Τόσο στη Κρίση των Ιμίων το 1996 όσο και σήμερα αρκετές μονάδες κρούσης επιφανείας θα βρεθούν σε απόσταση τέτοια όπου οι βολές με βλήματα επιφανείας αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως σε κοντινές αποστάσεις βλήματα κάτω των 10.000 μέτρων τα πλοία εκτελούν βολές με τα πυροβόλα τους. Επίσης, θα πρέπει να αναφέρουμε πως λόγω εγγύτητας ορισμένα πλοία είναι βέβαιο πως θα ναυμαχήσουν με πυροβόλα.

Για παράδειγμα οι φρεγάτες που θα βρεθούν σε εγγύτητα από ένα τουρκικό ερευνητικό πλοίο ή ένα τουρκικό γεωτρύπανο το οποίο θα παρενοχλήσουν με ελιγμούς και ακολούθως ενδεχομένως σε δεύτερο χρόνο λόγω τακτικής κατάστασης να εμπλακούν σε μάχη με ναυτικά πυροβόλα. Σε άλλη περίπτωση χρήση των πυροβόλων θα γίνει λόγω της κατανάλωσης των υφιστάμενων βλημάτων RGM-84 Harpoon. Όταν μια φρεγάτα ή μια ΤΠΚ καταναλώσει τον φόρτο βλημάτων είτε ανεφοδιάζεται εν πλω από Πλοίο Γενικής Υποστήριξης (ΠΓΥ) είτε πλέει προς ναύσταθμο ή προκεχωρημένη βάση.

Το ναυτικό πυροβόλο υπήρξε, για αρκετές δεκαετίες, το κύριο όπλο μάχης των πολεμικών πλοίων. Με την τεχνολογική εξέλιξη όμως και την εμφάνιση των βλημάτων κατά πλοίων, ο ρόλος του μοιραία υποβαθμίστηκε, χωρίς ωστόσο να χάσει το πυροβόλο ολοκληρωτικά τον επιχειρησιακό του ρόλο. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι όλες οι σύγχρονες ναυπηγήσεις ενσωματώνουν, στον κύριο εξοπλισμό του πλοίου, ναυτικό πυροβόλο.

Στο σύγχρονο θαλάσσιο πεδίο μάχης, το ναυτικό πυροβόλο χρησιμοποιείται κυρίως για την προσβολή εχθρικών πλοίων επιφανείας από κοντινές αποστάσεις και παράκτιων στόχων, όπως οχυρώσεων κ.ά. Το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) δεν θα μπορούσε φυσικά να μη διαθέτει ναυτικά πυροβόλα, όχι μόνο στις μονάδες κρούσης όπως είναι οι φρεγάτες, τα Ταχέα Περιπολικά Κατευθυνόμενων Βλημάτων (ΤΠΚ) και οι κανονιοφόροι, αλλά και σε αρκετές από τις μονάδες υποστήριξης που διαθέτει (περιπολικά, ναρκοθηρευτικά, ναρκαλιευτικά, αρματαγωγά και πλοία γενικής υποστήριξης).

Ο μέγιστος ρυθμός βολής περιορίζεται στα 16 βλήματα το λεπτό, ενώ σε περίπτωση χρήσης βλημάτων με δυνατότητα καθοδήγησής τους στην τερματική φάση της πτήσης, ο μέγιστος ρυθμός βολής περιορίζεται ακόμα περισσότερο, στα δέκα βλήματα το λεπτό.

Πιο συγκεκριμένα:

1/ Οι τέσσερις (4) φρεγάτες τύπου MEKO-200HN Mod.3 κλάσης «Ύδρα» διαθέτουν από ένα (1) πυροβόλο τύπου Mk.45 Mod.2A διαμετρήματος 127/54 χιλιοστών της βρετανικής BAE Systems (το πυροβόλο σχεδιάστηκε από την αμερικανική United Defense, η οποία εξαγοράστηκε από τη βρετανική εταιρία τον Ιούνιο του 2005).

2/ Οι εννέα (9) φρεγάτες τύπου Standard κλάσης «Έλλη» διαθέτουν από ένα (1) πυροβόλο τύπου Otobreda Compatto διαμετρήματος 76/62 χιλιοστών της ιταλικής OTO Melara, εκτός από τα πλοία F-450 «Έλλη» και F-451 «Λήμνος», τα οποία διαθέτουν από δύο (2) πυροβόλα του ίδιου τύπου.

3/ Τα επτά (7) ΤΠΚ τύπου Super Vita κλάσης “Ρουσσέν” (πέντε σε υπηρεσία, ένα υπό ένταξη και ένα υπό ναυπήγηση) διαθέτουν από ένα (1) πυροβόλο τύπου Otobreda Super Rapido διαμετρήματος 76/62 χιλιοστών της ιταλικής OTO Melara και από δύο (2) πυροβόλα τύπου Otobreda Compatto διαμετρήματος 30/82 χιλιοστών της ίδιας εταιρίας.

4/ Τα εννέα (9) ΤΠΚ τύπου La Combattante IIIA/ΙΙΙΒ (τέσσερα κλάσης «Λάσκος» και πέντε κλάσης «Καβαλούδης») διαθέτουν από δύο (2) πυροβόλα τύπου Otobreda Compatto και από δύο (2) δίδυμα πυροβόλα τύπου Εmerlec-30 διαμετρήματος 30/75 χιλιοστών της αμερικανικής Emerson Electric.

5/ Οι τρεις (3) πρώην κανονιοφόροι τύπου ΤΠΚ τύπου La Combattante IIA (κλάσης «Βότσης», πρώην γερμανικά τύπου S-148) διαθέτουν από ένα (1) πυροβόλο τύπου Otobreda Compatto και από ένα πυροβόλο τύπου Bofors 40/70 διαμετρήματος 40/70 χιλιοστών της σουηδικής Bofors.

6/ Οι οκτώ (8) κανονιοφόροι τύπου Osprey-55 ή HSy-56 (τέσσερις κλάσης «Αρματολός» και τέσσερις κλάσης «Μαχητής» [τύπου HSy-56A]) διαθέτουν από ένα (1) πυροβόλο τύπου Otobreda Compatto, από ένα (1) πυροβόλο τύπου Bofors 40/70 και από δύο (2) πυροβόλα τύπου Rh.202 Mk.20 των 20 χιλιοστών.

7/ Οι δύο (2) Asheville κλάσης «Τόλμη» διαθέτουν από δύο (2) πυροβόλα τύπου Bofors 40/70 και από δύο (2) πολυβόλα τύπου M-2HB-QCB Browning διαμετρήματος 12,7 χιλιοστών.

8/ Τα τέσσερα (4) παράκτια περιπολικά τύπου Nasty κλάσης «Ανδρομέδα» διαθέτουν ένα (1) πυροβόλο τύπου Bofors 40/70, ένα Oerlikon Mk.10 των 20 χιλιοστών και δύο (2) πολυβόλα των 7,62 χιλιοστών.

9/ Τα δύο (2) παράκτια περιπολικά τύπου Esterel κλάσης «Κελευστής Στάμου» διαθέτουν από ένα (1) πυροβόλο Rh.202 Mk.20 και τρία (3) πολυβόλα, ένα (1) των 12,7 χιλιοστών και δύο (2) των 7,62 χιλιοστών.

10/ Τα ναρκοθηρευτικά τύπου Hunt κλάσης «Ευρώπη» διαθέτουν από ένα (1) πυροβόλο τύπου GMS στην έκδοση LS-30B, προϊόν της κοινοπραξίας της ελβετικής Oerlikon (πλέον στον όμιλο Rheinmetall) με τη βρετανική BMARC (British Manufacture & Research Company) και από δύο (2) πολυβόλα τύπου MG-3 διαμετρήματος 7,62 χιλιοστών της Rheinmetall. Το πυροβόλο LS-30Β ανήκει στο διαμέτρημα των 30/75 χιλιοστών.

11/ Τα ναρκοθηρευτικά τύπου Osprey κλάσης «Ευνίκη» διαθέτουν από δύο (2) πολυβόλα τύπου M-2HB-QCB Browning.

12/ Τα πέντε αρματαγωγά τύπου «Ιάσων» κλάσης «Σάμος» διαθέτουν από ένα (1) πυροβόλο τύπου Otobreda Compatto, από δύο (2) δίδυμα πυροβόλα τύπου Bofors 40/70 και από τέσσερα (4) πυροβόλα τύπου Rh.202 Mk.20.

13/ Το πλοίο γενικής υποστήριξης A-374 «Προμηθεύς» τύπου «Etna» διαθέτει τέσσερα (4) πυροβόλα τύπου Rh.202 Mk.20, δύο (2) πολυβόλα τύπου M-2HB-QCB Browning και οκτώ (8) πολυβόλα τύπου MG-3.

14/ Το πλοίο γενικής υποστήριξης Α-470 «Αλιάκμον» διαθέτει δύο (2) δίδυμα πυροβόλα τύπου Bofors 40/70 και δύο (2) πυροβόλα τύπου Rh.202 Mk.20, ενώ το A-464 «Αξιός» διαθέτει δύο (2) δίδυμα πυροβόλα τύπου Bofors 40/70 και δύο (2) τύπου Rh.202 Mk.20.

Το Compatto, το οποίο επιτυγχάνει μέγιστο ρυθμό βολής 80-85 βλημάτων το λεπτό.

Mk.45 Mod.2A

Το Mk.45 Mod.2A (η ονομασία Mk.45 αφορά στον πύργο, ενώ το πυροβόλο ονομάζεται Mk.19) άρχισε να αναπτύσσεται στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και η πρώτη του έκδοση (Mk.45 Mod.0) τέθηκε σε υπηρεσία το 1971. Οι αναβαθμισμένες εκδόσεις Mk.45 Mod.1 και Mk.45 Mod.2 (έκδοση εξαγωγών του Mk.45 Mod.1) τέθηκαν σε υπηρεσία το 1980 και το 1988 αντίστοιχα, ενώ η έκδοση Mk.45 Mod.4, η οποία ενσωματώνει πυροβόλο με κάννη 62 αντί 54 διαμετρημάτων, αναπτύχθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 (η έκδοση Mk.45 Mod.3 αφορούσε βελτιωμένη έκδοση του Mk.45 Mod.2, αλλά δεν τέθηκε ποτέ σε παραγωγή). Η λειτουργία του πυροβόλου ελέγχεται από τα συστήματα ελέγχου πυρός Mk.86 GFCS (Gun Fire Control System) ή Mk.160 GCS (Gun Computing System).

Το βάρος του Mk.45 Mod.2A είναι 19,7 τόνοι, ενώ επιτυγχάνει μέγιστο ρυθμό βολής 20 βλήματα το λεπτό όταν πρόκειται για συμβατικά βλήματα και το πυροβόλο λειτουργεί αυτόματα. Σε περίπτωση χρήσης βλημάτων με χρονοδιακόπτη για προκαθορισμένο χρόνο πυροδότησης σημείου Mk.127 MT-PD (Mechanical Time, Point Detonating Fuze), ο μέγιστος ρυθμός βολής περιορίζεται στα 16 βλήματα το λεπτό, ενώ σε περίπτωση χρήσης βλημάτων με δυνατότητα καθοδήγησής τους στην τερματική φάση της πτήσης, ο μέγιστος ρυθμός βολής περιορίζεται ακόμα περισσότερο, στα δέκα βλήματα το λεπτό.

Το Mk.45 Mod.2A μπορεί να χρησιμοποιήσει τους εξής πέντε τύπους πυρομαχικών: To υψηλής εκρηκτικότητας, ελεγχόμενης πυροδότησης διαφορετικού χρόνου, Mk.68 HE-CVT (High Explosive, Controlled Variable Time Fuze) βάρους 31,1 κιλών και μήκους 66,3 εκατοστών.

-Το υψηλής εκρηκτικότητας, πυροδότησης σημείου, Mk.80 HE-PD (High Explosive, Point Detonating Fuze) βάρους 30,7 κιλών και μήκους 66 εκατοστών.

-Το φωτιστικό, με χρονοδιακόπτη για πυροδότηση, Mk.91 Illum-MT (Illumination, Mechanical Time Fuze) βάρους 29 κιλών και μήκους 66,3 εκατοστών.

-To υψηλής εκρηκτικότητας, πυροδότησης σε διαφορετικούς χρόνους, Mk.116 HE-VT (High Explosive, Variable Time Fuze) βάρους 31,6 κιλών και μήκους 66 εκατοστών.

-To Mk.127 MT-PD μήκους 66 εκατοστών.

-Το υψηλής εκρηκτικότητας, με πυροκροτητή υπέρυθρων, Mk.156 HE-IR (High Explosive, Infrared Fuze) βάρους 31,3 κιλών και μήκους 66 εκατοστών.

Η ταχύτητα εξόδου του βλήματος από την κάννη κυμαίνεται, ανάλογα με το βλήμα, από 808 έως 823 μέτρα το δευτερόλεπτο, ενώ ο κύκλος ζωής της κάνης είναι της τάξεως των 8.000 βλημάτων. Η δε αναχορηγία τού κάθε πυροβόλου δεν ξεπερνά τα 500 βλήματα. Το μέγιστο βεληνεκές του Mk.45 Mod.2A είναι τα 23.130 μέτρα με γωνία βολής 47ο, ενώ το δραστικό βεληνεκές του περιορίζεται στα 15.000 μέτρα. Το μέγιστο βεληνεκές για αντιαεροπορικές βολές, με γωνία βολής τις 65ο, είναι τα 7.000 μέτρα, ενώ το μέγιστο βεληνεκές των βλημάτων Mk.91 Illum-MT είναι τα 16.540 μέτρα (το βλήμα εκρήγνυται 320 μέτρα πάνω από την περιοχή ενδιαφέροντος και παρέχει φωτισμό για 50 δευτερόλεπτα. Ο πύργος κινείται καθ’ ύψος στο τόξο -15ο/+65ο και με μέγιστο ρυθμό τις 20ο το δευτερόλεπτο, ενώ σε κατεύθυνση περιστρέφεται στο τόξο +/- 170ο και με μέγιστο ρυθμό τις 30ο το δευτερόλεπτο.

Otobreda Compatto και Otobreda Super Rapido

Τα πυροβόλα Otobreda Compatto και Otobreda Super Rapido της ιταλικής OTO Melara (σε αμερικανική υπηρεσία έχουν κωδικοποιηθεί ως Mk.75) είναι από τα πλέον διαδεδομένα μοντέλα σε παγκόσμιο επίπεδο και σήμερα χρησιμοποιούνται από 51 ναυτικές δυνάμεις σε ολόκληρο τον κόσμο (έχουν παραχθεί πάνω από 1.000 πυροβόλα).

Οι σημαντικότερες διαφορές μεταξύ των δύο πυροβόλων είναι ο μέγιστος ρυθμός βολής και η ακρίβεια προσβολής (σημειωτέον ότι τα πυροβόλα της έκδοσης Compatto δεν μπορούν να αναβαθμιστούν στο επίπεδο Super Rapido, με μοναδική εξαίρεση την αύξηση του ρυθμού βολής τους, κατόπιν ενσωμάτωσης νέου κιτίου τροφοδοσίας βλημάτων).

Οι εννέα φρεγάτες τύπου Standard κλάσης “Έλλη” διαθέτουν από ένα πυροβόλο τύπου Otobreda Compatto διαμετρήματος 76mm/62cal.

Σύμφωνα με την κατασκευάστρια εταιρία, το Super Rapido, σε συνδυασμό με το σύστημα ελέγχου πυρός Dardo, έχει τη δυνατότητα αντιμετώπισης βλημάτων κατά πλοίων σε αποστάσεις έως και 6.000 μέτρα. Με αυτή τη θεώρηση, η OTO Melara εκτιμά ότι το Super Rapido μπορεί να αντιμετωπίσει έως και τέσσερις επερχόμενες απειλές, οι οποίες κινούνται προς το φίλιο πλοίο με γωνία έως και 90ο.

Το Super Rapido είναι ένα ελαφρύ πυροβόλο, υψηλής ταχυβολίας, ιδανικό για προσβολή στόχων αέρος (βλήματα, αεροσκάφη και ελικόπτερα), εδάφους και επιφανείας.

Ο πύργος του είναι πλήρως αυτόματος και αποτελείται από τρία μέρη: τον κορμό, ο οποίος βρίσκεται κάτω από το κατάστρωμα, τον πύργο πάνω στο κατάστρωμα και ένα κιτίο, το οποίο περιέχει τον σερβομηχανισμό ελέγχου του πυροβόλου. Το σύστημα αναχορηγίας πυρομαχικών λειτουργεί υδραυλικά και βρίσκεται στο τμήμα του πύργου, είναι όμως ανεξάρτητο του πύργου, με αποτέλεσμα η εναλλαγή τύπων πυρομαχικών να γίνεται εύκολα. Η αναχορηγία των βλημάτων επιτυγχάνεται με ταχύτατες διαδικασίες και απαιτεί τη δέσμευση 2-3 ατόμων.

Ο ρυθμός βολής μπορεί να επιλέγεται μεταξύ βολής κατά βολής (ένα βλήμα τη φορά) ή βολής κατά ρυπάς  (έως 120 βλήματα το λεπτό, αν και σε σχετικές δοκιμές πέτυχε ρυθμό βολής 139 βλημάτων το λεπτό, σε αντίθεση με το Compatto, το οποίο επιτυγχάνει μέγιστο ρυθμό βολής 80-85 βλημάτων το λεπτό). Το βάρος του πύργου είναι 7.620 κιλά (χωρίς πυρομαχικά), ενώ τα όρια ανύψωσης είναι από -15ο έως +85ο με μέγιστη δυνατή ανύψωση τις 35ο το δευτερόλεπτο.

Το πυροβόλο διαθέτει 85 βλήματα έτοιμα προς βολή. Επίσης, έχει πιστοποιηθεί και μπορεί να εκτοξεύσει πυρομαχικά διαφόρων τύπων, όπως υψηλής εκρηκτικότητας, θραυσμάτων, διατρητικά θώρακος, φωτιστικά και εκπαιδευτικά. Ομοίως, τα πυρομαχικά μπορούν να δεχθούν διαφορετικούς πυροσωλήνες, ανάλογα με τη χρήση τους (πυροδότησης σημείου, επιβράδυνσης, προσέγγισης κ.α.). Η απόκλιση βολής του πυροβόλου είναι της τάξεως των 0,017ο στα 1.000 μέτρα.

Οι καιρικές συνθήκες διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στην εκτόξευση των βλημάτων.

Το μέγιστο βεληνεκές εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως από τη γωνία προσβολής και από τον τύπο του πυρομαχικού. Σύμφωνα με την κατασκευάστρια εταιρία, το πυροβόλο επιτυγχάνει βεληνεκές της τάξεως των 18.400 μέτρων με πυρομαχικά υψηλής εκρηκτικότητας και από γωνία προσβολής 45ο , 8.000 μέτρων με γωνία προσβολής 85ο, 16.000 μέτρων με πυρομαχικά τύπου Sapom και από γωνία προσβολής 45ο, 20.000 μέτρων με τη χρήση πυρομαχικών Sapom-ER (επαυξημένου βεληνεκούς) και από γωνία προσβολής 45ο ή 30.000 μέτρων με τη χρήση του κατευθυνόμενου πυρομαχικού DART.

Ο μέσος χρόνος μεταξύ βλαβών είναι της τάξεως των 1.900+ ωρών, ενώ ο μέσος χρόνος αποκατάστασης της βλάβης είναι μικρότερος των 30 λεπτών.

Bofors 40/70

To πυροβόλο 40/70 Model 1958 αναπτύχθηκε ως βελτίωση του 40/70 Model 1948, το οποίο έλκει την καταγωγή του από το προπολεμικό 40/60l Model 1936. Η ιταλική OTO Breda (νυν OTO Melara) άρχισε να κατασκευάζει το πυροβόλο, κατόπιν αδείας, το 1969 (έκτοτε η εταιρία έχει αναπτύξει σειρά δικών της εκδόσεων). Η τελευταία έκδοση του πυροβόλου είναι η 40/70 Model 1958 Mk.3, η οποία μπορεί να ενσωματώσει αναλογικό ή ψηφιακό σύστημα ελέγχου πυρός και να χρησιμοποιήσει τα βελτιωμένα πυρομαχικά θραυσμάτων 3P, τα οποία μπορούν να ενσωματώσουν πυροσωλήνα προσέγγισης ή πυροδότησης σημείου.

Ο μέγιστος ρυθμός βολής των πυροβόλων 40/70 Model 1948 και Model 1958 είναι τα 240 βλήματα το λεπτό, ενώ στην έκδοση 40/70 Model 1958 Mk.3 είναι τα 330 βλήματα το λεπτό. Το μέγιστο βεληνεκές των εκδόσεων 40/70 Model 1948 και Model 1958 είναι 12.000 μέτρα ή 4.000 μέτρα για τις αντιαεροπορικές βολές, ενώ για την έκδοση 40/70 Model 1958 Mk.3 το μέγιστο βεληνεκές κατά στόχων επιφανείας περιορίζεται στα 10.000 μέτρα. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη έκδοση, το πυροβόλο μπορεί να εκτελέσει βολές κατά βλημάτων επιφανείας σε αποστάσεις έως και 2.500 μέτρα.

Ο πύργος κινείται καθ’ ύψος στο τόξο -20ο/+80ο και με μέγιστο ρυθμό 45ο το δευτερόλεπτο, ενώ σε κατεύθυνση περιστρέφεται σε ολόκληρο το τόξο των 360ο με μέγιστο ρυθμό τις 85ο το δευτερόλεπτο.

Η ιταλική έκδοση του πυροβόλου, γνωστή και ως Single Fast Forty για πυροβόλα με μονή κάννη ή Twin Fast Forty για πυροβόλα με διπλή κάννη, προσφέρεται με μονή ή διπλή κάννη και μέγιστο ρυθμό βολής τα 900 βλήματα το λεπτό. Σύμφωνα με την OTO Melara, το ιταλικό 40/70 έχει την ικανότητα να αντιμετωπίσει βλήματα κατά πλοίων σε αποστάσεις έως και 3.000 μέτρων υπό την αίρεση ότι η βολή πραγματοποιείται κατά μέτωπο και όχι από γωνία. Πάντως, το μέγιστο βεληνεκές του πυροβόλου δεν περιορίζεται στα 3.000 μέτρα, αλλά αυξάνεται στα 12.500 μέτρα ή στα 8.700 μέτρα εάν πρόκειται για αντιαεροπορική βολή.

Ειδικά οι ΤΠΚ θα βρεθούν σε κοντινές αποστάσεις εμπλοκής τουρκικών στόχων.

Η OTO Melara έχει αναπτύξει και μια σειρά από πύργους, όπως τον αυτόματο Type A βάρους 4.350 κιλών, τον Type B, ο οποίος ενσωματώνει σκοπευτικό και έχει βάρος 4.550 κιλά και τον Type C, ο οποίος ενσωματώνει ψηφιακό σύστημα ελέγχου πυρός, σύστημα ιχνήλασης στόχου και αποστασιόμετρο λέιζερ και έχει βάρος 4.600 κιλά. Ανεξαρτήτως έκδοσης, τα ιταλικά πυροβόλα επιτυγχάνουν μέγιστο ρυθμό βολής της τάξεως των 240 βλημάτων το λεπτό και αναχορηγία 32 βλημάτων (2 x 32 για τα δίδυμα πυροβόλα).

Όλοι οι παραπάνω πύργοι κινούνται καθ’ ύψος στο τόξο -13ο/+83ο και με μέγιστο ρυθμό τις 75ο το δευτερόλεπτο, ενώ σε κατεύθυνση περιστρέφονται σε ολόκληρο το τόξο των 360ο με μέγιστο ρυθμό τις 130ο το δευτερόλεπτο.

Otobreda Compatto

Σχεδιαστικά, το πυροβόλο Otobreda Compatto αποτελεί μία μικρότερη έκδοση του πυροβόλου των 40/70 της OTO Breda (κατασκευάζεται κατόπιν αδείας από την Bofors). Η ανάπτυξή του ξεκίνησε το 1984 και τέθηκε σε υπηρεσία το 1988. Ο κύριος ρόλος των πυροβόλων αυτών είναι η αντιαεροπορική άμυνα, αλλά χρησιμοποιούνται και κατά στόχων επιφανείας σε μικρές αποστάσεις.

Το πυροβόλο επιτυγχάνει υψηλή ταχυβολία της τάξεως των 800 φυσιγγίων το λεπτό ή ελεγχόμενη ταχυβολία με 120 φυσίγγια το λεπτό σε κάθε ριπή. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιήσει δύο διαφορετικούς τύπους πυρομαχικών (PGU-13: υψηλής εκρηκτικότητας βάρους 681 γραμμαρίων και PGU-14: διατρητικά θώρακος βάρους 694 γραμμαρίων). Ο πύργος του πυροβόλου (Mod.564) τοποθετείται εύκολα στην υπερκατασκευή του πλοίου και δεν χρειάζεται διάτρηση του καταστρώματος. Επίσης, λειτουργεί αυτόματα και ενσωματώνει ανεξάρτητο σύστημα παροχής ενέργειας σε περίπτωση αχρήστευσης του συστήματος παροχής ενέργειας του σκάφους. Ο τύπος του πυροβόλου είναι Mauser Mk.30-1 Model-F.

Το βάρος του πύργου είναι 1.830 κιλά χωρίς τα πυρομαχικά ή 1.960 κιλά με τα πυρομαχικά, εκ των οποίων τα 154 κιλά είναι το βάρος του πυροβόλου (60 κιλά είναι το βάρος της κάννης). Τα όρια ανύψωσης είναι από -13ο έως +80ο με μέγιστη δυνατή ανύψωση τις 80ο το δευτερόλεπτο, ενώ η αναχορηγία είναι της τάξεως των 160 φυσιγγίων έτοιμων προς βολή. Κάθε κάννη έχει επιχειρησιακό όριο ζωής τα 5.000 φυσίγγια. Το μέγιστο βεληνεκές του πυροβόλου είναι τα 3.000+ μέτρα. Εκτός από την έκδοση μονού πυροβόλου, διατίθεται και η έκδοση δίδυμου πυροβόλου ή πυροβόλου διαμετρήματος 25mm αλλά, ως γνωστόν, το ΠΝ έχει επιλέξει την έκδοση μονού πυροβόλου.

Εmerlec-30

Το πυροβόλο αναπτύχθηκε αρχικά από την Emerson Electric ως EX-74 προκειμένου να εξοπλίσει να περιπολικά πλοία του αμερικανικού προγράμματος CPIC, το οποίο όμως τελικά δεν τελεσφόρησε. Με την ακύρωση του προγράμματος CPIC, η εταιρία ανέπτυξε το ΕΧ-74 με σκοπό να το προωθήσει στην παγκόσμια αγορά. Η ανάπτυξή του ξεκίνησε το 1968 και το πρώτο σύστημα τέθηκε σε υπηρεσία το 1975. Επιτυγχάνει μέγιστο ρυθμό βολής της τάξεως των 600 βλημάτων το λεπτό και χρησιμοποιεί βλήματα υψηλής εκρηκτικότητας (βάρους 420 γραμμαρίων έκαστο) ή διατρητικά (βάρους 300 γραμμαρίων έκαστο). Η ταχύτητα εξόδου του βλήματος από την κάννη διαφέρει ανάλογα με το πυρομαχικό και κυμαίνεται από τα 1.080 έως τα 1.175 μέτρα το δευτερόλεπτο. Κάθε σύστημα έχει 985 βλήματα έτοιμα προς βολή, ενώ η κάννη έχει κύκλο ζωής της τάξεως των 5.000 βλημάτων. Το μέγιστο βεληνεκές του Emerlec-30 είναι τα 10.000 μέτρα ή τα 3.000 εάν πρόκειται για αντιαεροπορική βολή. Ο πύργος έχει μέγιστο βάρος 8.913 κιλά και κινείται καθ’ ύψος στο τόξο -15ο/+80ο με μέγιστο ρυθμό τις 85ο το δευτερόλεπτο και σε κατεύθυνση περιστρέφεται σε ολόκληρο το τόξο των 360ο με μέγιστο ρυθμό τις 90ο το δευτερόλεπτο.

LS-30B

Το LS-30B, το οποίο τέθηκε σε υπηρεσία το 1984, αποτελεί προϊόν συμπαραγωγής της Oerlikon και της BMARC, με την Oerlikon να προσφέρει το πυροβόλο 30/75 (το ίδιο πυροβόλο εξοπλίζει και το σύστημα Emerlec-30) και την BMARC τον πύργο. Το σύστημα κατασκευάστηκε από τη βρετανική Laurence Scott ως LS-30B, ενώ σήμερα κατασκευάζεται από την MSI Defence Systems ως DS-30. Εναλλακτικά, εκτός του πυροβόλου 30mm/75cal της Oerlikon, το σύστημα μπορεί να εφοδιαστεί με το Mauser-30F των 30 χιλιοστών ή το Bushmaster-25/-30 των 25 και των 30 χιλιοστών αντίστοιχα. Ανάλογες επιλογές διατίθενται και ως προς τους πύργους, με τις εκδόσεις τοπικού χειρισμού (LOCSIG), απομεμακρυσμένου χειρισμού (REMSIG) και αυτόματου χειρισμού (AUTSIG). Το σύστημα, με το πυροβόλο της Oerlikon, επιτυγχάνει μέγιστο ρυθμό βολής της τάξεως των 650 βλημάτων το λεπτό. Η αναχορηγία σε βλήματα διαφέρει ανάλογα με τον τύπο του πυρομαχικού και κυμαίνεται από τα 160 έως και τα 320 βλήματα. Το μέγιστο βεληνεκές του πυροβόλου είναι τα 10.000 μέτρα ή τα 3.000 εάν πρόκειται για αντιαεροπορική βολή.

Για τα κατευθυνόμενα βλήματα ναυτικών πυροβόλων, ως μια οικονομική λύση για την αύξηση της ισχύος πυρός του ΠΝ μπορείτε να διαβάσετε στο παρακάτω άρθρο: