«Τελειώσαμε. Οι μεγάλοι δεν τα συγχωρούν αυτά». Η δήλωση αυτή ανήκει στον Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, αμέσως μετά την συνάντησή του με τον Αμερικανό Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον στην Ουάσιγκτον τον Ιούνιο του 1964.

Η δήλωση του Έλληνα Πρωθυπουργού έμελλε να επαληθευτεί πλήρως ένα χρόνο αργότερα, όταν στις 15 Ιουλίου του 1965 εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο Β’.

Η αποστασία του 1965 θεωρείται, από ιστορικούς και πολιτικούς, ως η απαρχή της πορείας προς την 21η Απριλίου. Πρόσφατα αποχαρακτηρίστηκαν και δόθηκαν στη δημοσιότητα τα επίσημα αμερικανικά διπλωματικά αρχεία, τα οποία αφορούν στη συγκεκριμένη περίοδο και αποκαλύπτουν το παρασκήνιο εκείνης της ταραγμένης εποχής.

Το Κυπριακό «τελειώνει» τον Παπανδρέου

Ο Γεώργιος Παπανδρέου ανέλαβε Πρωθυπουργός της Ελλάδας στις 18 Φεβρουαρίου του 1964. Ήταν η τρίτη θητεία του στον πρωθυπουργικό θώκο. Είχαν προηγηθεί δύο άλλες, βραχύβιες (26 Απριλίου 1944-3 Ιανουαρίου 1945 και 8 Νοεμβρίου-30 Δεκεμβρίου 1963).

Τότε το Κυπριακό ήταν ένα καυτό εθνικό θέμα τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την Τουρκία. Οι ενδοκοινοτικές συγκρούσεις στην Κύπρο το 1963-1964 είχαν δημιουργήσει σοβαρές προστριβές στις σχέσεις Ελλάδας-Κύπρου. Αυτή η ένταση στη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ ανησυχούσε έντονα την Ουάσιγκτον, η οποία πίστευε, ορθά, ότι σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου ολόκληρη η πτέρυγα θα κατέρρεε και η Σοβιετική Ένωση θα αποκτούσε σημαντικό πλεονέκτημα στην περιοχή.

Ήταν η εποχή που ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στο ζενίθ: Μόλις το 1963, με αφορμή την Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα, ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση βρέθηκαν στα πρόθυρα πυρηνικού πολέμου.

Για την Ουάσιγκτον λοιπόν το Κυπριακό έπρεπε να κλείσει, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο προκειμένου η Ελλάδα και η Τουρκία να συνεχίσουν απρόσκοπτα να αποτελούν το συμπαγές μέτωπο-από την Αδριατική μέχρι τον Καύκασο-ανάσχεσης της σοβιετικής επιρροής στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.

Μετά τα γεγονότα του 1963-1964 στην Κύπρο, ο Πρόεδρος Τζόνσον ανέθεσε στον πρώην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ντιν Άτσεσον, να μεσολαβήσει για την εξεύρεση λύσης στην Κύπρο.

Ο Άτσεσον παρουσίασε το σχέδιο του, το οποίο τελικά απορρίφθηκε από τα εμπλεκόμενα μέρη. Σύμφωνα με το σχέδιο Άτσεσον η Κύπρος θα ενωνόταν με την Ελλάδα έναντι εδαφικών και στρατηγικών ανταλλαγμάτων προς την Τουρκία. Σε πρώτη φάση προτάθηκε η παραχώρηση στην Τουρκία της χερσονήσου της Καρπασίας για τη δημιουργία στρατιωτικής βάσης.

Στόχος της παραχώρησης ήταν να εξασφαλιστεί η Τουρκία από μια πιθανή στρατιωτική επέμβαση της Ελλάδας εναντίον της μέσω της Κύπρου. Παράλληλα, σε ορισμένες περιοχές θα παραχωρούνταν και συγκεκριμένα προνόμια αυτοδιοίκησης για τους Τουρκοκύπριους.

Η παραχώρηση της Καρπασίας απορρίφθηκε από τον Πρόεδρο Μακάριο με το σκεπτικό ότι προωθεί τη διχοτόμηση της νήσου. Από την άλλη πλευρά, ο Γεώργιος Παπανδρέου φάνηκε διαλλακτικότερος και πρόθυμος να συζητήσει μια τέτοια πρόταση επί της αρχής.

Εναλλακτικά, και μετά την άρνηση του Μακάριου, προτάθηκε η εκμίσθωση της Καρπασίας από την Τουρκία προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως στρατιωτική βάση και η παραχώρηση του Καστελλόριζου από την Ελλάδα στην Τουρκία. Αλλά και αυτό το σχέδιο απορρίφθηκε από τον Μακάριο (στη συνέχεια το απέρριψε και η Τουρκία).

Η επίσκεψη του Γεωργίου Παπανδρέου στην Ουάσιγκτον, το καλοκαίρι του 1964, είχε ως μοναδικό θέμα συζήτησης την οριστική επίλυση του κυπριακού ζητήματος και την αποδοχή, εκ μέρους της Ελλάδας, του σχεδίου Άτσεσον.

Οι πιέσεις που ασκήθηκαν προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό ήταν αφόρητες τόσο εκ μέρους του Αμερικανού Προέδρου προσωπικά, όσο και εκ μέρους υψηλόβαθμων αξιωματούχων της αμερικανικής κυβέρνησης.

Ο Παπανδρέου προσπάθησε να εξηγήσει στον Αμερικανό Πρόεδρο ότι είναι αδύνατο για οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση να δεχθεί την παραχώρηση ελληνικού εθνικού εδάφους στην Τουρκία και μάλιστα υπό το καθεστώς απειλής. «Καμία Ελληνική Βουλή δεν θα μπορούσε να δεχθεί ένα τέτοιο σχέδιο… το Ελληνικό Σύνταγμα δεν επιτρέπει σε καμία κυβέρνηση να παραχωρήσει ένα ελληνικό νησί», είπε χαρακτηριστικά.

Μετά την αναχώρηση του Παπανδρέου από τις ΗΠΑ, ο Λίντον Τζόνσον, ενοχλημένος από την αντίδραση του Έλληνα Πρωθυπουργού, κάλεσε τον Έλληνα πρεσβευτή στην Ουάσιγκτον, Αλέξανδρο Μάτσα, για να του δηλώσει τα εξής:

Τζόνσον: «Γαμώ τη Βουλή σας και το Σύνταγμά σας! Η Αμερική είναι ελέφαντας. Η Κύπρος είναι ψύλλος. Και η Ελλάδα είναι ψύλλος. Αν αυτοί οι δύο ψύλλοι εξακολουθούν να φέρνουν φαγούρα στον ελέφαντα, μπορεί ο ελέφαντας να τους ρουφήξει μία και καλή με την προβοσκίδα του»

Μάτσας: «Θα διαβιβάσω τις απόψεις σας στον Πρωθυπουργό κ. Παπανδρέου, αλλά είμαι βέβαιος για την ελληνική απάντηση. Η Ελλάδα είναι δημοκρατία. Ο Πρωθυπουργός δεν μπορεί να εναντιωθεί στις επιθυμίες της Βουλής».

Τζόνσον: «Θα σας πω ποια απάντηση θα δώσω, αν πάρω τέτοιου είδους απόκριση από τον Πρωθυπουργό σας. Ποιος νομίζει ότι είναι; Δεν μπορώ να έχω και δεύτερο Ντε Γκολ στα πόδια μου. Πληρώνουμε πολλά αμερικανικά δολάρια στους Έλληνες, κύριε πρέσβη. Αν ο Πρωθυπουργός σας μου μιλήσει για Δημοκρατία, Βουλή και Σύνταγμα, τότε εκείνος, η Βουλή και το Σύνταγμά του μπορεί να μην κρατήσουν και πολύ».

Από τον παραπάνω έντονο διάλογο προκύπτει ότι η αμερικανική κυβέρνηση είχε αποφασίσει ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν πολύ «ανεξάρτητος» («δεύτερο Ντε Γκολ» τον χαρακτήρισε ο Αμερικανός Πρόεδρος) για να είναι Πρωθυπουργός μιας χώρας που βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο της Ανατολικής Μεσογείου.

Δεν είναι ξεκάθαρο εάν ο αμερικανικός παράγοντας, που έλεγχε σταθερά τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα από τα τέλη της δεκαετίας του ’40, απαίτησε ωμά από το βασιλιά Κωνσταντίνο να απαλλάξει τη χώρα από την πρωθυπουργία του Γεωργίου Παπανδρέου.

Αυτό που είναι ξεκάθαρο ωστόσο, είναι το γεγονός ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, γνωρίζοντας την αντιπάθεια των Αμερικανών προς τον Πρωθυπουργό μεθόδευσε, εκτός συνταγματικού πλαισίου, την παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου.

Αυτό αποδεικνύεται και από την πεισματική απροθυμία του βασιλιά να μην επιτρέψει στον Γεώργιο Παπανδρέου να σχηματίσει την κυβέρνηση που αυτός, ως νόμιμος και συνταγματικός Πρωθυπουργός της χώρας, έκρινε ότι εξυπηρετεί καλύτερα το δημόσιο και εθνικό συμφέρον.

Οι ισορροπίες στο εσωτερικό

Το καλοκαίρι του 1965 η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα τεταμένη. Η Ένωση Κέντρου από τη μια πλευρά και η ΕΡΕ από την άλλη ακόνιζαν τα ξίφη τους και συγκρούονταν καθημερινά.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε περισσότερο όταν η Ένωση Κέντρου υποστήριξε ανοιχτά πρόταση της ΕΔΑ (Αριστερά) για παραπομπή σε δίκη πρώην υπουργών των κυβερνήσεων Καραμανλή με την κατηγορία ότι δεν υποστήριξαν το εθνικό συμφέρον χρηματιζόμενοι σε συναλλαγές με ξένους οίκους.

Η στήριξη της Ένωσης Κέντρου σε μια πρόταση της Αριστεράς ενεργοποίησε τα αντικομουνιστικά αντανακλαστικά των συντηρητικών δυνάμεων της χώρας (ΕΡΕ, παλάτι, ηγεσία του στρατεύματος, ΚΥΠ) και προβλημάτισε την Ουάσιγκτον.

Σταδιακά η πολιτική σύγκρουση μεταξύ της Ένωσης Κέντρου και της ΕΡΕ ξεπέρασε τα όρια των οικονομικών σκανδάλων και επεκτάθηκε σε σοβαρά πολιτικά ζητήματα.

Η Ένωση Κέντρου και η ΕΡΕ αλληλοκατηγορούνταν για παράνομες οργανώσεις και σχέδια ανατροπής του πολιτεύματος: Η Ένωση Κέντρου έφερε στη δημοσιότητα το «Σχέδιο Περικλής» κατηγορώντας τη Δεξιά ότι «με βία και νοθεία» επικράτησε στις εκλογές του 1961, ενώ η ΕΡΕ αποκάλυψε το σχέδιο «ΑΣΠΙΔΑ» ως μέσο άλωσης του Στρατού από τον κομμουνισμό με προσωπική ανάμειξη του Ανδρέα Παπανδρέου.

Το «Σχέδιο Περικλής», το οποίο εφαρμόστηκε από το Στρατό στις εκλογές του 1961, είχε καταρτιστεί από την ΚΥΠ το 1955 και αναθεωρήθηκε το 1959 από τον Στρατό.

Αφορούσε την άμεση παρέμβαση του στρατού και της αστυνομίας στα τότε πολιτικά πράγματα της χώρας με σκοπό τον περιορισμό του ποσοστού της ΕΔΑ, η οποία είχε καταφέρει να αναδειχθεί αξιωματική αντιπολίτευση στις εκλογές του 1958.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Πρωθυπουργός της επίμαχης περιόδου, Κωνσταντίνος Καραμανλής, παραδέχτηκε μεν την ύπαρξη του σχεδίου, αρνήθηκε όμως ότι προοριζόταν να εφαρμοστεί σε εκλογές, με εξαίρεση την περίπτωση εξωτερικού ή εσωτερικού κινδύνου.

Από την άλλη, ο «ΑΣΠΙΔΑ» ήταν μια μυστική οργάνωση αξιωματικών που κατηγορήθηκαν ότι ήθελαν να ανατρέψουν τους «εθνικόφρονες» συναδέλφους τους και να προωθηθούν σε καίριες θέσεις του στρατεύματος.

Ωστόσο, από τις ανακρίσεις δεν προέκυψαν ιδιαίτερα επιβαρυντικά στοιχεία ούτε για την επικινδυνότητα της ομάδας, ούτε για την ανάμειξη του ίδιου τον Ανδρέα Παπανδρέου. Εντούτοις, αρκετοί θεώρησαν ότι για όσο διάστημα διαρκούσαν οι ανακρίσεις θα έπρεπε να τοποθετηθεί Υπουργός Άμυνας πρόσωπο αμερόληπτο και ευρύτερης αποδοχής.

Έτσι ο βασιλιάς αρνιόταν πεισματικά να υπογράψει τα σχετικά διατάγματα, αν πρώτα δεν ενέκρινε τους αντικαταστάτες τους. Μάλιστα ο Γαρουφαλιάς, βέβαιος για τη βασιλική υποστήριξη, παρά την αποπομπή του αρνήθηκε να εγκαταλείψει το υπουργείο, ακόμα κι αφού ο Παπανδρέου τον διέγραψε από την Ένωση Κέντρου.

Πίσω από αυτή την επιλογή του Κωνσταντίνου βρισκόταν η επιθυμία του να ελέγχει πλήρως το στράτευμα. Μάλιστα, για τον ίδιο λόγο τα ανάκτορα είχαν συγκρουστεί στο παρελθόν και με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό πολιτικό σκηνικό η εμπλοκή των Αμερικανών δεν άργησε να εκφραστεί, υπόγεια φυσικά. Στα μέσα Ιουνίου του 1965 συναντήθηκε ο γραμματέας του βασιλιά, Κωνσταντίνος Χοϊδάς, με τον επιτετραμμένο Ντόμπ Ανσούτζ. Το μήνυμα που εξέπεμψαν οι ΗΠΑ ήταν ξεκάθαρο: η ασφάλεια των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή απαιτούσε ισχυρή ελληνική στρατιωτική συγκρότηση και καλή συνεργασία των δύο χωρών στον στρατιωτικό τομέα.

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αρχικά οι Αμερικανοί δεν ήταν αρνητικοί προς την κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου. Η αλλαγή στη στάση της Ουάσιγκτον ήρθε μετά την άρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου να αποδεχθεί το σχέδιο Άτσεσον.

Τυπικά, η αφορμή για την παραίτησή του Γεωργίου Παπανδρέου από την πρωθυπουργία τον Ιούλιο του 1965 υπήρξε η διαμάχη του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο για το πρόσωπο του υπουργού Εθνικής Άμυνας και του αρχηγού ΓΕΣ.

Ο Παπανδρέου επιθυμούσε να αντικαταστήσει τόσο τον υπουργό Πέτρο Γαρουφαλιά όσο και τον Αρχηγό ΓΕΣ, στρατηγό Γεννηματά, οι οποίοι ήταν άνθρωποι πιστοί στο παλάτι (μάλιστα η αντιδημοκρατική δράση και η συμπεριφορά του στρατηγού Γεννηματά είχε στιγματιστεί τόσο από τον δημοκρατικό Τύπο όσο και από σημαίνοντες βουλευτές της Ένωσης Κέντρου).

Για τη θέση του υπουργού Εθνικής Άμυνας ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε επιλέξει τον γιο του, και μετέπειτα πρωθυπουργό, Ανδρέα Παπανδρέου. Εντούτοις το όνομα του Ανδρέα ήταν αναμεμιγμένο στην υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ».

Ως συμβιβαστική λύση ο Παπανδρέου πρότεινε στο βασιλιά να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Και πάλι όμως ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε καθώς επιθυμούσε να τοποθετηθεί πρόσωπο της δικής του εμπιστοσύνης.

Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της υπομονής. Ο Παπανδρέου έκρινε ότι είναι απαράδεκτο ο Πρωθυπουργός της χώρας και της λαϊκής πλειοψηφίας του 53% να μην μπορεί να αναλάβει όποιο υπουργείο επιθυμεί («Πρωθυπουργός υπό απαγόρευσιν» ήταν η ακριβής δήλωση του) και παραιτήθηκε. Η παραίτηση Παπανδρέου ανακοινώθηκε προφορικά στο βασιλιά Κωνσταντίνο το πρωί της 15ης Ιουλίου.

Λίγα λεπτά αργότερα ορκίστηκε Πρωθυπουργός της χώρας, ενώπιον του βασιλιά, ο μέχρι τότε Πρόεδρος της Βουλής, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, μέλος της Ενώσεως Κέντρου. Η αποστασία ήταν γεγονός.

Τις επόμενες ημέρες ο Νόβας σχημάτισε κυβέρνηση, η οποία όμως δεν κατάφερε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και παραιτήθηκε (4 Αυγούστου 1965). Η μεγάλη πολιτική κρίση του 1965-1967 είχε μόλις αρχίσει.

Αμέσως μετά την παραίτησή του από την πρωθυπουργία, ο Παπανδρέου κήρυξε νέο «ανένδοτο αγώνα» κατά της συνταγματικής εκτροπής. Η απόφαση του Παπανδρέου πυροδότησε κλίμα μεγάλων διαδηλώσεων που οργανώθηκαν από την Ένωση Κέντρου. Οι περισσότερες από αυτές τις διαδηλώσεις κατέληξαν σε αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία και στο θάνατο του φοιτητή και στελέχους της Αριστεράς (ΕΔΑ) Σωτήρη Πέτρουλα.

Μετά την παραίτηση Νόβα ο βασιλιάς έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Στέφανο Στεφανόπουλο, ο οποίος δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να σχηματίσει κυβέρνηση χωρίς την έγκριση του κόμματός του ( Ένωση Κέντρου). Οι απροθυμία των βουλευτών της Ένωσης Κέντρου να στηρίξουν μια πιθανή κυβέρνηση Στεφανόπουλου ανάγκασε τον τελευταίο να επιστρέψει στο βασιλιά την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.

Στις 18 Αυγούστου την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης έλαβε ο Ηλίας Τσιριμώκος μαζί με τους Στεφανόπουλο, Νόβα και Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Μετά από έντονο παρασκήνιο, στις 20 Αυγούστου ορκίστηκε η κυβέρνηση Τσιριμώκου. Στις 28 Αυγούστου και μέσα σε κλίμα έντονων κοινωνικών ταραχών και διαδηλώσεων πραγματοποιήθηκε στη Βουλή η ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Τελικά και η κυβέρνηση Τσιριμώκου καταψηφίστηκε.

Μετά από διαβουλεύσεις του βασιλιά με τους πολιτικούς αρχηγούς και ενώ ο Παπανδρέου επέμενε ότι μόνη λύση ήταν ο διορισμός υπηρεσιακής κυβέρνησης και η διεξαγωγή εκλογών, τελικά ορκίστηκε Πρωθυπουργός στις 17 Σεπτεμβρίου 1965 ο Στέφανος Στεφανόπουλος με τη συμμετοχή, μεταξύ άλλων, των Τσιριμώκου και Νόβα (αντιπρόεδροι) και Μητσοτάκη (υπουργός Συντονισμού και Οικονομικών).

Στις 22 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε νέα ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, την οποία τελικά κέρδισε η κυβέρνηση Στεφανόπουλου. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι από τους 171 βουλευτές που είχε η Ένωση Κέντρου το 1964, στις 22 Σεπτεμβρίου του 1965 είχαν απομείνει μόνο 126. Η αποστασία είχε ολοκληρωθεί. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου παρέμεινε στην εξουσία ως την 21η Δεκεμβρίου του 1966 οπότε και αντικαταστάθηκε από υπηρεσιακή κυβέρνηση με στόχο τη διεξαγωγή εκλογών.

Σε απόρρητο υπόμνημα της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα προς την Ουάσιγκτον, με ημερομηνία 28 Ιουνίου του 1965, δηλαδή δύο εβδομάδες πριν την αποστασία, αποκαλύφθηκαν πολλά και σημαντικά σχετικά με το παρασκήνιο εκείνης της περιόδου.

Το υπόμνημα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα» στις 11 Ιουλίου του 2009 και προκάλεσε την αντίδραση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η απαντητική επιστολή του οποίου δημοσιεύτηκε από την ίδια εφημερίδα στο φύλλο της 14ης Ιουλίου 2009.

Το αμερικανικό υπόμνημα

Ημερομηνία: 28 Ιουνίου 1965

Θέμα: Πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα

Συμμετέχοντες: Κωνσταντίνος Μητσοτάκης-υπουργός Οικονομικών, Πάνος Κόκκας, ιδιοκτήτης -εκδότης της καθημερινής εφημερίδας «Ελευθερία», Γιάννης Τσουδερός-Βουλευτής Κρήτης του κόμματος Ένωσης Κέντρου, Νίκος Δεληπέτρος-υποδιευθυντής στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ)

Αντίγραφα προς: Ρίτσαρντ Μπάρχαμ, υπεύθυνο Ελληνικών Υποθέσεων

Κατά τη διάρκεια δείπνου στο σπίτι του υπουργού Οικονομικών κ. Μητσοτάκη, υπήρξα μάρτυς ορισμένων από τις πολιτικές απόψεις των ισχυρών Κόκκα- Μητσοτάκη, μερίδας της Ένωσης Κέντρου. Ο Κόκκας, το πιο δυναμικό μέλος της ομάδας, υπερίσχυσε στη συζήτηση. Ο Μητσοτάκης με ήρεμο αλλά σθεναρό τρόπο επίσης πήρε ενεργό ρόλο στην κουβέντα, με τον Τσουδερό και τον Δεληπέτρο να συμμετέχουν κατά διαστήματα. Τα κυριότερα θέματα που συζητήθηκαν ήταν ο επικεφαλής στρατηγός των χερσαίων δυνάμεων Γεννηματάς, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Πρωθυπουργός και η Κύπρος. Το θέμα του Ανδρέα Παπανδρέου φαινόταν να είναι εκείνο που το διέκρινε μεγαλύτερος συναισθηματισμός. Προσπάθησα να συνοψίσω παρακάτω τη συζήτηση σύμφωνα με τα θέματα.

Στρατηγός Γεννηματάς: Ο κ. Κόκκας έκανε μια μακρά αναφορά για τον στρατηγό Γεννηματά, εναντίον του οποίου η εφημερίδα του κ. Κόκκα, «Ελευθερία», είχε αναλάβει μια σταθερά αυξανόμενη εκστρατεία τις τελευταίες εβδομάδες. Ο Κόκκας επεσήμανε ότι το πρόβλημα ξεκίνησε με το «Σχέδιο Περικλής», στο οποίο ο Γεννηματάς είχε βαθιά αναμειχθεί στη στρατιωτική του περιοχή (Κοζάνη). Ο κ. Κόκκας αναφέρθηκε σε κάποιες από τις πειθαναγκαστικές μεθόδους που χρησιμοποιούσε ο Γεννηματάς και οι υφιστάμενοί του εναντίον όχι μόνον των κομμουνιστών και των συνοδοιπόρων τους, αλλά και εναντίον των υποστηρικτών της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές του 1961. Σύμφωνα με τον Κόκκα, ο Πρωθυπουργός Παπανδρέου δεν ήταν υποχρεωμένος να εμπλακεί σε ένα «δίλημμα» για τον Γεννηματά. Τον Απρίλιο του 1964 ο Παπανδρέου θα μπορούσε να έχει επιλογή μεταξύ του Γεννηματά και του στρατηγού Σιαπκαρά, ενός πιο επιθυμητού στρατιωτικού, ως επικεφαλής του Στρατού. Δυστυχώς, ο Πρωθυπουργός δεν ήταν αποφασιστικός και παρά τις προειδοποιήσεις του Κόκκα και άλλων, επέτρεψε στον Βασιλέα να τον επηρεάσει υπέρ του Γεννηματά. Η «Ελευθερία» ήταν από την αρχή αντίθετη με αυτόν τον διορισμό. Σε αυτό το σημείο της συζήτησης, ο κ. Τσουδερός επέπληξε τους κυρίους Μητσοτάκη και Κόκκα που διεξήγαν μία τόσο έντονη δημοσιογραφική εκστρατεία εναντίον του Γεννηματά, η οποία, αν συνεχιζόταν, μόνο κακό θα μπορούσε να κάνει στη χώρα. Και οι δύο, Κόκκας και Μητσοτάκης, συμφώνησαν τονίζοντας ότι για αυτό τον λόγο επιθυμούσαν να λήξει το θέμα το συντομότερο δυνατόν. Προς απάντηση στην ερώτηση γιατί το θέμα εγείρεται αυτή τη δεδομένη στιγμή, ο Κόκκας έδωσε αρκετούς λόγους τονίζοντας συγκεκριμένα το «Σχέδιο Περικλής», τον ρόλο του (στρατηγού) Λουκάκη σ’ αυτό, την υπόθεση «Ασπίδα» και τις πρόσφατες κατηγορίες για σαμποτάζ στη Μακεδονία. Ο Κόκκας ανέφερε ότι ο Βασιλεύς δεν εμπιστεύεται τον Πρωθυπουργό και δεν θα του άρεσε μια αλλαγή στο Γενικό Επιτελείο. Παρ’ όλα αυτά, η Ένωση Κέντρου δεν βλέπει μια εναλλακτική λύση για την απόλυση του Γεννηματά και αυτή η άποψη έχει την ευρύτερη λαϊκή υποστήριξη. Αφού ανατραπεί ο Γεννηματάς, η κατάσταση θα ξεκαθαριστεί και δεν θα υπάρξει περαιτέρω πρόβλημα. Ο Κόκκας είπε πως ήλπιζε ότι ο Βασιλεύς δεν θα ήταν ανυποχώρητος σε αυτό το θέμα, γιατί δεν είναι η κατάλληλη περίπτωση για να αντιμετωπίσουν τον Πρωθυπουργό καθώς θα μπορούσε να κάνει κακό μόνο στον θεσμό της μοναρχίας στην Ελλάδα.

Ανδρέας Παπανδρέου: Μέλη της ομάδας προχώρησαν στο θέμα Ανδρέας Παπανδρέου ειρωνευόμενοι το γεγονός ότι κουβαλούσε όπλο για αυτοπροστασία. Ο Κόκκας χαρακτήρισε τον Ανδρέα ως «κακό για την Ελλάδα» και δήλωσε ότι πρέπει να φύγει από τη χώρα. Κανένας δεν τον εμπιστεύεται. Όχι μόνο ασκεί κακή επιρροή προς τον πατέρα του, αλλά επίσης τον χρησιμοποιεί για τους δικούς του σκοπούς. Ο Ανδρέας δεν ενδιαφέρεται για το κόμμα της Ένωσης Κέντρου, ελπίζει να σχηματίσει το δικό του κεντροαριστερό κόμμα. Αυτές οι απόψεις, ελέχθη ότι εκφράστηκαν σε έναν Γερμανό αξιωματούχο με τον οποίο είχε μια κουβέντα ο Ανδρέας κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Γερμανία τον προηγούμενο χειμώνα. Ο Μητσοτάκης τόνισε επίσης τον καταστρεπτικό ρόλο του Ανδρέα στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Πρότεινε αστειευόμενος να ανατεθεί στον Ανδρέα μια πρεσβευτική αποστολή, ίσως στην Ουάσιγκτον, στη Νέα Υόρκη ή το Παρίσι, ώστε να φύγει από την Ελλάδα.

Ο Πρωθυπουργός Παπανδρέου: Ο Μητσοτάκης τόνισε ότι παρ’ όλη την προχωρημένη ηλικία του, ο Πρωθυπουργός βλέπει τα πράγματα καθαρά και ενεργεί προσεκτικά. Εντούτοις έχει δύο σοβαρά ελαττώματα: (1) είναι ηθικά ελαστικός, γεννήθηκε έτσι και (2) είναι δειλός, με παντελή έλλειψη θάρρους. Ο Μητσοτάκης υπαινίχθηκε επίσης ότι ο Παπανδρέου είναι διπρόσωπος και έχει έλλειψη αποφασιστικότητας. Κανένας δεν μπορεί να τον εμπιστευτεί, άλλα λέει στο Υπουργικό Συμβούλιο και άλλα, μάλλον, στον Βασιλέα.

Κύπρος: Υποστηριζόμενος από τον Κόκκα, ο Μητσοτάκης εξέφρασε τις απόψεις του σχετικά με το θέμα της Κύπρου: έδωσε έμφαση στη σημασία της ελληνοτουρκικής συμβιβαστικής λύσης. Μια τέτοια λύση ήταν κοντά το περασμένο καλοκαίρι, όταν το ελληνικό Υπουργικό Συμβούλιο συμφώνησε ομόφωνα σχετικά με το σχέδιο Άτσεσον. Ωστόσο, ο Ανδρέας πήγε ο ίδιος στον Πρωθυπουργό και «σαμποτάρισε» την απόφαση, χωρίς ουσιαστικά να δώσει έναν σαφή λόγο. Ο Ανδρέας συνεργάζεται με τον Μακάριο και τους αριστερούς. Το σχέδιο Άτσεσον είναι η καλύτερη λύση, πολύ καλύτερη από την παραχώρηση ελληνικού εδάφους, που καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα ήταν έτοιμη να προτείνει. Όταν ρωτήθηκε σχετικά με την αποδοχή του Μακάριου για τη λύση τύπου Άτσεσον, ο Μητσοτάκης ισχυρίστηκε ότι θα μπορούσε και θα έπρεπε να επιβληθεί επί του Μακαρίου, με πραξικόπημα, αν χρειαστεί.

Σχόλιο: Αυτή ήταν η δεύτερη επίσκεψή μου στο σπίτι του Μητσοτάκη μέσα σε μία εβδομάδα. Ήταν ολοφάνερο ότι η κλίκα των Κόκκα-Μητσοτάκη προσπαθούσε να κάνει σαφή τη θέση της στον «αμερικανικό παράγοντα», ίσως με έναν υπαινιγμό ότι ο Μητσοτάκης προσέφερε την καλύτερη εναλλακτική λύση για τη θέση του Πρωθυπουργού Παπανδρέου, η διακυβέρνηση του οποίου οδηγούσε την Ελλάδα σε οικονομικό και πολιτικό χάος. Στη συνέχεια, ο Δεληπέτρος μού είπε κατ’ ιδίαν ότι θεωρούσε τον Μητσοτάκη ως τον καλύτερο στο Υπουργικό Συμβούλιο. Υποστήριξε ότι η ομάδα των Στεφανόπουλου-Μητσοτάκη είναι καλύτερη για τον σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης της Ενώσεως Κέντρου, ο Στεφανόπουλος γιατί είχε πολύ λίγους εχθρούς και είναι ευρέως αποδεκτός και ο Μητσοτάκης λόγω της δυναμικότητας και της γενικής ικανότητάς του.

Εμπιστευτικό Ομάδας 3

Κάθε 12 χρόνια υποβαθμίζεται, όχι αυτόματα αποχαρακτηρισμένο

Σύμφωνα με το υπόμνημα, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης φαίνεται να προκρίνει το σχέδιο Άτσεσον, ενώ διατυπώνει την άποψη ότι θα έπρεπε να επιβληθεί στον Μακάριο «ακόμη και με πραξικόπημα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ρίτσαρντ Μπάραμ.

Το κείμενο του συγκεκριμένου υπομνήματος αντικρούστηκε δημόσια από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, σε σχετική επιστολή που απέστειλε στην εφημερίδα «Τα Νέα» και δημοσιεύτηκε στις 14 Ιουλίου του 2009.

Στην επιστολή του ο πρώην Πρωθυπουργός σημείωσε ότι κατά την περίοδο της σύγκρουσης του Γεωργίου Παπανδρέου με το παλάτι προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράγματα και τάχθηκε υπέρ μιας συμβιβαστικής λύσης («…επιμέναμε να παραμείνει στην εξουσία και να βρεθεί αξιοπρεπής διέξοδος της διαφοράς του με το βασιλιά, σχετικά με το υπουργείο Εθνικής Άμυνας», αναφέρει χαρακτηριστικά στην απαντητική του επιστολή ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης).

Στην ίδια επιστολή ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επιβεβαίωσε την υποστήριξή του στο σχέδιο Άτσεσον σημειώνοντας ότι το συγκεκριμένο σχέδιο «εισηγήθηκε θερμά ο Γ. Παπανδρέου στο υπουργικό συμβούλιο».

Σημείωσε δε ότι υποστήριξε και την λύση που προέβλεπε το μνημόνιο Τούμπα-Τσακλαγιαγκίλ (ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και παραχώρηση της βάσης της Δεκέλειας στην Τουρκία). Αρνήθηκε, ωστόσο, ότι υποστήριξε ή τάχθηκε υπέρ της επιβολής του σχεδίου Άτσεσον στον Μακάριο, έστω και πραξικοπηματικά.

Μεθεόρτια

Η αποστασία του 1965 είναι μια από τις πλέον μελανές σελίδες της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας του τόπου. Τον Ιούλιο του 1965 ουσιαστικά κορυφώθηκε η πολιτική διαμάχη μεταξύ της Ένωσης Κέντρου και του παλατιού, μια διαμάχη που είχε ξεκινήσει τον Ιούνιο του 1964 όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου ήρθε σε ανοιχτή ρήξη με τις ΗΠΑ με αφορμή το Κυπριακό και το σχέδιο Άτσεσον.

Όπως προαναφέραμε, η κυβέρνηση Στεφανόπουλου παρέμεινε στην εξουσία ως την 21η Δεκεμβρίου του 1966 οπότε και αντικαταστάθηκε από νέα κυβέρνηση, υπό τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο. Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου παραιτήθηκε, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης από τη Βουλή, στις 3 Απριλίου του 1967.

Η νέα κυβέρνηση, υπό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, προετοίμασε τη χώρα για εκλογές, οι οποίες όμως δεν διεξήχθησαν ποτέ, καθώς την 21η Απριλίου επιβλήθηκε στη χώρα η χούντα.