Σε έκθεση του Τμήματος Προμηθειών της Αμερικανικής Αεροπορίας, η οποία εκδίδεται κάθε δύο χρόνια, παρουσιάστηκε μια φωτογραφία-αντίληψη του νέου μαχητικού αεροσκάφους που θέλει να αναπτύξει η Αμερικανική Αεροπορία, στο πλαίσιο του προγράμματος NGAD (Next Generation Air Dominance). Το πρόγραμμα NGAD, το οποίο αποσκοπεί στην αντικατάσταση των F-22 Raptor, αφορά στην ανάπτυξη μιας νέας γενιάς μαχητικών αεροσκαφών εναέριας υπεροχής, επανδρωμένης και μη-επανδρωμένης έκδοσης. Τα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να έχει το νέο αεροσκάφος πρέπει να είναι η επιβιωσιμότητα, η φονικότητα και δυνατότητα μακράς παραμονής στο πεδίο της μάχης.

Με τον όρο επιβιωσημότητα νοείτε ο μη εντοπισμός του αεροσκάφους, τουλάχιστον όχι από μεγάλες αποστάσεις (Stealth), μέσω της υιοθέτησης υλικών απορρόφησης της ακτινοβολίας των ραντάρ ή μείωσης του υπέρυθρου ίχνους του αεροσκάφους. Η φονικότητα αφορά στην ικανότητα επικράτησης στην αερομαχία και να καταρρίπτει εχθρικά μαχητικά από μεγάλες αποστάσεις, με το νέο, υπό ανάπτυξη, βλήμα αέρος-αέρος AIM-260 ή με τη χρήση λέιζερ. Τέλος, μακρά παραμονή στο πεδίο, σημαίνει ικανότητα παραμονής στον αέρα περισσότερο από τα εχθρικά αεροσκάφη, χωρίς τη χρήση εξωτερικών δεξαμενών καυσίμου, οι οποίες αυξάνουν το αποτύπωμα ραντάρ του αεροσκάφους.

Η φωτογραφία που περιλαμβάνεται στην έκθεση απεικονίζει ένα δελταπτέρυγο αεροσκάφος. Να σημειωθεί ότι αρχικά το πρόγραμμα NGAD υιοθετήθηκε ως κοινό πρόγραμμα της Αεροπορίας και του Ναυτικού, αλλά στη συνέχεια τα δύο Όπλα δημιούργησαν ξεχωριστά γραφεία, αν και υπάρχει συνεργασία μεταξύ τους. Η Αεροπορία έχει προϋπολογίσει δαπάνη ύψους $ 9 δισεκατομμυρίων για το πρόγραμμα, μέχρι το 2025, εκ των οποίων $ 1 δισεκατομμύριο θα δαπανηθεί το 2021 και $ 1,5 δισεκατομμύρια το 2022. Σύμφωνα με τον Will Roper, Βοηθό Γραμματέα Προμηθειών, Τεχνολογίας και Υποστήριξης της Αμερικανικής Αεροπορίας (Assistant Secretary of the Air Force for Acquisition, Technology, and Logistics), το πρόγραμμα NDAG θα αναπτυχθεί-παραχθεί με έναν νέο επαναστατικό τρόπο.

«Έχουμε ήδη κατασκευάσει και πετάξει ένα πλήρες πρωτότυπο επίδειξης τεχνολογίας και σπάσαμε ρεκόρ κάνοντας το», δήλωσε ο Will Roper, αναφερόμενος προφανώς στο ότι η κατασκευή και η πρώτη πτήση του πρωτότυπου έγιναν μέσα σε έναν χρόνο. Δεν είναι γνωστό πόσα πρωτότυπα κατασκευαστούν, αλλά σίγουρα πάνω από ένα έτσι ώστε να μειωθεί ο χρόνος ανάπτυξης. Στόχος του προγράμματος είναι τα πρώτα αεροσκάφη να παραδοθούν το 2030. Σχετικά με τον «επαναστατικό τρόπο» με τον οποία θα εξελιχθεί το πρόγραμμα NDAG, ο Will Roper είχε μιλήσει στην αμυντική ιστοσελίδα «DefenceNews» το Σεπτέμβριο του 2019. Τότε είναι αναφερθεί στο σχέδιο DCS (Digital Century Series) ως την «καρδιά» του προγράμματος NGAD.

Στόχος του σχεδίου DCS είναι η αντικατάσταση των χρονοβόρων και δαπανηρών προγραμμάτων σχεδίασης, ανάπτυξης και προμήθειας νέων μαχητικών με τις μεγάλες περιόδους που μεσολαβούν από τη σχεδίαση μέχρι την επιχειρησιακή ένταξη ενός νέου αεροσκάφους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να έχει εξελιχθεί τόσο η τεχνολογία ώστε μόλις αποκτηθεί ένα νέο αεροσκάφος να χρειάζεται πρόγραμμα αναβάθμισης. Ένας άλλος στόχος είναι και η συνεχής διατήρηση της τεχνολογικής υπεροχής έναντι των αντιπάλων. Οι βασικές αρχές του σχεδίου DCS θα είναι η συνεχής ανάπτυξη προηγμένων λογισμικών, η ανοιχτή αρχιτεκτονική και η ψηφιακή μηχανική:

Λογισμικό: Το αεροσκάφος θα παραδίδεται με ένα προηγμένο λογισμικό, πλήρως λειτουργικό, αλλά θα υπάρχει πρόβλεψη συνεχούς εξέλιξης του, ακόμα και σε ετήσια βάση, έτσι ώστε πάντα το αεροσκάφος να διαθέτει κορυφαίες ικανότητες συλλογής, επεξεργασίας, διαβίβασης και προβολής πληροφοριών και δεδομένων, εικόνας και ήχου σε πραγματικό χρόνο και σε μηδενικό χρόνο.

Ανοιχτή αρχιτεκτονική: Η έννοια της ανοιχτής αρχιτεκτονικής, που σε πολλά συστήματα ισχύει και σήμερα, σημαίνει σπονδυλωτή σχεδίαση έτσι ώστε όταν αναπτυχθεί μια νεότερη και βελτιωμένη έκδοση ενός υπό-συστήματος να είναι εύκολη η εγκατάσταση τους στο αεροσκάφος. Για παράδειγμα η ανάπτυξη ενός βελτιωμένου ραντάρ ή άλλου αισθητήρα.

Ψηφιακή μηχανική: Η ψηφιακή μηχανική είναι ένα κρίσιμος παράγοντας μείωσης του χρόνου και του κόστους ανάπτυξης ενός αεροσκάφους. Σημαίνει τη γενικευμένη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, με σχεδιαστικά προγράμματα-εργαλεία (δηλαδή λογισμικό) τεχνολογίας τεχνητής νοημοσύνης για την ταχεία ανάπτυξη του πρωτότυπου, τη μείωση στο ελάχιστο του χρόνου ανάπτυξης του αεροσκάφους και τη δραστική μείωση των αναγκών επίγειων και εναέριων δοκιμών.

«Ανάλογα με τις απαιτήσεις μας και τις δυνατότητες της αμυντικής μας βιομηχανίας θα θέσουμε το χρονικό φάσμα μέσα στο οποίο μπορούμε να αναπτύξουμε ένα νέο αεροσκάφος … σήμερα, η εκτίμηση μου είναι τα πέντε χρόνια» είχε δηλώσει το Σεπτέμβριο του 2019 o Will Roper και περιέγραψε τη διαδικασία: «Ένας αριθμός εταιριών θα υπογράφουν συμβόλαια ανάπτυξης νέων αεροσκαφών. Κάθε εταιρία θα πρέπει να παρουσιάσει ένα λεπτομερέστατο ψηφιακό μοντέλο του αεροσκάφους και ενός μοντέλου εξομοίωσης των διαδικασιών παραγωγής και υποστήριξης, με αντικείμενο την απλοποίηση των διαδικασιών και τη μείωση του κόστους υποστήριξης, ένα και εφόσον αυτό είναι εφικτό. Στη συνέχει η Πολεμική Αεροπορία θα επιλέξει το αεροσκάφος που θέλει. Αυτή η διαδικασία θα διαρκεί πέντε χρόνια το πολύ … Η εταιρία-ανάδοχος θα υπογράψει συμβόλαιο παραγωγής 24 αεροσκαφών το έτος για τουλάχιστον τρία έτη, δηλαδή 72 αεροσκάφη, που είναι το ελάχιστο της παραγωγής, σύμφωνα με την πάγια απαίτηση της Διοίκησης Αεροπορικής ΜάχηςΜόλις ξεκινήσει η παραγωγή του αεροσκάφους, θα ξεκινά η διαδικασία από την αρχή για το επόμενο αεροσκάφος».

Ωστόσο, η όλη διαδικασία έχει και μεγάλα ρίσκα-προκλήσεις. Η πρώτη πρόκληση είναι το κατά πόσο είναι εφικτό να τηρηθεί ένα τόσο αυστηρό χρονοδιάγραμμα, τόσο σε επίπεδο ανάπτυξης, που μπορεί να καθυστερήσει από απρόσμενους παράγοντες ή τεχνικές αστοχίες. Μια άλλη πρόκληση του σχεδίου DCS είναι το πώς θα μειωθεί το τελικό κόστος απόκτησης και υποστήριξης ενός αεροσκάφους όταν εντάσσεται σε υπηρεσία ένα νέο αεροσκάφος, κάθε πέντε χρόνια, και στον ελάχιστο αριθμό των 72 αεροσκαφών, δεδομένου ότι η πράξη, δηλαδή οι οικονομίες κλίμακας, έχουν αποδείξει ότι όσο μικρότερος είναι ο αριθμός των εν υπηρεσία αεροσκαφών, του ίδιου τύπου, τόσο ακριβότερη είναι η υποστήριξη και συντήρηση του.