου Πυροβολικού, επέτυχαν να αναχαιτίσουν την επίθεση του εχθρικού Πεζικού. Οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν το μάταιο των προσπαθειών και αναδιπλώθηκαν. Σύντομα οι οπισθοχωρούντες Γερμανοί, καταδιωκόμενοι από τους ιππείς του Στανωτά, τράπηκαν σε φυγή! Αναφέρει στο βιβλίο10 του ο Heinz Richter: «…Η προφυλακή της επίλεκτης Μονάδας SS Σωματοφυλακή Αδόλφος Χίτλερ προσπάθησε να προελάσει προς την ορεινή διάβαση Πισοδερίου, αποκρούστηκε όμως απο Μονάδες της ελληνικής Μεραρχίας Ιππικού…». Η σημασία της ελληνικής επιτυχίας στο Πισοδέρι ήταν πολύ μεγάλη, γιατί αν οι Γερμανοί είχαν περάσει την 11 Απριλίου θα απέκοπταν την οδό οπισθοχώρησης του ΤΣΔΜ και συνεπώς θα είχαν πετύχει σε συντομότερο χρόνο το διαχωρισμό των ελληνικών απο τις συμμαχικές δυνάμεις, επισπεύδοντας το τελικό αποτέλεσμα.

Τη νύχτα 11/12 Απριλίου οι καιρικές συνθήκες χειροτέρεψαν και κάτω απο έντονη χιονόπτωση το Γενικό Στρατηγείο διέταξε την σύμπτυξη των ελληνικών δυνάμεων, ενώ η Μεραρχία Ιππικού διατάχθηκε να κρατήσει τις θέσεις της, ώστε να καλύψει την κίνηση των ΧΙΙΙ, ΙΧ και Χ Μεραρχιών κατά την σύμπτυξη τους. Ο Στανωτάς διέταξε το 1ο Σύνταγμα Ιππικού να κινηθεί επιθετικά και να ελέγξει την οδό Φλώρινα-Πισοδέρι. Γερμανοί, φορώντας κάπες βοσκών, έστησαν ενέδρες και σε κάποιες περιπτώσεις έπιασαν αιχμαλώτους11. Νωρίτερα, είχαν ντυθεί με ελληνικές στολές με αποτέλεσμα να συλλάβουν αρκετούς Βρετανούς αιχμαλώτους

Αναγνωρίζει η «άλλη πλευρά» τις ελληνικές επιτυχίες. Αναφέρει ο Richter12 : «Η 12η Απριλίου ήταν η πιο αποφασιστική ημέρα για την επιχείρηση Λάμψις (εννοεί την συμμαχική ενίσχυση της Ελλάδος) και την επιχείρηση Μαρίτα… Η ελληνική Μεραρχία Ιππικού, που υπεράσπιζε τις θέσεις στο Βέρνον, απο τις Πρέσπες μέχρι την Κλεισούρα, αμυνόταν με τόσο πείσμα, που η διάβαση στο Πισοδέρι δεν έπεσε παρά μονάχα στις 14 Απριλίου…».

Το βράδυ 12/13 αρχισε η σύμπτυξη των Συμμάχων, αλλά όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Richter13 : «…ο διοικητής της ελληνικής Μεραρχίας Ιππικού δεν είχε ειδοποιηθεί για τη διαταγή υποχωρήσεως του Βρετανού Μακέυ προς το Αυστραλιανό τάγμα στη δεξιά πτέρυγα της 21ης Ταξιαρχίας». Οπως αναφέρεται14 στην «Επίτομη Ιστορία του ΕλληνοΙταλικού και ΕλληνοΓερμανικού Πολέμου» της ΔΙΣ/ΓΕΣ, η απόφαση του Στρατηγού Ουίλσον να διατάξει υποχώρηση στις Θερμοπύλες, ήταν εσπευσμένη, αφού το σώμα των ANZAC δεν είχε έρθει ακόμα σε σοβαρή επαφή με τους Γερμανούς, οι δε ελληνικές δυνάμεις διατηρούσαν τις θέσεις τους. Απο την άλλη πλευρά όμως, με αυτή την ενέργεια ο Ουίλσον πέτυχε να διασώσει το μεγαλύτερο μέρος του εκστρατευτικού σώματος των Συμμάχων.

Στις 14 Απριλίου, Μεγάλη Δευτέρα, τμήματα της επίλεκτης Μηχανοκίνητης Ταξιαρχίας SS (LSSAH) ανέτρεψαν την γενναία αντίσταση της ΧΧ Μεραρχίας Πεζικού και κατέλαβαν τη διάβαση της Κλεισούρας. Μόλις πληροφορήθηκε την απώλεια της Κλεισούρας, ο Στανωτάς επέσπευσε τη σύμπτυξη της Μεραρχίας Ιππικού και προσπάθησε να φράξει την δίοδο Φωτεινής ανατολικά της λίμνης Καστοριάς και να ενισχύσει τις δυνάμεις της ΧΙΙΙ Μεραρχίας Πεζικού. Ομως, τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Απριλίου τα μηχανοκίνητα τμήματα της Ομάδας Αναγνωρίσεως της LSSAH μπήκαν στην πεδιάδα της Καστοριάς. Το ΤΣΔΜ διέταξε την Μεραρχία Ιππικού να διαθέσει το συντομότερο δυνατό τμήματα της στη βόρεια όχθη της λίμνης Καστοριάς, στη διάβαση (μεταξύ Βιτσίου και λίμνης) της Φωτεινής, προκειμένου να καλύψει την πόλη από τα βόρεια. Ο Στανωτάς εκτιμώντας ορθά την αδράνεια της 73ης Γερμανικής Μεραρχίας έστειλε τμήματα ιππικού και πυροβολικού προς τις νότιες προσβάσεις του Βιτσίου. Αυτά μετακινήθηκαν γρήγορα δια μέσου ορεινών δρομολογίων και το πρωί της 15ης Απριλίου ήδη βρίσκονταν στις νέες θέσεις τους, ανατολικά του χωριού Απόσκεπος, καλύπτοντας τη διάβαση Φωτεινής.

Οπως γράφει ο Κ. Παπαδημητρίου, στις 15 Απριλίου διεξήχθη στη πεδινή περιοχή της Καστοριάς η μοναδική μάχη εκ συναντήσεως του Ελληνογερμανικού πολέμου15. Οι συγκρούσεις πραγματοποιήθηκαν σε δύο διακριτά σημεία, στην περιοχή νότια της λίμνης και δυτικά του Αργους Ορεστικού όπου εκδηλώθηκε και η κύρια προσπάθεια των Γερμανών και στην περιοχή της διάβασης, όπου οι τελευταίοι εκδήλωσαν δευτερεύουσα επιθετική ενέργεια. Ο Στανωτάς, αποκομμένος απο το ΤΣΔΜ, είχε συνεννοηθεί με τον διοικητή της ΧΙΙΙ Μεραρχίας να αναλάβει την άμυνα βορείως της λίμνης και η ΧΙΙΙ Μεραρχία νοτίως16.

Στη διάβαση της Φωτεινής τα τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού, με υψηλό ηθικό από την προηγούμενη επιτυχία τους στο Πισοδέρι, που δεν κάμφθηκε από τους συνεχείς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, πολέμησαν με θάρρος και πείσμα αποκρούοντας διαδοχικές εχθρικές εφόδους μονάδων Πεζικού και Τεθωρακισμένων. Ολοκλήρωσαν την ημέρα παραμένοντας κύριοι του πεδίου της μάχης, μη επιτρέποντας στα τμήματα της επίλεκτης γερμανικής Ταξιαρχίας να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Η Καστοριά όμως, παρά την γενναία αντίσταση των ανδρών της ΧΙΙΙ Μεραρχίας, κατελήφθη το σούρουπο της ίδιας ημέρας από τα νότια.

Η μάχη της Καστοριάς (χάρτης της ΔΙΣ/ΓΕΣ)

Η εξέλιξη αυτή και η απώλεια της μοναδικής οδού Αργος Ορεστικό – Νεάπολις, ανάγκασε τη νικηφόρα Μεραρχία Ιππικού, όπως και το σύνολο του ΤΣΔΜ, σε πλήρη αναδίπλωση στους ορεινούς όγκους αρχικά του Τρικλάριου (μεταξύ Καστοριάς και Φλώρινας) και μετά της Πίνδου.

Στις 16 Απριλίου ο Αρχιστράτηγος Παπάγος συναντηθηκε με τον διοικητή των συμμαχικών ενισχύσεων Στρατηγό Ουίλσον έξω απο τη Λαμία και αποφασίστηκε η αναδιάταξη των συμμαχικών δυνάμεων προκειμένου να προτάξουν άμυνα στις Θερμοπύλες. Εν τω μεταξύ, η Μεραρχία Ιππικού, ενεργώντας σύμπτυξη όπως είχε διαταχθεί, συγκεντρώθηκε στο Σκαλοχώρι. Εκεί έγινε σύσκεψη του Στανωτά με τους διοικητές των ΧΙ και ΧΙΙΙ Μεραρχιών και καθορίστηκαν τα δρομολόγια συμπτύξεως τους με κατεύθυνση προς Μέτσοβο. Στις 17 Απριλίου η Μεραρχία Ιππικού διανυκτέρευσε στη περιοχή Κορυφής και τις επόμενες δύο νύχτες στο Πολυνέρι και στη Κρανιά.

Στις 20 Απριλίου 1941, Κυριακή του Πάσχα, η Μεραρχία Ιππικού συνέχισε την κίνηση προς Μέτσοβο με τάξη, χωρίς να παρουσιασθεί κανένα κρούσμα απειθαρχίας. Στις 13:30 της ίδιας ημέρας ο Στανωτάς έφθασε στο Προφήτη Ηλία Μετσόβου και εκεί συμπτωματικά πληροφορήθηκε17 απο ένα Ταγματάρχη της ΧΙ Μεραρχίας οτι διεξάγοντο διαπραγματεύσεις για να υπογραφεί πρωτόκολλο ανακωχής18 μεταξύ του αντιστρατήγου Τσολάκογλου και του στρατηγού Ζεπ Ντήτριχ, διοικητή της LSSAH, στο χωριό Βοτονόσι του Μετσόβου. Η πρωτοβουλία αυτή του Τσολάκογλου χαρακτηρίσθηκε από τον Παπάγο ως «στάσις» και με τηλεγράφημα του ζήτησε να αντικατασταθεί. Την 21 Απριλίου ο Τσολάκογλου υπέγραψε ένα άλλο πρωτόκολλο, διαφορετικό, με δυσμενέστερους όρους, που έδινε σημαντικά δικαιώματα στους Ιταλούς. Την επομένη, έγινε νέα παρασπονδία των Γερμανών, που αξίωναν την αποστολή Ελλήνων κηρύκων στους Ιταλούς, για να γίνει ξεχωριστή ανακωχή. Ετσι, στις 23 Απριλίου ο Τσολάκογλου υπέγραψε στη Θεσσαλονίκη το τρίτο και οριστικό πρωτόκολλο συνθηκολόγησης, με τον Γερμανό Στρατάρχη Γιόντλ και τον Ιταλό στρατηγό Φερρέρο. Την ίδια μέρα, παραιτήθηκε ο Παπάγος και αναχώρησε για την Κρήτη ο Βασιλεύς και η Κυβέρνηση.

Στις 24/25 Απριλίου η Μεραρχία Ιππικού κινήθηκε συντεταγμένη μέχρι Ορθοβούνι, 20 χλμ βορειοδυτικά της Καλαμπάκας, αποθήκευσε εκεί τον οπλισμό19 και ομαδοποίησε τους άνδρες ανά τόπο διαμονής, έθεσε επί κεφαλής ομάδων κατάλληλους αξιωματικούς, τους χορήγησε τρόφιμα και τους αποδέσμευσε με προσωρινά απολυτήρια για τις πατρίδες τους. Ο ίδιος ο Στανωτάς αναχώρησε τελευταίος, αφού είχε βεβαιωθεί οτι οι άνδρες του είχαν εξασφαλιστεί. Η νικηφόρος Μεραρχία Ιππικού αναγκάστηκε να αυτοδιαλυθεί, αφού αντιμετώπισε τις καλύτερες μονάδες του Ιταλικού και του Γερμανικού στρατού, χωρίς να έχει υποστεί καμία ήττα στο πεδίο της μάχης.

H απόφαση του Χίτλερ για την κατάληψη ολόκληρης της Ελλάδας και η καθυστέρηση που συνεπάγετο, είχε καταστρεπτικές συνέπειες στην εκτέλεση του Σχεδίου «ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ», την εκστρατεία στη Ρωσία. Οι δυνάμεις που χρησιμοποιήθηκαν για το τροποποιημένο Σχέδιο «ΜΑΡΙΤΑ» δεν ήταν διαθέσιμες έγκαιρα για την Ρωσία. Η μη έγκαιρη κατάληψη της πρωτεύουσας της Ρωσίας ήταν ο αποφασιστικός παράγων για την έκβαση της εκστρατείας και την τελική ήττα των Γερμανών.

Η ΔΙΣ/ΓΕΣ, προβάλλοντας την συμβολή των αγωνιστών της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εξέδωσε το 2009 ένα σύγγραμμα, που θεμελιώνει λεπτομερώς την ιστορική άποψη οτι η ηρωική άμυνα των Ελλήνων στη Πίνδο και στη Κρήτη, με την προκληθείσα καθυστέρηση λόγω αποσυντονισμού της «ΜΑΡΙΤΑ» με το «ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ», συνετέλεσαν στην απώλεια του Ανατολικού Μετώπου και τελικά στην ήττα του Αξονα.

Μετά την επιστροφή του απο το μέτωπο στην Αθήνα, ο Στρατηγός Στανωτάς αρνήθηκε να υπηρετήσει τις κατοχικές κυβερνήσεις, ούτε να αναλάβει οποιαδήποτε καθήκοντα στο κατοχικό καθεστώς. Στη συνέχεια, ασχολήθηκε με την καταγραφή των γεγονότων και τη σύνταξη της Εκθέσεως Πεπραγμένων της Μεραρχίας Ιππικού και των Εκθέσεων Πολεμικής Δράσεως των στελεχών της. Το Φεβρουάριο του 1943 διέφυγε στη Μέση Ανατολή. Ιδιαίτερη μνεία έκανε πάντοτε στις γυναίκες της Πίνδου. Κάθε φορά που του εζητείτο να μιλήσει για τον αγώνα κατά των Ιταλών, τόνιζε τη συμβολή των απλών γυναικών των χωριών της Ηπείρου, που αντί να κρυφτούν και να προσπαθήσουν να απομακρυνθούν απο τις περιοχές των μαχών, παρέμειναν εκεί, ενίσχυαν και υποστήριζαν τη Μεραρχία, μεταφέροντας εφόδια και πυρομαχικά σε αποκρημνες θέσεις από δύσβατα δρομολόγια.

Η Δράση της XIX Μηχανοκίνητης Μεραρχίας

Η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία20 υπήρξε η πρώτη μεγάλη Μηχανοκίνητη Μονάδα του Ελληνικού Στρατού και απετέλεσε, πρόδρομο της μετεξέλιξης του όπλου του Ιππικού σε Μηχανοκίνητο και εξαιτίας αυτής της ιδιότητας της, θα αναφερθούμε συνοπτικά στη δράση της, η οποία παρουσιάσθηκε με λεπτομέρεια στο περιοδικό του Συνδέσμου Αποστράτων Αξκων Ιππικού-Τεθωρακισμένων21. Στις 15 Ιανουαρίου 1941 συγκροτήθηκε η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία με προσωρινή έδρα την Αθήνα και διοικητή τον Υποστράτηγο Ιππικού Λιούμπα. Επιτελάρχης της Μεραρχίας ορίσθηκε ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού Ασημάκης, ο οποίος επίσης θα ασκούσε και τα καθήκοντα του Διοικητή Πυροβολικού της Μεραρχίας. Οι Μονάδες της Μεραρχίας άρχισαν να λειτουργούν από τις 12 Φεβρουαρίου, δηλαδή 25 μέρες μετά από την έκδοση της διαταγής συγκρότησης της επειδή οι Αξιωματικοί που διετέθησαν καθυστέρησαν να προσέλθουν. Για τη συγκρότηση της διατέθηκαν από τη Μεραρχία Ιππικού 40 Αξκοί και 1000 οπλίτες, καθώς και το Μηχανοκίνητο Σύνταγμα Ιππικού. Αυτό το Σύνταγμα ήταν η πλέον αξιόμαχη και ευκίνητη Μονάδα, αφού διέθετε 88 οχήματα Μερσεντές, 75 ελαφρά φορτηγά Φίατ, 40 ιταλικά ελαφρά άρματα Carro Velocce (λάφυρα απο το Καλπάκι), 100 βρετανικά κάρριερ και 4 άρματα Βίκερς του Μεσοπολέμου.

Παρ’ όλες τις σημαντικές δυσκολίες, η Μεραρχία κατάφερε να κινηθεί στις 16 Φεβρουαρίου με κατεύθυνση τον πρώτο χώρο συγκέντρωσης της (Λάρισα-Τύρναβος-Τρίκαλα). Η κίνηση της Μεραρχίας πραγματοποιήθηκε οδικώς και σιδηροδρομικώς. Έτσι, το βράδυ της 26ης Φεβρουαρίου η Μεραρχία βρισκόταν στο νέο χώρο στάθμευσης της .

Στις 5 Μαρτίου με άλλη διαταγή υπήχθη στο Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας και μεταστάθμευσε στην περιοχή Κατερίνης-Κίτρους, όπου και έφθασε στις 10 Μαρτίου. Στις 6 Απριλίου τέθηκε υπό διοίκηση της Μεραρχίας το 2ο Σύνταγμα Ιππικού. Η αποστολή της Μεραρχίας σ’ αυτό το διάστημα ήταν η αμυντική οργάνωση και εγκατάσταση της στην περιοχή Ελαφίνα-Προφήτης Ηλίας-Παλιοκαταχάς-Νέο Ελευθεροχώρι.

Στις 27 Μαρτίου η Μεραρχία τέθηκε υπό τις διαταγές του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) και έπρεπε να μετακινηθεί προς την περιοχή Κιλκίς-Λαχανά, όπου και έφθασε και εγκαταστάθηκε στις 29 Μαρτίου. Η σύνθεση των Μονάδων της Μεραρχίας ήταν : Στρατηγείο (Κιλκίς-Κρηστώνη), 191 Μηχανοκίνητο Σύνταγμα (Καλόκαστρο-Στρυμωνικό), 192 Μηχανοκίνητο Σύνταγμα (Ευκαρπία-Πλαγιές-Χειμαδιό), 193 Μηχανοκίνητο Σύνταγμα (Καλινδρία-Χέρσο), 19η Ομάδα Αναγνωρίσεως (Βαμβάκια), 19η Μοίρα Πυροβολικού (Ζαχαράτο-Ξηροβρύση).

Στις 29 Μαρτίου τέθηκαν στη διάθεση του ΤΣΑΜ οι Ίλες Κλειστών Αρμάτων (που ήταν Ιταλικά λάφυρα) των 192 και 193 Μηχανοκινήτων Συνταγμάτων. Το 191 Μηχανοκίνητο Σύνταγμα τέθηκε στη διάθεση Ομάδας Μεραρχιών στην περιοχή Σερρών-Σιδηροκάστρου και με αποστολή να εξασφαλίσει τις γέφυρες του Στρυμώνα και να ενεργήσει εναντίον αλεξιπτωτιστών στην πεδιάδα Σερρών- Σιδηροκάστρου. Η 19η Ομάδα Αναγνωρίσεως τέθηκε στη διάθεση της VII Μεραρχίας στην περιοχή Δοξάτου-Δράμας για χρησιμοποίηση, και αυτή, εναντίον αλεξιπτωτιστών.

Η νέα αποστολή που είχε ανατεθεί στη Μεραρχία ήταν η εξής:

-Δυνατότητα επέμβασης στην περιοχή των Κρουσιών για να ενισχυθεί το απόσπασμα που βρισκόταν εκεί.

-Μελέτη για την κατάληψη και εξασφάλιση της περιοχής Δοϊράνης Πολυκάστρου, σε συνεργασία με τον XI Συνοριακό Τομέα που τέθηκε υπό τις διαταγές της Μεραρχίας.

-Σε περίπτωση σύμπτυξης των Τμημάτων της Ομάδας Μεραρχιών από την τοποθεσία Μπέλες, η Μεραρχία θα έπρεπε να καλύψει τη σύμπτυξη στην περιοχή δυτικά του Αξιού, μέσω των γεφυρών της Αξιουπόλεως και Γέφυρας.

Η ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία, αφού ανέλαβε την άμυνα του αριστερού τμήματος του ΤΣΑΜ, χώρισε τον αμυντικό τομέα ευθύνης της σε τέσσερις υποτομείς με γενική διάταξη από τα ανατολικά προς τα δυτικά: 2ο Σύνταγμα Ιππικού, 192 Σύνταγμα, 193 Σύνταγμα, Απόσπασμα Κρουσίων. Το μέτωπο της Μεραρχίας είχε ανάπτυξη πάνω από 30 χλμ. και ήταν δυσανάλογο με τις δυνάμεις που διέθετε.

Το μεσημέρι της 6ης Απριλίου, η Μεραρχία διέταξε τα 192 και 193 Συντάγματα να στείλουν απόσπασμα κατοπτεύσεως από ένα Λόχο Κάρριερ και μία Διμοιρία μοτοσικλετιστών στους άξονες Ροδόπολη-Ανω Πορόια και Μουριές-Αγία Παρασκευή.

To 192 Μηχανοκίνητο Σύνταγμα που στάθμευε στην περιοχή βόρεια του Κιλκίς τέθηκε σε κίνηση στις 14. 00, αφού πρώτα έστειλε 241 οπλίτες, οι οποίοι δεν ήταν δυνατό να μεταφερθούν με τα οχήματα, στο έμπεδο του Κιλκίς. Ο τομέας ευθύνης του Συντάγματος ήταν από το Δοβά Τοπέ μέχρι τον Παραπόταμο. Το Σύνταγμα έφθασε στον προορισμό του τις πρώτες νυκτερινές ώρες και αντιμετώπισε με επιτυχία, εξαιτίας και των οργανώσεων εδάφους και των σκυρόδετων πολυβολείων, εχθρικές απόπειρες προσέγγισης της τοποθεσίας στη διάρκεια της νύχτας.

Το 193 Σύνταγμα, που στάθμευε στην περιοχή Καλίνδρια-Χέρσο, βορειοδυτικά του Κιλκίς, τέθηκε σε κίνηση γύρω στις 13.00, και μέχρι το βράδυ είχε εγκατασταθεί στις θέσεις που έπρεπε δυτικά του Δοβά Τοπέ και μέχρι τη Δοϊράνη. Τις πρωινές ώρες της επόμενης μέρας 7 Απριλίου ο εχθρός επιχείρησε να παραβιάσει την άμυνα του πεδινού διαδρόμου της λίμνης Δοϊράνης, αλλά απέτυχε και απωθήθηκε βόρεια από τις Μουριές.

Μετά από τη διάσπαση του Σερβικού Μετώπου το ΤΣΑΜ έδωσε νέα διαταγή που αφορούσε στην αποστολή της Μεραρχίας. Μ’ αυτήν διεύρυνε το μέτωπο της Μεραρχίας προς τα δυτικά μέχρι τον Αξιό ποταμό και μεταφερόταν το κέντρο βάρους των δυνάμεων μεταξύ της λίμνης Δοϊράνης και του Αξιού ποταμού. Με την ίδια διαταγή έμπαινε κάτω από τις διαταγές της Μεραρχίας ο XI Συνοριακός Τομέας, καθώς και η Διλοχία Πεζικού (Τάγμα Ασφαλείας) που θα μεταφερόταν με τραίνο από τη Θεσσαλονίκη στην Καλίνδρια. Μετά την ανάληψη της νέας αποστολής της, η Μεραρχία χώρισε τη ζώνη ευθύνης της που τώρα είχε ανάπτυγμα 50 χλμ, σε τρεις Υποτομείς: Ανατολικός Υποτομέας, από Ακρίτα έως Ταβουλάρι. Την ευθύνη του τομέα αυτού είχε το 192 Μηχανοκίνητο Σύνταγμα, ενισχυμένο με ένα Λόχο Πεζικού και μία Διμοιρία Πολυβόλων. Κεντρικός Υποτομέας (υψώματα περιοχής Μεταμορφώσεως), που θα αναλάμβανε η Διλοχία του Πεζικού, μόλις θα έφθανε από Θεσσαλονίκη. Δυτικός Υποτομέας (υψώματα Μπάτσοβας), που ανέλαβε ο Συνοριακός Τομέας (Λόχος Διοικήσεως και δύο Λόχοι Πεζικού). Τα μεσάνυχτα έφθασε από τη Δράμα στο Μεταλλικό η XIX Ομάδα Αναγνωρίσεως, η οποία και τέθηκε με διαταγή του ΤΣΑΜ στη διάθεση της Μεραρχίας ως εφεδρεία της.

Στις 3.00 της 8ης Απριλίου, εξαιτίας διείσδυσης της 2ης Τεθωρακισμένης Γερμανικής Μεραρχίας προς τη Δοϊράνη, η XIX Ομάδα Αναγνωρίσεως διατάχθηκε να καταλάβει τα υψώματα Ταβουλάρι -Ακρίτας και να τα εξασφαλίσει μέχρι την άφιξη του 192ου Μηχανοκίνητου Συντάγματος. Να εμποδίσει την προχώρηση του εχθρού όσο το δυνατόν περισσότερο. Σε αδυναμία συγκρατήσεως εξαιτίας υπερτέρων Γερμανικών δυνάμεων, να συμπτυχθεί στον άξονα Δοιράνης-Χέρσου. Η κίνηση για την εκπλήρωση αυτής της αποστολής πραγματοποιήθηκε στις 5.00.

Στις 6.00 εμφανίσθηκε η πρώτη Γερμανική φάλαγγα αρμάτων από την κατεύθυνση της Δοϊράνης προς τα υψώματα Ακρίτας- Οβελίσκος. Την ακολουθούσαν δύο ισχυρές μηχανοκίνητες φάλαγγες που υποστηρίζονταν από αεροσκάφη. Τα Τμήματα του 193ου Συντάγματος που βρίσκονταν στο ύψωμα Οβελίσκος δέχθηκαν ισχυρή πίεση και αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν προς Νότο και να συμπτυχτούν στο χωριό Ακρίτας μαζί με τα πρώτα Τμήματα της XIX Ομάδας Αναγνωρίσεως που έφθαναν εκείνη την ώρα.

Οι εχθρικές δυνάμεις, οι οποίες αποτελούνταν από άρματα και μηχανοκίνητο Πεζικό, αφού ενισχύθηκαν από το Πυροβολικό και την Αεροπορία, ανέτρεψαν τελικά τα Ελληνικά Τμήματα που βρίσκονταν βόρεια και βορειοανατολικά του χωριού Ακρίτας, που συμπτύχθηκαν τελικά σε νοτιώτερα υψώματα. Οι Γερμανοί άφησαν μερικά άρματα στον Ακρίτα και κινήθηκαν προς τη Μεγάλη Στέρνα, ενώ ταυτόχρονα άλλη φάλαγγα εξουδετέρωσε ένα μικρό Τμήμα που βρισκόταν στην Καλινδρία. Η Ομάδα Αναγνωρίσεως και το Τμήμα του 193ου Συντάγματος βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο εχθρικές τεθωρακισμένες φάλαγγες που κινούνταν γρήγορα προς τα νότια και δεν μπορούσαν να αντιδράσουν, καθώς στερούνταν εντελώς υποστήριξης Πυροβολικού και αντιαρματικών όπλων. Έτσι τα Τμήματα αυτά αναγκάσθηκαν να παραμείνουν στις θέσεις τους και αναδιοργανώθηκαν περιμένοντας επέμβαση από το 192ο Σύνταγμα που θα ερχόταν από τα Κρούσια, το οποίο όμως μέχρι την 19.30 δεν εμφανίσθηκε. Στο ίδιο χρονικό διάστημα η εμπροσθοφυλακή του 192ου Συντάγματος κινούνταν από το Μυριόφυτο προς τον Ακρίτα. Φτάνοντας όμως στα Αμάραντα αντιμετώπισε την πλαγιοφυλακή Γερμανικής Φάλαγγας και αναγκάσθηκε έτσι να συμπτυχτεί εσπευσμένα γύρω στις 10.30 προς τα Κρούσια. Έτσι, τα υπόλοιπα Τμήματα του Συντάγματος καθηλώθηκαν στο Μυριόφυτο.

Από το πρωί της 8ης Απριλίου οι Γερμανοί βομβαρδίζουν την τοποθεσία των Κρουσίων με το πυροβολικό και την αεροπορία τους. Ισχυρή επίσης φάλαγγα του εχθρού είχε καταλάβει το Χέρσο, ενώ άλλη φάλαγγα κινούνταν από την περιοχή της Μεγάλης Στέρνας προς το Πολύκαστρο, εκκαθαρίζοντας την περιοχή και περικυκλώνοντας τις Ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονταν αριστερά αυτής της τοποθεσίας. Στις 10. 30 της 8ης Απριλίου διασπάσθηκε το αριστερό της τοποθεσίας Κρουσίων.

Μετά την ημιδιάλυση της XIX Μηχανοκίνητης Μεραρχίας, ο Διοικητής της μετέφερε εσπευσμένα το Στρατηγείο του στο χωριό Κεντρικό, όπου έφθασε στις 2.00 της 9ης Απριλίου, μετά την κατάληψη του Κιλκίς από τους Γερμανούς. Όταν έφθασε στο Κεντρικό, ο Διοικητής της Μεραρχίας ήρθε σε προσωπική επαφή με μερικούς από τους Διοικητές των Μονάδων του. Διαβλέποντας αδυναμία συνέχισης του αγώνα στην περιοχή των Κρουσίων και μην έχοντας καμιά επαφή με το ΤΣΑΜ, αποφάσισε να διατάξει τη σύμπτυξη των Τμημάτων της Μεραρχίας στις περιοχές Ελληνικό και Κλείστρο.

Το 192 Σύνταγμα άφησε στην τοποθεσία των Κρουσίων το Τάγμα των Πεζομάχων του και κινήθηκε χωρίς διαταγή της Μεραρχίας προς το Κιλκίς, όπου και συναντήθηκε με το Στρατηγείο στο χωριό Ευκαρπία. Μετά από διαταγή που πήρε, ακολούθησε το Στρατηγείο και έφθασε και αυτό στις 2.00 στο Κεντρικό. Στις 4.00 διατάχθηκε να κινηθεί προς το Ελληνικό, όπου έφθασε στις 7.00 και παρέμεινε αναμένοντας νέες διαταγές.

Το Πεζομάχο Τάγμα του 192ου Συντάγματος εγκαταστάθηκε στα υψώματα βόρεια του Πανοράματος. Εκεί δέχθηκε στα πλευρά του δραστικά πυρά από τον εχθρό, που είχε προωθηθεί στα αριστερά του. Μετά από αγώνα μικρής διάρκειας, ο Διοικητής του τάγματος, διαπιστώνοντας ότι ήταν αδύνατο να διατηρήσει την κατεχόμενη γραμμή τη στιγμή που βάλλονταν πλευρικά από πυροβόλα, διέταξε τη σύμπτυξη των Τμημάτων του, τα οποία, αφού απαγκιστρώθηκαν με δυσκολία, κινήθηκαν με σχετική αταξία προς το Κεντρικό, όπου έφθασαν στις 4.30. Η σύγχυση που επικρατούσε στο Κεντρικό και η ανάμιξη των Τμημάτων της Μεραρχίας δυσκόλευε την παραπέρα κίνηση του Τάγματος, το οποίο κατόρθωσε να φθάσει το απόγευμα στο Ελληνικό και να ενωθεί με το Σύνταγμα του.

Το 193 Σύνταγμα δέχθηκε στις 2.30 εχθρική επίθεση από τα νώτα και το δεξιό του, που είχε μείνει ακάλυπτο. Ο Διοικητής του Συντάγματος παραδόθηκε μετά από αγώνα μικρής διάρκειας, μαζί με όλα τα Τμήματα που βρίσκονταν υπό τις διαταγές του, αν και αρκετά δεν είχαν δεχθεί επίθεση. Έτσι, ολόκληρο το Σύνταγμα, εκτός από μικρό αριθμό διαφυγόντων, αιχμαλωτίστηκε μαζί με το Διοικητή του. Τα Τμήματα του Αποσπάσματος Κρουσίων που είχαν συμπτυχτεί από την προηγουμένη, είχαν εγκατασταθεί στον αυχένα βορειοανατολικά του Πανοράματος, εκτός από το II Τάγμα Ασφαλείας, το οποίο είχε κινηθεί άτακτα προς το Ελληνικό, και το 2ο Σύνταγμα Ιππικού, που είχε φύγει για το Ελληνικό από την προηγούμενη μέρα στις 22. 00. Τα Τμήματα του Αποσπάσματος Κρουσίων μετά από διαταγή κινήθηκαν και αυτά προς το Ελληνικό στις 4.00, όπου έφθασαν στις 15.30 και ακολούθησαν την τύχη των υπολοίπων ελληνικών μονάδων.

Η ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία δεν επέτυχε τα αναμενόμενα λόγω της βιαστικής συγκρότησης της με προσωπικό χωρίς συνοχή που κλήθηκε να χρησιμοποιήσει υλικό κυριευθέν, στο οποίο δεν είχε εξοικειωθεί και λόγω της συντριπτικής υπεροχής του αντιπάλου, αλλά έδειξε οτι παρά τις δυσκολίες οι ιππείς μάχονται και κάνουν τα πάντα για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

Επίλογος

Το «Ιστορικόν Πολεμικών Επιχειρήσεων 1940-1941»22 που συντάχθηκε μετά τον πόλεμο, αναφέρει :

«…είναι όλως επιβεβλημένη η έξαρσις αφ ενος μεν του Επιτελείου του Β’ ΣΣ δια τας επιτυχεστάτας αυτού προσπαθείας, αφ ετέρου δε η αναγνώρισις του ομαδικού έργου το οποίον απέδωσε το όπλον του Ιππικού, το οποίον ως είδομεν απετέλεσε τον κύριο παράγοντα θριάμβου της Πίνδου. Ολαι λοιπόν αι υποβληθείσαι Εκθέσεις των Μεγάλων Μονάδων είναι ομόφωνοι εις το να εξάρουν την συμβολήν των Μονάδων του Ιππικού, παραδεχόμεναι οτι η χρησιμοποίησις αυτού ως ταχέως μεταφερομένου Πεζικού επέτυχεν τα μέγιστα, αντικαταστήσασα εν πολλοίς τας εις άλλα στρατεύματα εισαχθείσας ταχείας μηχανοκινήτους Μονάδας. Η εκ του εγγύτερον όμως εξέτασις του ζητήματος και η τακτική έρευνα όλων των εκδοθεισών διαταγών, μας πείθει οτι η μεγαλυτέρα συμβολή του όπλου του Ιππικού προήλθεν απο την γενικήν αναζωπύρωσιν του επιθετικού πνεύματος. Η ηρωική νεολαία του Ιππικού, ώρμησεν ακάθεκτος προς τα εμπρός ανατρέπουσα τους ορμητικούς χιονοδρόμους της Τζούλια, εμπεομένη μόνον απο τας επιθετικάς παραδόσεις του όπλου της…».

Εγραψε σχετικά σε άρθρο της εφημερίδας ΒΡΑΔΥΝΗ στις 3 Νοεμβρίου 1961 ο Στρατηγός Στανωτάς :

«Το γενικόν συμπέρασμα εκ των αγώνων της Μεραρχίας είναι οτι τα οργανικά τμήματα αυτής, ως και τα διατεθέντα τοιαύτα προς ενίσχυσιν, ευτυχήσαντα να μετάσχουν αρχικώς εις την μάχην της Πίνδου, εν τη κατευθύνσει Μέτσοβον-βωβούσα-Ελεύθερον-Κόνιτσα, εδημιούργησαν δια της αφθάστου αυτοθυσίας των και των ηρωικών των πράξεων, μετά των άλλων Μονάδων, την βάσιν του Αλβανικού επους που κατέπληξεν όλον τον κόσμον… Το θαύμα τούτον, διότι περι θαύματος πρόκειται, οφείλεται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων, διοικούντων και διοικουμένων, διότι οι μέν διοικούντες προπαρασκεύασαν και κατήυθηναν τον ελληνικόν λαόν εις τας πρωτοφανείς και μεγαλειώδεις νίκας, οι δε διοικούμενοι διότι δια της αυτοθυσίας, της υπερανθρώπου αντοχής, του πατριωτισμού των, των ηρωικών πράξεων των, της αμέσου προσελεύσεως υπο τας σημαίας, και της εν συνεχεία πρωτοφανούς προελάσεως των απο νίκης εις νίκην, συνέτριψαν τον εχθρόν.

Ούτω οι ιππείς της μεραρχίας μου εφάνησαν αντάξιοι των προγόνων ιππέων του Μεγάλου Αλεξάνδρου».

Στην παρούσα περιληπτική εξιστόρηση καταβλήθηκε προσπάθεια να καταγραφεί η προσφορά και ο ηρωισμός των Ιππέων, οι οποίοι συνέβαλαν στις επιτυχίες των Ελληνικών Όπλων. Εχοντας την ικανότητα ταχείας προσαρμογής, τα στελέχη του Ιππικού κατά τη μετάπτωση του Όπλου σε Τεθωρακισμένα, μεταβίβασαν τα χαρακτηριστικά προσόντα και ιδιότητες του Εφίππου όπλου στο Μηχανοκίνητο και εμφύσησαν το έφιππο δόγμα που συνίσταται στην τριλογία: «Ταχύτητα, τόλμη, αιφνιδιασμός».

Απόσπασμα απο το βιβλίο «Το Ιππικόν στη Μάχη της Πίνδου» του Φ. Κόκκινου

1 «Ιστορία Ιππικού-Τεθωρακισμέων», σελ. 46

2 Πρόκειται για διαφορετικό ποταμό απο τον ομώνυμο βορείως Ελασσόνας, όπου έγινε η ιστορική μάχη την 9/10 Οκτωβρίου 1912.

3 ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Επίτομη Ιστορία Ελληνοιταλικού Πολέμου», σελ. 87

4 «Ελληνική Εποποιία 1940-1941», σελ. 140

5 «Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου», σελ. 194

6 Ο Χίτλερ διοικούσε εκδίδοντας τις περίφημες «Ειδικές Οδηγίες» στρατηγικού επιπέδου

7 «Επίτομη Ιστορία Ελληνοιταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου», σελ. 159-161

8 ΓΕΣ/Δνση Ιστορίας Στρατού, «Το Τέλος Μιας Εποποιίας, Απρίλιος 1941», σελ. 23

9 «Η Ιταλο-Γερμανική Επίθεση εναντίον της Ελλάδος», σελ. 474

10 «Η Ιταλο-Γερμανική Επίθεση εναντίον της Ελλάδος», σελ. 479

11 ΓΕΣ/Δνση Ιστορίας Στρατού, «Το Τέλος Μιας Εποποιίας, Απρίλιος 1941», σελ. 48

12 «Η Ιταλο-Γερμανική Επίθεση εναντίον της Ελλάδος», σελ. 489

13 «Η Ιταλο-Γερμανική Επίθεση εναντίον της Ελλάδος», σελ. 494

14 ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Επίτομη Ιστορία Ελληνοιταλικού Πολέμου», σελ. 185

15 «Η Γερμανική Εισβολή στην Ελλάδα», σελ. 95

16 ΓΕΣ/Δνση Ιστορίας Στρατού, «Το Τέλος Μιας Εποποιίας, Απρίλιος 1941», σελ. 113

17 ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Το Τέλος Μιας Εποποιίας, Απρίλιος 1941», σελ. 207

18 Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ Φ.715/Α/4 σελ. 101-102

19 «Το Τέλος Μιας Εποποιίας, Απρίλιος 1941», σελ 248

20 «Ιστορία του Ιππικού-Τεθωρακισμένων», σελ. 57

21 Τεύχος Ιαν-Φεβ-Μαρ 2012, άρθρο Τχη Χριστοδούλου

22 «Ιστορικόν Πολεμικών Επιχειρήσεων 1940-1941», Τεύχος Β’, Μέρος Α’, σελ. 64

ΠΗΓΗ: ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΑΠΟΣΤΡΑΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΙΠΠΙΚΟΥ-ΤΕΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΩΝ